❌
Παρασκευή, 05 Μαΐου 2023

Αγία Ειρήνη η Μεγαλομάρτυς, Άγιος Ευθύμιος ο Θαυματουργός Επίσκοπος Μαδύτου, Άγιος Εφραίμ ο Μεγαλομάρτυρας και θαυματουργός
Εἰρήνης μεγαλομάρτυρος (β ́ αἰ.). Εὐθυμίου ἐπισκόπου Μαδύτου. Ἐφραὶμ ὁσιομάρτυρος τοῦ νέου (†1426).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Η´ 40 - 40


40 Φίλιππος δὲ εὑρέθη εἰς Ἄζωτον, καὶ διερχόμενος εὐηγγελίζετο τὰς πόλεις πάσας ἕως τοῦ ἐλθεῖν αὐτὸν εἰς Καισάρειαν.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Θ´ 1 - 18


1 Ὁ δὲ Σαῦλος ἔτι ἐμπνέων ἀπειλῆς καὶ φόνου εἰς τοὺς μαθητὰς τοῦ Κυρίου, προσελθὼν τῷ ἀρχιερεῖ 2 ᾐτήσατο παρ’ αὐτοῦ ἐπιστολὰς εἰς Δαμασκὸν πρὸς τὰς συναγωγάς, ὅπως ἐάν τινας εὕρῃ τῆς ὁδοῦ ὄντας, ἄνδρας τε καὶ γυναῖκας, δεδεμένους ἀγάγῃ εἰς Ἱερουσαλήμ. 3 ἐν δὲ τῷ πορεύεσθαι ἐγένετο αὐτὸν ἐγγίζειν τῇ Δαμασκῷ, καὶ ἐξαίφνης περιήστραψεν αὐτὸν φῶς ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ, 4 καὶ πεσὼν ἐπὶ τὴν γῆν ἤκουσε φωνὴν λέγουσαν αὐτῷ· Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; 5 εἶπε δέ· Τίς εἶ, κύριε; ὁ δέ Κύριος εἶπεν· Ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὃν σὺ διώκεις· 6 ἀλλὰ ἀνάστηθι καὶ εἴσελθε εἰς τὴν πόλιν, καὶ λαληθήσεταί σοι τί σε δεῖ ποιεῖν. 7 οἱ δὲ ἄνδρες οἱ συνοδεύοντες αὐτῷ εἱστήκεισαν ἐνεοί, ἀκούοντες μὲν τῆς φωνῆς, μηδένα δὲ θεωροῦντες. 8 ἠγέρθη δὲ ὁ Σαῦλος ἀπὸ τῆς γῆς, ἀνεῳγμένων τε τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ οὐδένα ἔβλεπε· χειραγωγοῦντες δὲ αὐτὸν εἰσήγαγον εἰς Δαμασκόν. 9 καὶ ἦν ἡμέρας τρεῖς μὴ βλέπων, καὶ οὐκ ἔφαγεν οὐδὲ ἔπιεν. 10 Ἦν δέ τις μαθητὴς ἐν Δαμασκῷ ὀνόματι Ἁνανίας, καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος ἐν ὁράματι· Ἁνανία. ὁ δὲ εἶπεν· Ἰδοὺ ἐγώ, Κύριε. 11 ὁ δὲ Κύριος πρὸς αὐτόν· Ἀναστὰς πορεύθητι ἐπὶ τὴν ῥύμην τὴν καλουμένην εὐθεῖαν καὶ ζήτησον ἐν οἰκίᾳ Ἰούδα Σαῦλον ὀνόματι Ταρσέα· ἰδοὺ γὰρ προσεύχεται, 12 καὶ εἶδεν ἐν ὁράματι ἄνδρα ὀνόματι Ἁνανίαν εἰσελθόντα καὶ ἐπιθέντα αὐτῷ χεῖρα, ὅπως ἀναβλέψῃ. 13 ἀπεκρίθη δὲ Ἁνανίας· Κύριε, ἀκήκοα ἀπὸ πολλῶν περὶ τοῦ ἀνδρὸς τούτου, ὅσα κακὰ ἐποίησε τοῖς ἁγίοις σου ἐν Ἱερουσαλήμ· 14 καὶ ὧδε ἔχει ἐξουσίαν παρὰ τῶν ἀρχιερέων δῆσαι πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους τὸ ὄνομά σου. 15 εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος· Πορεύου, ὅτι σκεῦος ἐκλογῆς μοί ἐστιν οὗτος τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων υἱῶν τε Ἰσραήλ· 16 ἐγὼ γὰρ ὑποδείξω αὐτῷ ὅσα δεῖ αὐτὸν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματός μου παθεῖν. 17 Ἀπῆλθε δὲ Ἁνανίας καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ ἐπιθεὶς ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας εἶπε· Σαοὺλ ἀδελφέ, ὁ Κύριος ἀπέσταλκέ με, Ἰησοῦς ὁ ὀφθείς σοι ἐν τῇ ὁδῷ ᾗ ἤρχου, ὅπως ἀναβλέψῃς καὶ πλησθῇς Πνεύματος ἁγίου. 18 καὶ εὐθέως ἀπέπεσον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ ὡσεὶ λεπίδες, ἀνέβλεψέ τε, καὶ ἀναστὰς ἐβαπτίσθη, καὶ λαβὼν τροφὴν ἐνίσχυσεν.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Η´ 40 - 40


40 Ὁ Φίλιππος δὲ εὑρέθη, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβῃ καὶ αὐτὸς πῶς, εἰς τὴν Ἄζωτον καὶ ἐξηκολούθησε τὴν περιοδείαν του καὶ ἐκήρυττε τὸ εὐαγγέλιον εἰς ὅλας τὰς πόλεις, τὰς ὁποίας συνῆντα, μέχρις ὅτου ἦλθεν εἰς τὴν Καισάρειαν.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Θ´ 1 - 18


1 Καὶ ταῦτα μὲν ὡς πρὸς τὸν Φίλιππον. Ὁ δὲ Σαῦλος, σὰν νὰ ἔζη μέσα εἰς κάποιαν φονικὴν ἀτμόσφαιραν, ἐξηκολούθει νὰ ἀποπνέῃ ἀπὸ μέσα του καὶ νὰ ἐκδηλώνῃ αἰσθήματα ἀπειλῆς καὶ φόνου κατὰ τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Καὶ δι’ αὐτὸ προσῆλθεν εἰς τὸν ἀρχιερέα 2 καὶ ἐζήτησεν ἀπὸ αὐτὸν συστατικὰς καὶ ἐξουσιοδοτικὰς ἐπιστολὰς διὰ τὴν Δαμασκὸν πρὸς τὰς ἐκεῖ συναγωγάς, μὲ τὸν σκοπόν, ἐὰν εὕρῃ κάποιους, ποὺ νὰ ἀνήκουν εἰς τὸν δρόμον καὶ εἰς τὴν αἵρεσιν τοῦ Ἰησοῦ, εἴτε ἄνδρες ἦσαν οὗτοι εἴτε γυναῖκες, νὰ τοὺς φέρῃ δεμένους εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. 3 Ἐνῷ δὲ ἐπήγαινε, συνέβη νὰ πλησιάζη οὗτος εἰς τὴν Δαμασκόν. Καὶ ἔξαφνα ἤστραψε γύρω του ἀπὸ τὸν οὐρανὸν φῶς λαμπρόν. 4 Καὶ ὅταν ἀπὸ τὴν ἐκθαμβωτικὴν λάμψιν ἔπεσε κατὰ γῆς, ἤκουσε φωνήν, ἡ ὁποία τοῦ ἔλεγε· Σαούλ, Σαούλ, διατὶ μὲ καταδιώκεις; 5 Εἶπε δὲ ὁ Σαῦλος· Ποῖος εἶσαι, Κύριε; Ὁ δὲ Κύριος εἶπεν· Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς, τὸν ὁποῖον σὺ καταδιώκεις. Δὲν ἠξεύρεις ὅτι, ὅταν καταδιώκῃς τοὺς μαθητὰς καὶ ἀκολούθους μου, εἶναι ὡς νὰ καταδιώκῃς ἐμὲ τὸν ἴδιον; 6 Ἀλλὰ σήκω καὶ ἔμβα εἰς τὴν πόλιν, καὶ θὰ σοῦ λεχθῇ ἐκεῖ, τί πρέπει νὰ κάμῃς. Καὶ ὁ μὲν Σαῦλος καὶ τοὺς λόγους τῆς φωνῆς ἤκουσε καὶ τὸ πρόσωπον τοῦ ἀναστάντος Κυρίου εἶδεν. 7 Οἱ ἄνδρες ὅμως, ποὺ τὸν συνώδευαν, ἐστέκοντο μὲ ἀνοικτὸν τὸ στόμα καὶ ἄφωνοι, ἤκουαν μὲν τὴν βοὴν καὶ τὸν ἦχον τῆς φωνῆς, χωρὶς νὰ ξεχωρίζουν λέξεις, ἀλλὰ δὲν ἔβλεπαν κανένα. 8 Ἐσηκώθη δὲ ὁ Σαῦλος ἀπὸ τὸ ἔδαφος, ποὺ εἶχε πρὸ ὀλίγου πέσει, καίτοι δὲ ἦσαν ἀνοικτὰ τὰ μάτια του, δὲν ἔβλεπε κανένα. Τὸν ὡδήγουν ὡς ἐκ τούτου ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν ἔμβασαν εἰς τὴν Δαμασκόν. 9 Καὶ παρέμεινεν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας τυφλός, χωρὶς νὰ βλέπῃ διόλου, καὶ δὲν ἔφαγεν οὔτε ἤπιε κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτὰς τίποτε. 10 Ὑπῆρχε δὲ εἰς τὴν Δαμασκὸν κάποιος μαθητής, ποὺ ἐλέγετο Ἀνανίας. Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος δι’ ὁράματος: Ἀνανία. Αὐτὸς δὲ εἶπεν· Ἰδού, εἶμαι ἐδῶ, Κύριε, ἕτοιμος νὰ ἐκτελέσω τὰς διαταγάς σου. 11 Ὁ Κύριος δὲ εἶπε τότε πρὸς αὐτόν· Σήκω καὶ πήγαινε εἰς τὴν στενωπόν, ποὺ λέγεται Εὐθεῖα καὶ ζήτησε εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Ἰούδα κάποιον, ποὺ ὀνομάζεται Σαῦλος, καὶ κατάγεται ἀπὸ τὴν Ταρσόν. Αἱ διαθέσεις τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ εἶναι εὐλαβεῖς, διότι ἰδοὺ κατὰ τὴν στιγμὴν αὐτὴν προσεύχεται. 12 Καὶ εἶδεν εἰς ὅραμα, ποὺ τοῦ παρουσίασα ἐγώ, ἄνθρωπον ὀνομαζόμενον Ἀνανίαν, ὁ ὁποῖος ἐμβῆκεν εἰς τὸ δωμάτιόν του καὶ ἔθεσεν ἐπ’ αὐτοῦ τὴν χεῖρα διὰ να τὸν θεραπεύσῃ ἀπὸ τὴν τύφλωσιν καὶ δυνηθῇ οὕτω να ξαναϊδῇ. 13 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Ἀνανίας· Κύριε, ἔχω ἀκούσει ἀπὸ πολλοὺς διὰ τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, πόσα κακὰ ἔκαμεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα εἰς τοὺς ἁγιασμένους ἀπὸ τὴν χάριν σου καὶ ἀφιερωμένους εἰς σὲ πιστούς. 14 Καὶ ἐδῶ ποὺ ἦλθεν, ἔχει ἐξουσίαν ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς νὰ δέσῃ ὅλους, ὅσοι ἐπικαλοῦνται εὐλαβῶς καὶ μετὰ πίστεως τὸ ὄνομά σου. 15 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος· Πήγαινε χωρὶς κανένα φόβον ἢ δισταγμόν, διότι οὗτος εἶναι ὅργανόν μου ἐκλεκτόν. Τὸν ἐξέλεξα δὲ ἐγώ, διὰ νὰ βαστάσῃ καὶ διαδώσῃ τὸ περὶ τοῦ ὀνόματός μου καὶ τοῦ εὐαγγελίου μου κήρυγμα, μεταφέρων τοῦτο διὰ τῶν περιοδειῶν του ἐνώπιον ἐθνικῶν καὶ βασιλέων καὶ τῶν σημερινῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰσραήλ. 16 Πήγαινε σὺ πρὸς συνάντησίν του μὲ τὴν πεποίθησιν, ὅτι δὲν θὰ συναντήσῃς ἄρνησιν ἢ ἀπροθυμίαν εἰς αὐτόν. Διότι ἐγὼ ὁ ἴδιος θὰ μεταστρέψω τὸν Σαῦλον καὶ θὰ τοῦ δείξω, τί ἀπὸ τοῦδε καὶ εἰς τὸ ἑξῆς πρέπει νὰ πάθῃ διὰ τὸ ὄνομά μου αὐτός, ποὺ ἕως χθὲς μὲ κατεδίωκεν. 17 Ἐπῆγε δὲ ὁ Ἀνανίας καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὸ σπίτι, ὅπου ἔμενεν ὁ Σαῦλος καὶ ἀφοῦ ἔθεσεν ἐπ’ αὐτοῦ τὰς χεῖρας εἶπε· Σαοὺλ ἀδελφέ, μὲ ἔστειλεν ὁ Κύριος, ποὺ σοῦ ἐνεφανίσθη εἰς τὸν δρόμον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐβάδιζες διὰ νὰ ἔλθῃς ἐδῶ. Καὶ μὲ ἔστειλε διὰ νὰ ἀποκτήσῃς πάλιν τὸ φῶς σου καὶ διὰ νὰ γεμίσῃ τὸ ἐσωτερικόν σου μὲ Πνεῦμα Ἅγιον. 18 Καὶ ἀμέσως ἔπεσαν ἀπὸ τὰ μάτια του σὰν λέπια καὶ ξαναεῖδε καὶ ἀφοῦ ἐσηκώθη ἐβαπτίσθη. Καὶ μετὰ τὸ βάπτισμα ἔλαβε τροφὴν καὶ ἐδυνάμωσεν ἀπὸ τὴν ἑξάντλησιν, ποὺ τοῦ εἶχε φέρει ὁ βαθὺς κλονισμός, τὸν ὁποῖον ἠσθάνθη ἀπὸ τὴν ἐμφάνισιν τοῦ Κυρίου, καὶ ἡ νηστεία τῶν τριῶν ἡμερῶν, κατὰ τὰς ὁποίας οὔτε ἔφαγεν οὔτε ἔπιε τίποτε.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Η´ 40 - 40


40 Ο δε Φιλιππος ευρέθηκε, χωρίς να το καταλάβη πως, εις την Αζωτον· και καθώς επερνούσε από τα διάφορα μέρη, εκήρυττε το Ευαγγέλιον εις όλας τας πόλεις, έως ότου ήλθεν εις την Καισάρειαν.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Θ´ 1 - 18


1 Ο Σαύλος όμως, κυριευμένος από μίσος και μανίαν, εξακολουθούσε να αποπνέη και να εκδηλώνη αισθήματα απειλής και φόνου εναντίον των μαθητών του Κυρίου. Προσήλθε στον αρχιερέα 2 και εζήτησε από αυτόν συστατικάς επιστολάς προς τας συναγωγάς της Δαμασκού, όπως, εάν εύρη μερικούς άνδρας και γυναίκας να ανήκουν στον δρόμον του Ιησού, δεμένους τους οδηγήση εις την Ιερουσαλήμ. 3 Ενώ δε επροχωρούσε και επλησίαζε πλέον εις την Δαμασκόν, αίφνης άστραψε ολόγυρά του από τον ουρανόν λαμπρόν φως. 4 Και καθώς από την απαστράπτουσαν λάμψιν έπεσε κάτω εις την γης, ήκουσε μίαν φωνήν, η οποία του έλεγε· “Σαούλ, Σαούλ, διατί με καταδιώκεις;” 5 Είπε δε ο Σαύλος· “ποιός είσαι, κύριε;” Ο δε Κυριος απήντησε· “εγώ είμαι ο Ιησούς, τον οποίον συ καταδιώξεις, αφού καταδιώκστους οπαδούς μου. 6 Αλλά σήκω επάνω και πήγαινε εις την πόλιν και εκεί θα σου ανακοινωθή, τι πρέπει να κάμης”. 7 Οι άνδρες όμως, που τον συνώδευαν, έμειναν άφωνοι, με ανοικτό το στόμα, διότι ήκουαν μεν την φωνήν, αλλά δεν έβλεπαν κανένα. 8 Εσηκώθηκε ο Σαύλος από την γην, και ενώ ήσαν ανοικτά τα μάτια του, δεν έβλεπε κανένα. Οι στρατιώται οδηγούντες αυτό από το χέρι, τον έφεραν μέσα εις την Δαμασκόν. 9 Και έμεινε τρεις ημέρας τυφλός, χωρίς να βλέπη· και ούτε έφαγε ούτε έπιε. 10 Υπήρχε δε εις την Δαμασκόν ένας μαθητής, ονόματι Ανανίας, και με όραμα είπε προς αυτόν ο Κυριος· “Ανανία”. Εκείνος δε είπε· “ιδού, εδώ είμαι, Κυριε”. 11 Ο δε Κυριος είπε τότε προς αυτόν· “σήκω και πήγαινε εις την οδόν, που λέγεται ευθεία, και ζήτησε στο σπίτι του Ιούδα κάποιον, που ονομάζεται Σαύλος και κατάγεται από την Ταρσόν. Διότι, ιδού, κατά την ώραν αυτήν προσεύχεται και ζητεί την βοήθειάν μου. 12 Είδε και αυτός εις όραμα ένα άνθρωπον, ονόματι Ανανίαν, ο οποίος εισήλθε στο σπίτι και έθεσε επάνω εις αυτόν το χέρι, δια να τον θεραπεύση από την τύφλωσιν και ξαναϊδή έτσι το φως”. 13 Απήντησε δε ο Ανανίας· “Κυριε, έχω ακούσει από πολλούς δια τον άνθρωπον αυτόν, δια τα τόσα και τόσα κακά, που έκαμε στους αγίους οπαδούς σου, οι οποίοι μενουν εις την Ιερουσαλήμ 14 Και εδώ εις την Δαμασκόν έχει εξουσίαν από τους αρχιερείς να δέση όλους, όσοι επικαλούνται το όνομά σου”. 15 Είπε δε προς αυτόν ο Κυριος· “πήγαινε και μη φοβείσαι. Διότι αυτός είναι όργανον της ιδικής μου εκλογής, δια να βαστάση και κηρύξη το όνομά μου εμπρός εις εθνικούς και εις βασιλείς και στους απογόνους του Ισραήλ. 16 Διότι εγώ ο ίδιος θα του δείξω από τώρα, όσα πρέπει να πάθη δια το όνομά μου” 17 Επήγε πράγματι ο Ανανίας· εισήλθε εις την οικίαν και αφού έθεσε επάνω εις αυτόν τα χέρια του, είπε· “Σαούλ, αδελφέ, ο Κυριος Ιησούς, ο οποίος σου παρουσιάσθηκε στον δρόμον, που ήρχεσο· με έστειλε, να αποκτήσης και πάλιν το φως και να γεμίσης από Αγιον Πνεύμα”. 18 Και αμέσως έπεσαν από τα μάτια του κάτι σαν λέπια, απέκτησε το φως του, εσηκώθηκε και εβαπτίσθηκε αμέσως. Και κατόπιν έφαγε τροφήν και απέκτησεν πάλιν τας δυνάμστου, τας σωματικάς και τας πνευματικάς.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ϛ´ 48 - 54


48 ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς. 49 οἱ πατέρες ὑμῶν ἔφαγον τὸ μάννα ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἀπέθανον· 50 οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνων, ἵνα τις ἐξ αὐτοῦ φάγῃ καὶ μὴ ἀποθάνῃ. 51 ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μού ἐστιν, ἣν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς. 52 Ἐμάχοντο οὖν πρὸς ἀλλήλους οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· Πῶς δύναται οὗτος ἡμῖν δοῦναι τὴν σάρκα φαγεῖν; 53 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς. 54 ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ϛ´ 48 - 54


48 Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος, ποὺ μεταδίδει ζωὴν πραγματικήν. Ὅπως ὁ ὑλικὸς ἄρτος ἐνισχύει καὶ παρατείνει τὴν σωματικὴν ζωήν, ἔτσι καὶ ἐγὼ διὰ τῆς διδασκαλίας μου καὶ τοῦ σώματός μου τρέφω καὶ ζωοποιῷ τὰς ψυχάς σας. 49 Οἱ πατέρες σας ἔφαγαν τὸ μάννα εἰς τὴν ἔρημον καὶ μολονότι τοῦτο τοὺς ἐδόθη κατὰ τρόπον ὑπερφυσικόν, δὲν εἶχε τὴν δύναμιν νὰ τοὺς ἀσφαλίσῃ ἀπὸ τὸν σωματικὸν θάνατον, καὶ ἐπὶ τέλους ἀπέθανον. 50 Ἡ ἀληθῶς θεία καὶ οὐρανία τροφή, ὁ ἄρτος, ποὺ πράγματι κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανόν, εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος μεταδίδει τέτοιαν δύναμιν καὶ ζωήν, ὥστε ἐὰν φάγῃ κανεὶς ἀπὸ αὐτὸν νὰ μὴ ἀποθάνῃ, ἀλλὰ νὰ ἀπολαύσῃ δι’ αὐτοῦ τὴν αἰώνιον ζωήν. 51 Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος, ὁ ὁποῖος ἔχω μέσα μου ζωήν, τὴν ὁποίαν μεταδίδω καὶ εἰς τοὺς ἄλλους, καὶ ὁ ὁποῖος κατέβην ἀπὸ τὸν οὐρανόν. Ὁποιοσδήποτε φάγῃ ἀπὸ τὸν ἄρτον αὐτόν, θὰ ζήσῃ αἰωνίως. Σᾶς προσθέτῳ δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι ὁ ἄρτος, τὸν ὁποῖον ἐγὼ θὰ δώσω διὰ νὰ τὸν κοινωνοῦν καὶ τρέφωνται μὲ αὐτὸν οἱ πιστοί, εἶναι ἡ ἀνθρωπίνη μου φύσις, τὴν ὁποίαν ἐγὼ θὰ προσφέρω θυσίαν, διὰ νὰ ζωοποιηθῇ ὁλόκληρος ὁ κόσμος. 52 Ἐλογομάχουν λοιπὸν μεταξύ των οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἔλεγον· Πῶς ἠμπορεῖ αὐτὸς ἐδῶ νὰ μᾶς δώσῃ νὰ φάγωμεν τὴν σάρκα του, καὶ νὰ μένῃ συγχρόνως ἄρτος ζωντανός; 53 Τοὺς εἶπε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς· Ἀληθῶς, ἀληθῶς σᾶς λέγω, ἐὰν δὲν ἐμπιστευθῆτε ἐξ ὁλοκλήρου τὴν σωτηρίαν σας εἰς τὴν θυσίαν, τὴν ὁποίαν θὰ προσφέρω καὶ ἐὰν μὲ τὴν ἐμπιστοσύνην καὶ πίστιν ταύτην δὲν φάγετε διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν πίετε τὸ αἷμα του, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχετε μέσα σας ζωήν. 54 Ὅποιος τρώγει τὴν σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμα μου καὶ διὰ μέσου τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας γίνεται κοινωνὸς καὶ συμμέτοχος τῆς ζωῆς μου καὶ τῆς θυσίας μου, ἔχει ἤδη ἀπὸ τοῦ παρόντος βίου ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ θὰ ἀναστήσω αὐτὸν ἐνδόξως κατὰ τὴν ἐσχάτην τῆς κρίσεως ἡμέραν.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ϛ´ 48 - 54


48 Εγώ είμαι ο άρτος, που δίδω την πραγματικήν, την αιωνίαν ζωήν. 49 Οι πατέρες σας έφαγαν το μάννα εις την έρημον, τον θαυμαστόν πράγματι άρτον, και απέθανον, διότι επρόκειτο περί υλικής τροφής. 50 Αυτός όμως που σας λέγω εγώ τώρα είναι ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανόν και έχει τέτοιαν ανυπολόγιστον δύναμιν, ώστε, εάν φάγη κανείς από αυτόν, να μη πεθάνη ποτέ. (Δηλαδή να μη αποθάνη πνευματικώς, αλλά να απολαύση την αιώνιον ζωήν). 51 Εγώ είμαι ο άρτος ο ζων, που έχω κατεβή από τον ουρανόν· όποιος φάγη από τον άρτον τούτον, θα ζήση αιωνίως. Και ο άρτος, τον οποίον εγώ θα σας δώσω, είναι η σαρξ μου, η ανθρωπίνη μου υπόστασις την οποίαν θα προσφέρω θυσίαν δια την σωτηρίαν και ζωήν του κόσμου”. 52 Εφιλονεικούσαν, λοιπόν, μεταξύ των οι Ιουδαίοι και έλεγαν· “πως ημπορεί αυτός να μας δώση την σάρκα του να φάγωμεν;” 53 Τους είπε τότε ο Ιησούς· “ειλικρινώς και αληθώς σας λέγω, εάν δεν φάγετε την σάρκα του υιού του ανθρώπου, δια του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, και πίετε το αίμα αυτού, δεν έχετε μέσα σας ζωήν. 54 Εκείνος που τρώγει την σάρκα μου, δια του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, και πίνει το αίμά μου, έχει ζωήν αιώνιον και εγώ θα τον αναστήσω ένδοξον κατά την μεγάλην ημέραν της κρίσεως.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα