❌
Δευτέρα, 27 Νοεμβρίου 2023

Άγιος Ιάκωβος ο Πέρσης ο Μεγαλομάρτυρας, Όσιος Πινούφριος, Όσιος Ναθαναήλ
Ἰακώβου μεγαλομάρτυρος τοῦ Πέρσου (†421). Δαμασκηνοῦ μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης τοῦ καὶ Στουδίτου.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ Α' Α´ 1 - 7


1 Παῦλος, ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ κατ’ ἐπιταγὴν Θεοῦ σωτῆρος ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ τῆς ἐλπίδος ἡμῶν, 2 Τιμοθέῳ γνησίῳ τέκνῳ ἐν πίστει· χάρις, ἔλεος, εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν. 3 Καθὼς παρεκάλεσά σε προσμεῖναι ἐν Ἐφέσῳ, πορευόμενος εἰς Μακεδονίαν, ἵνα παραγγείλῃς τισὶ μὴ ἑτεροδιδασκαλεῖν 4 μηδὲ προσέχειν μύθοις καὶ γενεαλογίαις ἀπεράντοις, αἵτινες ζητήσεις παρέχουσι μᾶλλον ἢ οἰκονομίαν Θεοῦ τὴν ἐν πίστει· 5 τὸ δὲ τέλος τῆς παραγγελίας ἐστὶν ἀγάπη ἐκ καθαρᾶς καρδίας καὶ συνειδήσεως ἀγαθῆς καὶ πίστεως ἀνυποκρίτου, 6 ὧν τινες ἀστοχήσαντες ἐξετράπησαν εἰς ματαιολογίαν, 7 θέλοντες εἶναι νομοδιδάσκαλοι, μὴ νοοῦντες μήτε ἃ λέγουσι μήτε περὶ τίνων διαβεβαιοῦνται.

ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ Α' Α´ 1 - 7


1 Εγὼ ὁ Παῦλος, ἀπόστολός του Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ διαταγὴν τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι σωτήρ μας, καὶ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ἐλπίδα μας, 2 γράφω τὴν ἐπιστολὴν αὐτὴν εἰς τὸν Τιμόθεον, ποὺ διὰ τῆς πίστεως εἰς τὸ κήρυγμά μου ἔγινε γνήσιον πνευματικόν μου τέκνον. Εἴθε νὰ σουῦ δοθῇ, ὦ Τιμόθεε, χάρις ἔλεος καὶ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεόν πατέρα μας καὶ ἀπὸ τὸν Χριστὸν Ἰησοῦν τὸν Κύριόν μας. 3 Καθὼς σὲ παρεκάλεσα νὰ παραμείνῃς εἰς τὴν Ἔφεσον, ὅταν ἐπήγαινα εἰς Μακεδονίαν, ἔτσι σὲ παρακαλῶ καὶ τώρα. Καὶ σὲ παρεκάλεσα τότε νὰ παραμείνῃς διὰ νὰ παραγγείλῃς εἰς μερικοὺς νὰ μὴ διδάσκουν διαφορετικὰ ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Εὐαγγελίου, 4 οὔτε νὰ προσέχουν εἰς μύθους καὶ εἰς γενεαλογίας προγόνων ἡ μυθικῶν θεῶν ἀτελειώτους, αἱ ὁποῖαι προκαλοῦν ἀνωφελεῖς συζητήσεις καὶ φιλονεικίας μᾶλλον παρὰ συντελοῦν εἰς τὴν διακονίαν, μὲ τὴν ὁποίαν οἰκονομεῖται ἡ διὰ τῆς πίστεως σωτηρία τῶν διδασκομένων. 5 Τὸ συμπλήρωμα δὲ τῆς παραγγελίας μου εἶναι ἀγάπη ἀπὸ καθαρὰν καὶ ἀνιδιοτελῆ καρδίαν καὶ ἀπὸ συνείδησιν ἀγαθήν, ἐλευθέραν ἀπὸ κάθε τύψιν, καὶ ἀπὸ πίστιν εἰλικρινῆ καὶ ἀληθῆ. 6 Ἀπὸ τὰς ἀρετὰς ὅμως αὐτὰς ἔπεσαν ἔξω καὶ ἀπεμακρύνθησαν μερικοὶ καὶ δι’ αὐτὸ παρεξετράπησαν εἰς ματαίους καὶ ἀνωφελεῖς λόγους καὶ διδασκαλίας. 7 Θέλουν νὰ παρουσιάζωνται ὡς διδάσκαλοι τοῦ νόμου, καὶ δὲν καταλαβαίνουν οὔτε ἐκεῖνα ποὺ λέγουν, οὔτε ἐκεῖνα διὰ τὰ ὁποῖα δίδουν αὐθεντικὰς διαβεβαιώσεις.

ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ Α' Α´ 1 - 7


1 Εγώ ο Παύλος, απόστολος του Ιησού Χριστού κατόπιν προσταγής του Θεού, του Σωτήρος μας, και του Κυρίου Ιησού Χριστού, που είνα η ελπίδα μας, 2 στον Τιμόθεον, που είναι δια της πίστεως στο κήρυγμά μου γνήσιον πνευματικόν μου τέκνον, είθε η χάρις, το έλεος και η ειρήνη να δοθή από τον Θεόν Πατέρα μας και από τον Χριστόν Ιησούν, τον Κυριον μας. 3 Καθώς σε είχα παρακελέσει τότε, που επήγαινα εις την Μακεδονίαν, να παραμείνης εις την Εφεσον, έτσι σε παρακαλώ και τώρα να μείνης, δια να παραγγέλλης εις μερικούς και να συμβουλεύης να μη διδάσκουν διαφορετικήν διδασκαλίαν από την του Ευαγγελίου, 4 ούτε να δίδουν προσοχήν εις μύθους και εις τας ατελεώτους γενεαλογίας προγόνων, αι αποίαι παρέχουν μάλλον αφορμήν και παρασύρουν εις ανωφελείς και επιβλαβείς συζητήσεις και φιλονεικίας, παρά στο έργον της σωτηρίας, το οποίον με απείρους σοφούς τρόπους προσφέρεται από τον Θεόν στους ανθρώπους δια της πίστεως. 5 Το δε τέλος και ο σκοπός της παραγγελίας μου είναι αγάπη από καθαράν και αγνήν καρδίαν και από συνείδησιν αγαθήν, που δεν την ταράσσουν αι τύψεις, και από πίστιν ειλικρινή και ορθήν. 6 Από αυτάς δε τας αρετάς μερικοί παρεξέκλιναν και έπεσαν έξω και παρεξετράπησαν εις κενάς και ανωφελείς αργολογίας, 7 θέλοντες να παρουσιάζωνται ως διδάσκαλοι του Νομου, χωρίς να ενοούν ούτε εκείνα που λέγουν ούτε εκείνα τα οποία προσφέρουν με τόσο αυθεντικάς τάχα και κατηγορηματικάς διαβεβαιώσεις.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΘ´ 37 - 44


37 ἐγγίζοντος δὲ αὐτοῦ ἤδη πρὸς τῇ καταβάσει τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν ἤρξαντο ἅπαν τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν χαίροντες αἰνεῖν τὸν Θεὸν φωνῇ μεγάλῃ περὶ πασῶν ὧν εἶδον δυνάμεων 38 λέγοντες· Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος βασιλεὺς ἐν ὀνόματι Κυρίου· εἰρήνη ἐν οὐρανῷ καὶ δόξα ἐν ὑψίστοις. 39 καί τινες τῶν Φαρισαίων ἀπὸ τοῦ ὄχλου εἶπον πρὸς αὐτόν· Διδάσκαλε, ἐπιτίμησον τοῖς μαθηταῖς σου. 40 καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται. 41 καὶ ὡς ἤγγισεν, ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ’ αὐτῇ, λέγων 42 ὅτι Εἰ ἔγνως καὶ σὺ καὶ γε ἐν τῇ ἡμέρᾳ σου ταύτῃ, τὰ πρὸς εἰρήνην σου! νῦν δὲ ἐκρύβη ἀπὸ ὀφθαλμῶν σου· 43 ὅτι ἥξουσιν ἡμέραι ἐπὶ σὲ καὶ περιβαλοῦσιν οἱ ἐχθροί σου χάρακά σοι καὶ περικυκλώσουσί σε καὶ συνέξουσί σε πάντοθεν, 44 καὶ ἐδαφιοῦσί σε καὶ τὰ τέκνα σου ἐν σοί, καὶ οὐκ ἀφήσουσιν ἐν σοί λίθον ἐπὶ λίθῳ, ἀνθ’ ὧν οὐκ ἔγνως τὸν καιρὸν τῆς ἐπισκοπῆς σου.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΘ´ 37 - 44


37 Ὅταν δὲ ἐπλησίαζεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ ἔφθασε πλησίον τοῦ μέρους, ὅπου τελειώνει ὁ κατηφορικὸς δρόμος τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν, ἤρχισεν ὅλον τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν μὲ χαρὰν νὰ ἀνυμνοῦν καὶ δοξολογοῦν τὸν Θεὸν μὲ φωνὴν μεγάλην δι’ ὅλα τὰ θαύματα, ποὺ ἕως τότε εἶχαν ἴδει νὰ γίνωνται ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν. 38 Καὶ ἔλεγαν· εὐλογημενος καὶ δοξασμένος εἶναι ὁ βασιλεύς, ποὺ ἔρχεται ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου ὡς ἀντιπρόσωπος αὐτοῦ. Διὰ σοῦ τοῦ Μεσσίου γίνεται εἰρήνη ἐν τῷ οὐρανῷ, διότι συμφιλιώνονται καὶ εἰρηνεύουν διὰ σοῦ οἱ ἄνθρωποι μὲ τὸν οὐράνιον Πατέρα καὶ τοὺς ἀγγέλους του, καὶ διὰ τὴν ἐνανθρώπησιν καὶ ἔλευσίν σου ἀναπέμπεται δόξα εἰς τὸν Θεὸν ὑπὸ τῶν ἐν ὑψίστοις τοῦ οὐρανοῦ ἀγγέλων. 39 Καὶ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους μερικοὶ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, μὲ τὸ ὁποῖον εἶχαν ἀναμιχθῇ διὰ νὰ κατασκοπεύσουν τὸν Ἰησοῦν, καὶ εἶπαν πρὸς αὐτόν· Διδάσκαλε, ἐπίπληξε τοὺς μαθητάς σου διὰ τοὺς βλασφήμους αὐτοὺς λόγους, ποὺ λέγουν, ἀποδιδόντες εἰς σὲ τιμάς, αἱ ὁποῖαι εἰς μόνον τὸν Μεσσίαν ἀνήκουν. 40 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπε· Σᾶς βεβαιῶ, ὅτι καὶ αὐτοὶ ἐὰν σιωπήσουν, θὰ φωνάξουν οἱ ἄψυχοι λίθοι. 41 Καὶ ἅμα ἐπλησίασεν, ὅταν εἶδε τὴν πόλιν Ἱερουσαλήμ, τὸν κατέλαβαν λυγμοὶ καὶ ἔχυσεν ἄφθονα δάκρυα δι’ αὐτὴν καὶ εἶπεν· 42 ὅτι ἐὰν ἐμάνθανες καὶ σύ, ὅπως τὸ ἠξεύρουν οἱ μαθηταί μου καὶ οἱ ταπεινοὶ αὐτοὶ σύνοδοί μου, ἔστω καὶ κατὰ τὴν ἐσχάτην ταύτην ἡμέραν, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν τελευταίαν προθεσμίαν, τὴν ὁποίαν σοῦ δίδει ὁ Θεός, ἐὰν ἤξευρες ἐκεῖνα, ποὺ θὰ σὲ ὁδηγήσουν εἰς τὸ νὰ εἰρηνεύσῃς μὲ τὸν Θεὸν καὶ νὰ ἀποφύγῃς τὰς τρομερὰς συνεπείας τῆς ὀργῆς του· ἐὰν ἤξευρες, ὅτι ἡ πίστις καὶ ὑπακοὴ πρὸς ἐμὲ θὰ σοῦ ἐξησφάλιζε τὴν μετὰ τοῦ Θεοῦ εἰρήνην καὶ συγχρόνως θὰ ἀπέτρεπε τὴν καταστροφὴν τῆς ἐρημώσεώς σου, δὲν θὰ ἐχάνεσο. Τώρα ὅμως εἶναι τυφλωμένα τὰ μάτια σου καὶ δὲν μπορεῖς νὰ ἴδῃς ποῖα δεινὰ σὲ περιμένουν. 43 Διότι θὰ ἔλθουν ἡμέραι ὀλέθριαι διὰ σέ. Καὶ κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας θὰ βάλουν γύρω ἀπὸ σὲ περίφραγμα ὠχυρωμένον οἱ ἐχθροί σου καὶ θὰ σὲ περικυκλώσουν καὶ θὰ σὲ στενοχωρήσουν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη διὰ στενῆς πολιορκίας. 44 Καὶ θὰ κατεδαφίσουν τὰ οἰκοδομήματά σου καὶ τὰ τείχη σου, ἀλλὰ θὰ ρίψουν εἰς τὸ ἔδαφος καὶ τὰ τέκνα σου σφαγμένα, ὅσα θὰ εὐρεθοῦν μέσα εἰς τὰ τείχη σου, καὶ δὲν θὰ ἀφήσουν μέσα εἰς τὴν πόλιν λίθον ἐπάνω εἰς λίθον. Καὶ ὅλα αὐτὰ θὰ τὰ πάθῃς ὡς τιμωρίαν, διότι λόγῳ τῆς θεληματικῆς σου τυφλώσεως δὲν ἔνοιωσες τὸν καιρόν, κατὰ τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς σὲ ἐπεσκέφθη διὰ νὰ σὲ ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΘ´ 37 - 44


37 Οταν δε επλησίαζε στο τέρμα του κατηφορικού δρόμου του όρους των Ελαιών, όλον το πλήθος των μαθητών με χαράν ήρχισαν να δοξολογούν τον Θεόν με φωνήν μεγάλην δι' όλα τα καταπληκτικά θαύματα, που είχαν ιδεί, 38 λέγοντες· “ευλογημένος ο βασιλεύς, που έρχεται εν ονόματι Κυρίου. Δι' αυτού θα αποκατασταθή η ειρήνη μεταξύ του ουρανού και της γης, του Θεού και των ανθρώπων και θα αναπέμπεται δόξα στον εν υψίστοις πανάγαθον Θεόν”. 39 Και μερικοί από τους Φαρισαίους, που ήσαν αναμεμιγμένοι με τον όχλον, εβγήκαν και είπαν εις αυτόν· “Διδάσκαλε, να επιπλήξης τους μαθητάς σου, δια την δόξαν, που σου αποδίδουν και η οποία ανήκει μόνον στον Μεσσίαν”. 40 Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπε· “σας διαβεβαιώνω, ότι εάν αυτοί σιωπήσουν, οι πέτρες θα φωνάξουν”. 41 Και καθώς επλησίασε προς την Ιερουσαλήμ και είδε την πόλιν, ανελύθη εις δάκρυα και λυγμούς δι' αυτήν, λέγων 42 ότι “εάν εγνώριζες και συ, έστω και κατά την τελευταίαν αυτήν ημέραν, που σου δίδει ως μεγάλην ευκαιρίαν μετανοίας ο Θεός, εάν εγνώριζες και εδέχεσο ότι εγώ θα σου παρείχα την ειρήνην και την ασφάλειαν, θα εσώζεσο από την τρομεράν καταστροφήν που σε περιμένει. Τωρα όμως, εξ αιτίας της αμετανοήτου κακίας σου, τα μάτια σου είναι σκοτισμένα και δεν ημπορούν να ίδουν τον όλεθρον, που έρχεται. 43 Διότι θα έλθουν φοβεραί δια σε ημέραι και οι εχθροί σου θα σκάψουν γύρω σου χαρακώματα και θα σε περικυκλώσουν και θα σε συνθλίβουν από παντού. 44 Και θα κατακρημνίσουν τα οικοδομήματά σου και θα πετάξουν, σφαγμένα κάτω στο έδαφος τα παιδιά σου, και δεν θα αφήσουν πέτραν επάνω εις την πέτραν· και τούτο εις τιμωρίαν σου, διότι δεν ηθέλησες να γνωρίσης και να δεχθής τον καιρόν, κατά τον οποίον ο Θεός σε επεσκέφθηκε δια να σε σώση”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα