❌
Παρασκευή, 13 Ιανουαρίου 2023

Άγιοι Έρμυλος και Στρατόνικος, Όσιος Μάξιμος ο Καυσοκαλυβίτης
Ἑρμύλου καὶ Στρατονίκου μαρτύρων (†315).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Β´ 1 - 13


1 Ἀδελφοί μου, μὴ ἐν προσωποληψίαις ἔχετε τὴν πίστιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τῆς δόξης. 2 ἐὰν γὰρ εἰσέλθῃ εἰς τὴν συναγωγὴν ὑμῶν ἀνὴρ χρυσοδακτύλιος ἐν ἐσθῆτι λαμπρᾷ, εἰσέλθῃ δὲ καὶ πτωχὸς ἐν ῥυπαρᾷ ἐσθῆτι, 3 καὶ ἐπιβλέψητε ἐπὶ τὸν φοροῦντα τὴν ἐσθῆτα τὴν λαμπρὰν καὶ εἴπητε αὐτῷ, σὺ κάθου ὧδε καλῶς, καὶ τῷ πτωχῷ εἴπητε, σὺ στῆθι ἐκεῖ ἢ κάθου ὧδε ὑπὸ τὸ ὑποπόδιόν μου, 4 καὶ οὐ διεκρίθητε ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐγένεσθε κριταὶ διαλογισμῶν πονηρῶν; 5 Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί. οὐχ ὁ Θεὸς ἐξελέξατο τοὺς πτωχοὺς τοῦ κόσμου πλουσίους ἐν πίστει καὶ κληρονόμους τῆς βασιλείας ἧς ἐπηγγείλατο τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν; 6 ὑμεῖς δὲ ἠτιμάσατε τὸν πτωχόν. οὐχ οἱ πλούσιοι καταδυναστεύουσιν ὑμῶν, καὶ αὐτοὶ ἕλκουσιν ὑμᾶς εἰς κριτήρια; 7 οὐκ αὐτοὶ βλασφημοῦσι τὸ καλὸν ὄνομα τὸ ἐπικληθὲν ἐφ’ ὑμᾶς; 8 εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε· 9 εἰ δὲ προσωποληπτεῖτε, ἁμαρτίαν ἐργάζεσθε, ἐλεγχόμενοι ὑπὸ τοῦ νόμου ὡς παραβάται. 10 ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος. 11 ὁ γὰρ εἰπών μὴ μοιχεύσῃς, εἶπε καί μὴ φονεύσῃς· εἰ δὲ οὐ μοιχεύσεις, φονεύσεις δέ, γέγονας παραβάτης νόμου. 12 οὕτω λαλεῖτε καὶ οὕτω ποιεῖτε, ὡς διὰ νόμου ἐλευθερίας μέλλοντες κρίνεσθαι· 13 ἡ γὰρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος· κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Β´ 1 - 13


1 Αδελφοί μου, ἔχετε πάντοτε εἰλικρινῆ καὶ θεάρεστα ἐλατήρια εἰς τὰς ἐκδηλωσεις τῆς θρησκείας σας καὶ μὴ συντροφεύετε μὲ πράξεις μεροληψίας καὶ προτιμήσεως προσώπων τὴν πίστιν πρὸς τὸν ἔνδοξον Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστὸν εἰς οὐδεμίαν περίστασιν, ἰδιαιτέρως δὲ εἰς τοὺς τόπους καὶ εἰς τὴν ὥραν τῆς λατρείας σας. 2 Διότι, ἐὰν ἐπὶ παραδείγματι εἰσέλθῃ εἰς τὴν σύναξιν, ποὺ κάνετε πρὸς λατρείαν τοῦ Θεοῦ, ἄνθρωπος μὲ χρυσὰ δακτυλίδια, μὲ ροῦχα πολυτελῆ καὶ λαμπρά, εἰσέλθῃ δὲ καὶ κάποιος πτωχὸς μὲ παληὰ καὶ λερωμένα ρούχα, 3 καὶ στρέψετε ξιππασμένοι τὰ βλέμματά σας πρὸς ἐκεῖνον, ποὺ φορεῖ τὰ λαμπρὰ ροῦχα, καὶ τοῦ εἴπετε· Σὺ κάθησε ἐδ·ῶ, εἰς τιμητικὸν καὶ ἀναπαυτικὸν κάθισμα· καὶ εἰς τὸν πτωχὸν εἴπετε· Σὺ στάσου ἐκεῖ ὄρθιος ἢ κάθησε ἐδῶ παρακάτω ἀπὸ τὸ σκαλοπάτι ποὺ πατοῦν τὰ πόδια μου, 4 σᾶς ἐρωτῶ, τί ἐκάματε, ἀδελφοί μου; Μὲ τὴν μεροληπτικὴν αὐτὴν συμπεριφοράν σας δὲν ἐδοκιμάσατε μέσα σας ἀμφιβολίαν καὶ δισταγμοὺς καὶ τύψιν συνειδήσεως καὶ δὲν καταλήξατε σὰν ἄδικοι κριταὶ εἰς ἀπόφασιν ἐμπνεομένην ἀπὸ σκέψεις πονηράς, ἀντιθέτους πρὸς τὴν δικαιοσύνην καὶ τὴν χριστιανικὴν ἀγάπην, ἡ ὁποία μᾶς ἐπιβάλλει νὰ θεωρῶμεν ὅλους ἴσους καὶ ἀδελφούς μας; 5 Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί. Δὲν ἐξέλεξεν ὁ Θεὸς τοὺς πτωχοὺς κατὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά του κόσμου διὰ νὰ γίνουν πλούσιοι εἰς τὸν πνευματικὸν κόσμον, ποὺ μᾶς διανοίγει ἡ πίστις, καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας, ποὺ ὑπεσχεθη ὁ Θεὸς εἰς ἐκείνους, ποὺ τὸν ἀγαποῦν; 6 Ἐν λοιπὸν Ὁ Θεὸς ἐτίμησε τὸν πτωχόν, σεῖς τουναντΊον κατεξευτελίσατε αὐτόν. Καὶ ἐτιμήσατε τὸν πλούσιον. Ἀλλὰ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πλουσίους δὲν σᾶς καταπιέζουν, καὶ δὲν σᾶς τραβοῦν αὐτοὶ μὲ τὴν βίαν εἰς τὰ δικαστήρια; 7 Δὲν βλασφημοῦν αὐτοὶ τὸ καλὸν ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖον σᾶς ἐδόθη καὶ μὲ τὸ ὁποῖον ὀνομάζεσθε λαὸς Χριστοῦ; 8 Θὰ μοῦ προβάλλετε ἴσως τὴν ἔνστασιν: Δὲν εἴμεθα λοιπὸν ὑποχρεωμένοι νὰ ἀγαπῶμεν καὶ τοὺς πλουσίους ὡς πλησίον μας; Ἐὰν δὲν προσωποληπτῆτε, ἀλλὰ ἐκτελῆτε καὶ ἐφαρμόζετε τὸν νόμον, ποὺ πράγματι ἁρμόζει εἰς βασιλεῖς, καὶ ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὴν Γραφὴν ὁρίζει· Θὰ ἀγαπήσῃς τὸν πλησίον σου, ὅπως ἀγαπᾷς τὸν ἑαυτόν σου, καλῶς πράττετε ἀγαπῶντες καὶ τιμῶντες τοὺς πλουσίους. 9 Ἐὰν ὅμως κάνετε μεροληπτικὰς διακρίσεις ἀναλόγως τῶν προσώπων, τότε διαπράττετε ἁμαρτίαν καὶ ἀποδεικνύεσθε ἀπὸ τὸν νόμον παραβάται αὐτοῦ. 10 Μὴ νομίζετε δέ, ὅτι ἡ μεροληπτικὴ αὐτὴ διάκρισις δὲν εἶναι σοβαρὰ ἁμαρτία. Εἶναι παράβασις ὅλου τοῦ νόμου. Διότι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ τηρήσῃ ὅλον τὸν νόμον, θὰ πταίσῃ δὲ εἰς ἕνα παράγγελμα τοῦ νόμου, ἔγινεν ἔνοχος παραβάσεως ὁλοκλήρου τοῦ νόμου. Ὅλα τὰ θεῖα παραγγέλματα ἀποτελοῦν ἑνιαῖον σύνολον, εἰς τὸ ὁποῖον τὸ ἓν παράγγελμα ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἄλλο. 11 Διότι ἕνας καὶ ὁ αὐτὸς Θεὸς ἐνομοθέτησε τὸν ὅλον νόμον καὶ ἐξέφρασε δι’ αὐτοῦ τὸ θέλημά του. Ὁ Θεός, ποὺ εἶπε μὴ μοιχεύσης, εἶπε καὶ μὴ φονεύσῃς. Ἐὰν δὲ δὲν μοιχεύσῃς, φονεύσῃς ὅμως, ἔγινες παραβάτης τοῦ νόμου. 12 Νὰ ὁμιλῆτε ἔτσι καὶ νὰ πράττετε ἔτσι, ὅπως ἁρμόζει εἰς ἀνθρώπους, ποὺ μέλλουν νὰ κριθοῦν ἐπὶ τῇ βάσει νόμου, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπον ἐλεύθερον καὶ ὄχι δοῦλον τῶν ἀνθρώπων, ὅπως τὸν κάνει ἡ προσωποληψία. 13 Πρέπει δὲ νὰ προσέχετε, ὥστε νὰ μὴ γίνεσθε σκληροὶ καὶ ἀσυμπαθεῖς διὰ τῶν προσωποληψιῶν σας, διότι ἡ κρίσις τότε τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι χωρὶς ἔλεος καὶ ἐπιείκειαν δι’ ἐκεῖνον, ποὺ ὑπῆρξεν ἄσπλαγχνος εἰς τοὺς ἀδελφούς του ἡ εὐσπλαγχνία δὲ καὶ τὸ ἔλεος δὲν φοβεῖται τὴν κρίσιν, ἀλλὰ καυχᾶται κατ’ αὐτῆς διότι τὴν κατανικᾷ καὶ ἀποδεικνύεται τὸ ἔλεος ἰσχυρότερον ἀπὸ τὴν κρίσιν.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Β´ 1 - 13


1 Αδελφοί μου, προσέχετε να μη έχετε και εκδηλώνετε την πίστιν σας προς τον ένδοξον Κυριον μας Ιησούν Χριστόν με προσωποληψίας και μάλιστα στον τόπον και τον χρόνον της λατρείας. 2 Διότι,-ας υποθέσωμεν-εάν εισέλθη εις την λατρευτικήν σας συγκέντρωσιν άνθρωπος με χρυσά δακτυλίδια, με ενδύματα πολυτελή και φαντακτερά, εισέλθη δε και ένας πτωχός με φθηνά και λερωμένα ρούχα 3 και στρέψετε τα βλέματά σας με θαυμασμόν και εκτίμησιν προς εκείνον, που φορεί το λαμπρόν ένδυμα, και του πήτε· “συ κάθισε εδώ αναπαυτικά στο τιμητικόν κάθισμα” και στον πτωχόν πήτε· “συ στάσου εκεί πέρα όρθιος”. η “κάθισε εδώ, πιο χαμηλά, από το υποπόδιόν μου”, 4 σας ερωτώ, με την προσωποληψίαν σας αυτήν και την μεροληπτικήν συμπεριφοράν σας δεν εκάματε μέσα σας μεροληπτικήν διάκρισιν μεταξύ πλουσίου και πτωχού και δεν εγίνατε άδικοι κριταί, εφ' όσον κατελήξατε εις απόφασιν στηριχθείσαν εις πονηρούς διαλογισμούς, αντιθέτους προς την αγάπην και την δικαιοσύνην του Θεού; 5 Ακούσατε, αδελφοί μου αγαπητοί, δεν εξέλεξεν ο Θεός τους πτωχούς και γυμνούς από τα υλικά αγαθά του κόσμου τούτου, δια να γίνουν πλούσιοι στον ουράνιον κόσμον, τον οποίον μας χαρίζει η πίστις, και κληρονόμοι της βασιλείας, που υπεσχέθη ο Θεός εις όσους τον αγαπούν; 6 Σεις όμως, επεριφρονήσατε και εξηυτελίσατε τον πτωχόν, δια να τιμήσετε μεροληπτικώς τον πλούσιον. Αλλά σας ερωτώ· δεν είναι οι πλούσιοι, οι οποίοι σας καταπιέζουν, και δεν είναι αυτοί, που σας τραβούν εις τα δικαστήρια; 7 Δεν διαβάλλουν αυτοί με την συμπεριφοράν των και δεν εξευτελίζουν το καλόν όνομα του Χριστού, με το οποίον ονομάζεσθε Χριστιανοί και λαός του Χριστού; 8 Εάν όμως συμπεριφέρεσθε έτσι προς τους πλουσίους, όχι διότι προσωποληπτείτε, αλλά διότι εφαρμόζετε τον νόμον του βασιλέως Χριστού, όπως περιέχεται εις την Αγίαν Γραφήν “αγαπήσστον πλησίον σου ως σεαυτόν”. καλώς πράττετε, φερόμενοι έτσι ενώπιον των πλουσίων. 9 Εάν όμως φέρεσθε μεροληπτικά, επηρεασμένοι από αδίκους προσωποληψίας, τότε διαπράττετε αμαρτίαν και αποδεικνύεσθε από αυτόν τούτον τον Νομον του Θεού ως παραβάται, έστω και αν δεν έχετε παραβή άλλας εντολάς. 10 Διότι, εκείνος που θα τηρήση όλον τον Νομον, θα πταίση δε και θα παραβή μίαν εντολήν, έγινεν ένοχος παραβάσεως όλων των εντολών. 11 Διότι ο Θεός, ο οποίος είπε “μη φονεύσης”. Εάν δε δεν μοιχεύσης, αλλά φονεύσης, έγινες παραβάτης όλου του Νομου. (Τον νομοθέτην Θεόν επεριφρόνησες και ύβρισες με την παράβασίν σου αυτήν). 12 Να ομιλήτε μεταξύ σας και να πράττετε έτσι, όπως ταιριάζει εις ανθρώπους, που μέλλουν να κριθούν με τον νόμον, ο οποίος αναδεικνύει τον άνθρωπον ελεύθερον (και όχι δούλον της προσωποληψίας και ανθρωπαρεσκείας). 13 Μη παρασύρεσθε από από την προσωποληψίαν και φαίνεσθε σκληροί και άσπλαγχνοι απέναντι των πτωχών και ασήμων, διότι η κρίσις του Θεού θα είναι χωρίς έλεος, δι' εκείνον, που δεν έδειξε έλεος προς τους αδελφούς του. Το έλεος και η ευσπλαγχνία κατανικά και εξουδετερώνει την καταδίκην.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κ´ 1 - 8


1 Καὶ ἐγένετο ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν ἐκείνων διδάσκοντος αὐτοῦ τὸν λαὸν ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εὐαγγελιζομένου ἐπέστησαν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς σὺν τοῖς πρεσβυτέροις 2 καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν λέγοντες· Εἰπέ ἡμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς, ἢ τίς ἐστιν ὁ δούς σοι τὴν ἐξουσίαν ταύτην; 3 ἀποκριθεὶς δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς· Ἐρωτήσω ὑμᾶς κἀγὼ ἕνα λόγον, καὶ εἴπατέ μοι· 4 τὸ βάπτισμα Ἰωάννου ἐξ οὐρανοῦ ἦν ἢ ἐξ ἀνθρώπων; 5 οἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες ὅτι ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ, διατί οὖν οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ; 6 ἐὰν δὲ εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων, πᾶς ὁ λαὸς καταλιθάσει ἡμᾶς· πεπεισμένος γάρ ἐστιν Ἰωάννην προφήτην εἶναι. 7 καὶ ἀπεκρίθησαν μὴ εἰδέναι πόθεν. 8 καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κ´ 1 - 8


1 Καὶ κατὰ μίαν ἀπὸ τὰς ἀξιομνημονεύτους ἐκείνας ἡμέρας, ἐνῷ αὐτὸς ἐδίδασκε τὸν λαὸν εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐκήρυττε τὸ εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας, συνέβη νὰ ἔλθουν ἔξαφνα οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς μαζὶ μὲ τοὺς προεστοὺς 2 καὶ τοῦ εἶπαν αὐτοὺς τοὺς λόγους· Εἰπέ μας, μὲ ποίαν ἐξουσίαν ἐνεργεῖς αὐτά; Ἢ ποῖος σοῦ ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν αὐτὴν τοῦ νὰ διώχνῃς ἀπὸ τὸ ἱερὸν τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ διδάσκῃς μέσα εἰς τὸν ἱερὸν αὐτὸν τόπον; 3 Ἀπεκρίθη δὲ καὶ τοὺς εἶπε· θὰ σᾶς ἐρωτήσω καὶ ἐγὼ περὶ ἑνὸς ζητήματος. Ἐφ’ ὅσον δὲ σεῖς παρουσιάζεσθε ὡς ἐξουσιοδοτημένοι διδάσκαλοι, ὁμιλήσατε πρῶτοι καὶ εἴπατέ μου τὴν ἐπὶ τοῦ ἐρωτήματός μου τούτου ἀπάντησίν σας. 4 Τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος ἐμαρτύρησε δι’ ἐμὲ καὶ ὑπῆρξε πρόδρομός μου, ἦτο ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἀπὸ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ ἢ ἦτο ἀπὸ ἐπινόησιν καὶ ἐντολὴν ἀνθρώπων; 5 Αὐτοὶ δὲ ἐσυλλογίσθησαν μεταξύ των καὶ εἶπαν, ὅτι ἐὰν εἴπωμεν, ὅτι ἦτο ἐξ οὐρανοῦ καὶ συνεπῶς εἶχεν ὁρισθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν, θὰ εἴπῃ, διατὶ λοιπὸν δὲν ἐπιστεύσατε εἰς αὐτόν; 6 Ἐὰν δὲ εἴπωμεν, ὅτι τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἦτο ἐπινόησις ἀνθρώπων, ὅλος ὁ λαὸς θὰ μᾶς καταλιθοβολήσῃ, διότι ὅλοι εἶναι πεπεισμένοι, ὅτι ὁ Ἰωάννης ἦτο προφήτης. 7 Καὶ αὐτοί, ποὺ ἐκαυχῶντο, ὅτι ἦσαν oὶ ἀνεγνωρισμένοι διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ, ἀπεκρίθησαν, ὅτι δὲν ἤξευραν, πόθεν ἦτο τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου. 8 Καὶ τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπεν εἰς αὐτούς· Οὔτε ἐγὼ σᾶς λέγω, μὲ ποίαν ἐξουσίαν καὶ μὲ ποῖον δικαίωμα πράττω αὐτὰ ποὺ βλέπετε.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κ´ 1 - 8


1 Μιαν από τας μεγάλας εκείνας ημέρας καθώς ο Κυριος εδίδασκε εις τας αυλάς του Ναού τον λαόν και εκήρυττε το χαρμόσυνον μήνυμα της σωτηρίας, ήλθαν έξαφνα κοντά του αποφασιστικοί οι αρχιερείς και οι γραμματείς μαζή με τους πρεσβυτέρους 2 και του είπαν· “πες μας, με ποιά εξουσία κάμνεις αυτά η ποιός σου έδωκε την εξουσίαν αυτήν, ώστε, εκτός των άλλων, να διώχνης και τους εμπορευομένους από τον ναόν;” 3 Απεκρίθη δε και είπεν εις αυτούς ο Κυριος· “και εγώ θα σας υποβάλω μίαν ερώτησιν, εις την οποίαν σαν διδάσκαλοι με εξουσίαν και κύρος που θέλετε να είσθε, πρέπει να μου απαντήσετε. 4 Το βάπτισμα του Ιωάννου ήτο από τον ουρανόν, εγίνετο κατόπιν εντολής του Θεού, η ήτο απλή και άνευ σημασίας επινόησις ανθρώπων”. 5 Εκείνοι δε εσκέφθησαν μεταξύ των και είπαν ότι, εάν είπωμεν εξ ουρανού, δηλαδή από τον Θεόν, θα μας πη· διατί δεν επιστεύσατε εις αυτόν; 6 Εάν δε είπωμεν, ότι ήτο επινόησις ανθρώπων και επομένως ο Ιωάννης δεν ήτο προφήτης, απεσταλμένος δηλαδή από τον Θεόν, όλος ο λαός θα μας λιθοβολίση αγρίως, διότι όλοι έχουν ακλόνητον την πεποίθησιν, ότι ο Ιωάννης είναι προφήτης του Θεού. 7 Και, αυτοί, οι επίσημοι διδάσκαλοι του Ισραήλ, κατησχημένοι απήντησαν, ότι δεν ξεύρουν, από που ήτο το βάπτισμα του Ιωάννου. 8 Και τότε ο Ιησούς τους είπεν· “ούτε εγώ σας λέγω με ποίαν εξουσίαν κάμνω αυτά”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα