ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΘ´ 37 - 44
37 Ὅταν δὲ ἐπλησίαζεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ ἔφθασε πλησίον τοῦ μέρους, ὅπου τελειώνει ὁ κατηφορικὸς δρόμος τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν, ἤρχισεν ὅλον τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν μὲ χαρὰν νὰ ἀνυμνοῦν καὶ δοξολογοῦν τὸν Θεὸν μὲ φωνὴν μεγάλην δι’ ὅλα τὰ θαύματα, ποὺ ἕως τότε εἶχαν ἴδει νὰ γίνωνται ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν.
38 Καὶ ἔλεγαν· εὐλογημενος καὶ δοξασμένος εἶναι ὁ βασιλεύς, ποὺ ἔρχεται ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου ὡς ἀντιπρόσωπος αὐτοῦ. Διὰ σοῦ τοῦ Μεσσίου γίνεται εἰρήνη ἐν τῷ οὐρανῷ, διότι συμφιλιώνονται καὶ εἰρηνεύουν διὰ σοῦ οἱ ἄνθρωποι μὲ τὸν οὐράνιον Πατέρα καὶ τοὺς ἀγγέλους του, καὶ διὰ τὴν ἐνανθρώπησιν καὶ ἔλευσίν σου ἀναπέμπεται δόξα εἰς τὸν Θεὸν ὑπὸ τῶν ἐν ὑψίστοις τοῦ οὐρανοῦ ἀγγέλων.
39 Καὶ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους μερικοὶ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, μὲ τὸ ὁποῖον εἶχαν ἀναμιχθῇ διὰ νὰ κατασκοπεύσουν τὸν Ἰησοῦν, καὶ εἶπαν πρὸς αὐτόν· Διδάσκαλε, ἐπίπληξε τοὺς μαθητάς σου διὰ τοὺς βλασφήμους αὐτοὺς λόγους, ποὺ λέγουν, ἀποδιδόντες εἰς σὲ τιμάς, αἱ ὁποῖαι εἰς μόνον τὸν Μεσσίαν ἀνήκουν.
40 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπε· Σᾶς βεβαιῶ, ὅτι καὶ αὐτοὶ ἐὰν σιωπήσουν, θὰ φωνάξουν οἱ ἄψυχοι λίθοι.
41 Καὶ ἅμα ἐπλησίασεν, ὅταν εἶδε τὴν πόλιν Ἱερουσαλήμ, τὸν κατέλαβαν λυγμοὶ καὶ ἔχυσεν ἄφθονα δάκρυα δι’ αὐτὴν καὶ εἶπεν·
42 ὅτι ἐὰν ἐμάνθανες καὶ σύ, ὅπως τὸ ἠξεύρουν οἱ μαθηταί μου καὶ οἱ ταπεινοὶ αὐτοὶ σύνοδοί μου, ἔστω καὶ κατὰ τὴν ἐσχάτην ταύτην ἡμέραν, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν τελευταίαν προθεσμίαν, τὴν ὁποίαν σοῦ δίδει ὁ Θεός, ἐὰν ἤξευρες ἐκεῖνα, ποὺ θὰ σὲ ὁδηγήσουν εἰς τὸ νὰ εἰρηνεύσῃς μὲ τὸν Θεὸν καὶ νὰ ἀποφύγῃς τὰς τρομερὰς συνεπείας τῆς ὀργῆς του· ἐὰν ἤξευρες, ὅτι ἡ πίστις καὶ ὑπακοὴ πρὸς ἐμὲ θὰ σοῦ ἐξησφάλιζε τὴν μετὰ τοῦ Θεοῦ εἰρήνην καὶ συγχρόνως θὰ ἀπέτρεπε τὴν καταστροφὴν τῆς ἐρημώσεώς σου, δὲν θὰ ἐχάνεσο. Τώρα ὅμως εἶναι τυφλωμένα τὰ μάτια σου καὶ δὲν μπορεῖς νὰ ἴδῃς ποῖα δεινὰ σὲ περιμένουν.
43 Διότι θὰ ἔλθουν ἡμέραι ὀλέθριαι διὰ σέ. Καὶ κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας θὰ βάλουν γύρω ἀπὸ σὲ περίφραγμα ὠχυρωμένον οἱ ἐχθροί σου καὶ θὰ σὲ περικυκλώσουν καὶ θὰ σὲ στενοχωρήσουν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη διὰ στενῆς πολιορκίας.
44 Καὶ θὰ κατεδαφίσουν τὰ οἰκοδομήματά σου καὶ τὰ τείχη σου, ἀλλὰ θὰ ρίψουν εἰς τὸ ἔδαφος καὶ τὰ τέκνα σου σφαγμένα, ὅσα θὰ εὐρεθοῦν μέσα εἰς τὰ τείχη σου, καὶ δὲν θὰ ἀφήσουν μέσα εἰς τὴν πόλιν λίθον ἐπάνω εἰς λίθον. Καὶ ὅλα αὐτὰ θὰ τὰ πάθῃς ὡς τιμωρίαν, διότι λόγῳ τῆς θεληματικῆς σου τυφλώσεως δὲν ἔνοιωσες τὸν καιρόν, κατὰ τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς σὲ ἐπεσκέφθη διὰ νὰ σὲ ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ.