ΠΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΗΣΙΟΥΣ Β´ 1 - 11
1 Εαν, λοιπόν, ω Φιλιππήσιοι, θέλετε να με παρηγορήσετε τώρα, που ευρίσκομαι φυλακισμένος και δέσμιος, εάν επιθυμήτε με την αγάπην σας να με παραμυθήσετε εις την θλίψιν μου, εάν μετέχετε στο αυτό Αγιον Πνεύμα, που μετέχω και εγώ, εάν έχετε σπλάγχνα καλωσύνης και οικτιρμούς και με συμπονήτε δι' όσα τώρα πάσχω,
2 κάμετε πλήρη και τελείαν την χαράν μου. Και θα ολολκληρωθή πράγματι η χαρά μου, εάν φροντίζετε και αγωνίζεσθε να καλιεργήτε και κρατήτε όλοι το αυτό φρόνημα, έχοντες την ιδίαν αγάπην μεταξύ σας, εάν γίνεσθε σαν μια ψυχή και μια καρδία, όλοι με ένα και το αυτό αληθινόν φρόνημα,
3 χωρίς τίποτε να πράττετε από φατριασμόν και ιδιοτέλειαν η από κενοδοξίαν, αλλά δια της ταπεινοφροσύνης να θεωρή ο ένας τον άλλον ανώτερον από τον ευατόν του και να τον τιμά και να τον σέβεται.
4 Μη κυττάζετε κατά ένα τρόπον στενόκαρδον και μη επιδιώκετε ο καθένας τα ατομικά του συμφέροντα, αλλ' α επιζητή και ας εξυπηρετη και τα συμφέροντα των άλλων.
5 Διότι πρέπει στούτον να μιμηθήτε τον Κυριον· να καλλιεργήσετε δηλαδή το φρόνημα της ταπεινοφροσύνης απέναντι των άλλων και της αγάπης προς τους άλλους, το οποίον υπήρχε και στον Ιησούν Χριστόν.
6 Ο Χριστός δηλαδή καίτοι είχε την αυτήν ουσίαν και τα αυτά άπειρα ιδιώματα με τον Θεόν και ως ζωντανή, αυτουσία και απαράλλακτος εικών του Θεού υπήρχε εν μορφή Θεού, δεν εθεώρησε, ότι έχει εξ αρπαγής το να είναι ίσος με τον Θεόν. (Δι' αυτό δε και δεν εφοβήθη να αποθέση κατά συγκατάβασιν και οικονομίαν δι' ημάς την δόξαν της θεότητός του),
7 αλλά άδειασε, τρόπον τινά, τον εαυτόν του και εμίκρυνε μόνος του την άπειρον δόξαν της θεότητός του προσκαίρως και έλαβε μορφήν δούλου, γενόμενος όμοιος με τους ανθρώπους.
8 Και ευρέθη έτσι κατά το σχήμα και την εμφάνισιν σαν απλούς άνθρωπος, ενώ δεν έπαυσε ούτε επί στιγμήν να είναι και τέλειος Θεός, και εταπείνωσε τον ευατόν του γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου και μάλιστα θανάτου σταυρικού, του πλέον φρικτού και ταπεινωτικού.
9 Δι' αυτήν του δε την ταπείνωσιν και υπακοήν τον ύψωσε και τον εδόξασε με το παραπάνω ο Θεός και ως άνθρωπον και του εχάρισε το όνομα Κυριος, που είναι ανώτερον από κάθε άλλο όνομα του ουρανού και της γης.
10 Και τον υπερύψωσε, δια να καμφθή στο όνομα του Ιησού κάθε γόνατον με ευλάβειαν και σεβασμόν και να προσκυνήσουν τον Ιησούν οι επουράνιοι άγγελοι και οι επίγειοι άνθρωποι και αυτά ακόμη τα πονηρά πνεύματα, που είναι εις τα καταχθόνια, να υποταχθούν με φόβον και τρόμον ενώπιον της θείας του δυνάμεως και δόξης.
11 Και έτσι κάθε γλώσσα να διαλαλήση με όλην της την δύναμιν, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κυριος του ουρανού και της γης· και η διακήρυξις αυτή θα γίνεται εις δόξαν του Θεού και Πατρός (ο οποίος έτσι εσχεδίασε την σωτηρίαν των ανθρώπων και την δόξαν του ενανθρωπήσαντος Υιού του).