❌
Τρίτη, 04 Ιουλίου 2023

Άγιος Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης Αρχιεπίσκοπος Κρήτης, Άγιος Μιχαήλ ο Χωνιάτης Μητροπολίτης Αθηνών, Άγιος Θεόδωρος επίσκοπος Κυρήνης της Λυβύης
Ἀνδρέου ἐπισκ. Κρήτης, ποιητοῦ τοῦ μεγάλου κανόνος. Μιχαὴλ Χωνιάτη ἐπισκόπου Ἀθηνῶν (†1220).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΙΔ´ 9 - 18


9 εἰς τοῦτο γὰρ Χριστὸς καὶ ἀπέθανε καὶ ἀνέστη καὶ ἔζησεν, ἵνα καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύσῃ. 10 Σὺ δὲ τί κρίνεις τὸν ἀδελφόν σου; ἢ καὶ σὺ τί ἐξουθενεῖς τὸν ἀδελφόν σου; πάντες γὰρ παραστησόμεθα τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ. 11 γέγραπται γάρ· ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος, ὅτι ἐμοὶ κάμψει πᾶν γόνυ, καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται τῷ Θεῷ. 12 ἄρα οὖν ἕκαστος ἡμῶν περὶ ἑαυτοῦ λόγον δώσει τῷ Θεῷ. 13 Μηκέτι οὖν ἀλλήλους κρίνωμεν, ἀλλὰ τοῦτο κρίνατε μᾶλλον, τὸ μὴ τιθέναι πρόσκομμα τῷ ἀδελφῷ ἢ σκάνδαλον. 14 οἶδα καὶ πέπεισμαι ἐν Κυρίῳ Ἰησοῦ ὅτι οὐδὲν κοινὸν δι’ αὐτοῦ· εἰ μὴ τῷ λογιζομένῳ τι κοινὸν εἶναι, ἐκείνῳ κοινόν. 15 εἰ δὲ διὰ βρῶμα ὁ ἀδελφός σου λυπεῖται, οὐκέτι κατὰ ἀγάπην περιπατεῖς. μὴ τῷ βρώματί σου ἐκεῖνον ἀπόλλυε, ὑπὲρ οὗ Χριστὸς ἀπέθανε. 16 μὴ βλασφημείσθω οὖν ὑμῶν τὸ ἀγαθόν. 17 Οὐ γάρ ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις, ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Πνεύματι ἁγίῳ· 18 ὁ γὰρ ἐν τούτοις δουλεύων τῷ Χριστῷ εὐάρεστος τῷ Θεῷ καὶ δόκιμος τοῖς ἀνθρώποις.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΙΔ´ 9 - 18


9 Καὶ εἴμεθα ὅλοι, ζωντανοὶ καὶ πεθαμένοι, κτῆμα τοῦ Κυρίου, διότι πρὸς αὐτὸν τὸν σκοπὸν ὁ Χριστὸς καὶ ἀπέθανε καὶ ἀνέστη καὶ ἔλαβε πάλιν ὡς ἄνθρωπος τὴν ζωήν, διὰ νὰ γίνῃ Κύριος καὶ τῶν νεκρῶν καὶ τῶν ζωντανῶν. 10 Ἀφοῦ δὲ ἀνήκομεν ὅλοι εἰς τὸν Χριστόν, σὺ ποὺ δὲν τρώγεις ἀπὸ ὅλα τὰ φαγητά, διατὶ κατακρίνεις τὸν ἀδελφόν σου; Ἢ καὶ σύ, ποὺ ἔχεις τελειοτέραν περὶ φαγητῶν γνῶσιν, διατὶ περιφρονεῖς τὸν ἀδελφόν σου; Κανεὶς δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ κατακρίνῃ ἢ νὰ περιφρονῇ. Διότι ὅλοι θὰ παρασταθῶμεν εἰς τὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μόνος ἔχει δικαίωμα νὰ μᾶς κρίνῃ. 11 Διότι εἶναι γραμμένον εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν: Ζῶ ἐγώ, λέγει ὁ Κύριος, καὶ θὰ φέρω εἰς πέρας αὐτὸ ποὺ παραγγέλλω· ὅτι δηλαδὴ ἐμπρός μου θὰ κάμψῃ τὰ γόνατά του δουλικῶς καὶ λατρευτικῶς κάθε ἄνθρωπος καὶ κάθε γλῶσσα θὰ δοξολογήσῃ τὸν Θεόν. 12 Τὸ συμπέρασμα λοιπόν, ποὺ βγαίνει ἀπὸ ὅλα αὐτά, εἶναι ὅτι καθένας ἀπὸ ἡμᾶς διὰ τὸν ἑαυτόν του θὰ δώσῃ λόγον εἰς τὸν Θεὸν καὶ δι’ αὐτὸ τὸν ἑαυτόν του καὶ ὄχι τὸν ἄλλον πρέπει νὰ προσέχῃ. 13 Ἂς μὴ κατακρίνωμεν λοιπὸν εἰς τὸ ἑξῆς ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἀλλὰ τοῦτο προτιμήσατε, τὸ νὰ μὴ θέτετε εἰς τὸν ἀδελφὸν ἐμπόδιον, ὥστε νὰ σκοντάψῃ ποτὲ καὶ νὰ παρασυρθῇ εἰς κατάκρισιν ἢ καὶ νὰ κλονισθῇ εἰς τὴν πίστιν. 14 Ξεύρω καὶ ἔχω πεποίθησιν, τὴν ὁποίαν μοῦ ἐμπνέει ἡ ἕνωσίς μου μὲ τὸν Κύριον, ὅτι καμμία τροφὴ δὲν εἶναι ἐκ φύσεως ἀκάθαρτος, ἀλλὰ μόνον εἰς ἐκεῖνον, ποὺ θεωρεῖ κάτι ὡς ἀκάθαρτον, εἰς ἐκεῖνον τοῦτο γίνεται πράγματι ἀκάθαρτον. 15 Δὲν φθάνει ὅμως ἡ πεποίθησις αὐτὴ διὰ νὰ μὴ ἁμαρτάνῃς μὲ τὸ φαγητόν. Πρέπει μαζὶ μὲ αὐτὴν νὰ συνυπάρχῃ καὶ ἡ ἀγάπη. Ἐὰν δὲ διὰ φαγητὸν ὁ ἀδελφός σου λυπῆται καὶ σὲ ἀποδοκιμάζῃ καὶ ἀγανακτῇ ἐναντίον σου, δὲν συμπεριφέρεσαι πλέον ὅπως ἀπαιτεῖ ἡ ἀγάπη, ἐφ’ ὅσον σὺ ἐπιμένεις νὰ τρώγῃς καὶ νὰ λυπῇς ἔτσι τὸν ἀδελφόν σου. Πρόσεχε νὰ μὴ παρασύρῃς μὲ τὸ φαγητόν σου εἰς τὴν ἀπώλειαν ἐκεῖνον, διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ὁποίου ὁ Χριστὸς ἀπέθανεν. 16 Ἂς μὴ γίνεται λοιπὸν αἰτία κακολογίας καὶ μομφῆς ἀπὸ τοὺς ἀσθενεῖς ἀδελφοὺς τὸ ἀγαθὸν τοῦ στηριγμοῦ σας εἰς τὴν πίστιν, χάρις εἰς τὸ ὁποῖον δὲν διστάζετε, ἀλλὰ μετ’ ἐλευθερίας τρώγετε οἰονδήποτε φαγητόν. 17 Διότι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποίαν ἴδρυσεν ὁ Χριστὸς ἐπὶ τῆς γῆς, δὲν συνίσταται εἰς τὸ νὰ τρώγῃ καὶ νὰ πίνῃ κανεὶς ἐλεύθερα. Συνίσταται εἰς τὴν δικαιοσύνην καὶ εἰρήνην καὶ ὁμόνοιαν μὲ τοὺς ἀδελφούς μας καὶ εἰς τὴν χαράν, τὰς ὁποίας γεννᾷ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. 18 Διότι ἐκεῖνος, ποὺ μὲ τὰς ἀρετὰς αὐτὰς δουλεύει εἰς τὸν Χριστόν, γίνεται εὐάρεστος εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἐπιδοκιμάζεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΙΔ´ 9 - 18


9 Διότι και ο Χριστός δι' αυτόν ακριβώς τον σκοπόν και απέθανεν επί του σταυρού και ανεστήθη εκ των νεκρών και έλαβε πάλιν ως άνθρωπος την ζωήν, δια να είναι κύριος και εξουσιαστής νεκρών και ζώντων. 10 Συ, λοιπόν, διατί κατακρίνστον αδελφόν σου, που τρώγει από όλα τα φαγητά; Η συ διατί καταφρονείς τον αδελφόν σου, που δεν τρώγει από όλα; Κανείς δεν έχει εξουσίαν να κρίνη και να κατακρίνη, διότι όλοι θα σταθώμεν εμπρός στο βήμα του Χριστού, που είναι κριτής όλων. 11 Είναι άλλωστε γραμμένον και εις την Αγίαν Γραφήν· “ζω εγώ, λέγει ο Κυριος, εις αιώνας αιώνων και κατευθύνω τα πάντα σύμφωνα με την βουλήν μου· βουλή μου δε είναι ότι κάθε γόνατο θα κάμψη εμπρός μου και κάθε γλώσσα θα δοξολογήση τον Θεόν”. 12 Αρα, λοιπόν, ο καθένας από ημάς θα δώση δια τον εαυτόν του λόγον στον Θεόν. 13 Από εδώ και πέρα, λοιπόν, ας μη κατακρίνωμεν πλέον ο ένας τον άλλον, αλλά τούτο προτιμήσατε και προσέξατε· κανείς να μη θέτη πρόσκομμα στον αδελφόν, δια να πέση η σκάνδαλον, δια να κλονισθή εις την πίστιν και παρασυρθή εις την αμαρτίαν. 14 Γνωρίζω πολύ καλά και έχω πεποίθησιν, που μου την εμπνέει ο Κυριος Ιησούς, ότι κανένα φάγητον δεν είναι ακάθαρτον από τον εαυτόν του και καμμιά τροφή δεν είναι μολυσμένη από την φύσιν της. Αλλά μόνο εις εκείνον που κρίνει και θεωρεί κάτι ακάθαρτον, γίνεται αυτό πράγματι ακάθαρτον. 15 Εάν όμως εξ αιτίας του φαγητού σου ο αδελφός σου λυπήται και δυσφορή εναντίον σου, δεν συμπεριφέρεσαι πλέον με αγάπην προς αυτόν. Πρόσεχε να μη εξωθήσης με το φαγητόν σου εις απώλειαν εκείνον, προς χάριν του οποίου ο Χριστός εθυσιάσθη. 16 Η ελευθερία που έχετε να τρώγετε απ' όλα τα φαγητά, ποτέ δεν πρέπει να γίνεται αφορμή να κακολογήται και να διαβάλεται το αγαθόν. 17 Διότι η επίγειος βασιλεία του Χριστού δεν είναι υπόθεσις φαγητών και ποτών, αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά, την οποίαν δωρίζει το Αγιον Πνεύμα. 18 Εκείνος δε, που έχει τας αρετάς αυτάς και με αυτάς υπηρετεί τον Χριστόν, γίνεται ευάρεστος στον Θεόν και ευϋπόληπτος μεταξύ των ανθρώπων.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΒ´ 14 - 17


14 ἐξελθόντες δὲ οἱ Φαρισαῖοι συμβούλιον ἔλαβον κατ’ αὐτοῦ, ὅπως αὐτὸν ἀπολέσωσιν. 15 Ὁ δὲ Ἰησοῦς γνοὺς ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν· καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι πολλοί, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτοὺς πάντας, 16 καὶ ἐπετίμησεν αὐτοῖς ἵνα μὴ φανερὸν ποιήσωσιν αὐτὸν, 17 ὃπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ Ἡσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος·

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΒ´ 22 - 30


22 Τότε προσηνέχθη αὐτῷ δαιμονιζόμενος τυφλὸς καὶ κωφός, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτόν, ὥστε τὸν τυφλὸν καὶ κωφὸν καὶ λαλεῖν καὶ βλέπειν. 23 καὶ ἐξίσταντο πάντες οἱ ὄχλοι καὶ ἔλεγον· Μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς Δαυῒδ; 24 οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες εἶπον· Οὗτος οὐκ ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια εἰ μὴ ἐν τῷ Βεελζεβοὺλ, ἄρχοντι τῶν δαιμονίων. 25 εἰδὼς δὲ ὁ Ἰησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν αὐτοῖς· Πᾶσα βασιλεία μερισθεῖσα καθ’ ἑαυτὴν ἐρημοῦται, καὶ πᾶσα πόλις ἢ οἰκία μερισθεῖσα καθ’ ἑαυτὴν οὐ σταθήσεται. 26 καὶ εἰ ὁ σατανᾶς τὸν σατανᾶν ἐκβάλλει, ἐφ’ ἑαυτὸν ἐμερίσθη· πῶς οὖν σταθήσεται ἡ βασιλεία αὐτοῦ; 27 καὶ εἰ ἐγὼ ἐν Βεελζεβοὺλ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, οἱ υἱοὶ ὑμῶν ἐν τίνι ἐκβάλλουσι; διὰ τοῦτο αὐτοὶ κριταὶ ἔσονται ὑμῶν. 28 εἰ δὲ ἐγὼ ἐν Πνεύματι Θεοῦ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, ἄρα ἔφθασεν ἐφ’ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 29 ἢ πῶς δύναταί τις εἰσελθεῖν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἰσχυροῦ καὶ τὰ σκεύη αὐτοῦ ἁρπάσαι, ἐὰν μὴ πρῶτον δήσῃ τὸν ἰσχυρόν; καὶ τότε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσει. 30 ὁ μὴ ὢν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΒ´ 14 - 17


14 Ἀφοῦ δὲ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν συναγωγὴν οἱ Φαρισαῖοι, συνεσκέφθησαν ἐναντίον του, μὲ ποῖον τρόπον νὰ τὸν θανατώσουν. 15 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἔμαθε τὰ σχέδια των καὶ ἀνεχώρησεν ἀπ’ ἐκεῖ· καὶ ἠκολούθησαν αὐτὸν πλήθη λαοῦ πολλὰ καὶ ἐθεράπευσεν ὅλους, ὅσοι ἦσαν ἀσθενεῖς. 16 Καὶ ἐντόνως παρήγγειλεν εἰς αὐτοὺς νὰ μὴ τὸν φανερώσουν, ὅτι ἐργάζεται τόσα καὶ τέτοια θαύματα· 17 διὰ νὰ πραγματοποιηθῇ καὶ ἐπαληθεύσῃ ἐκεῖνο, ποὺ ἐλέχθη διὰ τοῦ προφήτου Ἡσαΐου, ὁ ὁποῖος εἶπεν·

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΒ´ 22 - 30


22 Τότε τοῦ ἔφεραν ἕνα δαιμονιζόμενον, ποὺ ἤταν συγχρόνως τυφλὸς καὶ κουφός.Καὶ τὸν ἐθεράπευσεν, ὥστε ὁ τυφλὸς καὶ κουφὸς καὶ ὡμίλει καὶ ἔβλεπε. 23 Καὶ ἐξεπλήττοντο ὅλα τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ καὶ ἔλεγον· Μήπως εἶναι αὐτὸς ὁ ἀναμενόμενος ἀπόγονος τοῦ Δαβίδ, ὁ Μεσσίας; 24 Οἱ δὲ Φαρισαῖοι, ὅταν ἤκουσαν τί ἔλεγεν ὁ λαός, ἐφθόνησαν τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶπαν διὰ νὰ ἐξουδετέρωσουν τὴν ἐντύπωσιν, ποὺ ἐπροκάλουν τὰ θαύματά του: Αὐτὸς δὲν βγάζει τὰ δαιμόνια παρὰ μὲ τὴν βοήθειαν καὶ δύναμιν τοῦ Βεελζεβούλ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἄρχων τῶν δαιμονίων. 25 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἐγνώρισε τὰς ἀποκρύφους σκέψεις των καὶ τοὺς εἶπε· Κάθε βασίλειον, τὸ ὁποῖον ἐχωρίσθη εἰς κόμματα ἐχθρικά, ὥστε δι’ ἐμφυλίου πολέμου νὰ στραφῇ κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, καταλήγει εἰς τελείαν ἐρήμωσιν.Καὶ κάθε πόλις ἡ οἰκία, ποὺ διῃρέθη κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ της, δὲν θὰ σταθῇ, ἀλλὰ θὰ πέσῃ καὶ θὰ ἑξαφανισθῇ. 26 Καὶ ἐὰν ὁ σατανᾶς, ὁ ἄρχων τῶν δαιμονίων, βγάζῃ διὰ τῆς βίας τὸν σατανᾶν, διῃρέθη κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ του.Πῶς λοιπὸν θὰ σταθῇ καὶ δὲν θὰ πέσῃ ἡ βασιλεία του; 27 Καὶ ἐὰν ἑγὼ μὲ τὴν συνέργειαν τοῦ Βεελζεβοὺλ βγάζω δαιμόνια, οἱ μαθηταὶ καὶ τὰ πνευματικά σας τέκνα, ποὺ ἐξορκίζουν δαιμόνια, μὲ τὴν δύναμιν ποίου τὰ βγάζουν; Διὰ τοῦτο αὐτοί, τοὺς ὁποίους δὲν κατηγορεῖτε, ἀλλ’ ἀφίνετε ἐλεύθερα νὰ ἐξορκίζουν, θὰ εἶναι δικασταί, ποὺ θὰ καταδικάσουν τὴν ὑποκρισίαν καὶ τὸν φθόνον σας. 28 Ἐὰν ὅμως ἐγὼ μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ βγάζω τὰ δαιμόνια, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὑπερφυσικὸν αὐτὸ γεγονός, ὅτι κατέφθασε καὶ ἔπεσεν ἐπάνω σας ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 29 Ἢ ἂν δὲν σᾶς πείθῃ ἡ ἀπόδειξις αὐτή, σᾶς ἐρωτῶ: Πῶς ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ ἔμβῃ εἰς τὸ σπίτι τοῦ δυνατοῦ διαβόλου καὶ νὰ ἁρπάσῃ τοὺς δαιμονιζομένους, ποὺ τοὺς κατέχει σὰν ἄψυχα σκεύη, ἐὰν δὲν κατανικήσῃ καὶ δὲν δέσῃ προτήτερα τὸν ἰσχυρόν; Καὶ τότε θὰ διαρπάσῃ τὸ σπίτι του.Ἡ δύναμις τοῦ διαβόλου λοιπὸν ὅχι μόνον δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ ἑμέ, ἀλλὰ τουναντίον κατενικήθη καὶ ἐξεμηδενίσθη ἀπὸ τὴν δύναμίν μου. 30 Συμβιβασμοὺς μὲ τὴν παράταξιν τοῦ διαβόλου δὲν δέχομαι.Ἐκεῖνος ποὺ δὲν εἶναι μαζί μου, εἶναι ἐναντίον μου.Καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν μαζεύει μαζὶ μὲ ἑμὲ τὰ πνευματικὰ πρόβατά μου, αὐτὸς σὰν ἄλλος λύκος τὰ σκορπίζει.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΒ´ 14 - 17


14 Οταν δε οι Φαρισαίοι εβγήκαν από την συναγωγήν, έκαμαν ένα συμβούλιον μεταξύ των εναντίον του Ιησού, δια να εύρουν τρόπον να τον θανατώσουν. 15 Ο Ιησούς όμως έμαθε τας πονηράς των αποφάσεις και έφυγεν από εκεί· τον ηκολούθησαν δε όχλοι πολλοί· και αυτός εθεράπευσεν όλους τους ασθενείς. 16 Και συνέστησεν εις αυτούς με αυστηρότητα, να μη τον φανερώσουν και να μη διαδώσουν τα θαύματά του. 17 Δια να εκπληρωθή έτσι εκείνο που είχε πη ο Θεός δια του προφήτου Ησαΐου, περί της ταπεινώσεως και πραότητος του Μεσσίου·

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΒ´ 22 - 30


22 Τοτε του έφεραν ένα δαιμονιζόμενον, τυφλόν και κωφάλαλον και εθεράπευσεν αυτόν, ώστε ο τυφλός και κωφάλαλος να ομιλή και να βλέπη. 23 Και όλα τα πλήθη έμεναν κατάπληκτα και έλεγαν· “μήπως αυτός είναι ο Χριστός, ο Μεσσίας, ο απόγονος του Δαυΐδ”; 24 Οι δε Φαρισαίοι, όταν ήκουσαν αυτά, εκ φθόνου κινούμενοι είπαν· “αυτός δεν διώχνει τα δαιμόνια παρά μόνον με την δύναμιν του Βεελζεβούλ, του άρχοντος των δαιμονίων”. 25 Γνωρίζων δε ολοκάθαρα ο Ιησούς τας πονηράς αυτών σκέψστους είπε· “κάθε βασίλειον, που έχει διαιρεθή εις αντιμαχομένας παρατάξεις και περιπλέκεται εις εμφύλιον πόλεμον, οδηγείται εις την ερήμωσιν. Και κάθε πόλις η οικογένεια που έχει κομματιασθή εις φατρίας, αι οποίαι αλληλοπολεμούνται, δεν θα σταθή, αλλά θα πέση και θα συντριβή. 26 Και εάν ο σατανάς διώχνη τον σατανάν, αυτό σημαίνει ότι το βασίλειόν του έχει διαιρεθή εις αντιμαχόμενα κόμματα. Πως, λοιπόν, είναι δυνατόν να σταθή η βασιλεία και η εξουσία του; 27 Και εάν εγώ βγάζω τα δαιμόνια, όπως σεις λέγετε, με την βοήθειαν του Βεελζεβούλ, τα πνευματικά σας τέκνα με την δύναμιν τίνος τα βγάζουν; Διατί δεν τους κατηγορείτε; Δια τούτο αυτοί θα σας καταδικάσουν δια την μοχθηρίαν σας και την υποκρισίαν. 28 Εάν όμως εγώ διώχνω τα δαιμόνια με την δύναμιν του Πνεύματος του Θεού, αυτό αποδεικνύει ότι έφθασε εις σας η βασιλεία του Θεού. 29 Η πως ημπορεί κανείς να εισέλθη στο σπίτι του ισχυρού και να αρπάση τα υπάρχοντά του, εάν πρώτον δεν δέση τον ισχυρόν; Και τότε θα διαρπάση το σπίτι του. (Εγώ έχω κατανικήσει τον έως τώρα ανίκητον διάβολον και δ' αυτό ερημώνω την βασιλείαν του και αρπάζω αυτούς, που κρατεί αιχμαλώτους). 30 Καθορίσατε την θέσιν σας, διότι εκείνος που δεν είναι μαζή μου είναι εναντίον μου και εκείνος που μαζή με εμέ δεν συγκεντρώνει και δεν φρουρεί τα πρόβατα της μάνδρας μου, τα σκορπίζει και τα απομακρύνει.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα