❌
Δευτέρα, 15 Μαΐου 2023

Όσιος Παχώμιος ο Μέγας, Όσιος Αχίλλιος Επίσκοπος Λαρίσης, Όσιος Βάρβαρος ο Μυροβλύτης
Παχωμίου ὁσίου τοῦ μεγάλου (†358). Ἀχιλλείου ἀρχιεπισκόπου Λαρίσης (δ ́ αἰ.).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΒ´ 12 - 17


12 συνιδών τε ἦλθεν ἐπὶ τὴν οἰκίαν Μαρίας τῆς μητρὸς Ἰωάννου τοῦ ἐπικαλουμένου Μάρκου οὗ ἦσαν ἱκανοὶ συνηθροισμένοι καὶ προσευχόμενοι. 13 κρούσαντος δὲ αὐτοῦ τὴν θύραν τοῦ πυλῶνος προσῆλθε παιδίσκη ὑπακοῦσαι ὀνόματι Ρόδη, 14 καὶ ἐπιγνοῦσα τὴν φωνὴν τοῦ Πέτρου, ἀπὸ τῆς χαρᾶς οὐκ ἤνοιξε τὸν πυλῶνα, εἰσδραμοῦσα δὲ ἀπήγγειλεν ἑστάναι τὸν Πέτρον πρὸ τοῦ πυλῶνος. 15 οἱ δὲ πρὸς αὐτὴν εἶπον· Μαίνῃ. ἡ δὲ διισχυρίζετο οὕτως ἔχειν. οἱ δὲ ἔλεγον· Ὁ ἄγγελος αὐτοῦ ἐστιν. 16 ὁ δὲ Πέτρος ἐπέμενε κρούων. ἀνοίξαντες δὲ εἶδον αὐτὸν καὶ ἐξέστησαν. 17 κατασείσας δὲ αὐτοῖς τῇ χειρὶ σιγᾶν διηγήσατο αὐτοῖς πῶς ὁ Κύριος ἐξήγαγεν αὐτὸν ἐκ τῆς φυλακῆς, εἶπε δέ· Ἀπαγγείλατε Ἰακώβῳ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς ταῦτα. καὶ ἐξελθὼν ἐπορεύθη εἰς ἕτερον τόπον.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΒ´ 12 - 17


12 Καὶ ἀφοῦ ἀντελήφθη ποὺ ἦτο καὶ ἐσκέφθη τί ἔπρεπε νὰ κάμῃ, ἦλθεν εἰς τὸ σπίτι τῆς Μαρίας, τῆς μητρὸς τοῦ Ἰωάννου, ποὺ ἐπωνομάζετο Μᾶρκος, ὅπου ἦσαν μαζευμένοι ἀρκετοὶ καὶ προσηύχοντο ὑπὲρ αὐτοῦ. 13 Ὅταν δὲ ὁ Πέτρος ἐκτύπησε τὴν ἐξώπορταν τοῦ προαυλίου, ἐπλησίασε μία νεαρὰ ὑπηρέτρια, ποὺ ἐλέγετο Ρόδη, διὰ νὰ ἐρωτήσῃ καὶ ἐκ τῆς ἀπαντήσεως, ποὺ θὰ ἐδίδετο, νὰ ἀκούσῃ ποῖος ἦτο. 14 Καὶ ἐπειδὴ ἀνεγνώρισε τὴν φωνὴν τοῦ Πέτρου, ἀπὸ τὴν μεγάλην της χαρὰν δὲν ἤνοιξε τὴν ἐξωπορταν, ἀλλ’ ἔτρεξε μέσα καὶ ἀνήγγειλεν, ὅτι ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλόθυραν στέκεται ὁ Πέτρος. 15 Αὐτοὶ ὅμως τῆς εἶπαν· Εἶσαι τρελλὴ καὶ δὲν ἠξεύρεις, τί λέγεις. Ἐκείνη ὅμως ἐβεβαίωνεν ἐπιμόνως, ὅτι οὕτως εἶχε τὸ πρᾶγμα. Ἀλλ’ ἐκεῖνοι πρὸ τῆς ἐπιμονῆς τῆς μικρᾶς ὑπηρετρίας εἶπαν εἰς τὸ τέλος· Δὲν εἶναι ὁ Πέτρος, ἀλλ’ εἶναι ὁ ἄγγελός του. 16 Ὁ Πέτρος ὅμως ἐν τῷ μεταξὺ ἐκτύπα ἐπιμόνως τὴν θύραν. Καὶ ὅταν ἤνοιξαν, τὸν εἶδαν καὶ ἐκυριεύθησαν ἀπὸ θαυμασμὸν καὶ ἔκστασιν. 17 Αὐτὸς δέ, ἀφοῦ μὲ τὸ χέρι του τοὺς ἔκαμε σημεῖον να σιωπήσουν, ὥστε νὰ μὴ γίνουν ἀντιληπτοὶ εἰς τοὺς γείτονας, τοὺς διηγήθη, πῶς ὁ Κύριος διὰ τοῦ ἀγγέλου τὸν ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν φυλακήν. Εἶπε δέ· Ἀναγγείλατε εἰς τὸν Ἰάκωβον καὶ εἰς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτά, ποὺ σᾶς διηγήθην. Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ ἀπὸ τὴν πόλιν τῶν Ἱεροσολύμων, ἐπῆγεν εἰς ἄλλο μέρος.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΒ´ 12 - 17


12 Και αφού είδε πλέον καλά που ευρίσκετο, ήλθε στο σπίτι της Μαρίας της Μητρός του Ιωάννου, ο οποίος ελέγετο και Μάρκος, όπου ήσαν συγκεντρωμένοι αρκετοί και προσηύχοντο. 13 Οταν δε εκτύπησε την αυλόπορταν, ήλθε μία νεαρά υπηρέτρια, ονόματι Ροδη, να ερωτήση και να ακούση, ποιός ήτο. 14 Και επειδή εγνώρισε καλά την φωνήν του Πετρου, από την χαράν της δεν άνοιξε την εξώπορτα, αλλά έτρεξε μέσα και τους επληροφόρησε ότι ο Πετρος στέκεται εμπρός εις την εξώπορτα. 15 Εκείνοι δε της είπαν· “έχεις παρακρούσεις, δεν είσαι στα καλά σου”. Εκείνη όμως επέμενε και τους διεβεβαίωνε ότι όπως είπε, έτσι είναι. Εκείνοι δε στο τέλος είπεν ότι όχι ο Πετρος, αλλά ο άγγελος του είναι. 16 Ο Πετρος όμως επέμενε να κτυπά την θύραν. Και όταν επί τέλους ήνοιξαν, τον είδαν και έμειναν έκπληκτοι. 17 Αυτός δε, αφού με το χέρι του τους έκανε νόημα να σιωπήσουν, τους διηγήθηκε πως ο Κυριος τον έβγαλε από την φυλακήν και είπε· “αναφέρατε στον Ιάκωβον και στους αδελφούς αυτά”. Και αφού εβγήκε από το σπίτι, έφυγε από την πόλιν και επήγε εις άλλο μέρος.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Η´ 42 - 52


42 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Εἰ ὁ Θεὸς πατὴρ ὑμῶν ἦν, ἠγαπᾶτε ἂν ἐμέ, ἐγὼ γὰρ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον καὶ ἥκω· οὐδὲ γὰρ ἀπ’ ἐμαυτοῦ ἐλήλυθα, ἀλλ’ ἐκεῖνός με ἀπέστειλε. 43 διατί τὴν λαλιὰν τὴν ἐμὴν οὐ γινώσκετε; ὅτι οὐ δύνασθε ἀκούειν τὸν λόγον τὸν ἐμόν. 44 ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρὸς τοῦ διαβόλου ἐστὲ, καὶ τὰς ἐπιθυμίας τοῦ πατρὸς ὑμῶν θέλετε ποιεῖν. ἐκεῖνος ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ’ ἀρχῆς, καὶ ἐν τῇ ἀληθείᾳ οὐκ ἔστηκεν, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀλήθεια ἐν αὐτῷ· ὅταν λαλῇ τὸ ψεῦδος ἐκ τῶν ἰδίων λαλεῖ, ὅτι ψεύστης ἐστὶ καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ. 45 ἐγὼ δὲ ὅτι τὴν ἀλήθειαν λέγω, οὐ πιστεύετέ μοι. 46 τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας; εἰ δὲ ἀλήθειαν λέγω, διατί ὑμεῖς οὐ πιστεύετέ μοι; 47 ὁ ὢν ἐκ τοῦ Θεοῦ τὰ ῥήματα τοῦ Θεοῦ ἀκούει· διὰ τοῦτο ὑμεῖς οὐκ ἀκούετε, ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστέ. 48 ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ εἶπον αὐτῷ· Οὐ καλῶς λέγομεν ἡμεῖς ὅτι Σαμαρείτης εἶ σὺ καὶ δαιμόνιον ἔχεις; 49 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Ἐγὼ δαιμόνιον οὐκ ἔχω, ἀλλὰ τιμῶ τὸν πατέρα μου, καὶ ὑμεῖς ἀτιμάζετέ με. 50 ἐγὼ δὲ οὐ ζητῶ τὴν δόξαν μου· ἔστιν ὁ ζητῶν καὶ κρίνων. 51 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐάν τις τὸν λόγον τὸν ἐμὸν τηρήσῃ, θάνατον οὐ μὴ θεωρήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα. 52 εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι· Νῦν ἐγνώκαμεν ὅτι δαιμόνιον ἔχεις. Ἀβραὰμ ἀπέθανε καὶ οἱ προφῆται, καὶ σὺ λέγεις, ἐάν τις τὸν λόγον μου τηρήσῃ, οὐ μὴ γεύσηται θανάτου εἰς τὸν αἰῶνα;

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Η´ 42 - 52


42 Εἰς ἀπάντησιν λοιπὸν τῆς καυχησιολογίας των ταύτης εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἐὰν ὁ Θεὸς ἦτο πατέρας σας, θὰ εἴχατε ἀγάπην καὶ εἰς ἐμέ, διότι ἐγὼ ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐβγῆκα διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς μου καὶ ἔχω ἔλθει μεταξύ σας. Ναί· εἶμαι ἐν μέσῳ ὑμῶν ὡς πρέσβυς ἀντιπροσωπεύων τὸν Θεόν· διότι καὶ εἰς τὸν κόσμον, ποὺ ἦλθα, δὲν ἔχω ἔλθει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου, ἀλλὰ μὲ ἀπέστειλεν ἐκεῖνος. 43 Διατὶ δὲν ἐννοεῖτε καὶ δὲν ἐκτιμᾶτε ἐκεῖνο, ποὺ σᾶς λέγω μὲ τὴν διδασκαλίαν μου καὶ τὸ κήρυγμά μου; Θὰ σᾶς εἶπω ἐγὼ τὴν αἰτίαν. Δὲν ἐννοεῖτε τὴν διδασκαλίαν μου, διότι ἕνεκα τῆς κακίας καὶ διαφθορᾶς τῶν ψυχῶν σας δὲν ἠμπορεῖτε νὰ τὴν παρακολουθῆτε μὲ ἐνδιαφέρον καὶ εὐλάβειαν. 44 Σεῖς, οἱ ὁποῖοι καυχᾶσθε ὅτι εἶσθε τέκνα τοῦ Θεοῦ, πατέρα, ἀπὸ τὸν ὁποῖον κατάγεσθε καὶ τοῦ ὁποίου τὸν χαρακτῆρα καὶ τὰ ἰδιώματα ἐκληρονομήσατε, ἔχετε τὸν διάβολον καὶ τὰς ἁμαρτωλὰς καὶ φονικὰς ἐπιθυμίας τοῦ πατέρα σας αὐτοῦ θέλετε καὶ εἶσθε ἀποφασισμένοι νὰ πράττετε. Ἐκεῖνος ἀπ’ ἀρχῆς τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ἦτο φονέας τοῦ ἀνθρώπου, καὶ μὲ τὸ ψεῦδος του παρέσυρεν αὐτὸν εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸν θάνατον. Καὶ δὲν στέκεται εἰς τὴν ἀλήθειαν, διότι δὲν ὑπάρχει μέσα του πόθος πρὸς αὐτὴν καὶ διάθεσις νὰ εἶπῃ κάποτε τὴν ἀλήθειαν. Ὅταν λαλῇ τὸ ψεῦδος, τὸ βγάζει ἀπὸ μέσα του καὶ τὸ λέγει, διότι εἶναι ψεύστης καὶ πατέρας τοῦ ψεύδους, ὁ πρῶτος ἐπινοητὴς καὶ ὁ κύριος ὑποβολεὺς αὐτοῦ. 45 Ἐγὼ ὅμως εἶμαι τὸ στόμα τῆς ἀληθείας καὶ διότι λέγω τὴν ἀλήθειαν, δι’ αὐτὸ σεῖς, ποὺ εἶσθε τέκνα τοῦ ψεύστου διαβόλου, δὲν μὲ πιστεύετε. 46 Ποῖος ἀπὸ σᾶς ἠμπορεῖ ἐξετάζων καὶ ἐλέγχων τὴν ζωήν μου νὰ ἀποδείξῃ, ὅτι ὑπέπεσα ἔστω καὶ εἰς κάποιαν παραμικρὰν ἁμαρτίαν; Κανείς. Καὶ συνεπῶς οὔτε ὡς ψεύστην ἠμπορεῖτε νὰ μὲ κατηγορήσετε. Ἀλλ’ ἐὰν λέγω πάντοτε τὴν ἀλήθειαν, διατὶ σεῖς δὲν μὲ πιστεύετε; 47 Ἐκεῖνος ποὺ κατάγεται ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἀπέκτησε διὰ τῆς ἀσκήσεως τῆς ἀρετῆς πραγματικὴν συγγένειαν πρὸς τὸν Θεόν, ἀκούει μὲ προσοχὴν καὶ ἐνδιαφέρον τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐγκολπώνεται αὐτούς. Δι’ αὐτὸ σεῖς ἀδιαφορεῖτε καὶ δὲν ἀκούετε τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ, διότι ἡθικῶς δὲν κατάγεσθε ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ δὲν ἔχετε πραγματικὴν συγγένειαν πρὸς αὐτόν. 48 Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὸν ἔλεγχον αὐτὸν ἀπεκρίθησαν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ τοῦ εἶπαν· Ἀφοῦ τόσον περιφρονητικὰ ἐκφράζεσαι διὰ τοὺς Ἰσραηλίτας, καλὰ δὲν λέγομεν ἡμεῖς ὅτι εἶσαι Σαμαρείτης καὶ ὅτι ἔχεις δαιμόνιον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐμπνέεσαι τὴν τρελλὴν αὐτὴν ἰδέαν, ποὺ ἔχεις διὰ τὸν ἑαυτόν σου; 49 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· Ἐγὼ δὲν ἔχω δαιμόνιον καὶ δὲν σᾶς ὁμιλῶ ἀπὸ μῖσος ἢ διατάραξιν φρενῶν ἐκ διαβολικῆς ἐπιδράσεως προερχομένην, ἀλλ’ ὅταν σᾶς λέγω, ὅτι δὲν ἔχετε πατέρα τὸν Θεόν, τιμῶ τὸν Πατέρα μου, διὰ τὸν ὁποῖον θὰ ἦτο ἐντροπὴ καὶ ὕβρις νὰ ἔχῃ τέτοια παιδιά. Ἀλλὰ σεῖς, ἀντὶ νὰ δεχθῆτε τὴν τιμητικὴν αὐτὴν διὰ τὸν Πατέρα μου μαρτυρίαν καὶ να διορθωθῆτε, μὲ ἀτιμάζετε καὶ μὲ ὑβρίζετε. 50 Ἐγὼ ὅμως δὲν ζητῶ νὰ δοξάσω τὸν ἑαυτόν μου καὶ δι’ αὐτὸ δὲν μὲ μέλει, ἐὰν μὲ ἀτιμάζετε. Ὑπάρχει ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος ζητεῖ τὴν δόξαν μου καὶ θὰ κάμῃ αὐτὸς τὴν κρίσιν μεταξὺ ἐμοῦ καὶ τῆς ἰδικῆς σας ἀπιστίας καὶ τυφλότητος. 51 Κατηγορηματικῶς σᾶς βεβαιῶ ὅτι, ἐὰν κανεὶς φυλάξῃ καὶ ἐφαρμόσῃ εἰς τὴν ζωήν του τὸν λόγον μου, δὲν θὰ ἴδῃ ποτὲ μὲ τὰ μάτια του τὸν πνευματικὸν καὶ αἰώνιον θάνατον, ποὺ χωρίζει διαπαντὸς τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ τὸν καταδικάζει εἰς τὴν αἰωνίαν κόλασιν. 52 Κατόπιν λοιπὸν τῆς νέας ταύτης διακηρύξεως τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ εἶπαν οἱ Ἰουδαῖοι· Τώρα ἐπείσθημεν τελείως, ὅτι ἔχεις δαιμόνιον. Ὁ Ἀβραὰμ καθὼς καὶ οἱ προφῆται, μολονότι ἐτήρησαν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀπέθανον, καὶ σὺ λέγεις, ἐὰν κανεὶς τηρήσῃ τὸν λόγον μου, δὲν θὰ ἀποθάνῃ ποτέ;

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Η´ 42 - 52


42 Απεκρίθη εις αυτούς ο Ιησούς· “εάν πράγματι ο Θεός ήτο πατήρ σας, θα αγαπούσατε εμέ· διότι εγώ έχω προέλθει από τον Θεόν και έχω έλθει εις σας με την ενανθρώπησίν μου. Διότι και στον κόσμον δεν ήλθα από τον ευατόν μου, αλλά με έστειλεν Εκείνος. 43 Διατί δε δεν κατανοείτε και δεν δέχεσθε την διδασκαλίαν μου; Διότι, σας το λέγω εγώ, δεν ημπορείτε λόγω της αμαρτωλότητός σας να ακούετε με ηρεμίαν και με ευλάβειαν τα λόγια μου. 44 Σεις έχετε πατέρα τον διάβολον, από τον οποίον και κατάγεσθε και θέλετε να εκτελήτε τας πονηράς επιθυμίας του πατρός σας. Εκείνος από την αρχήν της δημιουργίας του ανθρώπου ήτο ανθρωποκτόνος και ποτέ δεν έχει σταθή ούτε και στέκεται εις την αλήθειαν, διότι δεν υπάρχει μέσα του, ούτε αλήθεια ούτε επιθυμία δια την αλήθειαν. Οταν λέγη το ψεύδος, το ανασύρει και το λέγει από τον ευατόν του, διότι είναι ψεύτης, και ο πατήρ και ο εφευρέτης του ψεύδους. 45 Εγώ όμως λέγω πάντοτε την αλήθειαν, και εν τούτοις σεις δεν με πιστεύετε, διότι ακριβώς σεις είσθε τέκνα του ψεύτου διαβόλου. 46 Ποίος από σας είναι δυνατόν να με ελέγξη έστω και δια την παραμικροτέραν αμαρτίαν; Εάν δε εγώ, καθό αναμάρτητος, λέγω πάντοτε την αλήθειαν, διατί σεις δεν με πιστεύετε; 47 Εκείνος που κατάγεται από τον Θεόν, ακούει με προσοχήν και ευλάβειαν τα λόγια του Θεού· δια τούτο σεις δεν δίδετε σημασίαν στους λόγους του Θεού, διότι δεν είσθε από τον Θεόν”. 48 Ωργισμένοι, διότι εθεώρησαν αυτά ύβριν εναντίον των οι Ιουδαίοι, απήντησαν και του είπαν· “καλά δεν λέγομεν ημείς, ότι είσαι Σαμαρείτης, δηλαδή εχθρός των Ιουδαίων, και ότι έχεις δαιμόνιον, που σε κινεί να λέγης αυτάς τας ύβρεις εναντίον μας;” 49 “Εγώ δεν έχω δαιμόνιον, αλλά με όσα λέγω και πράττω, τιμώ τον Πατέρα μου και σεις αντί να δεχθήτε όσα δια τον Πατέρα λέγω, με εξευτελίζετε και με υβρίζετε, 50 Δεν δίδω όμως σημασίαν εις τας ύβρεις σας, διότι εγώ δεν ζητώ να δοξασθώ εκ μέρους των ανθρώπων. Υπάρχει ο Πατήρ, ο οποίος θέλει και ζητεί να με δοξάση και ο οποίος θα κρίνη ανάμεσα εις εμέ και εις σας. 51 Σας διαβεβαιώνω, ότι όποιος εφαρμόσει τα λόγια μου εις την ζωήν του, δεν θα αντικρύση ποτέ τον αιώνιον πνευματικόν θάνατον-δηλαδή τον χωρισμόν του από τον Θεόν-την αιωνίαν κόλασιν”. 52 Είπαν τότε εις αυτόν οι Ιουδαίοι· “τώρα πλέον εκαταλάβαμε καλά, ότι έχεις δαιμόνιον. Ο Αβραάμ επέθανε και οι προφήται επέθαναν και συ λέγεις· Οποιος τηρήσει τον λόγον μου δεν θα παθάνη ποτέ;

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα