❌
Τρίτη, 21 Φεβρουαρίου 2023

Όσιος Τιμόθεος ὁ ἐν Συμβόλοις, Άγιος Ευστάθιος Αρχιεπίσκοπος Αντιοχείας της Μεγάλης
Τρίτη τῆς τυρινῆς. Τιμοθέου ὁσίου τοῦ ἐν Συμβόλοις (θ ́ αἰ.). Εὐσταθίου Ἀντιοχείας (†360), Ζαχαρίου Ἰεροσολύμων (†633), Ἰωάννου Κωνσταντινουπόλεως (†577).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΟΥΔΑ Α´ 1 - 10


1 Ἰούδας, Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος, ἀδελφὸς δὲ Ἰακώβου, τοῖς ἐν Θεῷ πατρὶ ἠγιασμένοις καὶ Ἰησοῦ Χριστῷ τετηρημένοις κλητοῖς· 2 ἔλεος ὑμῖν καὶ εἰρήνη καὶ ἀγάπη πληθυνθείη. 3 Ἀγαπητοί, πᾶσαν σπουδὴν ποιούμενος γράφειν ὑμῖν περὶ τῆς κοινῆς σωτηρίας, ἀνάγκην ἔσχον γράψαι ὑμῖν παρακαλῶν ἐπαγωνίζεσθαι τῇ ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις πίστει. 4 παρεισέδυσαν γάρ τινες ἄνθρωποι, οἱ πάλαι προγεγραμμένοι εἰς τοῦτο τὸ κρίμα, ἀσεβεῖς, τὴν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν χάριν μετατιθέντες εἰς ἀσέλγειαν καὶ τὸν μόνον δεσπότην καὶ Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἀρνούμενοι. 5 Ὑπομνῆσαι δὲ ὑμᾶς βούλομαι, εἰδότας ὑμᾶς ἅπαξ τοῦτο, ὅτι ὁ Κύριος λαὸν ἐκ τῆς Αἰγύπτου σώσας, τὸ δεύτερον τοὺς μὴ πιστεύσαντας ἀπώλεσεν, 6 ἀγγέλους τε τοὺς μὴ τηρήσαντας τὴν ἑαυτῶν ἀρχὴν, ἀλλὰ ἀπολιπόντας τὸ ἴδιον οἰκητήριον εἰς κρίσιν μεγάλης ἡμέρας δεσμοῖς ἀϊδίοις ὑπὸ ζόφον τετήρηκεν· 7 ὡς Σόδομα καὶ Γόμορρα καὶ αἱ περὶ αὐτὰς πόλεις τὸν ὅμοιον τούτοις τρόπον ἐκπορνεύσασαι καὶ ἀπελθοῦσαι ὀπίσω σαρκὸς ἑτέρας, πρόκεινται δεῖγμα, πυρὸς αἰωνίου δίκην ὑπέχουσαι. 8 ὁμοίως μέντοι καὶ οὗτοι ἐνυπνιαζόμενοι σάρκα μὲν μιαίνουσι, κυριότητα δὲ ἀθετοῦσι, δόξας δὲ βλασφημοῦσιν. 9 ὁ δὲ Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος, ὅτε τῷ διαβόλῳ διακρινόμενος διελέγετο περὶ τοῦ Μωϋσέως σώματος, οὐκ ἐτόλμησε κρίσιν ἐπενεγκεῖν βλασφημίας, ἀλλ’ εἶπεν· ἐπιτιμήσαι σοι Κύριος. 10 οὗτοι δὲ ὅσα μὲν οὐκ οἴδασι βλασφημοῦσιν, ὅσα δὲ φυσικῶς ὡς τὰ ἄλογα ζῷα ἐπίστανται, ἐν τούτοις φθείρονται.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΟΥΔΑ Α´ 1 - 10


1 Εγὼ ὁ Ἰούδας, ποὺ εἶμαι δοῦλος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀδελφὸς δὲ τοῦ Ἰακώβου, γράφω τὴν ἐπιστολὴν αὐτήν, πρὸς τοὺς προσκαλεσμένους εἰς τὴν χριστιανικῶν πίστιν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἁγιασθῆ ἀπὸ τὸν Θεόν καὶ Πατέρα καὶ ἔχουν διαφυλαχθῆ ἀπὸ τόσους ἠθικοὺς κινδύνους διὰ νὰ ἀνήκουν εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. 2 Εἴθε νὰ πλεονάσουν εἰς σᾶς τὸ ἔλεος καὶ ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ἀγάπη. 3 Ἀγαπητοί, ἐνῶ εἶχον σφοδρὸν πόθον νὰ σᾶς γράψω περὶ τῆς κοινῆς σωτηρίας, ποὺ εἰς ὅλους μᾶς ἐχάρισεν ὁ Χριστός, ἠναγκάσθην ἀπὸ τὰς περιστάσεις νὰ σᾶς γράψω διὰ νὰ σᾶς προτρέψω νὰ ἀγωνίζεσθε μὲ δύναμιν ὑπὲρ τῆς πίστεως, ἡ ὁποία διὰ τοῦ προφορικοῦ κηρύγματος παρεδόθη μιὰ φορὰ γιὰ πάντα εἰς τοὺς Χριστιανούς. 4 Καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀγωνίζεσθε διὰ τὴν πίστιν αὐτήν, διότι ὕπουλα καὶ δόλια εἰσεχώρησαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μερικοὶ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι πρὸ πολλοῦ χρόνου εἶχον προφητευθῆ καὶ καθορισθῆ εἰς τὰς Γραφάς, ὅτι θὰ ἀνεφαίνοντο καὶ θὰ κατεδικάζοντο εἰς τὴν κατάκρισιν καὶ τιμωρίαν αὐτήν, περὶ τῆς ὁποίας θὰ ὁμιλήσω κατωτέρω. Εἶναι ἀσεβεῖς, ποὺ διαστρέφουν καὶ παραχαράττουν τὴν χάριν τοῦ φωτισμοῦ τῆς ἀληθείας, τὴν ὁποίαν μᾶς ἔδωκε δωρεὰν ὁ Θεός. Τὴν παραχαράττουν καὶ τὴν νοθεύουν ζητοῦντες ἐπιχειρήματα ἐξ αὐτῆς πρὸς δικαιολογίαν βίου ἀκολάστου καὶ ἀνηθίκου. Καὶ ἀρνοῦνται τὸν ἕνα καὶ μόνον Δεσπότην καὶ Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστόν. 5 Θέλω δὲ νὰ σᾶς ὑπενθυμίσω, ἂν καὶ σεῖς ἐμάθετε τοῦτο μιὰ φορὰ για πάντα, ὅτι ὁ Κύριος, ἀφοῦ ἔσωσε διὰ θαυμάτων τὸν ἰουδαϊκὸν λαὸν ἀπὸ τὴν γῆν τῆς Αἰγύπτου, ἔπειτα ὅσους δὲν ἐπίστευσαν, κατεδίκασε νὰ ἀποθάνουν εἰς τὴν ἔρημον, χωρὶς νὰ ἀπολαύσουν τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας. 6 Καὶ τοὺς ἀγγέλους, ποὺ δὲν ἐφύλαξαν τὸ ὑψηλόν τους ἀξίωμα, ἀλλ’ ἐγκατέλιπον τὴν ἐν οὐρανοῖς κατοικίαν των καὶ ζωήν, τοὺς ἔχει φυλάξει διὰ νὰ δικασθοῦν κατὰ τὴν μεγάλην ἡμέραν τῆς παγκοσμίου Κρίσεως δεμένους ὑπὸ σκότος πνευματικὸν καὶ παντελῆ ἄγνοιαν τῆς θείας χάριτος καὶ ἀληθείας μὲ δεσμὰ αἰώνια, ποὺ δὲν θὰ συντριβοῦν ποτέ. 7 Ὅπως τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα καὶ αἱ τριγύρω των πόλεις, ποὺ κατὰ τὸν ὅμοιον τρόπον πρὸς τοὺς ἀσεβεῖς αὐτούς, περὶ τῶν ὁποίων ὡμίλησα ἀνωτέρω, παρέδωκαν ἑαυτὰς εἰς τὴν πορνείαν καὶ ἐπῆγαν ὀπίσω ἀπὸ ἄλλην σάρκα καὶ παρεσύρθησαν εἰς παρὰ φύσιν ἀσελγείας, εἶναι ἐνώπιόν μας παράδειγμα ἁμαρτωλῶν, οἱ ὁποῖοι ἐτιμωρήθησαν μὲ τὴν ποινὴν τῆς φωτιᾶς, ποὺ τοὺς ἔκαυσεν ἀμετακλήτως καὶ γιὰ πάντα. 8 Παρὰ τὰ φοβερὰ ὅμως παραδείγματα ταῦτα ὁμοίως καὶ αὐτοὶ οἰ σημερινοὶ ἀσεβεῖς παραπλανῶνται ἀπὸ τὰς φαντασίας καὶ τὰ ὄνειρα ποὺ βλέπουν καὶ ὅταν δὲν κοιμῶνται, καὶ τὸ μὲν σῶμα τους μολύνουν μὲ τὰς αἰσχράς των πράξεις, τὴν ἐξουσίαν δὲ καὶ τὸ μεγαλεῖον τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀπορρίπτουν, περιυβρίζουν δὲ καὶ τοὺς ἀγγέλους, ποὺ ἔχουν τόσον μεγάλην δόξαν. 9 Ἀλλὰ διὰ νὰ σᾶς δείξω πόσον μὲ τὰς βλασφημίας των αὐτὰς ἁμαρτάνουν οὗτοι - ὁ Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος, ὅταν συνδιελέγετο μὲ τὸν διάβολον, ποὺ διεξεδίκει καὶ ἤθελε νὰ πάρῃ ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του τὸ νεκρὸν σῶμα τοῦ Μωϋσέως, δὲν ἐτόλμησε νὰ ἐκφέρῃ καταδικαστικὴν ἀπόφασιν συνοδευομένην μὲ ὑβριστικοὺς καὶ βλασφήμους λόγους κατ’ αὐτοῦ. Ἀλλ’ εἶπεν εἰς τὸν διάβολον· Ἀπὸ τὸν Θεόν νὰ τὸ εὕρῃς καὶ ὁ Κύριος νὰ σὲ ἐπιτιμήσῃ διὰ τὴν ἀδικίαν αὐτὴν ποὺ ἀποτολμᾷς. 10 Αὐτοὶ ὅμως, ὅσα μὲν δὲν γνωρίζουν, ἤτοι τὰ πνευματικὰ καὶ τὰ θεῖα, τὰ περιϋβρίζουν καὶ τὰ βλασφημοῦν, ὅσα δὲ μὲ τὰς φυσικάς των αἰσθήσεις καὶ ὀρέξεις γνωρίζουν σὰν τὰ ἄλογα ζῶα, τὰ μεταχειρίζονται καὶ τὰ ἔνεργοῦν διὰ νὰ διαφθείρουν καὶ καταστρέφουν τοὺς ἑαυτούς των.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΟΥΔΑ Α´ 1 - 10


1 Εγώ ο Ιούδας, δούλος του Ιησού Χριστού, αδελφός δε του Ιακώβου, προς τους κεκλημένους εις την χριστιανικήν πίστιν, οι οποίοι έχουν αγιασθή από τον Θεόν και Πατέρα και έχουν διαφυλαχθή από τον κίνδυνον και τον μολυσμόν της αμαρτίας προς χάριν του Ιησού Χριστού, 2 εύχομαι να αυξάνη και να πλεονάζη εις σας το έλεος και η ειρήνη και η αγάπη. 3 Αγαπητοί, μολονότι ησθανόμην μεγάλον πόθον και ενδιαφέρον να σας γράψω δια την σωτηρίαν, την οποίαν εις όλους μας χαρίζει ο Χριστός, ευρέθηκα και εις την ανάγκην από αυτά ταύτα τα πράγματα να σας γράψω, δια να σας παρακαλέσω και σας προτρέψω να αγωνίζεσθε με δύναμιν και επιμονήν υπέρ της πίστεως, η οποία άπαξ δια παντός έχει παραδοθή στους Χριστιανούς. 4 Και τούτο, διότι με τρόπον δόλιον και απατηλόν εισεχώρησαν εις την Εκκλησίαν μερικοί άνθρωποι, δια τους οποίους η Γραφή προ πολλού χρόνου είχε προφυτεύσει και ορίσει, ότι θα έπαιρναν επάνω τους αυτήν την φοβερά καταδίκην. Ασεβείς αυτοί, νοθεύουν και διαστρέφουν την δωρεάν και την αλήθειαν, που μας έχει δώσει ο Θεός, ζητούντες με σοφιστικά και πονηρά επιχειρήματα να δικαιολογήσουν την φαυλότητα και ανηθικότητα αυτών και αρνούμενοι τον ένα και μόνον Δεσπότην και Κυριον μας, τον Ιησούν Χριστόν. 5 Θελω δε να σας υπενθυμίσω, μολονότι σστο έχετε μάθει καλά άπαξ δια παντός, ότι ο Κυριος αφού πρώτον δια πλήθους θαυμάτων έσωσε τον Ισραηλιτικόν λαόν από την χώραν της Αιγύπτου, έπειτα όσους δεν επίστευσαν τους κατεδίκασε να αποθάνουν εις την έρημον. 6 Και τους αγγέλους, οι οποίοι δεν διεφύλαξαν την αρχικήν αυτών αγνότητα και αγιότητα, το υψηλόν των αγγελικόν αξίωμα, αλλ' εγκατέλειψαν την ουρανίαν αυτών κατοικίαν και ζωήν, τους έχει φυλάξει δεμένους με τα αιώνια σκοτεινά δεσμά της βαρείας ενοχής των, δια να δικασθούν κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν της κρίσεως. 7 Οπως επίσης τα Σοδομα και τα Γομορα και αι ολόγυρά των πόλεις, αι οποίαι κατά τρόπον όμοιον με τους ασεβείς, περί των οποίων έγραψα παρά πάνω, παρεδόθησαν, εις την πορνείαν και έτρεξαν προς παρά φύσιν ασελγείας εις άλλα σώματα και διεφθάρησαν και εβεβηλώθησαν, είναι ενώπιόν μας παράδειγμα διεστραμμένων ανθρώπων, που ετιμωρήθησαν με το καταστρεπτικόν πυρ, που η θεία οργή έστειλεν εξ ουρανού. 8 Κατά ένα όμοιον τρόπον και αυτοί οι ασεβείς παραπλανώνται από τα αμαρτωλά όνειρα της εξημμένης φαντασίας των, και το μεν σώμα μολύνουν με τας αισχράς πράξεις, την μεγαλειώδη δε εξουσίαν του Υιού του Θεού απορρίπτουν, υβρίζουν δε και χλευάζουν τους ενδόξους αγγέλους. 9 Ο δε Μιχαήλ, ο αρχάγγελος, όταν αντηγωνίζετο και συνδιελέγετο με τον διάβολον, ο οποίος ήθελε να αρπάξη το νεκρόν σώμα του Μωϋσέως, δεν ετόλμησε να εκφέρη εναντίον του καταδικαστικήν κρίσιν με υβριστικούς και χλευαστικούς λόγους. Αλλ' είπεν στον διάβολον· “ο Κυριος να σε τιμωρήση δια την δολίαν πράξιν, που επιχειρείς να κάμης”. 10 Αυτοί όμως όσα μεν μεγάλα και πνευματικά και θεία δεν γνωρίζουν, τα υβρίζουν και τα χλευάζουν, όσα δε με τας φυσικάς των αισθήσεις και επιθυμίας, σαν τα άλογα ζώα, γνωρίζουν, μέσα εις αυτά διαφθείρονται και καταστρέφονται.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΒ´ 39 - 42


39 Καὶ ἐξελθὼν ἐπορεύθη κατὰ τὸ ἔθος εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν· ἠκολούθησαν δὲ αὐτῷ καὶ οἱ μαθηταί αὐτοῦ. 40 γενόμενος δὲ ἐπὶ τοῦ τόπου εἶπεν αὐτοῖς· Προσεύχεσθε μὴ εἰσελθεῖν εἰς πειρασμόν. 41 καὶ αὐτὸς ἀπεσπάσθη ἀπ’ αὐτῶν ὡσεὶ λίθου βολήν, καὶ θεὶς τὰ γόνατα προσηύχετο 42 λέγων· Πάτερ, εἰ βούλει παρενεγκεῖν τοῦτο τὸ ποτήριον ἀπ’ ἐμοῦ· πλὴν μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ σὸν γινέσθω.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΒ´ 45 - 71


45 καὶ ἀναστὰς ἀπὸ τῆς προσευχῆς, ἐλθὼν πρὸς τοὺς μαθητὰς εὗρεν αὐτοὺς κοιμωμένους ἀπὸ τῆς λύπης, 46 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τί καθεύδετε; ἀναστάντες προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν. 47 Ἔτι δὲ αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ ὄχλος, καὶ ὁ λεγόμενος Ἰούδας, εἷς τῶν δώδεκα, προῆγεν αὐτούς, καὶ ἤγγισε τῷ Ἰησοῦ φιλῆσαι αὐτόν· τοῦτο γὰρ σημεῖον δεδώκει αὐτοῖς· ὃν ἂν φιλήσω, αὐτός ἐστιν. 48 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἰούδα, φιλήματι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως; 49 ἰδόντες δὲ οἱ περὶ αὐτὸν τὸ ἐσόμενον εἶπον αὐτῷ· Κύριε, εἰ πατάξομεν ἐν μαχαίρᾳ; 50 καὶ ἐπάταξεν εἷς τις ἐξ αὐτῶν τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ οὖς τὸ δεξιόν. 51 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἐᾶτε ἕως τούτου· καὶ ἁψάμενος τοῦ ὠτίου ἰάσατο αὐτόν· 52 εἶπε δὲ ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς παραγενομένους ἐπ’ αὐτὸν ἀρχιερεῖς καὶ στρατηγοὺς τοῦ ἱεροῦ καὶ πρεσβυτέρους· Ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξεληλύθατε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων; 53 καθ’ ἡμέραν ὄντος μου μεθ’ ὑμῶν ἐν τῷ ἱερῷ οὐκ ἐξετείνατε τὰς χεῖρας ἐπ’ ἐμέ. ἀλλ’ αὕτη ἐστὶν ὑμῶν ἡ ὥρα καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ σκότους. 54 Συλλαβόντες δὲ αὐτὸν ἤγαγον καὶ εἰσήγαγον αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀρχιερέως· ὁ δὲ Πέτρος ἠκολούθει μακρόθεν. 55 ἁψάντων δὲ πυρὰν ἐν μέσῳ τῆς αὐλῆς καὶ συγκαθισάντων αὐτῶν ἐκάθητο ὁ Πέτρος ἐν μέσῳ αὐτῶν. 56 ἰδοῦσα δὲ αὐτὸν παιδίσκη τις καθήμενον πρὸς τὸ φῶς καὶ ἀτενίσασα αὐτῷ εἶπε· Καὶ οὗτος σὺν αὐτῷ ἦν· 57 ὁ δὲ ἠρνήσατο λέγων· Γύναι, οὐκ οἶδα αὐτόν. 58 καὶ μετὰ βραχὺ ἕτερος ἰδὼν αὐτὸν ἔφη· Καὶ σὺ ἐξ αὐτῶν εἶ· ὁ δὲ Πέτρος εἶπεν· Ἄνθρωπε, οὐκ εἰμί. 59 καὶ διαστάσης ὡσεὶ ὥρας μιᾶς ἄλλος τις διισχυρίζετο λέγων· Ἐπ’ ἀληθείας καὶ οὗτος μετ’ αὐτοῦ ἦν· καὶ γὰρ Γαλιλαῖός ἐστιν. 60 εἶπε δὲ ὁ Πέτρος· Ἄνθρωπε, οὐκ οἶδα ὃ λέγεις. καὶ παραχρῆμα, ἔτι λαλοῦντος αὐτοῦ, ἐφώνησε ἀλέκτωρ. 61 καὶ στραφεὶς ὁ Κύριος ἐνέβλεψε τῷ Πέτρῳ, καὶ ὑπεμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου, ὡς εἶπεν αὐτῷ ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι ἀπαρνήσῃ με τρίς· 62 καὶ ἐξελθὼν ἔξω ὁ Πέτρος ἔκλαυσε πικρῶς. 63 Καὶ οἱ ἄνδρες οἱ συνέχοντες τὸν Ἰησοῦν ἐνέπαιζον αὐτῷ δέροντες, 64 καὶ περικαλύψαντες αὐτὸν ἔτυπτον αὐτοῦ τὸ πρόσωπον καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Προφήτευσον τίς ἐστιν ὁ παίσας σε; 65 καὶ ἕτερα πολλὰ βλασφημοῦντες ἔλεγον εἰς αὐτόν. 66 Καὶ ὡς ἐγένετο ἡμέρα, συνήχθη τὸ πρεσβυτέριον τοῦ λαοῦ, ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς, καὶ ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ συνέδριον ἑαυτῶν, λέγοντες· Εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, εἰπέ ἡμῖν. 67 εἶπε δὲ αὐτοῖς· Ἐὰν ὑμῖν εἴπω, οὐ μὴ πιστεύσητε, 68 ἐὰν δὲ καὶ ἐρωτήσω, οὐ μὴ ἀποκριθῆτέ μοι ἢ ἀπολύσητε· 69 ἀπὸ τοῦ νῦν ἔσται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καθήμενος ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. 70 εἶπον δὲ πάντες· Σὺ οὖν εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ; ὁ δὲ πρὸς αὐτοὺς ἔφη· Ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐγώ εἰμι. 71 οἱ δὲ εἶπον· Τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτυρίας; αὐτοὶ γὰρ ἠκούσαμεν ἀπὸ τοῦ στόματος αὐτοῦ.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΓ´ 1 - 1


1 Καὶ ἀναστὰν ἅπαν τὸ πλῆθος αὐτῶν ἤγαγον αὐτὸν ἐπὶ τὸν Πιλᾶτον.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΒ´ 39 - 42


39 Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκεν, ἐπῆγε κατὰ τὴν συνήθειάν του εἰς τὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν. Τὸν ἠκολούθησαν δὲ καὶ οἱ μαθηταί του. 40 Ὅταν δὲ ἦλθεν εἰς τὸν τόπον, ποὺ ἐσυνήθιζε νὰ ἔρχεται, τοὺς εἶπε· Προσεύχεσθε καὶ παρακαλέσατε τὸν Θεὸν νὰ σᾶς προφυλάξῃ, ὥστε νὰ μὴ πέσετε εἰς πειρασμόν. 41 Καὶ αὐτὸς ἀπεμακρύνθη ἀπὸ αὐτοὺς εἰς ἀπόστασιν πετροβολιᾶς, καὶ ἀφοῦ ἐγονάτισε προσηύχετο. 42 Καὶ ἔλεγε· Πάτερ, ἐὰν εἶναι θέλημά σου νὰ ἀπομακρύνῃς τὸ ποτήριον αὐτὸ τοῦ θανάτου ἀπὸ ἐμέ, ἀπομάκρυνέ το· ἀλλ’ ὅμως ὄχι νὰ γίνῃ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον λόγῳ τῆς φυσικῆς ἀποστροφῆς πρὸς τὸν θάνατον ἡ ἀνθρωπίνη φύσις μου θέλει, ἀλλ’ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον θέλεις σύ.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΒ´ 45 - 71


45 Καὶ ἀφοῦ ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν προσευχήν, ἦλθε πρὸς τοὺς μαθητὰς καὶ τοὺς εὗρε νὰ κοιμῶνται ἀπὸ τὴν κόπωσιν καὶ χαλάρωσιν, ποὺ ἐπροκάλεσεν εἰς τὰ νεῦρα των ἡ πολλή των λύπη. 46 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Διατί κοιμᾶσθε; Σηκωθῆτε καὶ προσεύχεσθε, διὰ νὰ μὴ ἐμβῆτε εἰς πειρασμὸν καὶ κυριευθῆτε ὑπ’ αὐτοῦ. 47 Ἐνῷ δὲ ὁ Ἰησοῦς ὡμίλει ἀκόμη, ἔξαφνα κατέφθασεν ὄχλος, καὶ αὐτός, ποὺ ὠνομάζετο Ἰούδας, ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, ἐπήγαινεν ἐμπρὸς ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἐπλησίασε τὸν Ἰησοῦν διὰ νὰ τὸν φιλήσῃ. Διότι αὐτὸ τὸ σημάδι εἶχε δώσει εἰς αὐτούς. Τοὺς εἶχεν εἴπει δηλαδή: Ἐκεῖνον ποὺ θὰ φιλήσω, αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς. 48 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπεν· Ἰούδα, μὲ φίλημα, ποὺ ἕως τώρα ἦτο δεῖγμα τῆς ἀγάπης μας, προδίδεις αὐτόν, ποὺ εἶναι ὁ μοναδικὸς ἐκπρόσωπος τοῦ ἀνθρώπινου γένους καὶ ἀναμενόμενος κατὰ τοὺς προφήτας Μεσσίας; 49 Ὅταν δὲ εἶδον ἐκεῖνοι, ποὺ ἦσαν γύρω ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν αὐτό, ποὺ ἔμελλε νὰ συμβῇ, ὅτι δηλαδὴ ἐπρόκειτο νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν πάρουν, εἶπαν πρὸς αὐτόν· Κύριε, ἐὰν τὸ ἐπιτρέπῃς, νὰ τοὺς κτυπήσωμεν μὲ μάχαιραν; 50 Καὶ ἕνας κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς ἐκτύπησε μὲ τὴν μάχαιραν τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ τοῦ ἔκοψε τὸ δεξιὸν αύτί. 51 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· Ἀφήσατε· φθάνει ἕως αὐτοῦ. Μὴ ἀνθίστασθε περισσότερον. Καὶ ἀφοῦ ἤγγισε τὸ αὐτὶ τοῦ δούλου, τὸν ἐθεράπευσε. 52 Εἶπε δὲ ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς στρατηγοὺς τοῦ ἱεροῦ καὶ τοὺς πρεσβυτέρους, ποὺ ἦλθαν μαζὶ μὲ τὸν ὄχλον ἐναντίον του· Ἐβγήκατε μὲ σπαθιὰ καὶ μὲ ρόπαλα, σὰν νὰ ἤρχεσθε ἐναντίον λῃστοῦ; 53 Ὅταν ἐγὼ ἤμην μαζί σας κάθε ἡμέραν εἰς τὸ ἱερόν, δὲν ἀπλώσατε τὰς χεῖρας σας ἐπάνω μου διὰ νὰ μὲ συλλάβετε. Καὶ ἤλθετε τὴν ὥραν αὐτὴν τῆς νυκτός. Ἀλλ’ αὐτὴ ἡ ὥρα παρεχορήθη ἀπὸ τὸν Θεὸν ὡς ὥρα ἰδική σας διὰ νὰ ἐπιτύχετε τὸ κακοῦργον σχέδιόν σας, καὶ συμπίπτει αὐτὴ πρὸς τὴν ὥραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ σατανᾶς φανερώνει τὴν ἐξουσίαν καὶ δύναμίν του, διότι εἰς τὸ σκότος γίνονται τὰ ἐγκλήματα καὶ ὑπὸ τὸ σκότος ζητεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ κρύπτεται, διὰ νὰ ἁμαρτάνῃ ἐλευθέρως. 54 Ἀφοῦ δὲ τὸν ἔπιασαν, τὸν ἔφεραν εἰς τὴν πόλιν καὶ τὸν ἔμβασαν εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἀρχιερέως. Ὁ δὲ Πέτρος ἠκολούθει ἀπὸ μακράν. 55 Ἀφοῦ δὲ ἤναψαν φωτιὰν εἰς τὸ μέσον τῆς αὐλῆς καὶ ἐκάθησαν ὅλοι μαζὶ διὰ νὰ ζεσταίνωνται, ἐκάθητο καὶ ὁ Πέτρος ἐν μέσῳ αὐτῶν. 56 Ὅταν δὲ μία νεαρὰ ὑπηρέτρια τὸν εἶδε νὰ κάθηται κοντὰ εἰς τὸ φῶς, ποὺ ἔρριπτεν ἡ φωτιά, τὸν παρετήρησε προσεκτικὰ καὶ εἶπε· Καὶ αὐτὸς ἦτο μαζὶ μὲ τοῦτον, ποὺ εἶναι μέσα δεμένος. 57 Ἀλλ’ ὁ Πέτρος τὸν ἠρνήθη καὶ εἶπε· Γυναῖκα, δὲν τὸν ξεύρω. 58 Καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο τὸν εἶδε κάποιος ἄλλος καὶ εἶπε· Καὶ σὺ εἶσαι ἀπὸ αὐτούς. Ἀλλ’ ὁ Πέτρος εἶπεν· Ἄνθρωπε, δὲν εἶμαι ἀπὸ αὐτούς. 59 Καὶ ἀφοῦ ἐπέρασε περίπου μία ὥρα, κάποιος μὲ ἐπιμονὴν ἐβεβαίωνε καὶ ἔλεγεν· Ἀλήθεια καὶ αὐτὸς ἦτο μαζὶ μὲ τοῦτον, ποὺ δικάζεται μέσα, διότι καθὼς φαίνεται ἀπὸ τὴν προφοράν του εἶναι Γαλιλαῖος. 60 Ἀλλ’ ὁ Πέτρος εἶπεν· Ἄνθρωπε, δὲν ξεύρω τί λέγεις. Καὶ ἀμέσως, ἐνῷ ἀκόμη ὡμίλει ὁ Πέτρος καὶ ἔλεγε τὰ λόγια αὐτά, ἐλάλησεν ὁ πετεινός. 61 Καὶ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἔστρεψεν ὁ Κύριος καὶ παρετήρησεν ἐκφραστικὰ τὸν Πέτρον. Καὶ ἐνεθυμήθη ὁ Πέτρος τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, ὅπως τοῦ τὸν εἶπεν, ὅτι δηλαδὴ προτοῦ λαλήσῃ ὁ πετεινός, θὰ μὲ ἀρνηθῇς τρεῖς φοράς. 62 Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκεν ὁ Πέτρος ἔξω ἀπὸ τὴν περιοχὴν τοῦ ἀρχιερατικοῦ μεγάρου, ἔκλαυσε πικρά. 63 Καὶ οἱ ἄνδρες ποὺ ἐκράτουν καὶ ἐφύλαττον καλὰ τὸν Ἰησοῦν, τὸν ἐνέπαιζαν καὶ τὸν ἔδερναν. 64 Καὶ ἀφοῦ τοῦ ἐκάλυψαν τριγύρω τὴν κεφαλὴν διὰ νὰ μὴ βλέπῃ, τοῦ ἐκτύπων τὸ πρόσωπον καὶ τὸν ἠρώτων λέγοντες· Προφήτευσε, ποῖος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ σὲ ἐκτύπησε. 65 Καὶ τοῦ ἔλεγαν πολλὰς ἄλλας ὕβρεις, μὲ τὰς ὁποίας ἐβλασφήμουν. 66 Καὶ ὅταν ἐξημέρωσεν, ἐμαζεύθησαν οἱ προεστοὶ τοῦ λαοῦ, δηλαδὴ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς, καὶ ἀνέβασαν αὐτὸν ἐνώπιον τοῦ συνεδρίου των λέγοντες· Εἰπέ μας, ἐὰν εἶσαι σὺ ὁ Χριστός. 67 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπεν· Ἐὰν σᾶς εἴπω τί εἶμαι, δὲν θὰ τὸ πιστεύσετε. 68 Ἐὰν δὲ καὶ προβάλω εἰς σᾶς ἐρωτήσεις καὶ ἐπιχειρήματα πειστικά, δὲν θὰ μοῦ δώσετε ἀπάντησιν εἰς αὐτά, οὔτε θὰ μὲ ἀφήσετε ἐλεύθερον. 69 Τόσον μόνον σᾶς λέγω, ὅτι ἀπὸ τώρα ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, θὰ κάθεται διαρκῶς εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ. 70 Εἶπον δὲ τότε ὅλοι· Σὺ λοιπὸν εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ; Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτούς· Τὸ λέγετε καὶ σεῖς, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. 71 Αὐτοὶ δὲ εἶπον· Τί μᾶς χρειάζεται πλέον ἄλλη μαρτυρία; Εἶναι περιττή. Διότι ὅλοι ἠκούσαμεν ἀπὸ τὸ στόμα του νὰ λέγῃ, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΓ´ 1 - 1


1 Καὶ ἀφοῦ ἐσηκώθη ὅλον τὸ πλῆθος τῶν πρεσβυτέρων καὶ ἀρχιερέων καὶ γραμματέων, ποὺ ἀπετέλουν τὸ συνέδριον, ἔφεραν τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸν Πιλᾶτον.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΒ´ 39 - 42


39 Και αφού εβγήκεν επήγε, όπως εσυνήθιζε, στο όρος των Ελαιών· τον ηκολούθησαν δε και οι μαθηταί του. 40 Οταν δε έφθασε στον γνωστόν τόπον, που συνήθως ήρχετο, τους είπε· “προσεύχεσθε και παρακαλείτε τον Θεόν να μη πέσετε εις πειρασμόν”. 41 Και αυτός απεμακρύνθη από αυτούς, όσον περίπου ημπορεί ένας να ρίψη τον λίθον και αφού εγονάτισε προσηύχετο 42 λέγων· “πάτερ, εάν θέλης να απομακρύνης από εμέ το πικρόν τούτο ποτήριον του Θανάτου, απομάκρυνε το, πλην όμως ας μη γίνη το θέλημά μου, αλλά το ιδικόν σου θέλημα”.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΒ´ 45 - 71


45 Και αφού εσηκώθηκε από την προσευχήν, ήλθε προς τους μαθητάς και τους εύρε να κοιμώνται, από την κατάπτωσιν που τους είχε προκαλέσει η πολύ λύπη. 46 Και τους είπε· “διατί κοιμάσθε; Σηκωθήτε και προσεύχεσθε, δια να μην πέσετε εις πειρασμόν”. 47 Ενώ δε αυτός ωμιλούσε, ιδού έφθασε ο όχλος και αυτός που ελέγετο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, επήγαινεν εμπρός ως οδηγός των και επλησίασε τον Ιησούν, δια να τον φιλήση. Διότι αυτό τους είχε δώσει ως σημείον. Τους είχε δηλαδή πει· “όποιον φιλήσω, αυτός είναι ο Ιησούς”. 48 Ο δε Ιησούς του είπεν· “Ιούδα, με φίλημα, με αυτό το δείγμα της αγάπης, προδίδεις συ τώρα τον υιόν του ανθρώπου;” 49 Οταν δε είδαν οι μαθηταί, που ήσαν γύρω από τον Ιησούν, αυτό που θα συνέβαινε, του είπαν· “Κυριε, μας δίνεις την άδειαν να τους κτυπήσωμεν με μάχαιραν;” 50 Και κάποιος από αυτούς εκτύπησε με μάχαιραν τον δούλον του αρχιερέως και του απέκοψε το δέξι αυτί. 51 Απεκρίθη δε ο Ιησούς και τους είπε· “φθάνει έως εδώ, μη προχωρείτε άλλο”. Και αφού ήγγισε το αυτί του δούλου, τον εθεράπευσε. 52 Είπε δε ο Ιησούς στους αρχιερείς και τους στρατηγούς του ιερού και τους πρεσβυτέρους, που είχαν έλθει και αυτοί εναντίον του· “εβγήκατε ωπλισμένοι με μαχαίρια και ρόπαλα, σαν να επηγαίνετε εναντίον ληστού; 53 Οταν εγώ κάθε ημέραν ήμουν μαζή σας στο ιερόν, δεν απλώσατε τα χέρια σας επάνω μου. Αλλά αυτή είναι η ώρα, που την επέτρεψε ο Θεός ως ώραν ιδικήν σας, δια να εκτελέσετε την κακούργον απόφασίν σας”. (Και είναι ώρα του σκότους και της νυκτός, διότι κατά κανόνα οι κακούργοι το σκότος προτιμούν δια τα εγκλήματά των. Οι άνθρωποι, του σκότους, όπως είσθε σεις, οι οποίοι μάλιστα υποκρίνονται τον δίκαιον, στο σκότος διαπράττουν τα σκοτεινά των έργα). 54 Αφού δε τον επιασαν, τον έφεραν εις την πόλιν και τον έβαλαν στο σπίτι του αρχιερέως. Ο δε Πετρος ακολουθούσε μακράν. 55 Αφού δε οι στρατιώται και οι υπηρέται άναψαν φωτιά στο μέσον της αυλής και εκάθισαν γύρω από αυτήν, εκάθητο και ο Πετρος ανάμεσα εις αυτούς. 56 Μια δε νεαρά υπηρέτρια όταν τον είδε να κάθεται στο φως που έρριχνε η φωτιά, τον εκύτταξε προσεκτικά και είπε· “και αυτός ήτο μαζή με εκείνον”. 57 Ο δε Πετρος ηρνήθη, λέγων· “γυναίκα δεν τον ξεύρω αυτόν”. 58 Και έπειτα από ολίγον και άλλος τον είδε και είπε· “και συ είσαι από αυτούς”. Ο Πετρος όμως είπε· “άνθρωπε, όχι δεν είμαι από αυτούς”. 59 Και αφού επέρασε μία περίπου ώρα, και κάποιος άλλος ισχυρίζετο και έλεγε· “αλήθεια, και τούτος εδώ ήτο μαζή με αυτόν, που δικάζεται μέσα. Διότι, όπως φαίνεται και από την προφοράν του, είναι Γαλιλαίος”. 60 Αλλ'ό Πετρος είπε· “άνθρωπε δεν ξέρω τι λέγεις”. Και αμέσως, ενώ αυτός ακόμη ωμιλούσε, μίλησε ο πετεινός. 61 Και την στιγμήν ακριβώς εκείνην έστρεψεν ο Κυριος το βλέμμα του και εκύτταξε βαθύτατα τον Πετρον. Και εθυμήθηκε ο Πετρος τον λόγον, που του είπε ο Κυριος, ότι πριν λαλήση ο πετεινός, θα με απαρνηθής τρεις φορές. 62 Και εξελθών τότε ο Πετρος έξω από την αυλήν του σπιτιού του αρχιερέως έκλαψε πικρά. 63 Και οι άνδρες, που εφρουρούσαν τον Ιησούν τον ενέπαιζαν και τον έδερναν. 64 Και αφού του εσκέπασαν ολόγυρα την κεφαλήν, δια να μη βλέπη, τον εκτυπούσαν στο πρόσωπον και τον ερωτούσαν, λέγοντες· “είπες ότι είσαι προφήτης· λοιπόν προφήτευσε, ποιός είναι εκείνος που σε εκτύπησε;” 65 Και άλλας πολλάς ύβρεις και χυδαιολογίας του έλεγαν, βλασφημούντες αυτόν. 66 Και αμέσως μόλις ανέτειλεν ο ήλιος και έγινε ημέρα, εμαζευθηκαν οι πρεσβύτεροι του λαού, οι αρχιερείς και οι γραμματείς και ανέβασαν αυτόν εμπρός στο συνέδριόν των, λέγοντες· “εάν είσαι συ ο Χριστός, πες μας”. 67 Ο δε Ιησούς τους είπε· “εάν σας πω τι είμαι, δεν θα πιστεύσετε. 68 Εάν δε και σας ερωτήσω, δεν θα μου απαντήσετε ούτε και θα με αφήσετε ελεύθερον. 69 Αλλά από τώρα ο υιός του ανθρώπου θα κάθεται αιωνίως εις τα δεξιά του παντοδυνάμου Θεού”. 70 Είπον δε όλοι· “συ, λοιπόν, είσαι ο Υιός του Θεού;”. Ο δε Ιησούς απήντησε εις αυτούς· “το λέγετε και σεις οι ίδιοι, ότι εγώ είμαι ο Υιός του Θεού”. 71 Αυτοί δε είπαν· “τι μας χρειάζεται πλέον μαρτυρία; Διότι όλοι ηκούσαμε από το στόμα του, να λέγη ότι είναι ο Υιός του Θεού. Αυτό είναι βλασφημία, που τιμωρείται με θάνατον”. (Και έτσι η αλήθεια που τους είπε ο Κυριος, ότι είναι ο Μεσσίας, και την οποίαν με την αγίαν διδασκαλίαν του, με τα πρωτοφανή αναρίθμητα θαύματά του και με την Αγιωτάτην ζωήν του είχε αποδείξει, εχρησιμοποιήθη από τους παρανόμους εκείνους δικαστάς ως αιτία της καταδίκης του).

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΓ´ 1 - 1


1 Και αφού εσηκώθηκε όλο το πλήθος των συνέδρων, έφεραν τον Ιησούν στον Πιλάτον.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα