❌
Παρασκευή, 21 Απριλίου 2023

Ζωοδόχος Πηγή, Άγιος Ιανουάριος ο Επίσκοπος και οι Πρόκουλος, Σώσσος και Φαύστος οι Διάκονοι, Δισιδέριος ο Αναγνώστης, Ακούτιος και Ευτύχιος
† Παρασκευὴ τῆς διακαινησίμου. «Τὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς». Ἰανουαρίου ἱερομάρτυρος (†305). Ἀλεξάνδρας τῆς βασιλίσσης· Ἀναστασίου Α ́ Ἀντιοχείας, ὁσίου (†599)· Μαξίμου Κων/πόλεως (†434). ῏Ηχος πλ. β ́
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Γ´ 1 - 8


1 Ἐπὶ τὸ αὐτὸ δὲ Πέτρος καὶ Ἰωάννης ἀνέβαινον εἰς τὸ ἱερὸν ἐπὶ τὴν ὥραν τῆς προσευχῆς τὴν ἐνάτην. 2 καί τις ἀνὴρ χωλὸς ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ ὑπάρχων ἐβαστάζετο, ὃν ἐτίθουν καθ’ ἡμέραν πρὸς τὴν θύραν τοῦ ἱεροῦ τὴν λεγομένην ὡραίαν τοῦ αἰτεῖν ἐλεημοσύνην παρὰ τῶν εἰσπορευομένων εἰς τὸ ἱερόν· 3 ὃς ἰδὼν Πέτρον καὶ Ἰωάννην μέλλοντας εἰσιέναι εἰς τὸ ἱερὸν ἠρώτα ἐλεημοσύνην. 4 ἀτενίσας δὲ Πέτρος εἰς αὐτὸν σὺν τῷ Ἰωάννῃ εἶπε· Βλέψον εἰς ἡμᾶς. 5 ὁ δὲ ἐπεῖχεν αὐτοῖς προσδοκῶν τι παρ’ αὐτῶν λαβεῖν. 6 εἶπε δὲ Πέτρος· Ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι· ὃ δὲ ἔχω τοῦτό σοι δίδωμι· ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου ἔγειρε καὶ περιπάτει. 7 καὶ πιάσας αὐτὸν τῆς δεξιᾶς χειρὸς ἤγειρε· παραχρῆμα δὲ ἐστερεώθησαν αὐτοῦ αἱ βάσεις καὶ τὰ σφυρά, 8 καὶ ἐξαλλόμενος ἔστη καὶ περιεπάτει, καὶ εἰσῆλθε σὺν αὐτοῖς εἰς τὸ ἱερὸν περιπατῶν καὶ ἁλλόμενος καὶ αἰνῶν τὸν Θεόν.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Γ´ 1 - 8


1 Κατὰ μίαν δὲ ἀπὸ τὰς ἡμέρας αὐτὰς ἀνέβαιναν μαζὶ εἰς τὸ ἱερὸν ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης κατὰ τὴν ἐνάτην ὥραν τῆς προσευχῆς, ἤτοι κατὰ τὴν τρίτην ἀπογευματινήν. 2 Καὶ κατὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἔφεραν εἰς τὰ χέρια κάποιον ἄνθρωπον, ποὺ ἦτο χωλὸς ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητέρας του, καὶ τὸν ὁποῖον ἔβαναν κάθε ἡμέραν εἰς τὴν πόρταν τοῦ ἱεροῦ περιβόλου τοῦ ναοῦ, ἡ ὁποία ἐκαλεῖτο Ὡραία, διὰ νὰ ζητῇ ἐλεημοσύνην ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἔμβαιναν εἰς τὸ ἱερόν. 3 Οὗτος δέ, ὅταν εἶδε τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰωάννην, οἱ ὁποῖοι ἔμελλον νὰ ἔμβουν εἰς τὸ ἱερόν, ἐζήτει νὰ λάβῃ καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐλεημοσύνην. 4 Τότε ὁ Πέτρος διηύθυνε καὶ ἐστήριξε τὰ βλέμματά του εἰς αὐτὸν μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννην καὶ εἶπε· Κύτταξέ μας προσεκτικά. 5 Αὐτὸς δὲ ἐστράφη μὲ ἐνδιαφέρον εἰς αὐτοὺς περιμένων νὰ λάβῃ κάποιαν ἐλεημοσύνην ἀπὸ αὐτούς. 6 Εἶπε δὲ ὁ Πέτρος· Οὔτε ἀργυρᾶ οὔτε χρυσᾶ νομίσματα ἔχω. Ἐκεῖνο δὲ ποὺ ἔχω, αὐτὸ καὶ σοῦ δίδω. Διὰ τῆς δυνάμεως, τὴν ὁποίαν δίδει ἡ μετὰ πίστεως ἐπίκλησις τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου, σήκω ὄρθιος καὶ περιπάτει. 7 Καὶ ἀφοῦ τὸν ἔπιασεν ἀπὸ τὸ δεξιόν του χέρι, τὸν ἐσήκωσε ὄρθιον· ἀμέσως δὲ ἐστερεώθησαν οἱ πατοῦσες του καὶ οἱ ἀστράγαλοί του. 8 Καὶ γεμᾶτος χαρὰν ὁ χωλὸς ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν θέσιν του μὲ πηδήματα καὶ ἐστάθη ὄρθιος καὶ ἐβάδιζεν ἐλεύθερα. Καὶ ἐμβῆκε μαζὶ μὲ αὐτοὺς εἰς τὸ ἱερόν, περιπατῶν ἐλεύθερα καὶ πηδῶν καὶ δοξάζων τὸν Θεόν, ποὺ τὸν ἐθεράπευσε.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Γ´ 1 - 8


1 Ο Πετρος δε και ο Ιωάννης ανέβαιναν μαζή στον ναόν μίαν από τας ημέρας εκείνας, κατά την τρίτην απογευματινήν, που ήτο ώρα προσευχής. 2 Και έφεραν, κατά την ώραν εκείνη, εις τα χέρια, ένα άνθρωπον εκ γενετής χωλόν, τον οποίον κάθε ημέραν έβαζαν εις την θύραν της αυλής του ναού, η οποία ελέγετο ωραία, δια να ζητή ελεημοσύνην από εκείνους, που εισήρχοντο στον ναόν. 3 Αυτός, όταν είδε τον Πετρον και τον Ιωάννην να προχωρούν, δια να εισέλθουν στον ναόν, τους παρεκάλεσε να τον ελεήσουν. 4 Τον εκύτταξε κατάματα ο Πετρος μαζή με τον Ιωάννην και είπε· “κύτταξέ μας”. 5 Εκείνος δε τους εκύτταξε με πολύ ενδιαφέρον και προσοχήν, περιμένων κάτι να λάβη από αυτούς. 6 Είπε δε ο Πετρος· “αργυρά και χρυσά νομίσματα δεν έχω. Εκείνο δε που έχω, αυτό και σου δίδω, εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, σήκω όρθιος και περιπάτει ελεύθερα”. 7 Και αφού τον επιασε από το δέξι χέρι τον εσήκωσε. Αμέσως δε εστερεώθησαν τα πέλματα αυτού και οι αστράγαλοι 8 και γεμάτος χαράν εσηκώθηκε με πήδημα, εστάθηκε όρθιος και περιπατούσε χωρίς καμμίαν δυσκολίαν. Εμπήκε δε μαζή με αυτούς εις την αυλήν του ναού, ελεύθερα περιπατών και πηδών και δοξάζων τον Θεόν δια την θεραπείαν του.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Β´ 12 - 22


12 Μετὰ τοῦτο κατέβη εἰς Καπερναοὺμ αὐτὸς καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐκεῖ ἔμεινεν οὐ πολλὰς ἡμέρας. 13 Καὶ ἐγγὺς ἦν τὸ πάσχα τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβη εἰς Ἱεροσόλυμα ὁ Ἰησοῦς. 14 καὶ εὗρεν ἐν τῷ ἱερῷ τοὺς πωλοῦντας βόας καὶ πρόβατα καὶ περιστερὰς καὶ τοὺς κερματιστὰς καθημένους, 15 καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας, καὶ τῶν κολλυβιστῶν ἐξέχεεν τὸ κέρμα καὶ τὰς τραπέζας ἀνέτρεψε, 16 καὶ τοῖς τὰς περιστερὰς πωλοῦσιν εἶπεν· Ἄρατε ταῦτα ἐντεῦθεν· μὴ ποιεῖτε τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου οἶκον ἐμπορίου. 17 Ἐμνήσθησαν δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὅτι γεγραμμένον ἐστίν, Ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου καταφάγεταί με. 18 ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ εἶπον αὐτῷ· Τί σημεῖον δεικνύεις ἡμῖν, ὅτι ταῦτα ποιεῖς; 19 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν. 20 εἶπον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· Τεσσαράκοντα καὶ ἓξ ἔτεσιν ᾠκοδομήθη ὁ ναὸς οὗτος, καὶ σὺ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερεῖς αὐτόν; 21 ἐκεῖνος δὲ ἔλεγε περὶ τοῦ ναοῦ τοῦ σώματος αὐτοῦ. 22 ὅτε οὖν ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν, ἐμνήσθησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὅτι τοῦτο ἔλεγε, καὶ ἐπίστευσαν τῇ γραφῇ καὶ τῷ λόγῳ ὃν εἶπεν ὁ Ἰησοῦς.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Β´ 12 - 22


12 Ὕστερα ἀπὸ τὸ θαῦμα τοῦτο κατέβη εἰς τὴν Καπερναοὺμ αὐτὸς καὶ ἡ μητέρα του καὶ αὐτοί, ποὺ ἐνομίζοντο ἀπὸ τὸν πολὺν κόσμον ἀδελφοί του, καὶ οἱ μαθηταί του καὶ ἔμειναν ἐκεῖ ὅχι πολλὰς ἡμέρας. 13 Καὶ ἐπλησίαζε τὸ Πάσχα τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. 14 Καὶ εὗρε μέσα εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ ἀνθρώπους, ποὺ ἐπωλοῦσαν βώδια καὶ πρόβατα καὶ περιστέρια δι’ ἐκείνους, ποὺ θὰ προσέφεραν μὲ αὐτὰ θυσίας. Εὗρεν ἀκόμη καὶ τοὺς ἀργυραμοιβούς, ποὺ ἀντήλλασσαν τὰ ξένα νομίσματα τῶν προσκυνητῶν μὲ Ἰουδαϊκά, νὰ κάθηνται κοντὰ εἰς τὰ τραπέζια τους. 15 Καὶ ἀφοῦ ἐτοίμασε μαστίγιον ἀπὸ σχοινία, ἔβγαλεν ἔξω ὅλους ἀπὸ τὸν περίβολον, μαζὶ δὲ μὲ αὐτοὺς καὶ τὰ πρόβατα καὶ τὰ βώδια, καὶ τῶν ἀργυραμοιβῶν ἐσκόρπισε κάτω τὰ νομίσματα καὶ ἀναποδογύρισε τὰ τραπέζια. 16 Καὶ εἰς ἐκείνους ποὺ ἐπωλοῦσαν τὰ περιστέρια εἶπε· Σηκώσατε τὰ ἀπ’ ἐδῶ. Μὴ μεταβάλλετε τὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου εἰς ἐμπορικὸν κατάστημα. 17 Ἐνεθυμήθησαν δὲ οἱ μαθηταί του, ὅτι εἶχε γραφῆ εἰς τοὺς Ψαλμούς· Ὁ ζῆλος, Πάτερ μου, τὸν ὁποῖον ἔχω διὰ τὴν δόξαν τοῦ οἴκου σου, σὰν ἄλλη φωτιὰ θὰ καταφλέξῃ καὶ θὰ καταφάγῃ ὁλόκληρον τὸ ἐσωτερικόν μου. 18 Ὕστερον λοιπὸν ἀπὸ αὐτά, ποὺ ἔκαμεν εἰς τὸ ἱερόν, ἔλαβαν τὸν λόγον οἱ Ἰουδαῖοι καὶ τοῦ εἶπαν· Ποῖον σημεῖον ἔχεις νὰ δείξῃς, ποὺ νὰ μαρτυρῇ καὶ νὰ ἐπιβεβαιώνῃ, ὅτι ἔχεις πράγματι ἐξουσίαν νὰ πράττῃς αὐτά; 19 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε· Κρημνίσατε τὸν ναὸν αὐτὸν καὶ εἰς τρεῖς ἡμέρας θὰ τὸν ἀνεγείρω μὲ μόνην τὴν δύναμίν μου, διότι θὰ ἀναστηθῶ ἐκ τοῦ τάφου ζωντανὸς ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀθάνατος κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας μου, ἡ ὁποία θὰ ἀντικαταστήσῃ διὰ παντὸς τὸν ναόν σας, ποὺ θὰ καταστροφῇ· 20 Εἶπον λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι· Ἐχρειάσθησαν σαρανταὲξ χρόνια διὰ νὰ κτισθῇ ὁ ναὸς αὐτός, καὶ σὺ θὰ τὸν κτίσῃς μέσα εἰς τρεῖς ἡμέρας; 21 Ἐκεῖνος ὅμως ἔλεγε διὰ τὸν ἀσυγκρίτως λαμπρότερον καὶ ἁγιώτερον ναὸν τοῦ σώματός του, βεβαιώνων προφητικῶς, ὅτι μετὰ τὸν σταυρικὸν θάνατόν του θὰ ἀνέσταινε τὸν ναὸν τοῦτον ζωντανὸν ἐκ τοῦ τάφου. 22 Ὅταν λοιπὸν ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν, ἐνεθυμήθησαν οἱ μαθηταί του, ὅτι εἰς τὴν περίστασιν αὐτὴν ἔλεγε περὶ τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως του, καὶ ἐνισχύθη ἡ πίστις των τόσον εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν, ὅπου εἶχε προφητευθῇ ἡ ἀνάστασις αὐτή, ὅσον καὶ εἰς τὸν λόγον τὸν ὁποῖον εἶπεν ὁ Ἰησοῦς.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Β´ 12 - 22


12 Υστερα από το γεγονός αυτό κατέβηκε εις την Καπερναούμ, αυτός και η μητέρα του και οι θεωρούμενοι από τους άλλους ως αδελφοί του και οι μαθηταί αυτού και εκεί έμειναν ολίγας ημέρας. 13 Επλησίαζε δε το Πασχα των Ιουδαίων και ανέβηκε ο Ιησούς εις τα Ιεροσόλυμα. 14 Και ευρήκε στο ιερόν, δηλαδή μέσα εις τας αυλάς του ναού, αυτούς που επωλούσαν βώδια και πρόβατα και περιστέρια, όπως επίσης και τους αργυραμοιβούς, που εκάθηντο κοντά εις τα τραπέζια των, δια να ανταλλάσουν τα ξένα νομίσματα των προσκυνητών με εβραϊκά. 15 Και αφού έκαμε φραγγέλλιον από σχοινιά, έβγαλε έξω από την αυλήν όλους και τα πρόβατα και τα βόδια, των δε αργυραμοιβών εσκόρπισε κάτω τα νομίσματα και αναποδογύρισε τα τραπέζια των. 16 Εις εκείνους δε που επωλούσαν τα περιστέρια είπε· “πάρετέ τα από εδώ και μη κάμνετε τον οίκον του Πατρός μου, οίκον εμπορίου”. 17 Εθυμήθηκαν δε τότε οι μαθηταί του αυτό, που είχε γραφή στους ψαλμούς· “ο ζήλος, πάτερ μου, δια την δόξαν του οίκου σου, ως άλλη φωτιά θα με καταφάγη”. 18 Του ωμίλησαν τότε οι Ιουδαίοι και του είπαν· “ποίον σημείον συ μας δείχνεις και ποίαν απόδειξιν μας παρουσιάζεις, ότι έχεις την εξουσίαν να κάμνης αυτά;” 19 Απήντησεν ο Ιησούς και τους είπε· “κρημνίσατε τον ναόν τούτον και εγώ εις τρεις ημέρας θα τον ανοικοδομήσω”. (Και ενοούσε· Θανατώσατε σστον ναόν του σώματός μου, και εγώ μετά τρεις ημέρας θα αναστηθώ από τον τάφον). 20 Είπαν λοιπόν, οι Ιουδαίοι· “σαράντα εξ χρόνια εχρειάσθησαν, δια να κτισθή ο ναός αυτός και συ λέγεις, ότι θα τον ανοικοδομήσης έντος τριών ημερών;” 21 Εκείνος όμως έλεγε δια τον ναόν του σώματός του. 22 Οταν δε ανεστήθη εκ νεκρών, εθυμήθηκαν οι μαθηταί του ότι τούτο ακριβώς, το θαυμαστόν γεγονός ενοούσε τότε και επίστευσαν εις την Αγίαν Γραφήν, που είχε προφητεύσει την ανάστασιν, και στον λόγον, τον οποίον είχε πει κατά την περίστασιν εκείνην ο Ιησούς.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα