❌
Σάββατο, 20 Μαΐου 2023

Άγιος Θαλλέλαιος ο Ανάργυρος, Αγία Λυδία η Φιλιππησία, Όσιοι Νικήτας, Ιωάννης και Ιωσήφ οι κτήτορες της Νέας Μονής Χίου, Όσιος Θαλάσσιος
«Ἀπόδοσις τῆς ἑορτῆς τῆς Σαμαρείτιδος». Θαλλελαίου μάρτυρος (†284). Λυδίας τῆς Φιλιππησίας (α ́ αἰ.)· Νικήτα, Ἰωάννου καὶ Ἰωσὴφ ὁσίων (ια ́ αἰ.).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΕ´ 35 - 41


35 Παῦλος δὲ καὶ Βαρνάβας διέτριβον ἐν Ἀντιοχείᾳ διδάσκοντες καὶ εὐαγγελιζόμενοι μετὰ καὶ ἑτέρων πολλῶν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου. 36 Μετὰ δέ τινας ἡμέρας εἶπε Παῦλος πρὸς Βαρνάβαν· Ἐπιστρέψαντες δὴ ἐπισκεψώμεθα τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν κατὰ πᾶσαν πόλιν ἐν αἷς κατηγγείλαμεν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, πῶς ἔχουσι. 37 Βαρνάβας δὲ ἐβουλεύσατο συμπαραλαβεῖν τὸν Ἰωάννην τὸν καλούμενον Μᾶρκον· 38 Παῦλος δὲ ἠξίου, τὸν ἀποστάντα ἀπ’ αὐτῶν ἀπὸ Παμφυλίας καὶ μὴ συνελθόντα αὐτοῖς εἰς τὸ ἔργον, μὴ συμπαραλαβεῖν τοῦτον. 39 ἐγένετο οὖν παροξυσμὸς, ὥστε ἀποχωρισθῆναι αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων, τόν τε Βαρνάβαν παραλαβόντα τὸν Μᾶρκον ἐκπλεῦσαι εἰς Κύπρον. 40 Παῦλος δὲ ἐπιλεξάμενος Σίλαν ἐξῆλθε, παραδοθεὶς τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ ὑπὸ τῶν ἀδελφῶν, 41 διήρχετο δὲ τὴν Συρίαν καὶ Κιλικίαν ἐπιστηρίζων τὰς ἐκκλησίας.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΕ´ 35 - 41


35 Ὁ Παῦλος δὲ καὶ ὁ Βαρνάβας διέμενον εἰς Ἀντιόχειαν διδάσκοντες καὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους κήρυκας τοὺς πιστοὺς καὶ κηρύττοντες τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ εἰς ὅσους διὰ πρώτην φορὰν ἤκουον τὸ εὐαγγέλιον. 36 Ὕστερα δὲ ἀπὸ μερικὰς ἡμέρας εἶπεν ὁ Παῦλος πρὸς τὸν Βαρνάβαν· ἐμπρὸς τώρα ἂς ἐπιστρέψωμεν καὶ ἂς ἐπισκεφθῶμεν τοὺς ἀδελφούς μας εἰς κάθε πόλιν, ὅπου κατὰ τὴν προηγουμένην περιοδείαν μας ἐκηρύξαμεν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, καὶ ἂς ἴδωμεν πῶς ἔχουν ἐν τῇ κατὰ Χριστὸν ζωῇ. 37 Ὁ Βαρνάβας δὲ τότε ἔκρινε καλὸν νὰ πάρῃ μαζί του καὶ τὸν Ἰωάννην, ποὺ ἐπωνομάζετο Μᾶρκος. 38 Ὁ Παῦλος ὅμως ἐθεώρει δίκαιον νὰ μὴ συμπαραλάβουν ἐκεῖνον, ποὺ ἐχωρίσθη ἀπὸ αὐτοὺς ἀπὸ τὴν Παμφυλίαν καὶ δὲν ἦλθε μαζί τους, διὰ νὰ ὑπηρετήσῃ τὸ ἔργον τῆς ἱεραποστολῆς. 39 Προεκλήθη δὲ ζωηρὰ διαφωνία μέχρι τοῦ σημείου, ὥστε οἱ δύο ἀπόστολοι νὰ ἀποχωρισθοῦν ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, καὶ ὁ Βαρνάβας νὰ ἀποπλεύσῃ εἰς Κύπρον, ἀφοῦ παρέλαβε μαζί του τὸν Μᾶρκον. 40 Ἀλλ’ ὁ Παῦλος ἐκλέξας ὡς σύνοδον καὶ βοηθόν του τὸν Σίλαν ἀνεχώρησεν, ἀφοῦ οἱ ἐν Ἀντιοχείᾳ ἀδελφοὶ διὰ κοινῶν προσευχῶν τὸν παρέδωκαν καὶ τὸν ἐνεπιστεύθησαν εἰς τὴν εὐμενῆ πρόνοιαν καὶ προστασίαν τοῦ Θεοῦ. Οὕτως ἤρχισεν ἡ δευτέρα ἀποστολικὴ περιοδεία τοῦ Παύλου. 41 Περιώδευε δὲ ὁ Παῦλος τὰς χώρας τῆς Συρίας καὶ Κιλικίας καὶ ἐστήριζεν εἰς τὴν χριστιανικὴν πίστιν καὶ ἐλπίδα καὶ ζωὴν τοὺς ἀδελφούς των ἐν ταῖς χώραις ταύταις ἐκκλησιῶν.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΕ´ 35 - 41


35 Ο δε Παύλος και ο Βαρνάβας παρέμειναν εις την Αντιόχειαν διδάσκοντες και κηρύττοντες το Ευαγγέλιον του Κυρίου μαζή και με πολλούς άλλους κήρυκας. 36 Επειτα δε από μερικάς ημέρας είπε ο Παύλος προς τον Βαρνάβαν· “λοιπόν τώρα, ας επανέλθωμεν και ας επισκεφθώμεν τους αδελφούς μας εις όλας εκείνας τας πόλεις, εις τας οποίας κατά την προηγουμένην περιοδείαν μας εκηρύξαμεν τον λόγον του Κυρίου, και ας ίδωμεν εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκονται ως προς την πίστιν και την αρετήν. 37 Ο Βαρνάβας δε εσκέφθηκε και ηθέλησε να πάρη μαζή του τον Ιωάννην, που ελέγετο Μάρκος. 38 Ο Παύλος όμως έκρινε ορθόν, να μη πάρουν μαζή των εκείνον, που τους είχε εγκαταλείψει από την Παμφυλίαν και δεν επήγε μαζή των στο έργον της ιεραποστολής. 39 Εγινε δε τότε ζωηρά διαφωνία και φιλονεικία, ώστε οι δύο Απόστολοι να χωρίσουν ο ένας από τον άλλον και ο Βαρνάβας μαζή με τον Μάρκον να πλεύσουν εις την Κυπρον. 40 Ο Παύλος όμως, αφού εξέλεξε ως συνοδόν του τον Σιλαν, ανεχώρησεν από την Αντιόχειαν με τας ευχάς των αδελφών, οι οποίοι τον παρέδωσαν και τον ενεπιστεύθησαν εις την χάριν του Θεού. 41 Περιώδευε δε την Συρίαν και την Κιλικίαν στηρίζων εις την κατά Χριστόν πίστιν και ζωήν τους Χριστιανούς των κατά τόπους Εκκλησιών.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ι´ 27 - 38


27 τὰ πρόβατα τὰ ἐμὰ τῆς φωνῆς μου ἀκούει, κἀγὼ γινώσκω αὐτά, καὶ ἀκολουθοῦσί μοι, 28 κἀγὼ ζωὴν αἰώνιον δίδωμι αὐτοῖς, καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ οὐχ ἁρπάσει τις αὐτὰ ἐκ τῆς χειρός μου. 29 ὁ πατήρ μου, ὃς δέδωκέ μοι, μεῖζων πάντων ἐστί, καὶ οὐδεὶς δύναται ἁρπάζειν ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ πατρός μου. 30 ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἕν ἐσμεν. 31 Ἐβάστασαν οὖν πάλιν λίθους οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα λιθάσωσιν αὐτόν. 32 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Πολλὰ ἔργα καλὰ ἔδειξα ὑμῖν ἐκ τοῦ πατρός μου, διὰ ποῖον αὐτῶν ἔργον λιθάζετέ με; 33 ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· Περὶ καλοῦ ἔργου οὐ λιθάζομέν σε, ἀλλὰ περὶ βλασφημίας, καὶ ὅτι σὺ ἄνθρωπος ὢν ποιεῖς σεαυτὸν Θεόν. 34 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Οὐκ ἔστι γεγραμμένον ἐν τῷ νόμῳ ὑμῶν, ἐγὼ εἶπα, θεοί ἐστε; 35 εἰ ἐκείνους εἶπε θεοὺς, πρὸς οὓς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐγένετο, καὶ οὐ δύναται λυθῆναι ἡ γραφή, 36 ὃν ὁ πατὴρ ἡγίασε καὶ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον, ὑμεῖς λέγετε ὅτι βλασφημεῖς, ὅτι εἶπον, υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἰμι; 37 εἰ οὐ ποιῶ τὰ ἔργα τοῦ πατρός μου, μὴ πιστεύετέ μοι· 38 εἰ δὲ ποιῶ, κἂν ἐμοὶ μὴ πιστεύητε, τοῖς ἔργοις πιστεύσατε, ἵνα γνῶτε καὶ πιστεύσητε, ὅτι ἐν ἐμοὶ ὁ πατὴρ κἀγὼ ἐν αὐτῷ.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ι´ 27 - 38


27 Τὰ πρόβατα τὰ ἰδικά μου ἀκούουν μὲ προθυμίαν καὶ εὐπείθειαν τὴν φωνήν μου καὶ τὴν διδασκαλίαν μου. Καὶ ἐγὼ τὰ γνωρίζω ὡς ἰδικά μου καὶ ἐνδιαφέρομαι καὶ πονῶ καὶ φροντίζω δι’ αὐτά, καθὼς καὶ ἐκεῖνα μὲ γνωρίζουν καὶ μὲ ἀκολουθοῦν ὑπακούοντα εἰς πάσας τὰς ἐντολάς μου. 28 Καὶ ἐγὼ εἰς ἀνταμοιβὴν τῆς ὑπακοῆς των πρὸς ἐμὲ δίδω εἰς αὐτὰ ζωὴν αἰώνιον, καὶ δὲν θὰ ἀπολεσθοῦν ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα. Καὶ οὔτε λύκος, οὔτε κλέπτης, οὔτε κανένας ἄλλος κακοποιὸς δὲν θὰ μπορέσῃ ποτὲ νὰ τὰ ἀποσπάσῃ μὲ τὴν βίαν καὶ νὰ τὰ ἁρπάσῃ ἀπὸ τὴν δυνατὴν καὶ προστατευτικὴν χεῖρα μου. 29 Ὁ Πατήρ μου, ποὺ μοῦ ἔχει δώσει τὰ πρόβατα αὐτά, εἶναι μεγαλύτερος καὶ δυνατώτερος ἀπὸ ὅλους, καὶ κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀρπάξῃ διὰ τῆς βίας αὐτὰ ἀπὸ τὴν παντοδύναμον χεῖρα τοῦ Πατρός μου. 30 Ναί· τὰ πρόβατα αὐτὰ ἀνήκουν καὶ εἰς τὸν Πατέρα μου καὶ εἰς ἐμέ. Καὶ κρατοῦνται συγχρόνως καὶ ἀπὸ τὴν ἰδικήν μου προστατευτικὴν χεῖρα καὶ ἀπὸ τὴν χεῖρα τοῦ Πατρός μου. Διότι ἐγὼ καὶ ὁ Πατήρ μου εἴμεθα ἕνα καὶ ἔχομεν τὴν αὐτὴν φύσιν καὶ οὐσίαν καὶ τὴν αὐτὴν δύναμιν καὶ θέλησιν καὶ ἐξουσίαν καὶ ὅλα ἐν γένει τὰ ἔχομεν κοινά. 31 Ὅταν λοιπὸν ἤκουσαν οἱ Ἰουδαῖοι, ὅτι ἔκαμε τὸν ἑαυτόν του ἕνα μὲ τὸν Θεόν, ἐπῆραν καὶ πάλιν εἰς τὰς χεῖρας των λίθους διὰ νὰ τὸν λιθοβολήσουν. 32 Ἀπεκρίθη τότε εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Πολλὰ εὐεργετικὰ καὶ κατὰ πάντα θαυμαστὰ καὶ ἀξιέπαινα ἔργα σᾶς ἔδειξα, τὰ ὁποῖα προέρχονται ἀπὸ τὸν Πατέρα μου καὶ μόνον μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Πατρός μου εἶναι δυνατὸν νὰ συντελεσθοῦν. Διὰ ποῖον ἔργον ἀπὸ αὐτὰ θέλετε νὰ μὲ λιθοβολήσετε; 33 Ἀπεκρίθησαν πρὸς αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ εἶπαν· Δὲν σὲ λιθοβολοῦμεν διὰ κανὲν καλὸν ἔργον ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ λέγεις, ὅτι ἔκαμες. Ἀλλὰ σὲ λιθοβολοῦμεν διὰ τὴν βλασφημίαν, ποὺ ἐξεστόμισες, καὶ διότι σύ, ἐνῷ εἶσαι ἄνθρωπος, κάνεις τὸν ἑαυτόν σου Θεὸν καὶ λέγεις, ὅτι εἶσαι ἕνα μὲ τὸν Θεόν. 34 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Δὲν εἶναι γραμμένον εἰς τὸν νόμον σας διὰ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἀσκοῦν τὴν δικαστικὴν ἐξουσίαν· Ἐγὼ εἶπα· εἶσθε θεοί; 35 Ἐὰν ἐκείνους ὠνόμασεν ἡ Γραφὴ θεούς, πρὸς τοὺς ὁποίους ἔγινε κλῆσις ἀπὸ Θεοῦ καὶ διὰ θείας ἀναδείξεως ἀνετέθη εἰς αὐτοὺς νὰ διαχειρίζωνται ἐπὶ τῆς γῆς τὴν δικαστικὴν ἐξουσίαν, (καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ χάσῃ τὸ κῦρος της ἡ Γραφή, ὥστε ὅ,τι λέγει νὰ μὴ ἔχῃ πλέον καμμίαν ἀξίαν), 36 εἰς ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον, ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου διὰ νὰ γίνῃ ἄνθρωπος, ὁ Πατὴρ ἐξεχώρισε καὶ ἐξέλεξε καὶ καθιέρωσεν αὐτὸν διὰ τὸ ὑψηλὸν ἔργον τοῦ Μεσσίου καὶ τὸν ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον διὰ νὰ φέρῃ τοῦτο εἰς πέρας, σεῖς λέγετε, ὅτι βλασφημεῖς, ἐπειδὴ εἶπον, ὅτι εἶμαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ; 37 Ἐὰν δὲν ἐνεργῶ τὰ ὑπερφυσικὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα ὁ Πατήρ μου παραγγέλλει καὶ μὲ βοηθεῖ νὰ ἐκτελῶ, καὶ τὰ ὁποῖα εἶναι αὐτὰ ταῦτα τὰ ἔργα τοῦ Πατρός μου, μὴ πιστεύετε εἰς τὴν μαρτυρίαν τοῦ στόματός μου καὶ εἰς τὰς ἰδικάς μου διαβεβαιώσεις. 38 Ἐφ’ ὅσον ὅμως ἐνεργῶ τὰ ἔργα τοῦ Πατρός μου, καὶ ἐὰν δὲν πιστεύετε εἰς ὅ,τι λέγω ἐγώ, πιστεύσατε ὅμως εἰς τὰ ἔργα αὐτά, διὰ νὰ μάθετε καὶ ὁδηγηθῆτε ἀπὸ αὐτὰ εἰς τὴν τελείαν πίστιν. Καὶ τότε θὰ βεβαιωθῆτε ὅτι μέσα μου εἶναι καὶ μένει ὁ Πατὴρ καὶ ἐγὼ εἶμαι καὶ μένω μέσα εἰς τὸν Πατέρα. Ἔχω δηλαδὴ ὡς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ τὴν αὐτὴν φύσιν καὶ οὐσίαν πρὸς τὸν Πατέρα, καὶ εἶμαι ἄπειρος καὶ ἐγώ, ὥστε νὰ χωρῇ μέσα μου ὁ Πατήρ, εἴμεθα δὲ καὶ ἀχώριστοι ὁ εἰς ἀπὸ τὸν ἄλλον, διότι καὶ ἐγὼ εἶμαι καὶ μένω μέσα εἰς τὸν Πατέρα μου.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ι´ 27 - 38


27 Τα δικά μου πρόβατα ακούουν με χαράν και με υποταγήν την φωνήν μου και εγώ τα γνωρίζω ότι είναι δικά μου και με ακολουθούν. 28 Και εγώ ανταμείβων την υπακοήν των, τους δίδω την αιωνίαν ζωήν και δεν θα χαθούν ποτέ και κανείς δεν θα τα αρπάξη από τα χέρια μου. 29 Ο Πατήρ μου, ο οποίος μου έχει δώσει τα πρόβατα είναι ανώτερος και ισχυρότερος από όλους, είναι ο παντοδύναμος Θεός. Και κανείς, ούτε αι λεγεώνες των πονηρών πνευμάτων, δεν ημπορούν να αρπάξουν τα πρόβατα από το χέρι του. 30 Με την ιδίαν δύναμιν και εξουσίαν και αγάπην ποιμαίνω και εγώ και κρατώ τα πρόβατα, διότι εγώ και ο Πατήρ είμεθα ένα, έχομεν την αυτήν φύσιν και ουσίαν, τα ίδια άπειρα ιδιώματα”. 31 Οταν οι Ιουδαίοι τον άκουσαν να λέγη ότι είνα ένα με τον Θεόν, επήραν πάλιν λιθάρια, δια να τον λιθοβολήσουν. 32 Απήντησε τότε εις αυτούς ο Ιησούς· “πολλά καλά έργα έδειξα και έκανα εις εσάς που προέρχονται από τον Πατέρα. Δια ποίον από όλα είσθε έτοιμοι να με λιθοβολήσετε;” 33 Απήντησαν εις αυτόν οι Ιουδαίοι, λέγοντες· “δεν σε λιθοβολούμεν δια καλόν έργον, αλλά δια την φοβεράν βλασφημίαν που είπες, διότι ενώ συ είσαι άνθρωπος, κάνστον εαυτόν σου Θεόν και λέγεις ότι είσαι ένα με τον Θεόν”. 34 Τους απήντησεν ο Ιησούς· “στον νόμον σας, εκεί που ομιλεί ο Θεός προς τους δικαστάς, δεν είναι γραμμένον· Εγώ είπα, είσθε θεοί; 35 Εάν η Γραφή ωνόμασε θεούς τους δικαστάς εκείνους, τους οποίους εκάλεσε εις αυτό το έργον ο Θεός-και δεν είναι δυνατόν να καταλυθή η Γραφή- 36 εις εκείνον, τον οποίον ο Πατήρ καθιέρωσε δια το μέγα έργον του Μεσσίου και τον έστειλε στον κόσμον, σεις λέγετε ότι βλασφημείς, επειδή είπα ότι είμαι Υιός του Θεού; 37 Εάν δεν κάνω τα υπερφυσικά έργα, τα οποία είναι έργα του Πατρός μου, τότε μη πιστεύετε εις εμέ. 38 Εφ' όσον όμως κάνω τα έργα του Πατρός μου, πιστεύσατε εις αυτά τα έργα και τότε θα εννοήσετε καλά και θα πιστεύσετε εις εμέ και θα βεβαιωθήτε, ότι εγώ ζω και υπάρχω εν τω Πατρί, όπως και ο Πατήρ ζη και υπάρχει εν εμοί”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα