❌
Κυριακή, 22 Οκτωβρίου 2023

Όσιος Αβέρκιος ο Ισαπόστολος και θαυματουργός επίσκοπος Ιεράπολης, Άγιοι Αλέξανδρος ο Επίσκοπος, Ηράκλειος, Άννα, Ελισάβετ, Θεοδότη και Γλυκερία
† ΚΥΡΙΑΚΗ Κ΄ (Ϛ΄ ΛΟΥΚΑ). Ἀβερκίου ἰσαποστόλου ἐπισκόπου Ἱεραπόλεως (†167), τῶν ἐν Ἐφέσῳ ἁγίων ἑπτὰ παίδων (†250).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον
Ἑωθινόν


ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Α´ 11 - 19


11 Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· 12 οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι’ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ. 13 Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ’ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, 14 καὶ προέκοπτον ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. 15 Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ 16 ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοὶ, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, 17 οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. 18 Ἔπειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· 19 ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Α´ 11 - 19


11 Σᾶς γνωστοποιῶ δέ, ἀδελφοί, ὅτι τὸ εὐαγγέλιον, ποὺ ἐκηρύχθη εἰς σᾶς ἀπὸ ἑμέ, δὲν εἶναι ἐπινόημα ἀνθρώπου. 12 Διότι ὄχι μόνον οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι, ἀλλὰ καὶ ἐγὼ δὲν παρέλαβον αὐτὸ ἀπὸ ἄνθρωπον, οὔτε τὸ ἐδιδάχθην ἀπὸ ἄνθρωπον, ἀλλὰ παρέλαβον αὐτὸ κατ’ εὐθεῖαν δι’ ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀμέσως μοῦ ἐφανέρωσε καὶ μοῦ ἀπεκάλυψε τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. 13 Ὅτι δὲ μὲ ὑπερφυσικὴν ἀποκάλυψίν μου παρεδόθη ἀπὸ αὐτὸν τὸν Θεὸν τὸ εὐαγγέλιον, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν κατὰ τὸ παρελθὸν δρᾶσίν μου. Διότι ἠκούσατε τὴν διαγωγήν, ποὺ ἔδειξα κάποτε, ὅταν ἠκολούθουν τὸν νόμον καὶ τὰ ἔθιμα τῶν Ἰουδαίων. Ἠκούσατε δηλαδή, ὅτι ὑπερβολικὰ κατεδίωκον τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ προσεπάθουν νὰ τὴν καταστρέψω. 14 Καὶ προώδευα εἰς τὸν Ἰουδαϊσμὸν περισσότερον ἀπὸ πολλοὺς συνομήλικάς μου εἰς τὸ ἔθνος μου καὶ ἐδείκνυον περισσότερον ἀπὸ αὐτοὺς ζῆλον ὑπὲρ τῶν παραδόσεων, ποὺ παρελάβομεν ἀπὸ τοὺς πατέρας. 15 Ὅταν ὅμως εὐηρεστήθη ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος μὲ ἐξεχώρισε καὶ μὲ ἐξέλεξεν ἀπὸ τὸν καιρὸν ἀκόμη, ποὺ ἤμην εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μου, καὶ μὲ ἐκάλεσε διὰ τῆς χάριτός του, χωρὶς ἐγὼ ἀπὸ τὰ ἔργα μου νὰ εἶμαι ἄξιος διὰ μίαν τέτοιαν ἐκλογήν, 16 διὰ νὰ ἀποκαλύψῃ τὸν Υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς μου, διὰ νὰ τὸν κηρύττω μεταξὺ τῶν ἐθνῶν, εὐθὺς δὲν συνεβουλεύθην σάρκα καὶ αἷμα, δηλαδὴ ἄνθρωπόν τινα οἰονδήποτε. 17 Οὔτε ἀνέβην εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα πρὸς συνάντησιν τῶν Ἀποστόλων, ποὺ εἶχον κληθῆ πρὸ ἑμοῦ εἰς τὸ ἀποστολικὸν ἀξίωμα, ἀλλὰ ἐπῆγα εἰς τὴν Ἀραβίαν καὶ πάλιν ἐπέστρεψα εἰς τὴν Δαμασκόν. 18 Ἔπειτα, μετὰ τρία ἔτη ἀφ’ ὅτου ἐπέστρεψα εἰς τὸν Χριστόν, ἀνέβην εἰς Ἱεροσόλυμα διὰ νὰ γνωρίσω τὸν Πέτρον καὶ ἔμεινα πλησίον τοῦ δεκαπέντε ἡμέρας. 19 Ἄλλον δὲ ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους δὲν εἶδον παρὰ μόνον τὸν Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Α´ 11 - 19


11 Σας καθιστώ δε γνωστόν, αδελφοί, ότι το Ευαγγέλιον, το οποίον εγώ εκήρυξα εις σας δεν είναι έργον ανθρώπου και δεν εκφράζει σκέψεις ανθρώπων. 12 Διότι εγώ-όπως άλλωστε και οι άλλοι Απόστολοι-δεν έχω παραλάβει αυτό από άνθρωπον ούτε το εδιδάχθην από άνθρωπον, αλλά το παρέλαβα κατ' ευθείαν δι' αποκαλύψεων, τας οποίας ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός μου εφανέρωσε. 13 Βεβαίως και σεις οι ίδιοι έχετε πληροφορηθή την ζωήν και συμπεριφοράν που είχα, όταν έμενα πιστός εις την θρησκείαν των Εβραίων και ακολουθούσα όσα ο Ιουδαϊσμός εδίδασκε. Εχετε δηλαδή πληροφορηθή ότι, επηρεασμένος βαθύτατα από τας παλαιάς διδασκαλίας του Νομου και τα έθιμα των Ιουδαίων, κατεδίωκα με πολύν φανατισμόν και σκληρότητα την Εκκλησίαν του Χριστού και προσπαθούσα να την ερημώσω και αφανίσω. 14 Χαρις δε στον φανατισμόν μου αυτόν προώδευα στον Ιουδαϊσμόν παραπάνω από πολλούς ομοεθνείς συνομήλικάς μου, διότι εδείκνυα περισσότερον από αυτούς ζήλον δια τας πατροπαραδότους παραδόσεις μας. 15 Οταν δε ευδόκησεν ο πανάγαθος Θεός, ο οποίος με είχε ξεχωρίσει και προορίσει από την κοιλίαν ακόμη της μητρός μου, και με εκάλεσε δια της χάριτος του 16 να αποκαλύψη εις την καρδίαν και την ψυχήν μου τον Υιόν αυτού, δια να τον κηρύττω ως Σωτήρα εις τα έθνη, αμέσως δεν εζήτησα από κανένα άνθρωπον συμβουλήν και καθοδήγησιν δια την μεγάλην αυτήν κλήσιν. 17 Ούτε ανέβηκα εις τα Ιεροσόλυμα, δια να συναντήσω και συμβουλευθώ τους Αποστόλους, που είχαν κληθή προ εμού στο αποστολικόν έργον, αλλ' ανεχώρησα εις τα μέρη της Αραβίας και πάλιν επέστρεψα εις Δαμασκόν. 18 Επειτα, τρία έτη μετά την ημέραν που εκλήθην από τον Χριστόν, ανέβηκα εις τα Ιεροσόλυμα, δια να συναντήσω και γνωρίσω προσωπικώς τον Πετρον και έμεινα κοντά του δεκαπέντε μόνον ημέρας. 19 Αλλον δε από τους Αποστόλους δεν είδα, παρά μόνον τον Ιάκωβον, τον αδελφόν του Κυρίου.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Η´ 27 - 39


27 ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο, καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ’ ἐν τοῖς μνήμασιν. 28 ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· Τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. 29 παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. 30 ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· Τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· Λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· 31 καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. 32 Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένη ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. 33 ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. 34 ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. 35 ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονὸς, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ’ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. 36 ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. 37 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ’ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν. 38 ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνὴρ, ἀφ’ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· 39 Ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. καὶ ἀπῆλθε καθ’ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Η´ 27 - 39


27 Ὅταν δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐβγῆκεν εἰς τὴν ξηράν, τὸν συνήντησε κάποιος ἄνθρωπος καταγόμενος ἀπὸ τὴν πόλιν, ὁ ὁποῖος εἶχε μέσα του δαιμόνια ἀπὸ πολλὰ χρόνια καὶ δὲν ἐφοροῦσεν ἐπάνω του ροῦχα καὶ δὲν ἔμενεν εἰς σπίτι, ἀλλὰ μέσα εἰς τὰ μνήματα. 28 Ὅταν ὅμως εἶδε τὸν Ἰησοῦν, ἀπὸ τὸν φόβον τοῦ ἐφώναξε δυνατὰ καὶ ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας του καὶ μὲ φωνὴν μεγάλην εἶπε· Ποία σχέσις ὑπάρχει μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ καὶ τὶ ζητᾷς ἀπὸ ἐμέ, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου; Σὲ παρακαλῶ μὴ μὲ βασανίσῃς, καὶ μὴ μοῦ ἐπιβάλῃς τὴν τιμωρίαν νὰ ἐγκλεισθῶ ἀπὸ τώρα εἰς τὰ σκότη τοῦ Ἅδου. 29 Εἶπε δὲ τὸν λόγον αὐτὸν ὁ δαιμονιζόμενος, διότι ὁ Ἰησοῦς παρήγγειλε καὶ διέταξε τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα νὰ βγῇ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον. Διότι ἐπὶ πολλὰ ἔτη τὸν εἶχε κυριεύσει. Καὶ λόγῳ τῆς ἀγρίας ἑξάψεως, ποὺ τοῦ ἐδημιουργεῖ, τὸν ἔδεναν μὲ ἁλύσεις καὶ μὲ σιδηρᾶ δεσμὰ εἰς τὰ πόδια, ἐπειδὴ τὸν ἐφύλαττον νὰ μὴ κακοποιήσῃ ἢ βλάψῃ τινά. Ἀλλ’ αὐτὸς ἔσπαζε τὰ δεσμὰ καὶ ἐσύρετο βιαίως ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τοὺς ἐρήμους τόπους. 30 Τὸν ἠρώτησε δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε· Τί εἶναι τὸ ὄνομά σου; Αὐτὸς δὲ εἶπε· Λεγεών, δηλαδὴ σύνταγμα στρατιωτῶν. Καὶ ἦτο αὐτὸ τὸ ὄνομά του, διότι οὐχὶ ἕν, ἀλλὰ πολλὰ δαιμόνια εἶχον εἰσέλθει εἰς τὸν ἄνθρωπον αὐτόν. 31 Καὶ διὰ στόματος τοῦ δαιμονιζομένου παρεκάλουν αὐτὸν νὰ μὴ διατάξῃ νὰ ὑπάγουν εἰς τὰ τρίσβαθα τοῦ Ἅδου. 32 Ἦτο δὲ ἐκεῖ ἕνα κοπάδι ἀπὸ πολλοὺς χοίρους, ποὺ ἔβοσκαν εἰς τὸ βουνόν. Καὶ τὸν παρεκάλουν νὰ ἐπιτρέψῃ εἰς αὐτὰ νὰ ἔμβουν εἰς ἐκείνους τοὺς χοίρους. Καὶ ἐπειδὴ αὐτοί, ποὺ ἔτρεφον τοὺς χοίρους, ἔπραττον τοῦτο παρὰ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον, ὁ ὁποῖος ἀπηγόρευεν ὡς ἀκάθαρτον τὸ χοιρινὸν κρέας, ὁ Κύριος τιμωρῶν τὴν παρανομίαν ταύτην ἐπέτρεψε τοῦτο εἰς αὐτά. 33 Ἀφοῦ δὲ ἐβγῆκαν τὰ δαιμόνια ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, ἐμβῆκαν εἰς τοὺς χοίρους. Καὶ ἔτρεξεν ἀσυγκράτητα καὶ μὲ μανίαν τὸ κοπάδι ἀπὸ τὸ ἐπάνω μέρος τοῦ κρημνοῦ πρὸς τὰ κάτω εἰς τὴν λίμνην καὶ ἐπνίγη. 34 Ὅταν δὲ ἐκεῖνοι, ποὺ ἔβοσκαν τοὺς χοίρους, εἶδαν αὐτὸ ποὺ ἔγινεν, ἔφυγαν. Καὶ ἀνήγγειλαν τὸ συμβὰν τῆς καταστροφῆς τῶν χοίρων εἰς τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως καὶ εἰς ἐκείνους, ποὺ ἔμεναν ἔξω εἰς τοὺς ἀγρούς. 35 Ἐβγῆκαν δὲ ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ τὰ περίχωρα οἱ ἄνθρωποι διὰ νὰ ἴδουν ἐκεῖνο ποὺ ἔγινε. Καὶ ἦλθον εἰς τὸν Ἰησοῦν. Καὶ ηὗραν τὸν ἄνθρωπον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον εἶχαν βγῇ τὰ δαιμόνια, νὰ κάθεται κοντὰ εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ ἐνδεδυμένος καὶ σωφρονισμένος. Καὶ ἐφοβήθησαν. 36 Τοὺς διηγήθησαν δὲ καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ εἶχαν ἴδει τὸ περιστατικόν, πῶς ἔγινε καλὰ ὁ δαιμονισμένος. 37 Καὶ τὸν παρεκάλεσαν ὅλον τὸ πλῆθος τῆς περιφερείας τῶν Γαδαρηνῶν νὰ φύγῃ ἀπὸ αὐτούς, διότι ἐκυριεύθησαν ἀπὸ μεγάλον φόβον, ὅταν εἶδαν τὴν δικαίαν τιμωρίαν, ποὺ ἐπεβλήθη εἰς αὐτούς, οἱ ὁποῖοι παρὰ τὴν ἀπαγόρευσιν τοῦ νόμου ἔτρεφον χοίρους. Αὐτὸς δέ, ἀφοῦ ἐμβῆκεν εἰς τὸ πλοῖον, ἐπέστρεψεν εἰς τὸ μέρος, ἀπὸ τὸ ὁποῖον εἶχεν ἔλθει. 38 Παρεκάλει δὲ αὐτὸν ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον εἶχαν βγῇ τὰ δαιμόνια, νὰ μένῃ μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τὸν ἀφῆκεν ἐλεύθερον καὶ τοῦ παρήγγειλε νὰ φύγῃ λέγων· 39 Γύρισε ὀπίσω εἰς τὸ σπίτι σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἔκαμεν εἰς σὲ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σὲ ἀπήλλαξεν ἀπὸ τὰ δαιμόνια. Καὶ ἔφυγεν ἐκεῖνος καὶ διεκήρυττεν εἰς ὅλην τὴν πόλιν ὅσα τοῦ ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Η´ 27 - 39


27 Οταν δε ο Ιησούς εβγήκεν εις την ξηράν, τον συνάντησεν ένας άνθρωπος της πόλεως εκείνης, ο οποίος είχε μέσα του δαιμόνια από πολλά χρόνια και δεν εφορούσε ένδυμα και δεν έμενε σε σπίτι, αλλά μέσα εις τα μνήματα. 28 Οταν όμως είδε τον Ιησούν εκραύγασε δυνατά, έπεσεν εις τα πόδια του και με φωνήν μεγάλην είπε· “ποία σχέσις υπάρχει ανάμεσα εις εμέ και σε, Ιησού, Υιέ του Θεού του Υψίστου; Σε παρακαλώ, μη με βασανίσης και μη με κλείσης από τώρα στον φρικτόν Αδην”. 29 Είπε δε αυτά ο δαιμονιζόμενος, διότι ο Χριστός διέταξε το ακάθαρτον πνεύμα να βγη και να φύγη από τον άνθρωπον, επειδή από πολλά χρόνια τον είχεν αρπάξει και κυριεύσει. Οι δε άλλοι άνθρωποι, ένεκα της αγριότητος αυτού, τον έδεναν με αλυσίδες και με ισχυρά δεσμά εις τα πόδια, δια να τον φυλάσσουν, ώστε να μη επιτίθεται και κακοποιή τους άλλους. Αλλά αυτός έσπαζε τα δεσμά και ωδηγείτο βιαίως από τον δαίμονα εις ερημικούς τόπους. 30 Τον ερώτησε δε ο Ιησούς, λέγων· “ποιό είναι το όνομά σου;” Εκείνος δε απήντησε· “λεγεών”. Διότι πολλά δαιμόνια είχαν εισέλθει στον άνθρωπον αυτόν. 31 Και παρακαλούσαν τα δαιμόνια αυτόν, να μη τα διατάξη και πάνε εις τα τρίσβαθα του Αδου. 32 Ητο δε εκεί μία αγέλη με πολλούς χοίρους, που έβοσκαν στο βουνό· και τον παρακαλούσαν τα δαιμόνια να τους δώση την άδειαν να μπουν εις εκείνους τους χοίρους. Και τους το επέτρεψεν ο Κυριος (διότι κατά λόγον δικαιοσύνης έπρεπε να τιμωρηθούν με την απώλειαν των χοίρων οι ιδιοκτήται των, επειδή τους έτρεφαν, μολονότι αυτό απηγορεύετο από τον μωσαϊκόν νόμον). 33 Αφού δε εξήλθον τα δαιμόνια από τον άνθρωπον, εμπήκαν στους χοίρους και ώρμησε ασυγκράτητο όλο το καπάδι επάνω στον κρυμνόν, ερρίφθη από εκεί εις την θάλασσαν και επνίγησαν οι χοίροι. 34 Οταν δε οι βοσκοί είδαν το γεγονός αυτό, έφυγαν και το ανήγγειλαν εις την πόλιν και εις όσους συναντούσαν, από αυτούς που έμεναν στους αγρούς. 35 Εβγήκαν δε από την πόλιν οι άνθρωποι, δια να ίδουν αυτό που έγινε. Ηλθαν στον Ιησούν και είδαν τον άνθρωπον, από τον οποίον είχαν βγη τα δαιμόνια, να κάθεται κοντά εις τα πόδια του Ιησού, ντυμένος, ήρεμος και φρόνιμος, και εφοβήθησαν. 36 Είχαν δε διηγηθή εις αυτούς εκείνοι που είδαν το γεγονός, πως ελευθερώθηκε ο δαιμονιζόμενος. 37 Και όλον το πλήθος της περιοχής των Γαδαρηνών τον παρεκάλεσαν να φύγη από αυτούς, διότι είχαν κυριευθή από μεγάλον φόβον, δια την τιμωρίαν που τους επεβλήθη. Ενοχοι δε και δι' άλλα καθώς ήσαν, εφοβούντο πολύ και άλλας τιμωρίας. Ο δε Ιησούς εμπήκε στο πλοίον και επέστρεψε. 38 Παρακαλούσε δε αυτόν ο άνθρωπος, από τον οποίον είχαν βγη τα δαιμόνια, να μένη μαζή του. Ο Ιησούς όμως τον έστειλε ειρηνικά εις την πόλιν του, λέγων· 39 “γύρισε στο σπίτι σου και να διηγήσαι όσα έκαμε εις σε ο Θεός”. Και εκείνος έφυγε και διαλαλούσε εις όλην την πόλιν, όσα ο Ιησούς έκαμε εις αυτόν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




Ἦχος γ´ - Ἑωθινόν Θ´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κ´ 19 - 31


19 Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν. 20 καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον. 21 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· Εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. 22 καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον· 23 ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. 24 Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ’ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. 25 ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. 26 Καὶ μεθ’ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ’ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· Εἰρήνη ὑμῖν. 27 εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. 28 καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. 29 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. 30 Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· 31 ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.

Ἦχος γ´ - Ἑωθινόν Θ´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κ´ 19 - 31


19 Εἰς ἐπιβεβαίωσιν λοιπὸν τῆς μαρτυρίας ταύτης τῆς Μαρίας, ὅταν ἐβράδυασε κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην, τὴν πρώτην τῆς ἑβδομάδος, καὶ ἐνῷ αἱ θύραι τοῦ σπιτιοῦ, ὅπου ἦσαν μαζευμένοι οἱ μαθηταί, ἦσαν κλεισταὶ ἕνεκα τοῦ φόβου, ποὺ εἶχαν οὗτοι διὰ τοὺς Ἰουδαίους, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐστάθη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· ἂς εἶναι εἰρήνη εἰς σᾶς. 20 Καὶ ἀφοῦ εἶπε τοῦτο, ἔδειξεν εἰς αὐτοὺς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευράν του διὰ να ἴδουν τὰ σημάδια τῶν πληγῶν καὶ πεισθοῦν, ὅτι αὐτὸς ἦτο ὁ σταυρωθεὶς Διδάσκαλός των. Κατόπιν λοιπὸν τῆς πληροφορίας, τὴν ὁποίαν διὰ τῆς ἐπιδείξεως αὐτῆς τῶν θεραπευθεισῶν πληγῶν ἐσχημάτισαν, ἐχάρησαν οἱ μαθηταί, ὅταν εἶδαν τὸν Κύριον. 21 Ὅταν λοιπὸν ἡσύχασε κάπως ἡ πρώτη σφοδρὰ συγκίνησις, ποὺ ἐδοκίμασαν ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης των χαρᾶς οἱ μαθηταί, εἶπε πάλιν εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς ἐν σχέσει πρὸς τὴν μέλλουσαν κλῆσιν καὶ ἀποστολὴν των· Ἂς εἶναι εἰρήνη εἰς σᾶς. Καθὼς μὲ ἀπέστειλεν ὁ Πατὴρ διὰ τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι καὶ ἐγὼ σᾶς στέλλω πρὸς ἑξακολούθησιν τοῦ αὐτοῦ ἔργου. 22 Καὶ ἀφοῦ εἶπεν αὐτό, προκειμένου νὰ μεταδώσῃ εἰς αὐτοὺς τὴν πνοὴν τῆς νέας οὐρανίου ζωῆς, ἐνεφύσησεν εἰς τὰ πρόσωπά των, ὅπως ἄλλοτε ὁ Θεὸς εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Ἀδάμ, καὶ τοὺς εἶπε· Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον. 23 Εἰς ὅποιους συγχωρήσετε τὰς ἁμαρτίας, τοὺς συγχωροῦνται αὐταὶ καὶ ἀπὸ τὸν Θεόν· εἰς ὅποιους δὲ τὰς κρατεῖτε ἀσυγχώρητες, θὰ μείνουν γιὰ πάντα κρατημένες. 24 Ὁ Θωμᾶς ὅμως, ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους, ποὺ ἐλέγετο ἀπὸ τοὺς ὁμιλοῦντας τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν Ἑβραίους Δίδυμος, δὲν ἦτο μαζί τους, ὅταν ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. 25 Ὅταν λοιπὸν ἦλθε, τοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι μαθηταί· Εἴδαμεν τὸν Κύριον. Αὐτὸς ὅμως τοὺς ἀπήντησεν· Ἐὰν δὲν ἴδω μὲ τὰ μάτια μου εἰς τὰς χεῖρας του τὸ σημάδι τῶν καρφιῶν καὶ δὲν βάλω τὸ δάκτυλό μου εἰς τὸ σημάδι τῶν καρφιῶν καὶ δὲν βάλω τὸ χέρι μου εἰς τὴν πλευράν του, ὥστε ὄχι μόνον μὲ τὰ μάτια μου, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ δάκτυλά μου νὰ βεβαιωθῶ, δὲν θὰ πιστεύσω. 26 Πράγματι δὲ ὕστερα ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρας ἦσαν πάλιν μέσα εἰς τὸ σπίτι οἱ μαθηταὶ καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς ἦτο καὶ ὁ Θωμᾶς. Ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς, ἐνῷ ἦσαν κλεισταὶ αἰ θύραι καὶ ἐστάθη εἰς τὸ μέσον τῶν μαθητῶν καὶ εἶπεν· ἄς εἶναι εἰρήνη εἰς σᾶς. 27 Ἔπειτα λέγει εἰς τὸν Θωμᾶν· Φέρε ἐδῶ τὸν δάκτυλόν σου. Καὶ ἐνῷ μὲ τὴν ψηλάφησίν σου θὰ ἐξετάζῃς τὰ σημάδια τῶν πληγῶν μου, συγχρόνως καὶ μὲ τὰ μάτια σου ἴδε τὰς χεῖράς μου καὶ φέρε κάτω ἀπὸ τὰ ἐνδύματά μου τὴν χεῖρα σου καὶ βάλε την εἰς τὴν πλευράν μου, ποὺ ἐκτυπήθη ἀπὸ τὴν λόγχην,καὶ μὴ ἀφίνῃς τὸν ἑαυτόν σου νὰ κυριευθῇ ἀπὸ τὴν ἀπιστίαν, ὥστε νὰ γίνῃς μονίμως καὶ ἀνεπανορθώτως ἄπιστος, ἀλλὰ προόδευε καὶ στηρίζου εἰς τὴν πίστιν, ὥστε νὰ γίνῃς ἀμετακίνητος καὶ ἀδιάσειστος εἰς αὐτήν. 28 Καὶ ὁ Θωμᾶς τότε ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν εἰς αὐτόν· Πιστεύω καὶ ὁμολογῶ, ὅτι εἶσαι ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. 29 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Ἐπίστευσες, ἐπειδὴ μὲ εἶδες. Μακαριώτεροι καὶ περισσότερον καλοτύχοι εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι, καίτοι δὲν εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους, ὅπως εἶδες σύ, ἐπίστευσαν. Καὶ θὰ πιστεύσουν οὕτως ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μου κατὰ τὰς ἐπερχομένας γενεάς. 30 Σύμφωνα λοιπὸν μὲ ὅσα ἐξιστορήσαμεν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θαῦμα τῆς Ἀναστάσεώς του ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τῶν μαθητῶν του καὶ πολλὰ ἄλλα ἀποδεικτικὰ θαύματα, ποὺ ἐδείκνυαν τὴν θεότητά του καὶ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον αὐτό. 31 Αὐτὰ δέ, ποὺ ἐξεθέσαμεν, ἐγράφησαν διὰ νὰ πιστεύσετε, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ ὑπὸ τῶν προφητῶν προκηρυχθεὶς Χριστός, ὁ μονογενὴς Υἱός τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ἔχετε ὡς ἀναφαίρετον κτῆμα σας τὴν νέαν καὶ θείαν καὶ αἰωνίαν ζωήν, ἡ ὁποία μεταδίδεται εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων διὰ μέσου αὐτοῦ καὶ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματός του.

Ἦχος γ´ - Ἑωθινόν Θ´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κ´ 19 - 31


19 Κατά την ημέραν εκείνην, την πρώτην της εβδομάδος, ενώ πλέον είχε βραδυάσει και αι θύραι του σπιτιού, όπου ευρίσκοντο συγκεντωμένοι οι μαθηταί, ήσαν κλεισμέναι δια τον φόβον των Ιουδαίων, ήλθεν έξαφνα ο Ιησούς, εστάθη στο μέσον και τους λέγει· “ειρήνη ας είναι εις σας”. 20 Και αφού είπε τούτο, έδειξεν εις αυτούς τα χέρια και την πλευράν του, δια να ίδουν τα σημάδια των πληγών και πιστεύσουν ότι αυτός είναι ο διδάσκαλός των. Και τότε οι μαθηταί, όταν είδαν τον Κυριον αναστημένον, εχάρησαν. 21 Είπε, λοιπόν, τότε εις αυτούς ο Ιησούς· “ειρήνη εις σας. Οπως έστειλεν εμέ ο Πατήρ, δια να τελειώσω το έργον της σωτηρίας των ανθρώπων, έτσι και εγώ στέλνω σας, να μεταφέρετε στους ανθρώπους την σωτηρίαν”. 22 Και αφού είπε τούτο, εφύσησε εις τα πρόσωπα των την ζωογόνον πνοήν της νέας ζωής και τους είπε· “λάβετε Πνεύμα Αγιον. 23 Εις όποιους συγχωρείτε τις αμαρτίες, θα είναι συγχωρημένες και από τον Θεόν. Εις όποιους όμως τις κρατείτε άλυτες και ασυγχώρητες, θα μείνουν αιωνίως ασυγχώρητες”. 24 Ο Θωμάς όμως, ένας από τους δώδεκα, ο οποίος ελέγετο εις την ελληνικήν Διδυμος, δεν ήτο μαζή τους, όταν ήλθε ο Ιησούς. 25 Ελεγαν, λοιπόν, εις αυτόν οι άλλοι μαθηταί· “είδαμε τον Κυριον”. Εκείνος όμως τους είπε· “εάν δεν ίδω εις τα χέρια του το σημάδι των καρφιών και δεν βάλω το δάκτυλό μου στο σημάδι των καρφιών, και αν δεν βάλω το χέρι μου εις την πλευράν, που την ετρύπησε η λόγχη, δεν θα πιστεύσω”. 26 Και έπειτα από οκτώ ημέρας ήσαν πάλιν οι μαθηταί μέσα στο σπίτι και ο Θωμάς μαζή με αυτούς. Ερχεται, λοιπόν, ο Ιησούς έξαφνα, ενώ οι πόρτες ήσαν κλεισμένες, εστάθηκε στο μέσον και είπε· “ειρήνη υμίν”. 27 Επειτα λέγει στον Θωμάν· “φέρε το δάκτυλό σου εδώ, ιδέ και με τα μάτια σου τα χέρια μου και φέρε το χέρι σου και βάλε το εις την πλευράν μου, ψηλάφησε και ιδέ τα σημάδια των καρφιών και της λόγχης, και μη γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός”. 28 Απήντησε τότε ο Θωμάς και είπε εις αυτόν· “Πιστεύω, Κυριε, ότι συ είσαι ο Κυριος μου και ο Θεός μου”. 29 Λεγει εις αυτόν ο Ιησούς· “επίστευσες, διότι με είδες· μακάριοι θα είναι απ' εδώ και πέρα στους αιώνας των αιώνων, εκείνοι οι οποίοι καίτοι δεν με είδαν, επίστευσαν”. 30 Εκτός από το θαύμα αυτό της αναστάσεως και από όσα άλλα θαύματα είχε κάμει προηγουμένως ο Ιησούς, έκαμε και πολλά άλλα, εμπρός στους μαθητάς του, τα οποία απεδείκνυαν την θεότητά του και το έργον του, και τα οποία δεν είναι γραμμένα στο ιερόν τούτο βιβλίον. 31 Αυτά δε, που εξιστορήσαμεν, εγράφησαν, δια να πιστεύσετε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού και ίνα πιστεύοντες αυτόν με φωτισμένην και ενεργόν πίστιν, έχετε, ως παντοτεινόν κτήμα σας, εν τω ονόματι αυτού, την αιωνίαν ζωήν”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα





Πατήστε στην εικόνα για να διαβάσετε τη «Φωνή Κυρίου» της Κυριακής, έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος