❌
Τετάρτη, 19 Απριλίου 2023

Άγιος Παφνούτιος ο Ιεροσολυμήτης, Ιερομάρτυρας, Άγιος Θεόδωρος ο Μάρτυρας και οι συν αυτώ Φιλίππα, Διόσκορος, Σωκράτης και Διονύσιος, Άγιος Αγαθάγγελος ο Εσφιγμενίτης
† Τετάρτη τῆς διακαινησίμου. Παφνουτίου ἱερομάρτυρος. Φιλίππας μάρτυρος, Γεωργίου ἐπισκόπου Πισιδίας. ῏Ηχος δ ́.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Β´ 22 - 38


22 Ἄνδρες Ἰσραηλῖται, ἀκούσατε τοὺς λόγους τούτους. Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον, ἄνδρα ἀπὸ τοῦ Θεοῦ ἀποδεδειγμένον εἰς ὑμᾶς δυνάμεσι καὶ τέρασι καὶ σημείοις οἷς ἐποίησε δι’ αὐτοῦ ὁ Θεὸς ἐν μέσῳ ὑμῶν, καθὼς καὶ αὐτοὶ οἴδατε, 23 τοῦτον τῇ ὡρισμένῃ βουλῇ καὶ προγνώσει τοῦ Θεοῦ ἔκδοτον λαβόντες, διὰ χειρὸς ἀνόμων προσπήξαντες ἀνείλατε· 24 ὃν ὁ Θεὸς ἀνέστησε λύσας τὰς ὠδῖνας τοῦ θανάτου, καθότι οὐκ ἦν δυνατὸν κρατεῖσθαι αὐτὸν ὑπ’ αὐτοῦ. 25 Δαυῒδ γὰρ λέγει εἰς αὐτόν· προορώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διὰ παντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μού ἐστιν ἵνα μὴ σαλευθῶ. 26 διὰ τοῦτο ηὐφράνθη ἡ καρδία μου καὶ ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσά μου, ἔτι δὲ καὶ ἡ σάρξ μου κατασκηνώσει ἐπ’ ἐλπίδι, 27 ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδου οὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν. 28 ἐγνώρισάς μοι ὁδοὺς ζωῆς, πληρώσεις με εὐφροσύνης μετὰ τοῦ προσώπου σου. 29 Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐξὸν εἰπεῖν μετὰ παρρησίας πρὸς ὑμᾶς περὶ τοῦ πατριάρχου Δαυῒδ ὅτι καὶ ἐτελεύτησε καὶ ἐτάφη καὶ τὸ μνῆμα αὐτοῦ ἔστιν ἐν ἡμῖν ἄχρι τῆς ἡμέρας ταύτης. 30 προφήτης οὖν ὑπάρχων, καὶ εἰδὼς ὅτι ὅρκῳ ὤμοσεν αὐτῷ ὁ Θεὸς ἐκ καρποῦ τῆς ὀσφύος αὐτοῦ τὸ κατὰ σάρκα ἀναστήσειν τὸν Χριστὸν καθίσαι ἐπὶ τοῦ θρόνου αὐτοῦ, 31 προϊδὼν ἐλάλησε περὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὅτι οὐ κατελείφθη ἡ ψυχὴ αὐτοῦ εἰς ᾅδου οὔτε ἡ σὰρξ αὐτοῦ εἶδε διαφθοράν. 32 τοῦτον τὸν Ἰησοῦν ἀνέστησεν ὁ Θεός, οὗ πάντες ἡμεῖς ἐσμεν μάρτυρες. 33 τῇ δεξιᾷ οὖν τοῦ Θεοῦ ὑψωθεὶς, τήν τε ἐπαγγελίαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος λαβὼν παρὰ τοῦ πατρὸς, ἐξέχεε τοῦτο ὃ νῦν ὑμεῖς βλέπετε καὶ ἀκούετε. 34 οὐ γὰρ Δαυῒδ ἀνέβη εἰς τοὺς οὐρανούς, λέγει δὲ αὐτός· εἶπεν Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου 35 ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου. 36 ἀσφαλῶς οὖν γινωσκέτω πᾶς οἶκος Ἰσραὴλ ὅτι καὶ Κύριον καὶ Χριστὸν αὐτὸν ὁ Θεὸς ἐποίησε, τοῦτον τὸν Ἰησοῦν ὃν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε. 37 Ἀκούσαντες δὲ κατενύγησαν τῇ καρδίᾳ, εἶπόν τε πρὸς τὸν Πέτρον καὶ τοὺς λοιποὺς ἀποστόλους· Τί ποιήσομεν, ἄνδρες ἀδελφοί; 38 Πέτρος δὲ ἔφη πρὸς αὐτούς· Μετανοήσατε, καὶ βαπτισθήτω ἕκαστος ὑμῶν ἐπὶ τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, καὶ λήψεσθε τὴν δωρεὰν τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Β´ 22 - 38


22 Ἄνδρες, ἀπόγονοι τοῦ εὐλογημένου Ἰσραήλ, ἀκούσατε τοὺς λόγους αὐτούς, ποὺ θὰ σᾶς εἴπω· τὸν Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον, ἄνδρα, ὁ ὁποῖος ἀπεδείχθη μεταξύ σας ποῖος ἦτο ὄχι ἀπὸ ἄνθρωπον, ἀλλ’ ἀπὸ αὐτὸν τὸν Θεόν· καὶ ἀπεδείχθη μὲ δυνάμεις καὶ καταπληκτικὰ ἔργα καὶ ἀποδεικτικὰ θαύματα, ποὺ ἔκαμε δι’ αὐτοῦ ὁ Θεὸς έν μέσῳ ὑμῶν, καθὼς καὶ σεῖς οἱ ἴδιοι γνωρίζετε· 23 αὐτὸν τὸν Ἰησοῦν, ποὺ σᾶς παρεδόθη ἀπὸ τὸν προδότην σύμφωνα μὲ τὴν ὡρισμένην ἀπόφασιν καὶ πρόγνωσιν τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ τὸν ἐπιάσατε, τὸν ἐκαρφώσατε εἰς τὸν σταυρὸν καὶ τὸν ἐφονεύσατε διὰ τῶν Ρωμαίων στρατιωτῶν, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἐθνικοὶ καὶ ξένοι πρὸς τὸν Νόμον. 24 Τοῦτον ὁ Θεὸς ἀνέστησε καὶ ἔλυσε τὰς λύπας, ποὺ τοῦ ἐπροξένησεν ὁ θάνατος, διότι σύμφωνα μὲ τὰς προφητείας δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ κρατῆται αὐτὸς ὑπὸ τοῦ θανάτου. 25 Δὲν ἦτο δυνατὸν δὲ νὰ μένῃ αὐτὸς πεθαμένος, διότι ὁ Δαβὶδ λέγει ἀναφερόμενος εἰς αὐτόν· Ἔβλεπα ἐγὼ ὁ Μεσσίας ἐμπρός μου τὸν Κύριον πάντοτε· τὸν ἔβλεπα, ὅτι εἶναι εἰς τὰ δεξιά μου ἕτοιμος νὰ μὲ προστατεύσῃ διὰ νὰ μὴ ἀνησυχῷ καὶ κλονισθῶ ἀπὸ φόβον ἢ κίνδυνον ὁποιονδήποτε. 26 Διότι δὲ αἰσθάνομαι τὸν Θεὸν εἰς τὰ δεξιά μου ἕτοιμον νὰ μὲ προστατεύσῃ, δι’ αὐτὸ εὐφράνθη ἡ καρδία μου καὶ ἐξεδήλωσα μεγάλην χαρὰν μὲ τὴν γλῶσσαν μου, ἀκόμη δὲ καὶ τὸ σῶμα μου κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θανάτου θὰ ἀναπαυθῇ καὶ θὰ ἠσυχάσῃ εἰς τὸν τάφον μὲ ἐλπίδα, ὅτι γρήγορα θὰ ἀναστηθῇ. 27 Διότι δὲν θὰ ἐγκαταλείψῃς τὴν ψυχήν μου νὰ μείνῃ ἐπὶ πολὺν χρόνον εἰς τὸν τόπον τοῦ ᾍδου, οὔτε θὰ ἐπιτρέψῃς ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἀφωσιωμένος εἰς σὲ γιός σου νὰ πάθῃ εἰς τὸ σῶμα του τὴν φθορὰν καὶ ἀποσύνθεσιν τοῦ τάφου. 28 Μοῦ ἔδειξες καὶ μοῦ ἐγνωστοποίησες δρόμους, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὸν τάφον, ὅπου δι’ ὀλίγον καιρὸν θὰ παραμείνω, ὁδηγοῦν εἰς τὴν ἀληθινὴν καὶ μακαρίαν ζωήν· θὰ μὲ γεμίσῃς εὐφροσύνην, ὅταν θὰ μὲ ἀνυψώσῃς καὶ θὰ μὲ πάρῃς μαζί σου εἰς τοὺς οὐρανοὺς διὰ νὰ ἀπολαμβάνω καὶ ὡς ἄνθρωπος τὴν δόξαν τοῦ προσώπου σου. 29 Ἄνδρες ἀδελφοί, ἂς μοῦ ἐπιτραπῇ νὰ σᾶς εἴπω ἐλεύθερα διὰ τὸν πατριάρχην Δαβίδ, διὰ στόματος τοῦ ὁποίου ἐλέχθη ἡ προφητεία αὐτὴ, ὅτι αὐτὸς καὶ ἀπέθανε καὶ ἐτάφη καὶ τὸ μνημεῖον του εἶναι μεταξύ μας ἐδῶ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα μέχρι τῆς σημερινῆς ἡμέρας. Δὲν ἐφαρμόζεται λοιπὸν ἡ προφητεία αὐτὴ εἰς τὸν Δαβίδ, ποὺ παραμένει πεθαμένος καὶ θαμμένος ἕως σήμερον. 30 Ἀλλ’ ὁ Δαβὶδ προικισμένος μὲ μόνιμον χάρισμα προφητείας καὶ γνωρίζων, ὅτι ὁ Θεὸς τοῦ ὑπεσχέθη μὲ ὅρκον, ὅτι ἀπὸ ἀπόγονον τῶν σπλάγχνων του, τὴν Μαρίαν δηλαδή, ἔμελλε νὰ ἀναστήσῃ κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν τὸν Χριστὸν διὰ νὰ καθίσῃ ἐπὶ τοῦ θρόνου του ὡς πνευματικὸς καὶ αἰώνιος βασιλεύς, 31 προεῖδε τὰ μέλλοντα καὶ ὡμίλησε διὰ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δὲν ἐγκατελείφθη ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν τόπον τοῦ ᾍδου, οὔτε τὸ σῶμα του εἶδε τὴν φθορὰν καὶ ἀποσύνθεσιν τοῦ τάφου. 32 Τοῦτον τὸν Ἰησοῦν, περὶ τοῦ ὁποίου σᾶς ὡμίλησα, τὸν ἀνέστησεν ὁ Θεὸς ἐκ νεκρῶν, καὶ μάρτυρες τοῦ γεγονότος αὐτοῦ τῆς Ἀναστάσεως εἴμεθα ὅλοι ἡμεῖς. 33 Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς μετὰ τὴν Ἀνάστασίν του ἀνυψώθη μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Πατέρα του τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ ὑπεσχέθη εἰς ἡμᾶς τοὺς Ἀποστόλους ὅτι θὰ μᾶς ἔστελλεν, ἔχυσεν ἀφθόνους τὰς δωρεὰς καὶ τὰς ὑπερφυσικὰς αὐτὰς ἐνεργείας, τὰς ὁποίας σεῖς βλέπετε τώρα καὶ ἀκούετε. 34 Ἀλλὰ καὶ περὶ τῆς ἀνυψώσεως αὐτῆς τοῦ Ἰησοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν ὡμίλησε προφητικῶς ὁ Δαβὶδ καὶ δὲν εἶναι δυνατόν, παρὰ εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ ὄχι εἰς τὸν Δαβὶδ νὰ ἀναφέρωνται οἱ προφητικοὶ αὐτοὶ λόγοι. Διότι ὁ Δαβὶδ δὲν ἀνέβη εἰς τοὺς οὑρανούς, λέγει ὅμως ὁ ἴδιος· Εἶπεν ὁ Κύριος καὶ Θεὸς εἰς τὸν Μεσσίαν, ὁ ὁποῖος εἶναι μὲν ἀπόγονός μου ὡς ἄνθρωπος, ἀλλὰ συγχρόνως εἶναι καὶ Κύριός μου ὡς Θεός: Κάθησε εἰς τὰ δεξιά μου διὰ νὰ ἀπολαμβάνῃς καὶ ὡς ἄνθρωπος θείας καὶ μοναδικὰς τιμάς, 35 ἕως ὅτου ὑποτάξω τελείως εἰς σὲ τοὺς ἐχθρούς σου καὶ τοὺς κάμω στήριγμα, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον θὰ πατοῦν τὰ πόδια σου. 36 Ἂς γνωρίζῃ λοιπὸν ἀσφαλῶς καὶ μὲ βεβαιότητα ὁλόκληρον τὸ γένος τῶν Ἰσραηλιτῶν, ὅτι αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν Ἰησοῦν, τὸν ὁποῖον σεῖς ἐσταυρώσατε, τὸν ἀνέδειξε καὶ τὸν ἐγκατέστησεν ὁ Θεὸς Κύριον καὶ Χριστόν, διότι ἔδωκε καὶ εἰς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν του πᾶσαν ἐξουσίαν καὶ βασιλικὴν δόξαν. 37 Ἀφοῦ δὲ ἤκουσαν τὸν λόγον τοῦτον, συνησθάνθησαν τὴν ἐνοχήν των καὶ κατέλαβε λύπη καὶ κατάνυξις τὴν καρδίαν των καὶ εἶπον εἰς τὸν Πέτρον καὶ εἰς τοὺς λοιποὺς Ἀποστόλους· Τί πρέπει νὰ κάμωμεν, ἄνδρες ἀδελφοί, διὰ νὰ συγχωρηθῇ ἡ ἐνοχή μας; 38 Ὁ Πέτρος δὲ τότε εἶπε πρὸς αὐτούς· Μετανοήσατε καὶ ἕκαστος ἀπὸ σᾶς ἐγκολπούμενος μὲ πίστιν ἀδίστακτον ὡς σωτῆρα του καὶ κύριον του τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἂς βαπτισθῇ διὰ νὰ τοῦ δοθῇ ἄφεσις ἁμαρτιῶν. Καὶ θὰ λάβετε τὴν δικαίωσιν καὶ τὸν ἁγιασμόν, τὰ ὁποῖα ὡς δωρεὰν παρέχει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἰς τοὺς βαπτιζομένους.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Β´ 22 - 38


22 Ανδρες Ισραηλίται, ακούστε με προσοχήν τους λόγους αυτούς, που θα σας πω· Τον Ιησούν τον Ναζωραίον, ο οποίος απεδείχθη και εμαρτυρήθη εις σας από τον ίδιον τον Θεόν με υπερφυσικάς δυνάμεις και καταπληκτικά θαύματα και υπερφυσικά σημεία, που δι' αυτού έκαμε ανάμεσα εις όλους σας ο Θεός, όπως άλωστε και σεις οι ίδιοι καλά γνωρίζετε, 23 αυτόν τον Ιησούν, ο οποίος σύμφωνα με την ωρισμένην θέλησιν και πρόγνωσιν του Θεού σας παρεδόθη από τον προδότην, αφού τον επιάσατε, τον εσταυρώσατε και τον εφονεύσατε με τα χέρια των Ρωμαίων στρατιωτών, οι οποίοι, σαν εθνικοί που είναι, δεν έχουν και δεν γνωρίζουν τον νόμον του Θεού. 24 Αυτόν ο Θεός τον ανέστησεν εκ νεκρών και κατέλυσε τας φοβεράς θλίψστου θανάτου, διότι δεν ήτο δυνατόν να κρατήται αυτός από τον θάνατον. 25 Επειδή και ο Δαυίδ λέγει δια λογαριασμόν αυτού· Εγώ ο Μεσσίας έβλεπα εμπρός μου τον Κυριον διαρκώς, ότι είναι εις τα δεξιά μου, έτοιμος και ισχυρός να με προστατεύση, δια να μη κλονισθώ από το φρικτόν μαρτύριον και τον σκληρόν θάνατον. 26 Δια τούτο ακριβώς ευφράνθηκε η καρδιά μου και η γλώσσα μου εξεδήλωσε την αγαλλίασίν μου, ακόμη δε και το σώμα μου θα αναπαυθή κατά την ώραν του θανάτου και θα κατοικήση εις τάφον με βεβαίαν την ελπίδα ότι συντομώτατα θα αναστηθή. 27 Διότι συ, ουράνιε Πατερ, δεν θα εγκαταλείψης την ψυχήν μου στον Αδην και δεν θα επιτρέψης ο αφωσιωμένος εις σε άγιος Μεσσίας να ίδη το σώμα του φθειρόμενον εις την αποσύνθεσιν του τάφου. 28 Συ έκαμες εις εμέ γνωστούς τους πνευματικούς δρόμους, που οδηγούν εις την πνευματικήν ζωήν· θα με γεμίσης με ευφροσύνην, όταν θα με αξιώσης και ως άνθρωπος να απολαμβάνω την δόξαν του προσώπου σου. 29 Ανδρες αδελφοί, είναι επιτετραμμένον να σας πω με όλον το θάρρος δια τον πατριάρχην Δαυίδ ότι και απέθανε και ετάφη και το μνημείον του ευρίσκεται εδώ μεταξύ μας μέχρι της ημέρας αυτής. (Αρα η παρά πάνω προφητεία του δεν αναφέρεται εις αυτόν). 30 Αλλά προφήτης πραγματικός υπάρχων ο Δαυίδ και γνωρίζων πολύ καλά, ότι ο Θεός του είχε υποσχεθή με όρκον, πως από απόγονον των σπλάγχνων του, δηλαδή από την Παρθένον Μαρίαν, επρόκειτο να αναστήση τον Χριστόν, κατά το ανθρώπινον, και να τον καθίση στον θρόνον ως βασιλέαν αιώνιον, 31 προείδε και ελάλησε δια την ανάστασιν του Χριστού, ότι δεν εγκατελείφθη η ψυχή του στον Αδην ούτε το σώμα του είδε την φθοράν και την αποσύνθεσιν του θανάτου. 32 Αυτό τον Ιησούν τον ανέστησεν πράγματι ο Θεός και αυτού του μεγάλου γεγονότος είμεθα ημείς μάρτυρες. 33 Αφού, λοιπόν, με την παντοδύναμον δεξιάν του Θεού ανεστήθη εκ των νεκρών και υψώθηκε στους ουρανούς και έλαβεν από τον Πατέρα το Αγιον Πνεύμα, που είχε υποσχεθή και εις ημάς, το έστειλε με τας πλουσίας του δωρεάς και ενεργείας εις ημάς, πράγμα το οποίον σεις σήμερα και βλέπετε και ακούετε. 34 Αλλά και περί της αναλήψεως του Μεσσίου στους ουρανούς επροφήτευσε ο Δαΐδ, διότι δεν ανέβηκε ο Δαυίδ στους ουρανούς, εν τούτοις όμως λέγει ο ίδιος· Είπεν ο Κυριος και Θεός στον Μεσσίαν, που είναι απόγονός μου κατά το ανθρώπινον, αλλά Κυριος μου ως Θεός, ίσος με τον Πατέρα, κάθισε εις τα δεξιά μου, 35 έως ότου βάλω κάτω από τα πόδια σου νικημένους τους εχθρούς σου. 36 Ας γνωρίζη, λοιπόν, με κάθε βεβαιότητα όλη η φυλή του Ισραήλ, ότι αυτόν τον Ιησούν, τον οποίον σεις εσταυρώσατε, ο Θεός τον ανέδειξε Κυριον και Χριστόν”. 37 Αφού δε ήκουσαν τα θεόπνευστα αυτά λόγια, κατελήφθησαν από λύπην και κατάνυξιν καρδίας δια την βαρείαν ενοχήν των και είπαν προς τον Πετρον και τους άλλους Αποστόλους· “τι να κάμωμεν, άνδρες αδελφοί;” 38 Είπε δε προς αυτούς ο Πετρος· “μετανοήσατε και ας βαπτισθή ο καθένας σας στο όνομα του Ιησού Χριστού δια την άφεσιν των αμαρτιών σας· και θα λάβετε και σεις την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Α´ 35 - 52


35 Τῇ ἐπαύριον πάλιν εἱστήκει ὁ Ἰωάννης καὶ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο, 36 καὶ ἐμβλέψας τῷ Ἰησοῦ περιπατοῦντι λέγει· Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ. 37 καὶ ἤκουσαν αὐτοῦ οἱ δύο μαθηταὶ λαλοῦντος καὶ ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ. 38 στραφεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ θεασάμενος αὐτοὺς ἀκολουθοῦντας λέγει αὐτοῖς· 39 Τί ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Ραββί· ὃ λέγεται μεθερμηνευόμενον Διδάσκαλε· ποῦ μένεις; 40 λέγει αὐτοῖς· Ἔρχεσθε καὶ ἵδετε. ἦλθαν οὖν καὶ εἶδον ποῦ μένει, καὶ παρ’ αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη. 41 Ἦν Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου εἷς ἐκ τῶν δύο τῶν ἀκουσάντων παρὰ Ἰωάννου καὶ ἀκολουθησάντων αὐτῷ· 42 εὑρίσκει οὗτος πρῶτον τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ· Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν· ὅ ἐστιν μεθερμηνευόμενον Χριστός· 43 καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. ἐμβλέψας αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωνᾶ· σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς, ὃ ἑρμηνεύεται Πέτρος. 44 Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι. 45 ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου. 46 εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. 47 καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Ἔρχου καὶ ἴδε. 48 εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· Ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. 49 λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· Πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε. 50 ἀπεκρίθη Ναθαναήλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. 51 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψῃ. 52 καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Α´ 35 - 52


35 Κατὰ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἔστεκε πάλιν ὁ Ἰωάννης εἰς τὸ συνηθισμένον μέρος, ποὺ ἐκήρυττε, καὶ μαζί του ἦσαν καὶ δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του. 36 Κατὰ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἔστεκε πάλιν ὁ Ἰωάννης εἰς τὸ συνηθισμένον μέρος, ποὺ ἐκήρυττε, καὶ μαζί του ἦσαν καὶ δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του. 37 Καὶ οἱ δύο μαθηταὶ ἤκουσαν αὐτὸν νὰ λέγῃ ταῦτα καὶ ἠκολούθησαν τὸν Ἰησοῦν. 38 Ἔστρεψε δὲ ὀπίσω ὁ Ἰησοῦς καὶ ὅταν τοὺς εἶδε νὰ τὸν ἀκολουθοῦν σιωπηλοὶ παρ’ ὅλον τὸν πόθον, ποὺ εἶχαν νὰ τοῦ ὁμιλήσουν, τοὺς εἶπε· 39 Τί θέλετε καὶ τί ζητεῖτε ἀπὸ ἐμέ; Ἐκεῖνοι δὲ τοῦ εἶπαν· Ραββί, (τὸ ὁποῖον ὅταν μεταφρασθῇ σημαίνει διδάσκαλε), ποὺ μένεις, διὰ νὰ σὲ ἐπισκεφθῶμεν ἐκεῖ καὶ συνομιλήσωμεν; 40 Εἶπε πρὸς αὐτούς· Ἐλᾶτε τώρα καὶ ἴδετε, ποὺ μένω. Ἦλθον λοιπὸν καὶ εἶδον ποὺ μένει. Καὶ παρέμειναν πλησίον του τὴν ἡμέραν ἐκείνην. Ἡ ὥρα δέ, ποὺ συνήντησαν τὸν Ἰησοῦν οἱ δύο μαθηταί, ἦτο περίπου δέκα ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, δηλαδὴ τέσσαρες τὸ ἀπόγευμα. 41 Ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς δύο αὐτοὺς μαθητάς, ποὺ ἤκουσαν ἀπὸ τὸν Ἰωάννην τὰ ὅσα εἶπε περὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἠκολούθησαν αὐτόν, ἦτο ὁ Ἀνδρέας, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Σίμωνος Πέτρου. 42 Προτοῦ δὲ καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς εὕρῃ τὸν ἀδελφόν του, εὑρίσκει ὁ Ἀνδρέας πρῶτος τὸν ἀδελφὸν τοῦ Σίμωνα καὶ λέγει πρὸς αὐτόν· Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν, (ὄνομα ποὺ μεταφράζεται εἰς τὴν Ἑλληνικὴν Χριστός). 43 Καὶ μολονότι εἶχεν ἀρχίσει πλέον νὰ νυκτώνῃ, τὸν ἔφερε κατὰ τὴν αὐτὴν ἡμέραν εἰς τὸν Ἰησοῦν. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τὸν ἐκύτταξε μὲ βλέμμα ἐρευνητικὸν καὶ εὐμενὲς καὶ τοῦ εἶπε· Σὺ εἶσαι ὁ Σίμων, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωνᾶ· σὺ λόγῳ τοῦ ὅτι θὰ γίνῃς σὰν πέτρα στερεὸς εἰς τὴν πίστιν, θὰ ὀνομασθῇς Κηφᾶς (τὸ ὁποῖον μεταφράζεται Πέτρος). 44 Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἀπεφάσισεν ὁ Ἰησοῦς νὰ ἀναχωρήσῃ εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει τὸν Φίλιππον καὶ τοῦ λέγει· Ἀκολούθησέ με εἰς τὸ ταξίδιον, τὸ ὁποῖον πρόκειται νὰ κάμω. 45 Ἦτο δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ τὴν Βησθαϊδά, ἀπὸ τὴν πατρίδα τοῦ Ἀνδρέου καὶ τοῦ Πέτρου. 46 Εὑρίσκει ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἐκεῖνον, διὰ τὸν ὁποῖον ἔγραψεν ὁ Μωϋσῆς εἰς τὸν νόμον καὶ τὸν ὁποῖον προανήγγειλαν οἱ προφῆται, τὸν εὑρήκαμεν. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ, καὶ κατάγεται ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ. 47 Ἀλλ’ ὁ Ναθαναὴλ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ, τὸ κακὸ καὶ ἄσημον αὐτὸ χωριό, μπορεῖ νὰ βγῇ τίποτε καλόν; Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Φίλιππος· Ἔλα καὶ ὅταν τὸν ἴδῃς μὲ τὰ μάτια σου, θὰ πεισθῇς. 48 Εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει δι’ αὐτόν· Νὰ ἕνας γνήσιος καὶ πραγματικὸς Ἰσραηλίτης, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ὑπάρχει πονηρία καὶ ἀνειλικρίνεια, ἀλλ’ ὁ ὁποῖος μὲ εὐθύτητα ποθεῖ νὰ ἀνεύρῃ τὴν ἀλήθειαν. 49 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ναθαναήλ· Ἀπὸ ποὺ μὲ γνωρίζεις; Καὶ πῶς εἶσαι πληροφορημένος περὶ τῆς εἰλικρινείας τῶν ἀποκρύφων σκέψεων καὶ ἐλατηρίων μου; Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε· Προτοῦ νὰ σὲ φωνάξῃ ὁ Φίλιππος, ὅταν μακρὰν ἀπὸ κάθε μάτι ἀνθρώπου ἦσο κάτω ἀπὸ τὴν συκῆν καὶ προσηύχεσο, ἐγὼ μὲ τὸ ὑπερφυσικὸν καὶ θεῖον μάτι μου σὲ εἶδα. 50 Ἀπεκρίθη τότε ὁ Ναθαναὴλ καὶ τοῦ εἶπε· Διδάσκαλε, πράγματι σὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶσαι ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ ἐπεριμέναμε σύμφωνα μὲ τὰς προφητείας. 51 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπεν· Ἐπειδὴ σοῦ εἶπα, ὅτι σὲ εἶδα κάτω ἀπὸ τὴν συκῆν, πιστεύεις; Θὰ ἴδῃς μεγαλύτερα καὶ θαυμαστότερα ἀπὸ αὐτά. 52 Καὶ λέγει εἰς αὐτόν· Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς διαβεβαιῶ, ὅτι ἀπὸ τώρα, ποὺ ἤνοιξε κατὰ τὴν βάπτισίν μου ὁ οὐρανός, θὰ τὸν ἴδετε καὶ σεῖς ἀνοιγμένον καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ να ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν ἐπὶ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔγινε καὶ τέλειος ἄνθρωπος καὶ ὡς υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μοναδικὸς ἀντιπρόσωπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ πρόκειται νὰ ἔλθῃ πάλιν κριτὴς ἔνδοξος καθήμενος ἐπὶ τῶν νεφελῶν. Θὰ ἀνεβαίνουν δὲ καὶ θὰ κατεβαίνουν οἱ ἄγγελοι διὰ νὰ ὑπηρετοῦν αὐτὸν καὶ τὴν Ἐκκλησίαν του.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Α´ 35 - 52


35 Την επομένην ημέραν έστεκε πάλιν ο Ιωάννης στον τόπον αυτόν και δύο από τους μαθητάς του. 36 Και καθώς με απέραντον σεβασμόν εκύτταξε τον Ιησούν, που περιπατούσε κάπου εκεί, λέγει· “ιδού ο αμνός του Θεού”. 37 Και οι δύο μαθηταί του ήκουσαν τα λόγια του αυτά και ηκολούθησαν τον Ιησούν. 38 Εγύρισε δε ο Ιησούς και όταν τους είδε να τον ακολουθούν, λέγει εις αυτούς. 39 “Τι ζητείτε;” Εκείνοι δε του είπαν· “ραββί-που σημαίνει εις τα ελληνικά διδάσκαλε-που μένεις;” 40 Είπεν εις αυτούς· “ελάτε και ιδέτε που μένω”. Ηλθαν, λοιπόν, και είδαν που μένει και έμειναν κοντά του την ημέραν εκείνην. Η ώρα δε ήτο τέσσαρες το απόγευμα. 41 Ενας δε από τους δύο, που ήκουσαν τα όσα ο Ιωάννης είπε περί του Ιησού και ηκολούθησαν αυτόν, ήτο ο Ανδρέας, ο αδελφός του Σιμωνος Πετρου. 42 Αυτός, λοιπόν, πρώτος ευρίσκει τον αδελφόν του τον Σιμωνα και του λέγει· “ευρήκαμεν τον Μεσσίαν, όνομα που ερμηνεύεται εις την ελληνικήν Χριστός”. 43 Και ωδήγησεν αυτόν προς τον Ιησούν. Και ο Ιησούς αφού τον εκύτταξε με βλέμμα βαθύ και στοργικόν είπε· “συ είσαι Σιμων, ο υιός του Ιωνά· συ θα ονομασθής Κηφάς, όνομα που ερμηνεύεται εις την ελληνικήν Πετρος”. 44 Την άλλην ημέραν απεφάσισεν ο Χριστός να αναχωρήση από την Ιουδαίαν δια την Γαλιλαίαν. Ευρίσκει τον Φιλιππον (μαθητήν και αυτός του Βαπτιστού, από τον οποίον πολλά είχε ακούσει περί του Μεσσίου) και του λέγει· “έλα κοντά μου”. 45 Ο δε Φιλιππος κατήγετο από την Βηθσαϊδά, από την πατρίδα του Ανδρέου και του Πετρου. 46 Ευρίσκει ο Φιλιππος τον Ναθαναήλ και του λέγει· “αυτόν που έγραψε ο Μωϋσής στον Νομον και προανήγγειλαν οι προφήται εις τα προφητικά των βιβλία τον ευρήκαμεν· είναι ο Ιησούς, ο υιός του Ιωσήφ, από την Ναζαρέτ”. 47 Ο Ναθαναήλ όμως είπεν εις αυτόν· “από την Ναζαρέτ είναι δυνατόν να βγη κάτι καλόν;” Λεγει εις αυτόν ο Φιλιππος· “έλα και ιδέ μόνος σου, δια να πεισθής”. 48 Είδεν ο Ιησούς τον Ναθαναήλ να έρχεται προς αυτόν και λέγει περί αυτού· “ιδού ένας γνήσιος Ισραηλίτης, στον οποίον δεν υπάρχει πονηρία”. 49 Λεγει εις αυτόν ο Ναθαναήλ· “από που με γνωρίζεις;” Απήντησεν ο Ιησούς και του είπε· “προτού σε φωνάξη ο Φιλιππος, όταν ήσουνα κάτω από την συκήν, μακρυά από κάθε ανθρώπινον μάτι, εγώ σε είδα”. 50 Απεκρίθη τότε ο Ναθαναήλ και του είπε· “Διδάσκαλε, συ είσαι ο Υιός του Θεού, συ είσαι ο Βασιλεύς του Ισραήλ, τον οποίον, σύμφωνα με τις προφητείες, επεριμέναμεν”. 51 Του απήντησεν δε ο Ιησούς· “Διότι σου είπα ότι σε είδα κάτω από την συκήν, πιστεύεις; Θα ίδης ακόμη μεγαλύτερα από αυτά”. 52 Και εν συνεχεία λέγει προς αυτόν, ώστε να ακούσουν και οι άλλοι μαθηταί· “σας διαβεβαιώνω, ότι από τώρα θα ίδετε ανοικτόν τον ουρανόν και τους αγγέλους του Θεού ν' ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν, να συνοδεύουν και να υπηρετούν τον υιόν του ανθρώπου (ο οποίος ως Θεός είναι κύριος και των αγγέλων)”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα