ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Ζ´ 35 - 40
35 Λέγω δὲ αὐτὰ περὶ τῆς ἀγαμίας μόνον καὶ μόνον διὰ τὸ συμφέρον σας. Ὄχι διὰ νὰ σᾶς βάλω θηλιὰ εἰς τὸν λαιμὸν καὶ νὰ σᾶς ἑξαναγκάσω νὰ μείνετε ἄγαμοι, ἀλλὰ διὰ νὰ ἐξασφαλίσω συμπεριφορὰν σεμνὴν καὶ θέσιν τιμημένην πλησίον τοῦ Κυρίου χωρὶς περισπασμοὺς καὶ βασανιστικὰς φροντίδας.
36 Ἐὰν ὅμως κανένας πατέρας νομίζῃ ὅτι εἶναι ντροπή του τὸ ὅτι ἀφῆκε τὴν κόρην του νὰ ὑπερβῇ τὴν ἀκμὴν τῆς ἡλικίας καὶ ἔγινε γεροντοκόρη, ἐνῷ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος πείθεται, ὅτι ἔτσι πρέπει νὰ γίνῃ, δηλαδὴ νὰ τὴν ὑπανδρεύσῃ, ἂς κάμῃ ὅ,τι θέλει. Δὲν ἁμαρτάνει. Ἂς ἔλθουν εἰς γάμον.
37 Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ στέκει ἀκλόνητος μέσα στὴν καρδία του καὶ δὲν ἀναγκάζεται ἀπὸ τίποτε νὰ ἀλλάξῃ ἀπόφασιν, Ἔχει δὲ ἐξουσίαν νὰ κάμῃ ὅ,τι θέλει καὶ ἔχει ἀποφασίσει μέσα του αὐτό, δηλαδὴ τὸ νὰ φυλάττῃ τὴν κόρην του ἄγαμον, καλῶς πράττει.
38 Ἀπὸ αὐτὰ λοιπὸν ἐξάγεται ὡς συμπέρασμα, ὅτι καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ὑπανδρεύει τὴν κόρην του, καλῶς πράττει, ἐκεῖνος ὅμως ποὺ δὲν τὴν ὑπανδρεύει, ἀλλὰ τὴν ἀφίνει παρθένον, κάνει καλύτερα.
39 Κάθε γυναῖκα ἔγγαμος εἶναι δεμένη εἰς τὸν γάμον ἀπὸ τὸν νόμον τοῦ Κυρίου, ὅσον καιρὸν ζῇ ὁ ἄνδρας της. Ἐὰν ὅμως ἀποθάνῃ ὁ ἄνδρας της, εἶναι ἐλευθέρα νὰ ὑπανδρευθῇ μὲ ὁποῖον θέλει, ἀρκεῖ μόνον ὁ γάμος της νὰ γίνῃ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου.
40 Κατὰ τὴν γνώμην μου ὅμως εἶναι εὐτυχεστέρα, ἐὰν μείνῃ ἔτσι, δηλαδὴ χήρα. Νομίζω δέ, ὅτι ἔχω καὶ ἐγώ Πνεῦμα Θεοῦ, τὸ ὁποῖον μὲ καθοδηγεῖ διὰ νὰ μὴ πλανῶμαι.
ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Η´ 1 - 8
1 Ἐρχομαι τώρα εἰς ἄλλο ζήτημα. Διὰ τὰ κρέατα τῶν ζώων, ποὺ ἔχουν προσφερθῆ θυσία εἰς τὰ εἴδωλα, ἠξεύρομεν, ὅτι ὅλοι ἔχομεν γνῶσιν.
2 Ἡ γνῶσις γεμίζει τὴν ψυχὴν μὲ φούσκωμα καὶ ἔπαρσιν, ἐνῶ ἡ ἀγάπη οἰκοδομεῖ τὸν πλησίον. Τὸ νὰ φουσκώνῃ δὲ κανεὶς διὰ τὴν γνῶσιν του, εἶναι ἀνόητον. Πράγματι, ἐὰν κανεὶς φαντάζεται ὅτι ἠξεύρει κάτι, αὐτὸς δὲν ἔχει γνωρίσει τίποτε ἀκόμη, καθὼς πρέπει νὰ τὸ γνωρίζῃ.
3 Ἐὰν ὅμως κανεὶς ἀγαπᾷ τὸν Θεόν, αὐτὸς ἔχει γίνει πολὺ στενὸς γνώριμος τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς οἰκεῖος καὶ εὐνοούμενός του φωτίζεται ὑπ’ αὐτοῦ καὶ ὁδηγεῖται εἱς τὴν ἀληθινὴν γνῶσιν.
4 Ὡς πρὸς τὸ ζήτημα λοιπὸν τοῦ ἂν πρέπῃ νὰ τρώγωμεν τὰ εἰδωλόθυτα, γνωρίζομεν, ὅτι κανένα εἴδωλον δὲν ἔχει ὕπαρξιν πραγματικὴν εἰς τὸν κόσμον καὶ ὅτι κανένας ἄλλος Θεὸς δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνον ἕνας, ὁ ἀληθινὸς Θεός.
5 Διότι καὶ ἐὰν ὑπάρχουν λεγόμενοι, ἀλλ’ ὄχι καὶ πραγματικοὶ θέοι, εἴτε εἰς τὸν οὐρανὸν εἴτε ἐπὶ τῆς γῆς καθὼς βέβαια ὑπάρχουν ψευδοθεοὶ πολλοὶ καὶ κύριοι πολλοί, καὶ αὐτοὶ εἶναι οἱ δαίμονες, ποὺ κρύπτονται κάτω ἀπὸ τὰ εἴδωλα καὶ τοὺς θεοὺς τῶν ἐθνικῶν
6 δι’ ἠμᾶς ὅμως ὑπάρχει ἕνας Θεός, ὁ Πατήρ, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἔγιναν τὰ πάντα. Καὶ δι’ αὐτὸν ὀφείλομεν νὰ ζῶμεν καὶ εἰς αὐτὸν ὀφείλομεν νὰ ἀποβλέπωμεν καὶ ἡμεῖς ὡς τελικὸν σκοπὸν τῆς ζωῆς μας. Καὶ ἕνας ὑπάρχει Κύριος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, διὰ τοῦ ὁποίου ἔγιναν ὅλα καὶ ἡμεῖς ἀνεγεννήθημεν δι’ αὐτοῦ.
7 Ἀλλ’ ἐνῷ ὅλοι οἰ Χριστιανοὶ ἔχουν τὴν γνῶσιν, ὅτι ἕνας καὶ μόνος Θεὸς ὑπάρχει, δὲν ἔχουν ὅμως ὅλοι σαφῆ καὶ καθαρὰν τὴν γνῶσιν διὰ τὰ εἰδωλόθυτα. Μερικοὶ δὲ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς μὲ τὸ ἐσωτερικὸν φρόνημα καὶ τὴν συνήθειαν, ὅτι τὸ εἴδωλον, ποὺ ἐλάτρευαν ἄλλοτε, εἶναι πραγματικὴ θεότης, τρώγουν ἀκόμη ἕως τώρα τὰ κρέατα ὡς πραγματικὴν θυσίαν, ποὺ προσεφέρθη εἰς τοὺς θεούς. Καὶ ἡ συνείδησίς των λοιπόν, ἐπειδὴ εἶναι ἀσθενὴς καὶ δὲν ἔχει φωτισθῆ ἀρκετά, μολύνεται καὶ ταράττεται καὶ ἀναστατώνεται δι’ αὐτό, ποὺ ἔκαμαν.
8 Ἐνῷ δὲ ὁ ἀσθενὴς ἀδελφὸς βλάπτεται, σὺ δὲν ἔχεις νὰ κερδήσῃς τίποτε ἀπὸ τὸ φαγητὸν αὐτό. Δὲν εἶναι τὸ φαγητόν, ποὺ μᾶς παρουσιάζει εὐαρέστους εἰς τὸν Θεόν. Διότι οὔτε ἐὰν φάγωμεν, εὐδοκιμοῦμεν καὶ προοδεύομεν εἰς τὴν ἀρετήν, οὔτε ἐὰν δὲν φάγωμεν, ὑπολειπόμεθα καὶ μένομεν πίσω εἰς αὐτήν.