❌
Κυριακή, 04 Ιουνίου 2023

Κυριακή της Πεντηκοστής, Άγιος Μητροφάνης Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινούπολης, Αγίες Μάρθα και Μαρία οι αδελφές του Λαζάρου
† ΚΥΡΙΑΚΗ Η ́ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ. «Η ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ». Μητροφάνους ἀρχιεπισκόπου Κων/πόλεως (†326). Μάρθας καὶ Μαρίας ἀδελφῶν τοῦ Λαζάρου.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Β´ 1 - 11


1 Καὶ ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό. 2 καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· 3 καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ’ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, 4 καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι. 5 Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν· 6 γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν. 7 ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· Οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; 8 καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, 9 Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, 10 Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι, 11 Κρῆτες καὶ Ἄραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Β´ 1 - 11


1 Καὶ ὅταν ἀπὸ τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς της ἤρχισεν ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, καὶ ἐπρόκειτο αὕτη νὰ συμπληρωθῇ, ἦσαν ὅλοι οἱ πιστοὶ μὲ μιὰ καρδιὰ συναγμένοι εἰς τὸ αὐτὸ μέρος. 2 Καὶ ἔξαφνα χωρὶς νὰ τὸ περιμένῃ κανείς, ἦλθε βοὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν σὰν βοὴ σφοδροῦ ἀνέμου, ὁ ὁποῖος κινεῖται μὲ ὁρμὴν καὶ βιαιότητα. Καὶ ἡ βοὴ αὐτὴ ἐγέμισεν ὅλο τὸ σπίτι, ὅπου ἐκάθηντο οἱ ἀπόστολοι καὶ ὅλοι οἱ μαθηταί. 3 Καὶ εἶδαν μὲ τὰ μάτια των νὰ διαμοιράζωνται εἰς αὐτοὺς γλῶσσαι παρόμοιοι πρὸς τὰς φλόγας τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὸν καθένα ἀπὸ αὐτοὺς ἐκάθησεν ἀπὸ μία γλῶσσα. 4 Καὶ ἐγέμισε τὸ ἐσωτερικὸν ὅλων μὲ Πνεῦμα Ἅγιον, καὶ ἤρχισαν νὰ ὁμιλοῦν ξένας γλώσσας, ὅπως τὸ Πνεῦμα, ποὺ τοὺς ἐνέπνεεν, ἔδιδεν εἰς αὐτοὺς νὰ ὁμιλοῦν καὶ νὰ λέγουν θείους καὶ οὐρανίους λόγους καὶ διδασκαλίας ὑψηλὰς καὶ θεοπνεύστους. 5 Ἦσαν δὲ ἐγκατεστημενοι ἐν Ἱερουσαλὴμ ὡς μόνιμοι κάτοικοί της Ἰουδαῖοι, ἄνδρες ποὺ ηὐλαβοῦντο καὶ ἐφοβοῦντο τὸν Θεὸν ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη, ὅσα ὑπάρχουν εἰς τὴν ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ γῆν. 6 Ὅταν δὲ ἔγινεν ἡ βοὴ αὐτὴ τοῦ ἀνέμου, ἐσυνάχθη τὸ πλῆθος καὶ ὅλοι ἐκυριεύθησαν ἀπὸ σύγχυσιν καὶ κατάπληξιν, διότι ὁ καθένας των ἤκουε τοὺς μαθητὰς αὐτοὺς τοῦ Ἰησοῦ νὰ ὁμιλοῦν μὲ τὴν ἰδικήν του γλῶσσαν. 7 Ἔμειναν δὲ ἐκστατικοὶ ὅλοι καὶ ἐθαύμαζαν καὶ ἔλεγαν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον· Νά, ὅλοι αὐτοί, ποὺ ὁμιλοῦν, δὲν εἶναι Γαλιλαίοι; 8 Καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ὁ καθένας μας τὴν ἰδικήν μας γλῶσσαν, τὴν ὁποίαν ἐμάθαμεν καὶ ὁμιλοῦμεν ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τῆς γεννήσεώς μας; 9 Ὅσοι εἴμεθα Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται καὶ ὅσοι κατοικοῦμεν τὴν Μεσοποταμίαν καὶ τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν Καππαδοκίαν, τὸν Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, 10 καὶ τὴν Φρυγίαν καὶ τὴν Παμφυλίαν, τὴν Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης, ποὺ εἶναι πλησίον τῆς Κυρήνης, καὶ οἱ Ρωμαῖοι, ποὺ διαμένουν ἐδῶ, τόσον αὐτοί, ποὺ λόγῳ τῆς καταγωγῆς των εἶναι Ἰουδαῖοι, ὅσον καὶ οἱ ἐθνικοί, ποὺ προσειλκύσθησαν εἰς τὴν Ἰουδαϊκὴν πίστιν καὶ ἔγιναν προσήλυτοι, 11 καθὼς καὶ οἱ ἐκ Κρήτης καταγόμενοι καὶ οἱ Ἄραβες, ὅλοι ἡμεῖς, ποὺ καταγόμεθα ἀπὸ τὰ διάφορα αὐτὰ μέρη, πῶς συμβαίνει νὰ ἀκούωμεν αὐτοὺς νὰ ὁμιλοῦν καὶ νὰ διακηρύττουν εἰς τὰς γλώσσας μας τὰ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ;

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Β´ 1 - 11


1 Καθώς δε επροχωρούσε να συμπληρωθή και να κλείση η ημέρα της Πεντηκοστής, η οποία είχε αρχίσει από την προηγουμένην εσπέραν, ήσαν όλοι οι πιστοί ομόψυχοι, συγκεντρωμένοι στο ίδιον μέρος. 2 Και έξαφνα ήλθε από τον ουρανόν ένας ήχος, σαν ισχυρή βοή ανέμου που κινείται με ορμήν, και εγέμισε όλο το σπίτι, μέσα στο οποίον εκάθηντο οι μαθηταί. 3 Και παρουσιάσθησαν εις αυτούς γλώσσες σαν από φλόγες πυρός, να διαμοιράζωνται· και στον καθένα από αυτούς εκάθισε από μία γλώσσα. 4 Και εγέμισαν όλοι από Πνεύμα Αγιον και ήρχισαν να ομιλούν ξένας γλώσσας και να κηρύττουν τας υψηλάς αληθείας, όπως το Πνεύμα το Αγιον τους εφώτιζε και τους έδιδε την δύναμιν να ομιλούν. 5 Ευρίσκοντο δε εις την Ιερουσαλήμ κατά την ημέραν εκείνην, άλλοι μεν ως μόνιμοι κάτοικοι, άλλοι δε ως προσωρινοί λόγω της εορτής, άνδρες Ιουδαίοι ευσεβείς από κάθε έθνος που υπήρχε κάτω από τον ουρανόν. 6 Οταν δε έγινε η βοή από τον ουρανόν, εμαζεύτηκε το πλήθος εκεί και όλοι εκυριεύθησαν από σύγχυσιν και απορίαν, διότι ο καθένας των ήκουε τους μαθητάς να ομιλούν την ιδικήν του γλώσσαν. 7 Εξεπλήσσοντο δε όλοι και εθαύμαζαν, λέγοντες μεταξύ των· “τι συμβαίνει; Ολοι αυτοί, που ομιλούν, δεν είναι Γαλιλαίοι; 8 Και πως, ο καθένας από ημάς, τους ακούομεν να ομιλούν την ιδικήν μας γλώσσαν, την οποίαν εμάθαμεν από της γεννήσεώς μας; 9 Και είμεθα από τόσα πολλά έθνη· Παρθοι και Μήδοι και Ελαμίται και κάτοικοι της Μεσοποταμίας, της Ιουδαίας και της Καππαδοκίας, του Ποντου και της Ασίας, 10 της Φρυγίας και της Παμφυλίας, της Αιγύπτου και των περιοχών της Λιβύης, που είναι πλησίον της Κυρήνης, όπως επίσης και οι παρεπίδημοι Ρωμαίοι, Ιουδαίοι την καταγωγήν και προσήλυτοι από άλλα έθνη. 11 Ακόμη δε Κρήτες και Αραβες, όλοι όσοι καταγόμεθα από τα πολλά και διάφορα αυτά μέρη, πως συμβαίνει να τους ακούωμεν να κηρύττουν τα μεγαλεία του Θεού εις τας ιδικάς μας γλώσσας;”

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ζ´ 37 - 52


37 Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. 38 ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. 39 τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύσαντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. 40 πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· 41 ἄλλοι ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· οἱ δὲ ἔλεγον· Μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; 42 οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλέεμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυῒδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; 43 σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι’ αὐτόν. 44 τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ’ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας. 45 Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· Διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; 46 ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. 47 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· Μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; 48 μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; 49 ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! 50 λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτὸν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· 51 Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ’ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; 52 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Η´ 12 - 12


12 Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ζ´ 37 - 52


37 Κατὰ τὴν τελευταίαν δὲ καὶ ἐπισημοτέραν ἀπὸ ὅλας τὰς ἄλλας ἡμέρας τῆς ἑορτῆς ἔστεκεν ὄρθιος ὁ Ἰησοῦς καὶ μὲ ζωηρὰν φωνὴν εἶπεν· Ἐὰν κανεὶς αἰσθάνεται πόθον καὶ δίψαν ὄχι δι’ ἀγαθὰ ὑλικὰ καὶ φθαρτά, ἀλλὰ διὰ τὴν ἐσωτερικὴν γαλήνην καὶ τὴν μακαριότητα τῆς θείας ζωῆς, ἂς ἔρχεται πρὸς ἐμὲ διὰ τῆς πίστεως καὶ ἂς πίνῃ ἐλεύθερα. Πλησίον μου θὰ ἰκανοποιηθοῦν ὅλοι οἱ εὐγενεῖς του πόθοι καὶ θὰ εὕρῃ ἀνάπαυσιν ἡ ψυχή του. 38 Ἀπὸ τὴν καρδίαν καὶ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς ἐκείνου, ποὺ πιστεύει εἰς ἐμέ, σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τῆς Γραφῆς, θὰ τρέξουν ποταμοὶ ὕδατος, ποὺ θὰ εἶναι πάντα τρεχούμενο, διὰ νὰ ποτίζεται ὄχι μόνον ὁ ἴδιος, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι, ποὺ ἔρχονται εἰς σχέσιν μὲ αὐτόν. 39 Τοὺς λόγους δὲ αὐτοὺς εἶπεν ὁ Κύριος διὰ τὸ Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον ἔμελλον μετὰ τὴν ἀνάληψίν του εἰς τοὺς οὐρανοὺς νὰ λαμβάνουν ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ἐπίστευον εἰς αὐτόν. Διότι εἶχον μὲν δοθῇ προτήτερα χαρίσματα προφητικὰ καὶ θαυματουργικὰ εἰς ἄνδρας δικαίους καὶ προφήτας, ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἀναγεννᾷ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ μεταδίδει εἰς αὐτοὺς τὴν θείαν καὶ μακαρίαν ζωήν, δὲν εἶχε δοθῇ εἰς κανένα. Καὶ δὲν εἶχε δοθῇ ἡ χάρις αὐτὴ τοῦ Πνεύματος, διότι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχεν ἀκόμη δοξασθῆ διὰ τοῦ παθήματος καὶ τῆς ἀναλήψεώς του. 40 Πολλοὶ λοιπὸν ἀπὸ τὸν λαόν, οἱ ὁποῖοι ἤκουσαν τοὺς λόγους αὐτούς, ποὺ ἐκήρυξεν ὁ Κύριος κατὰ τὴν διαρκειαν τῆς ἑορτῆς, ἔλεγον· Πράγματι αὐτὸς εἶναι ὁ προφήτης, ποὺ μᾶς προανήγγειλεν ὁ Μωϋσῆς. 41 Ἄλλοι ἔλεγον· Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός. Ἄλλοι ἔλεγον· Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ὁ Χριστός· διότι μήπως ἔρχεται ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν; 42 Δὲν εἶπεν ἡ Γραφή, ὅτι ὁ Χριστὸς ἔρχεται ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Δαβὶδ καὶ ἀπὸ τὸ χωρίον Βηθλεέμ, ὅπου ἐγεννήθη καὶ ἐμεγαλωσεν ὁ Δαβίδ; 43 Προεκλήθη λοιπὸν διαίρεσις καὶ διαφωνία μεταξὺ τοῦ λαοῦ δι’ αὐτόν. 44 Μερικοὶ δὲ ἀπὸ αὐτοὺς ἤθελον νὰ τὸν συλλάβουν, ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἐτόλμησε νὰ βάλῃ ἐπάνω του τὰς χεῖρας, καθ’ ὅσον ἀόρατος δύναμις συνεκράτει καὶ παρημπόδιζεν αὐτούς. 45 Ἐπειδὴ λοιπὸν κανεὶς δὲν ἠδύνατο νὰ τὸν συλλάβῃ, ἦλθαν εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ εἰς τοὺς Φαρισαίους οἱ ὑπηρέται, χωρὶς νὰ κάμουν τίποτε. Καὶ εἶπον εἰς αὐτοὺς ἐκεῖνοι· Διατὶ δὲν τὸν ἐφέρατε, ἀφοῦ καὶ δημοσίᾳ ἐνεφανίσθη καὶ πολλοὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος μὲ δυσμένειαν τὸν ἤκουαν καὶ ἦσαν ἕτοιμοι νὰ σᾶς βοηθήσουν διὰ νὰ μὴ σᾶς διαφύγῃ; 46 Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· Ποτὲ ἄλλοτε δὲν ἐδίδαξεν ἄλλος ἄνθρωπος μὲ τόσην σοφίαν καὶ δύναμιν καὶ χάριν, μὲ ὅσην διδάσκει ὁ ἄνθρωπος αὐτός. 47 Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστον αὐτὴν ἀπάντησιν τῶν ὑπηρετῶν ἀπεκρίθησαν πρὸς αὐτοὺς οἰ Φαρισαῖοι· Μήπως καὶ σεῖς, ποὺ εἶσθε πάντοτε πλησίον μας καὶ ἀκούετε τὴν διδασκαλίαν μας, ἔχετε πλανηθῇ ἀπὸ αὐτόν, ὅπως τὰ ἀμαθῆ πλήθη τοῦ λαοῦ; 48 Μήπως ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας, μόνους ἁρμοδίους νὰ κρίνουν ἐπὶ θρησκευτικῶν ζητημάτων, ἢ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἄγρυπνοι φύλακες τῶν παραδόσεων καὶ τῆς ὀρθῆς πίστεως; 49 Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἐπίστευσεν, ἀλλὰ μόνον ὁ ὄχλος αὐτός, ποὺ δὲν ἠξεύρει τὸν νόμον καὶ δι’ αὐτὸ εἶναι καταραμένοι. 50 Λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ Νικόδημος, ἐκεῖνος ποὺ ἦλθεν εἰς τὸν Ἰησοῦν ἐν καιρῷ νυκτὸς καὶ ὁ ὁποῖος ἦτο ἕνας ἀπὸ αὐτούς, διότι ἦτο καὶ αὐτὸς μέλος τοῦ συνεδρίου. 51 Μήπως ὁ νόμος μας καταδικάζει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν δὲν τὸν ἀκούσῃ προτήτερα ὁ δικαστής, ποὺ ἐκπροσωπεῖ τὸν νόμον καὶ μάθῃ ἀπὸ τὴν ἀπολογίαν του τί ἀξιοκατάκριτον καὶ ἀξιόποινον ἔκαμε; 52 Ἀπεκρίθησαν ἐκεῖνοι καὶ τοῦ εἶπαν· Μήπως καὶ σὺ εἶσαι ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν; Ἐξέτασε καὶ εὔκολα θὰ ἴδῃς καὶ θὰ πεισθῇς ἀπὸ τὰ πράγματα ὅτι προφήτης ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν δὲν ἔχει βγῇ ἕως τώρα.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Η´ 12 - 12


12 Πάλιν λοιπὸν ὡμίλησε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπεν· Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς ὄχι μόνον τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ’ ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἀκολουθεῖ μὲ πλήρῃ ἐμπιστοσύνην καὶ ἐλπίδα καὶ μὲ πρόθυμον ὑπακοὴν εἰς τοὺς λόγους μου, δὲν θὰ περιπατήσῃ οὔτε θὰ εὑρεθῇ ποτὲ εἰς τὸ σκότος τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ θὰ ἔχῃ μέσα του τὸ ζωηφόρον καὶ πνευματικὸν φῶς, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀληθινὴν ζωήν, τὸν Θεόν.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ζ´ 37 - 52


37 Κατά την τελευταίαν δε μεγάλην ημέραν της εορτής εστάθη ο Ιησούς και με ισχυράν φωνήν είπεν· “εάν κανείς διψά πνευματικά και αιώνια αγαθά, λύτρωσιν, ειρήνην και χαράν, ας έλθη κοντά μου και ας πίνη την αλήθειαν που προσφέρω, δια να ικανοποιηθούν έτσι οι πλέον βαθείς και ευγενείς πόθοι του. 38 Εκείνος που πιστεύει εις εμέ, όπως είπε και η Γραφή, θα γίνη αστείρευτος πνευματική πηγή· και από την καρδίαν του θα αναβλύζουν και θα τρέχουν ποταμοί από ολόδροσο τρεχούμενο νερό”. 39 Αυτό δε είπε ο Κυριος δια το Αγιον Πνεύμα, το οποίον έμελλον να λάβουν όσοι θα επίστευον εις αυτόν, διότι η χάρις του Αγίου Πνεύματος, που αναγεννά και σώζει, δεν είχε ακόμη δοθή εις κανένα, επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξασθή με την μεγάλην θυσίαν και με την ένδοξον ανάληψίν του. 40 Πολλοί, λοιπόν, από τον λαόν, όταν ήκουσαν την διδασκαλίαν αυτήν, έλεγαν· “αυτός είναι πράγματι ο προφήτης, που έχει προαναγγείλει ο Μωϋσής. 41 Αλλοι έλεγαν· “αυτός είναι πράγματι ο Χριστός”. Αλλοι έλεγαν· “δεν είναι ο Χριστός, διότι μήπως από την Γαλιλαίαν θα έλθη ο Χριστός; 42 Δεν είπε η Γραφή, ότι ο Χριστός κατάγεται από το γένος του Δαυΐδ και έρχεται από το χωρίον Βηθλεέμ, όπου εγεννήθη και έζησεν ο Δαυΐδ;” 43 Εγινε, λοιπόν, αντιγνωμία και διαίρεσις μεταξύ του λαού εξ αιτίας αυτού. 44 Μερικοί δε από αυτούς ήθελαν να τον πιάσουν, αλλά κανείς δεν άπλωσε επάνω του το χέρι. 45 Επέστρεψαν, λοιπόν, οι υπηρέται στους αρχιερείς και Φαρισαίους, χωρίς να έχουν συλλάβει τον Χριστόν και τους είπαν εκείνοι· “διατί δεν τον εφέρατε εδώ;” 46 Απεκρίθησαν οι υπηρέται· “ποτέ μέχρι σήμερα άλλος άνθρωπος δεν εδίδαξε έτσι, όπως διδάσκει αυτός ο άνθρωπος”. 47 Απεκρίθησαν τότε οι Φαρισαίοι εις αυτούς· “μήπως και σεις έχετε παρασυρθή από αυτόν εις την πλάνην; 48 Μηπως επίστευσεν εις αυτόν κανείς από τους άρχοντας η από τους Φαρισαίους; Κανείς δεν επίστευσε, διότι αυτοί μόνοι γνωρίζουν την αλήθειαν και έχουν ορθή κρίσιν. 49 Αλλά επίστευσεν αυτός ο αγράμματος όχλος, που δεν γνωρίζει τον νόμον και δι' αυτό είναι καταράμενοι!” 50 Λεγει τότε προς αυτούς ο Νικόδημος, που ήτο ένας από αυτούς και ο οποίος είχεν επισκεφθή νύκτα τον Χριστόν· 51 “μήπως ο νόμος μας καταδικάζει τον άνθρωπον, εάν ο δικαστής δεν ακούση πρώτον από αυτόν την απολογίαν του και μάθη τι έχει κάμει;” 52 Απήντησαν και του είπαν· “μήπως και συ είσαι από την Γαλιλαίαν; Ερεύνησε και μάθε, ότι προφήτης δεν έχει έως τώρα βγη από την Γαλιλαίαν”. (Η αξία του ανθρώπου δεν έγκειται στον τόπον καταγωγής, αλλά εις την αρετήν και τα έργα του).

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Η´ 12 - 12


12 Παλιν, λοιπόν, ωμίλησε προς αυτούς ο Ιησούς λέγων· “εγώ είμαι το φως όλου του κόσμου, εκείνος που με ακολουθεί πιστά δεν θα περιπατήση στο σκότος με άμεσον τον κίνδυνον να κρημνισθή εις τα βάραθρα, αλλά θα έχη το πνευματικόν φως που ακτινοβολείται από τον Θεόν, την πηγήν της ζωής.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα





Πατήστε στην εικόνα για να διαβάσετε τη «Φωνή Κυρίου» της Κυριακής, έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος