❌
Τετάρτη, 15 Μαρτίου 2023

Άγιος Αγάπιος και των συν αυτώ μάρτυρες: Πλήσιος, Ρωμύλος, Τιμόλαος, Αλέξανδρος, Αλέξανδρος (έτερος), Διονύσιος καί Διονύσιος (έτερος), Άγιος Αριστόβουλος, επίσκοπος Βρετανίας, Άγιος Μανουήλ ο εκ Σφακίων
Ἀγαπίου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ (†303). Ἀριστοβούλου ἀποστόλου Βρετανίας, Μανουὴλ νεομάρτυρος τοῦ Κρητός (†1792).
Αγ. Ανάγνωσμα


ΗΣΑΪΑΣ Ι´ 12 - 20


12 καὶ ἔσται, ὅταν συντελέσῃ Κύριος πάντα ποιῶν ἐν τῷ ὄρει Σιὼν καὶ ἐν ῾Ιερουσαλήμ, ἐπάξει ἐπὶ τὸν νοῦν τὸν μέγαν, τὸν ἄρχοντα τῶν ᾿Ασσυρίων, καὶ ἐπὶ τὸ ὕψος τῆς δόξης τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ. 13 εἶπε γάρ· ἐν τῇ ἰσχύϊ ποιήσω καὶ ἐν τῇ σοφίᾳ τῆς συνέσεως, ἀφελῶ ὅρια ἐθνῶν καὶ τὴν ἰσχὺν αὐτῶν προνομεύσω 14 καὶ σείσω πόλεις κατοικουμένας καὶ τὴν οἰκουμένην ὅλην καταλήψομαι τῇ χειρὶ ὡς νοσσιὰν καὶ ὡς καταλελειμμένα ὠὰ ἀρῶ, καὶ οὐκ ἔστιν ὃς διαφεύξεταί με ἢ ἀντείπῃ μοι. 15 μὴ δοξασθήσεται ἀξίνη ἄνευ τοῦ κόπτοντος ἐν αὐτῇ; ἢ ὑψωθήσεται πρίων ἄνευ τοῦ ἕλκοντος αὐτόν; ὡσαύτως ἐάν τις ἄρῃ ράβδον ἢ ξύλον. 16 καὶ οὐχ οὕτως, ἀλλὰ ἀποστελεῖ Κύριος σαβαὼθ εἰς τὴν σὴν τιμὴν ἀτιμίαν, καὶ εἰς τὴν σὴν δόξαν πῦρ καιόμενον καυθήσεται. 17 καὶ ἔσται τὸ φῶς τοῦ ᾿Ισραὴλ εἰς πῦρ καὶ ἁγιάσει αὐτὸν ἐν πυρὶ καιομένῳ καὶ φάγεται ὡσεὶ χόρτον τὴν ὕλην. 18 τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἀποσβεσθήσεται τὰ ὅρη καὶ οἱ βουνοὶ καὶ οἱ δρυμοί, καὶ καταφάγεται ἀπὸ ψυχῆς ἕως σαρκῶν· καὶ ἔσται ὁ φεύγων ὡς ὁ φεύγων ἀπὸ φλογός καιομένης· 19 καὶ οἱ καταλειφθέντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀριθμὸς ἔσονται, καὶ παιδίον γράψει αὐτούς. 20 Καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ οὐκέτι προστεθήσεται τὸ καταλειφθὲν ᾿Ισραήλ, καὶ οἱ σωθέντες τοῦ ᾿Ιακὼβ οὐκέτι μὴ πεποιθότες ὦσιν ἐπὶ τοὺς ἀδικήσαντας αὐτούς, ἀλλὰ ἔσονται πεποιθότες ἐπὶ τὸν Θεὸν τὸν ἅγιον τοῦ ᾿Ισραὴλ τῇ ἀληθείᾳ,

ΓΕΝΕΣΙΣ Ζ´ 6 - 9


6 Νῶε δὲ ἦν ἐτῶν ἑξακοσίων, καὶ ὁ κατακλυσμὸς τοῦ ὕδατος ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς. 7 εἰσῆλθε δὲ Νῶε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ εἰς τὴν κιβωτὸν διὰ τὸ ὕδωρ τοῦ κατατακλυσμοῦ. 8 καὶ ἀπὸ τῶν πετεινῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἀπὸ τῶν πετεινῶν τῶν μὴ καθαρῶν καὶ ἀπὸ τῶν κτηνῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἀπὸ τῶν κτηνῶν τῶν μὴ καθαρῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς 9 δύο δύο εἰσῆλθον πρὸς Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ, καθὰ ἐνετείλατο ὁ Θεὸς τῷ Νῶε.

ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ Θ´ 12 - 18


12 υἱέ, ἐὰν σοφὸς γένῃ σεαυτῷ, σοφὸς ἔση καὶ τοῖς πλησίον· ἐὰν δὲ κακὸς ἀποβῇς, μόνος ἂν ἀντλήσεις κακά. ὃς ἐρείδεται ἐπὶ ψεύδεσιν, οὗτος ποιμαίνει ἀνέμους, ὁ δ᾿ αὐτὸς διώξεται ὄρνεα πετόμενα· ἀπέλιπε γὰρ ὁδοὺς τοῦ ἑαυτοῦ ἀμπελῶνος, τοὺς δὲ ἄξονας τοῦ ἰδίου γεωργίου πεπλάνηται· διαπορεύεται δὲ δι᾿ ἀνύδρου ἐρήμου καὶ γῆν διατεταγμένην ἐν διψώδεσι, συνάγει δὲ χερσὶν ἀκαρπίαν. 13 Γυνὴ ἄφρων καὶ θρασεῖα ἐνδεὴς ψωμοῦ γίνεται, ἣ οὐκ ἐπίσταται αἰσχύνην. 14 ἐκάθισεν ἐπὶ θύραις τοῦ ἑαυτῆς οἴκου, ἐπὶ δίφρου ἐμφανῶς ἐν πλατείαις, 15 προσκαλουμένη τοὺς παριόντας καὶ κατευθύνοντας ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν· 16 ὅς ἐστιν ὑμῶν ἀφρονέστατος, ἐκκλινάτω πρός με καὶ τοῖς ἐνδεέσι φρονήσεως παρακελεύομαι λέγουσα· 17 ἄρτων κρυφίων ἡδέως ἅψασθε καὶ ὕδατος κλοπῆς γλυκεροῦ. 18 ὁ δὲ οὐκ οἶδεν ὅτι γηγενεῖς παρ᾿ αὐτῇ ὄλλυνται, καὶ ἐπὶ πέταυρον ᾅδου συναντᾷ. 18α ἀλλὰ ἀποπήδησον, μὴ χρονίσῃς ἐν τῷ τόπῳ, μηδὲ ἐπιστήσῃς τὸ σὸν ὄμμα πρὸς αὐτήν· 18β οὕτως γὰρ διαβήσῃ ὕδωρ ἀλλότριον καὶ ὑπερβήσῃ ποταμὸν ἀλλότριον· 18γ ἀπὸ δὲ ὕδατος ἀλλοτρίου ἀπόσχου καὶ ἀπὸ πηγῆς ἀλλοτρίας μὴ πίῃς, 18δ ἵνα πολὺν ζήσῃς χρόνον, προστεθῇ δέ σοι ἔτη ζωῆς.

ΗΣΑΪΑΣ Ι´ 12 - 20


12 Καὶ θὰ συμβῇ, ὅταν εἰς τὸ ὄρος Σιὼν καὶ τὴν Ἱερουσαλὴμ ὁ Κύριος τελειώσῃ ὅλα τὰ ἔργα του τὰ παιδαγωγικά, θὰ ἐπιφέρῃ τιμωρίαν εἰς τὸν μεγάλον καὶ φαντασμένον νοῦν, τὸν ἄρχοντα δηλαδὴ τῶν Ἀσσυρίων, καὶ εἰς τὸ ὕψος των ὑπὸ τῆς δόξης ἐπηρμένων καὶ πλανεμένων ματιῶν του. 13 Θὰ τὸν κτυπήσω διὰ τῆς χειρός μου, διότι εἶπε: Μὲ τὴν δύναμίν μου θὰ κατορθώσω καὶ μὲ τὴν πολιτικὴν καὶ στρατιωτικήν μου σοφίαν καὶ σύνεσίν μου θὰ καταλύσω σύνορα ἐθνῶν καὶ τὴν δύναμίν των θὰ λεηλατήσω· 14 καὶ θὰ σείσω πόλεις κατοικουμένας καὶ θὰ καταλάβω διὰ τῆς χειρός μου τὴν οἰκουμένην ὅλην σὰν φωλιὰ πτηνῶν καὶ σὰν αὐγὰ ἐγκαταλελειμμένα θὰ τὴν πάρω, καὶ δὲν ὑπάρχει κανείς, ὁ ὁποῖος θὰ μοῦ διαφύγη ἢ θὰ μοῦ ἀντείπῃ. 15 Ὁ Κύριος ὅμως ἀπαντᾷ: Μήπως ὁ πέλεκυς θὰ δοξασθῇ, ὡς κατορθώνων κάτι χωρὶς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος κόπτει δι’ αὐτοῦ; Ἢ μήπως δύναται νὰ ὑψωθῇ τὸ πριόνιον χωρὶς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος τὸ σύρει; Ὁμοίως, ἐὰν κανένας σηκώσῃ ράβδον ἢ ξύλον διὰ νὰ κτυπήσῃ μὲ αὐτά. 16 Δὲν ἔχουν βεβαίως τὰ πράγματα οὕτως, οὔτε θὰ παραταθῇ ἡ ψευδὴς αὐτὴ καὶ ἀλαζονικὴ ἀντίληψις, ἀλλὰ θὰ ἀποστείλῃ ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων εἰς τὴν σημερινήν σου τιμὴν ἀτιμίαν καὶ εἰς τὴν δόξαν σου θὰ ἀνάψῃ πῦρ κατακαῖον. 17 Καὶ θὰ συμβῇ ὥστε ὁ Κύριος, ὅστις εἶναι τὸ φῶς τοῦ Ἰσραήλ, θὰ γίνῃ φωτιὰ καὶ θὰ καθαρίσῃ καὶ ἐξαγιάσῃ αὐτὸν διὰ τῆς καθαρτικῆς ἐνεργείας τοῦ καιομένου πυρὸς καὶ θὰ καταφάγῃ σὰν χόρτον ξηρὸν τὸν πρὸς δάσος πυκνὸν ὁμοιάζοντα στρατὸν τῶν Ἀσσυρίων. 18 Καὶ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην τῆς τιμωρίας οἱ πρὸς ὄρη καὶ βουνὰ καὶ πυκνὰ δάση ὁμοιάζοντες Ἀσσύριοι καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτῶν θὰ σβησθοῦν καὶ ἡ φωτιὰ θὰ καταφάγῃ αὐτοὺς καθ’ ὁλοκληρίαν καὶ οἱ φυγάδες θὰ εἶναι σὰν ἐκεῖνον, ποὺ φεύγει γρήγορα ἀπὸ φλόγα καιομένην. 19 Καὶ αὐτοί, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀπομείνουν ἀπὸ τὴν πολυπληθῆ αὐτὴν στρατιάν, θὰ εἶναι μικρὸς ἀριθμός, ὥστε ἀκόμη καὶ παιδίον ἄπειρον νὰ δύναται νὰ γράψῃ αὐτούς. 20 Καὶ θὰ συμβῇ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην τὸ ἑξῆς: Τὸ περισωθὲν κατάλοιπον τοῦ Ἰσραὴλ δὲν θὰ ἑξακολουθήσῃ πλέον νὰ ἔχῃ πεποίθησιν εἰς ἀνθρώπους, καὶ ὅσοι ἐσώθησαν ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ δὲν θὰ ἔχουν πλέον πεποίθησιν εἰς τοὺς Ἀσσυρίους, οἱ ὁποῖοι τοὺς ἠδίκησαν, ἀλλὰ θὰ ἔχουν τὴν πεποίθησιν των πράγματι καὶ ἀληθείᾳ εἰς τὸν Θεόν, τὸν ἅγιον τοῦ Ἰσραήλ.

ΓΕΝΕΣΙΣ Ζ´ 6 - 9


6 Ὁ Νῶε δὲ ἦταν ἐξακοσίων ἐτῶν, ὅταν ἐπραγματοποιήθη εἰς τὴν γῆν ὁ κατακλυσμός. 7 Εἰσῆλθε δὲ εἰς τὴν κιβωτὸν ὁ Νῶε καὶ οἱ υἱοί του καὶ ἡ γυναῖκα του, μαζί του δὲ καὶ οἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν του, διὰ νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὰ ὕδατα τοῦ κατακλυσμοῦ. 8 Μαζὶ μὲ τὸν Νῶε εἰσῆλθαν ἐπίσης εἰς τὴν κιβωτὸν ἀπὸ τὰ πτηνὰ τὰ καθαρὰ καὶ ἀπὸ τὰ πτηνὰ τὰ ἀκάθαρτα, καὶ ἀπὸ τὰ ζῶα τὰ καθαρὰ καὶ ἀπὸ τὰ ζῶα τὰ ἀκάθαρτα, καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἑρπετά, τὰ ὁποῖα σύρονται ἐπάνω εἰς τὴν γῆν. 9 Ὅλα αὐτὰ εἰσῆλθαν εἰς τὴν κιβωτὸν μαζὶ μὲ τὸν Νῶε κατὰ ζεύγη· τὸ κάθε ζευγάρι ἀπετελεῖτο ἀπὸ ἕνα ἀρσενικὸν καὶ ἕνα θηλυκόν, ὅπως ἀκριβῶς εἶχε διατάξει ὁ Θεὸς τὸν Νῶε.

ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ Θ´ 12 - 18


12 Παιδί μου, ἐὰν γίνῃς σοφὸς κατὰ Θεόν, θὰ εἶσαι διὰ τῆς σοφίας σου ταύτης χρήσιμος καὶ ὠφέλιμος καὶ εἰς τὸν πλησίον σου· ἐὰν δὲ ἀποβῇς ἀσύνετος καὶ κακός, θὰ ἀντλῇς μόνος σου, ὡσὰν ἀπὸ πηγάδι, τὰ ἐπίχειρα τῆς κακίας σου. Ὅποιος στηρίζεται εἰς τὸ ψεῦδος καὶ τὴν ὀκνηρίαν, βόσκει ἀνέμους, ματαιοπονεῖ. Ὁ τοιοῦτος κυνηγᾷ πουλιά, ποὺ πετοῦν καὶ εἶναι ἄπιαστα· διότι ἀφῆκε τὸν δρόμον, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὸ ἀμπέλι του, ὅπου πρέπει νὰ ἐργασθῇ, καὶ ἔχει ἀποπλανηθῇ ἀπὸ τὴν κατεύθυνσιν, ποὺ τὸν φέρει εἰς τὸ κτῆμα του. Ὁ τοιοῦτος περνᾷ μέσα ἀπὸ ἔρημον ξηρὰν καὶ ἄνυδρον καὶ ἀπὸ τόπον, ποὺ εὑρίσκεται εἰς περιοχὰς διψασμένας καὶ ἐστερημένας καὶ τῆς ἐλαχίτης ὑγρασίας, μαζεύει δὲ μὲ τὰ χέρια του ἀκαρπίαν, καὶ συνεπῶς δὲν ἀποθηκεύει τίποτε. 13 Ἡ γυναῖκα ἡ ἀποξενωμένη τῆς σοφίας, ἡ διεφθαρμένη καὶ ἀδιάντροπος, καταντᾷ νὰ στερῆται καὶ αὐτοῦ τοῦ ψωμιοῦ της καὶ νὰ πεινᾷ. Αὐτὴ δὲν ξέρει τί θὰ πῇ ἐντροπή, συστολὴ καὶ σεμνότης. 14 Ὡς προσωποποίησις τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία πόλεμεῖ τὸ ἔργον τῆς σοφίας, ἐκάθισεν ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν πόρταν τοῦ σπιτιοῦ της εἰς κάθισμα ὑψηλὸν καὶ στολισμένον, διὰ νὰ φαίνεται καλὰ ἀπὸ τὴν πλατεῖαν, τὴν πολυσύχναστον ἀπὸ ἀνθρώπους, 15 καὶ προσκαλεῖ αὐτοὺς ποὺ περνοῦν καὶ αὐτοὺς ποὺ βαδίζουν κατ' εὐθεῖαν εἰς τοὺς δρόμους των 16 καὶ τοὺς λέγει ὑποβλητικῶς καὶ σκανδαλιστικῶς: Ὅποιος ἀπὸ σᾶς εἶναι ἠλίθιος, ἂς ἔλθῃ κοντά μου· καὶ τοὺς πτωχοὺς ἀπὸ μυαλὸ καὶ φρόνησιν τοὺς προσκαλῶ ἀπὸ κοντὰ καὶ τοὺς λέγω· 17 πιᾶστε εἰς τὰ χέρια σας ψωμὶ κρυφὸ καὶ θὰ γλυκανθῆτε, καὶ πίετε νερὸ κλεμμένο, ποὺ φαίνεται νόστιμον. Ἡ ἁμαρτία δηλαδὴ ἐπιμένει, ὅτι θὰ εὕρῃ εἰς αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀληθινὴν χαράν. 18 Ἀλλ’ ὁ ἄνδρας, ποὺ ἐξαπατᾶται ἀπὸ αὐτήν, πηγαίνει καὶ δὲν γνωρίζει ὅτι οἱ ὑλόφρονες καὶ σαρκολάτραι εὐρίσκουν κοντά της ὄχι τὴν χαράν, ἀλλὰ τὴν ἀπώλειαν, καὶ ἡ συνάντησίς των μὲ τὴν ἁμαρτίαν εἶναι παγίς, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς τὸν σκοτεινὸν Ἅδην. 18α Σὺ ὅμως, ποὺ ἔχεις διάθεσιν νὰ ἀκούσῃς τὴν συμβουλήν μου, φύγε ἀπὸ ἐκεῖ μὲ μεγάλα πηδήματα, μὴ χρονοτριβήσῃς καθόλου εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο, οὔτε νὰ τῆς φανερώσῃς τὸ ὄνομά σου. 18β Διότι μόνον ἔτσι θὰ κατορθώσῃς νὰ περᾴσῃς νερὸ ξένον καὶ μολυσματικόν, ποὺ δὲν ἀνήκει εἰς σέ, ἀφοῦ αὐτή, ποὺ σὲ καλεῖ νὰ ξεδιψάσῃς μαζί της, νὰ σβήσῃς δηλαδὴ τὴν ἐπιθυμίαν σου, δὲν εἶναι νόμιμος γυναῖκα σου· μόνον ἔτσι θὰ προσπεράσῃς ποτάμι ἐπικίνδυνον καὶ ξένον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον, ἂν θελήσῃς νὰ δροσισθῇς, θὰ πνιγῇς. 18γ Ἀπὸ τὸ ξένο νερὸ νὰ ἀπομακρυνθῇς καὶ ἀπὸ ξένην πηγὴν νὰ μὴ πίῃς. Μὴ πλησιάσῃς δηλαδὴ τὴν μοιχαλίδα γυναῖκα· 18δ διὰ νὰ ζήσῃς πολὺν καιρὸν καὶ νὰ σοῦ προστεθοῦν χρόνια ἐπιγείου ζωῆς καὶ μακροημέρευσις.

ΗΣΑΪΑΣ Ι´ 12 - 20


12 Οταν όμως ο Κυριος ολοκλήρωση την παιδαγωγικήν τιμωρίαν στο όρος Σιών και εις την Ιερουσαλήμ, θα επιφέρη τιμωρίαν στον μεγάλον αυτόν και αλαζονικόν νουν, στον άρχοντα των Ασσυρίων, και εις όλην την μεγάλην αυτού δόξαν, την οποίαν αλαζονικώς παρατηρούν τα πλανεμένα μάτια του. 13 Διότι ο αλαζών αυτός μονάρχης είπε· “με την δύναμίν μου κατώρθωσα και θα κατορθώσω έργα μεγάλα. Με την σοφίαν της στρατιωτικής μου ικανότητος θα καταλύσω και θα κυριεύσω τα σύνορα των εθνών και την δύναμιν αυτών θα λεηλατήσω. 14 Θα συγκλονίσω τας κατοικουμένας πόλεις, θα καταλάβω ολόκληρον την οικουμένην με το χέρι μου, με όσην ευκολίαν παίρνει κανείς φωλεάν πτηνών και τα εγκαταλελειμμένα εις αυτήν αυγά. Κανείς δεν θα υπάρξη, που να μου διαφύγη η να φέρη αντίρρησιν εις αυτά, που εγώ σκέπτομαι και λέγω”. 15 Ο Κυριος όμως απήντησεν εις τα αλαζονικά αυτά λόγια· “μήπως ημπορεί ποτε ο πέλεκυς να κατορθώση τίποτε χωρίς τον άνθρωπον, που δ' αυτού κόπτει; Η μήπως είναι δυνατόν, το πριόνι να υψωθή χωρίς τον εργάτην, ο οποίος το σύρει και το κινεί; Το ίδιο συμβαίνει και με την ράβδον η το ξύλον, που ο άνθρωπος τα σηκώνει”! 16 Τιποτε βεβαίως από αυτά δεν γίνεται μόνο του, χωρίς τον άνθρωπον. Δια τούτο ο Κυριος των δυνάμεων, ο παντοκράτωρ, θα αποστείλη εις την σημερινήν σου υπόληψιν και τιμήν εξευτελισμον και ταπείνωσιν, και εις την λαμπρότητα της δόξης σου πυρ φοβερόν, το οποίον θα την κατακαύση. 17 Αυτό, που είναι φως δια τους Ισραηλίτας, θα γίνη φωτιά δια τους Ασσυρίους. Δια του πυρός των τιμωριών και των θλίψεων θα εξαγνίση ο Κυριος τους Ισραηλίτας, ενπώ τον 'Ασσυριον θα τον καταφάγη το πυρ αυτό, όπως κατατρώγει τα ξηρά χόρτα και τα δένδρα του δάσους. 18 Κατά την ημέραν εκείνην της τιμωρίας οι Ασσύριοι, που ομοιάζουν με όρη και με βουνά και με πύκνα δάση, θα σβησθούν από το πρόσωπον της γης, θα λείψουν και η φωτιά θα καταφάγη αυτούς εξ ολοκλήρου, οι δε πανικόβλητοι φυγάδες θα είναι σαν εκείνον, ο οποίος φεύγει γρήγορα από φοβεράν πυρκαϊάν. 19 Αυτοί, που θα απομείνουν από τους Ασσυρίους, θα είναι ελάχιστοι εις αριθμόν, ώστε και ένα μικρό παιδί να ημπορή να τους καταγράψη. 20 Και θα συμβή τούτο· κατά την ημέραν εκείνην της παιδαγωγικής τιμωρίας των Ισραηλιτώύ, του ολέθρου δε των 'Ασσυριων το περισωθέν κατάλοιπον του ισραηλιτικοϋ λαού δεν θα έχη πλέον την πρόθεσιν να στηρίζη την πεποίθησίν του εις ανθρώπους. Και όσοι από τους απογόνους του Ιακώβ εσώθησαν, δεν θα έχουν πεποίθησιν στους αδικήσαντας αυτούς Ασσυρίους. Αλλα θα στηρίζουν ειλικρινώς την πεποίθησίν των στον Θεόν τον άγιον του Ισραήλ.

ΓΕΝΕΣΙΣ Ζ´ 6 - 9


6 Ο δε Νώε ήτο εξακοσίων ετών τότε, που έγινεν ο κατακλυσμός εις την γην. 7 Εισήλθε, σύμφωνα με την διαταγήν του Θεού, εις την κιβωτόν αυτός και μαζή με αυτόν τα παιδιά του και η γυναίκα του και αι γυναίκες των παιδιών του, δια να σωθούν από τα ύδατα του κατακλυσμού. 8 Μαζή του επίσης εισήλθον από τα καθαρά και ακάθαρτα πτηνά, από τα καθαρά και ακάθαρτα ζώα και από όλα τα ερπετά, που σύρονται εις την γην. 9 Εισήλθον μαζή με τον Νώε εις την κιβωτόν κατά ζεύγη, αρσενικόν και θηλυκόν, όπως είχε διατάξει ο Θεός.

ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ Θ´ 12 - 18


12 Παιδί μου, εάν γίνης κατά Θεόν σοφός, θα είσαι καλός δια τον εαυτόν σου, καλός δε και δια τον πλησίον σου. Εάν όμως γίνης κακός, τας συνεπείας και τας οδύνας της κακίας σου θα τας συσσωρεύης μόνος σου επάνω σου. Οποιος στηρίζεται στο ψεύδος, ποιμαίνει ανέμους, ματαιοπονεί. Αυτός είναι σαν να κυνηγά πουλιά, που πετούν στον αέρα και είναι άπιαστα. Αδίκως κοπιάζει. Ο οκνηρός και ασύνετος, που εγκατέλειψε τον δρόμον, ο οποίος οδηγεί στο αμπέλι του, και περιεπλανήθη μακράν των δρόμων, που οδηγούν στον ιδικόν του αγρόν, όπου είχε καθήκον να εργασθή, αυτός βαδίζει ετσι δια μέσου μιας ερήμου και ανύδρου περιοχής, δια μέσου ενός τόπου, που ευρίσκεται εις ξηράς και διψασμένος περιοχάς, μαζεύει με τα χέρια του ακαρπίαν, δηλαδή το τίποτε. 13 Η ασύνετος, η διεφθαρμένη και η αδιάντροπος γυναίκα φθάνει μέχρι του σημείου να στερήται και από αυτό το ψωμί της και να πεινάς. Αυτή δεν ξέρει, τι θα πη εντροπή και σεμνότης. 14 Εκάθησεν εμπρός από την θύραν του σπιτιού της, επάνω εις υψηλόν κάθισμα, ώστε να φαίνεται από τους άνδρας, που ευρίσκονται εις τας πλατείας, 15 προσκαλεί αυτούς, που διέρχονται και βαδίζουν κατ' ευθείαν τον δρόμον των, λέγουσα· 16 “όποιος από σας είναι ανοητότατος και ηλίθιος, ας έλθη κοντά μου. Και αυτούς, οι οποίοι στερούνται και της στοιχειώδους συνέσεως και γνώσεως προτρέπω και τους λέγω· 17 πιάστε και πάρτε στα χέρια σας το κρυφό ψωμί μου και τα απηγορευμένα φαγητά μου. Πιέτε το νοστιμώτατο κλεμμένο νερό μου”! 18 Ο άνδρας, που ελκύεται από τα λόγια της και πηγαίνει κοντά της, δεν γνωρίζει ότι οι υλόφρονες και σαρκολάτραι ευρίσκουν εκεί την απώλειαν, και ότι η συνάντησίς της είναι παγίδα, η οποία οδηγεί εις τας εισοδους του άδου. 18α Συ όμως εκτινάξου με μεγάλα πηδήματα μακράν από αυτήν και μη σταματήσης ουδέ επ' ελάχιστον χρόνον στον τόπον εκείνον. Ούτε δε και να προσηλώσης το βλέμμα σου προς αυτήν. 18β Ετσι όταν συμπεριφερθής και πράξης, θα περάσης, χωρίς να εγγίσης το ξένον και απηγορευμένον αυτό νερό. Θα διαβής τον επικίνδυνον αυτόν ξένον ποταμόν ασφαλής. 18γ Κράτησε τον εαυτόν σου μακρυά από τα ξένα δολερά ύδατα της αμαρτωλής χαράς και μη πίης νερό από ξένην πηγήν. Μην θελήσης να απολαύσης χαράν με αμαρτωλήν γυναίκα, 18δ δια να ζήσης ετσι επί πολύν χρόνον και να προστεθούν εις σε πολλά έτη.

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα