❌
Παρασκευή, 02 Δεκεμβρίου 2022

Προφήτης Αββακούμ, Αγία Μυρώπη, Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης ο διορατικός και θαυματουργός
Ἀββακοὺμ προφήτου (700 π.Χ.). Θεοφίλου ὁσίου (†251), Μυρόπης μάρτυρος (δ ́ αἰ.). Πορφυρίου ὁσίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου (†1991).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Β' Γ´ 6 - 18


6 Παραγγέλλομεν δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καὶ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν ἣν παρέλαβον παρ’ ἡμῶν. 7 αὐτοὶ γὰρ οἴδατε πῶς δεῖ μιμεῖσθαι ἡμᾶς, ὅτι οὐκ ἠτακτήσαμεν ἐν ὑμῖν, 8 οὐδὲ δωρεὰν ἄρτον ἐφάγομεν παρά τινος, ἀλλ’ ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, νύκτα καὶ ἡμέραν ἐργαζόμενοι, πρὸς τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαί τινα ὑμῶν· 9 οὐχ ὅτι οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν, ἀλλ’ ἵνα ἑαυτοὺς τύπον δῶμεν ὑμῖν εἰς τὸ μιμεῖσθαι ἡμᾶς. 10 καὶ γὰρ ὅτε ἦμεν πρὸς ὑμᾶς, τοῦτο παρηγγέλλομεν ὑμῖν, ὅτι εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω. 11 ἀκούομεν γάρ τινας περιπατοῦντας ἐν ὑμῖν ἀτάκτως, μηδὲν ἐργαζομένους, ἀλλὰ περιεργαζομένους· 12 τοῖς δὲ τοιούτοις παραγγέλλομεν καὶ παρακαλοῦμεν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα μετὰ ἡσυχίας ἐργαζόμενοι τὸν ἑαυτῶν ἄρτον ἐσθίωσιν. 13 Ὑμεῖς δέ, ἀδελφοί, μὴ ἐκκακήσητε καλοποιοῦντες. 14 εἰ δέ τις οὐχ ὑπακούει τῷ λόγῳ ἡμῶν διὰ τῆς ἐπιστολῆς, τοῦτον σημειοῦσθε, καὶ μὴ συναναμίγνυσθαι αὐτῷ, ἵνα ἐντραπῇ· 15 καὶ μὴ ὡς ἐχθρὸν ἡγεῖσθε, ἀλλὰ νουθετεῖτε ὡς ἀδελφόν. 16 Αὐτὸς δὲ ὁ Κύριος τῆς εἰρήνης δῴη ὑμῖν τὴν εἰρήνην διὰ παντὸς ἐν παντὶ τρόπῳ. Ὁ Κύριος μετὰ πάντων ὑμῶν. 17 Ὁ ἀσπασμὸς τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου, ὅ ἐστι σημεῖον ἐν πάσῃ ἐπιστολῇ· οὕτω γράφω. 18 Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν.

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Β' Γ´ 6 - 18


6 Σᾶς παραγγέλλομεν δέ, ἀδελφοί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ μὴ ἔχετε στενὰς σχέσεις, ἀλλὰ νὰ ἀποχωρίζεσθε σεῖς ἀπὸ κάθε ἀδελφόν, ποὺ συμπεριφέρεται ἄτακτα καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσιν, τὴν ὁποίαν καὶ αὐτοὶ ποὺ ἀτακτοῦν παρέλαβον ἀπὸ ἡμᾶς. 7 Τί δὲ μὲ τὸ παράδειγμά μας καὶ τὴν διδασκαλίαν μας σᾶς παρεδώκαμεν ἡμεῖς, δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ σᾶς εἴπω. Διότι μόνοι σας γνωρίζετε, πῶς πρέπει νὰ μᾶς μιμῆσθε, ἐπειδὴ δὲν ἀτακτήσαμεν μεταξύ σας καὶ δὲν σᾶς ἐδώκαμεν ἀφορμὴν νὰ ὑποθέσετε, ὅτι ζῶμεν εἰς βάρος τῶν ἄλλων. 8 Οὔτε ἐλάβαμεν ἀπὸ κανένα τὰ μέσα τῆς συντηρήσεώς μας δωρεὰν καὶ χωρὶς πληρωμήν, ἀλλὰ ἐπρομηθεύθημεν αὐτὰ μὲ κόπον καὶ μὲ μόχθον καὶ εἰργαζόμεθα νύκτα καὶ ἡμέραν διὰ νὰ μὴ ἐπιβαρύνωμεν κανένα ἀπὸ σᾶς. 9 Ὑπεβλήθημεν δὲ εἰς τὴν κοπιαστικὴν αὐτὴν ἐργασίαν, ὄχι διότι δὲν εἴχαμεν δικαίωμα νὰ ζητήσωμεν ἀπὸ σᾶς τὴν συντήρησίν μας, ἀλλὰ διὰ νὰ δώσωμεν τὸν ἑαυτόν μας παράδειγμα διὰ νὰ μᾶς μιμῆσθε. 10 Διότι καὶ ὅταν ἤμεθα πλησίον σας, αὐτὴν τὴν παραγγελίαν σας ἐδίδαμεν, ὅτι δηλαδή, ἐὰν κανεὶς δὲν θέλῃ νὰ ἐργάζεται, δὲν πρέπει οὐδὲ νὰ τρώγῃ. 11 Καὶ τώρα ἐπαναλαμβάνομεν τὴν παραγγελίαν ταύτην, διότι ἀκούομεν, ὅτι μερικοὶ συμπεριφέρονται μεταξύ σας ἄτακτα καὶ δὲν ἐργάζονται καμμίαν ἐργασίαν, ἀλλὰ περιεργάζονται τὰς ξένας ὑποθέσεις. 12 Παραγγέλλομεν δὲ εἰς τοὺς τοιούτους καὶ τοὺς παρακαλοῦμεν μὲ τὸ κῦρος καὶ τὴν ἐξουσίαν, ποὺ μᾶς δίδει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, νὰ ἐργάζωνται ἥσυχα καὶ εἰρηνικὰ καὶ νὰ τρώγουν τὸ ψωμί, ποὺ θὰ κερδίζουν μὲ τὸν κόπον των. 13 Σεῖς ὅμως, ἀδελφοί, μὴ ἀποκάμνετε πράττοντες τὸ καλὸν καὶ πρὸς αὐτούς. 14 Ἐὰν δὲ κανεὶς δὲν ὑπακούῃ εἰς τὸν λόγον μας, ποὺ σᾶς γράφομεν μὲ τὴν ἐπιστολὴν αὐτήν, σημαδεύετε τοῦτον καὶ μὴ τὸν συναναστρέφεσθε μὲ οἰκειότητα, διὰ νὰ ἐντραπῇ καὶ διορθωθῇ. 15 Καὶ μὴ τὸν θεωρῆτε ὡς ἐχθρόν, ἀλλὰ συμβουλεύετέ τον ὡς ἀδελφόν. 16 Εἴθε δὲ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον πηγάζει ἡ εἰρήνη, νὰ σᾶς δώσῃ τὴν εἰρήνην μόνιμον καὶ ἀσφαλισμένην μὲ κάθε τρόπον, ὥστε νὰ μὴ ἀπομείνῃ μεταξύ σας οὐδὲ ἡ παραμικρὰ ἀφορμὴ διαμάχης ἢ ταραχῆς. Εἴθε ὁ Κύριος νὰ εἶναι μὲ ὅλους σας. 17 Ο ἐγκάρδιος χαιρετισμός, ποὺ ἐπισφραγίζει τὴν ἐπιστολήν, ἐγράφη μὲ τὸ ἰδικόν μου χέρι τοῦ Παύλου, καὶ αὐτὸ εἶναι σημεῖον εἰς κάθε ἐπιστολήν μου, ὅτι πράγματι αὐτὴ εἶναι ἰδική μου. Ἔτσι συνηθίζω νὰ γράφω. 18 Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ εἴθε νὰ εἶναι μὲ ὅλους σας. Ἀμήν.

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Β' Γ´ 6 - 18


6 Παραγγέλλομεν δε εις σας, αδελφοί, εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να κρατήτε τον εαυτόν σας εις απόστασιν από κάθε αδελφόν, ο οποίος συμπεριφέρεται άτακτα και δεν πορεύεται σύμφωνα με την παράδοσιν, την οποίαν και αυτοί που ατακτούν έχουν παραλάβει από ημάς. 7 Σεις δε οι ίδιοι γνωρίζετε καλά, πως πρέπει να μας μιμήσθε, διότι δεν εφέρθημεν ποτέ με αταξίαν ανάμεσά σας. 8 Ούτε και δωρεάν εφάγαμεν το ψωμί μας ούτε και συντηρηθήκαμεν από κανένα, αλλ' επρομηθευόμεθα αυτά, που μας εχρειάζοντο δια την συντήρισίν μας, με κόπον και μόχθον, εργαζόμενοι νύκτα και ημέραν δια να μη επιβαρύνωμεν κανένα από σας. 9 Και τούτο, όχι διότι δεν είχαμεν εξουσίαν και δικαίωμα να ζητήσωμεν από σας τα μέσα της συντηρήσεώς μας, αλλά δια να δώσωμεν τον ευατόν μας παράδειγμα, ώστε να μας μιμήσθε. 10 Διότι, και όταν ήμεθα μεταξύ σας, αυτήν την εντολήν και νουθεσίαν σας εδίδαμεν, ότι, εάν κανείς δεν θέλη να εργάζεται, δεν πρέπει ούτε και να τρώγη. 11 Σας υπενθυμίζομεν πάλιν αυτήν την εντολήν, διότι ακούομεν, ότι μερικοί φέρονται μεταξύ σας κατά τρόπον άτακτον, ότι δε κάμνουν καμμίαν εργασίαν, αλλά περιεργάζονται τους άλλους και τας υποθέσεις των άλλων. 12 Εις αυτούς παραγγέλλομεν και τους παρακαλούμεν εξ ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να εργάζωνται με ησυχίαν και τρώγουν ειρηνικοί το ψωμί που θα κερδίζουν με την εργασίαν των. 13 Σεις δε, αδελφοί, να μη αποκάμνετε ποτέ, πράττοντες το καλόν προς όλους. 14 Εάν δε κανείς δεν υπακούη στους λόγους μας, που περιέχει η επιστολή αυτή, αυτόν να τον έχετε υπ' όψιν σας και να μη τον συναναστρέφεσθε, δια να αισθανθή το σφάλμα του, δια να εντραπή και διορθωθή. 15 Και μη τον θεωρείτε ως εχθρόν, αλλά να τον συμβουλεύετε με αγάπην ως αδελφόν. 16 Αυτός δε ο Κυριος, η πηγή και ο χορηγός της ειρήνης, είθε να σας δώση την ειρήνην παντοτεινήν και με κάθε τρόπον, ώστε να είσθε σαν άτομα και σαν κοινωνία, ειρηνικοί. Είθε ο Κυριος να είναι μαζή με όλους σας. 17 Ο χαιρετισμός αυτός εγράφη με το δικό μου το χέρι, του Παύλου· αυτό δε είναι σημείον γνησιότητος εις κάθε επιστολήν μου. Ετσι γράφω πάντοτε τας επιστολάς μου. 18 Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού είθε να είναι μαζή με όλους σας. Αμήν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κ´ 19 - 26


19 Καὶ ἐζήτησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς ἐπιβαλεῖν ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ, καὶ ἐφοβήθησαν τὸν λαόν· ἔγνωσαν γὰρ ὅτι πρὸς αὐτοὺς τὰς παραβολὰς ἔλεγε. 20 Καὶ παρατηρήσαντες ἀπέστειλαν ἐγκαθέτους, ὑποκρινομένους ἑαυτοὺς δικαίους εἶναι, ἵνα ἐπιλάβωνται αὐτοῦ λόγου εἰς τὸ παραδοῦναι αὐτὸν τῇ ἀρχῇ καὶ τῇ ἐξουσίᾳ τοῦ ἡγεμόνος. 21 καὶ ἐπηρώτησαν αὐτὸν λέγοντες· Διδάσκαλε, οἴδαμεν ὅτι ὀρθῶς λέγεις καὶ διδάσκεις, καὶ οὐ λαμβάνεις πρόσωπον, ἀλλ’ ἐπ’ ἀληθείας τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ διδάσκεις· 22 ἔξεστιν ἡμῖν Καίσαρι φόρον δοῦναι ἢ οὔ; 23 κατανοήσας δὲ αὐτῶν τὴν πανουργίαν εἶπε πρὸς αὐτούς· Τί μέ πειράζετε; 24 δείξατέ μοι δηνάριον· τίνος ἔχει εἰκόνα καὶ ἐπιγραφήν; ἀποκριθέντες δὲ εἶπον· Καίσαρος. 25 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἀπόδοτε τοίνυν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ. 26 καὶ οὐκ ἴσχυσαν ἐπιλαβέσθαι αὐτοῦ ῥήματος ἐναντίον τοῦ λαοῦ, καὶ θαυμάσαντες ἐπὶ τῇ ἀποκρίσει αὐτοῦ ἐσίγησαν.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κ´ 19 - 26


19 Καὶ ἐζήτησαν oὶ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς νὰ βάλουν χέρι ἐπάνω του καὶ νὰ τὸν συλλάβουν κατ’ ἐκείνην ἀκριβῶς τὴν ὥραν, ἀλλ’ ἐφοβήθησαν τὸν λαόν. Ἤθελαν δὲ αὐτοστιγμεὶ νὰ τὸν συλλάβουν, διότι ἐκατάλαβαν, ὅτι δι’ αὐτοὺς ἔλεγε τὰς παραβολάς. 20 Καὶ ἀφοῦ ἐκαιροφυλάκτησαν, ἀπέστειλαν κατασκόπους, oὶ ὁποῖοι ὑπεκρίνοντο ὅτι ἦσαν εὐσυνείδητοι καὶ ἐνδιεφέροντο πολὺ νὰ συμμορφώνωνται πρὸς τὸ δίκαιον. Τοὺς ἔστειλαν δέ, διὰ νὰ τοῦ ἀποσπάσουν κάποιον λόγον ἐνοχοποιητικόν, ὥστε νὰ τὸν παραδώσουν εἰς τὴν ἀρχὴν καὶ τὴν ἐξουσίαν τοῦ ἡγεμόνος. 21 Καὶ τὸν ἠρώτησαν καὶ εἶπαν· Διδάσκαλε, γνωρίζομεν, ὅτι ὀρθὰ καὶ ἀληθῆ λέγεις καὶ διδάσκεις, χωρὶς νὰ παρεκκλίνῃς διόλου ἀπὸ τὴν εὐθεῖαν γραμμήν, καὶ δὲν λογαριάζεις ἀνθρώπους, οὔτε χαρίζεσαι εἰς πρόσωπον, ἀλλὰ βασιζόμενος πάντοτε εἰς τὴν ἀλήθειαν διδάσκεις τὸν δρόμον τοῦ Θεοῦ. 22 Σὲ συμβουλευόμεθα λοιπόν· Ἐπιτρέπεται εἰς ἡμᾶς, ποὺ ἀνήκομεν εἰς τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ καὶ βασιλέα ἔχομεν αὐτὸν τὸν Θεόν, νὰ δώσωμεν εἰς τὸν Καίσαρα φόρον, ἢ δὲν ἐπιτρέπεται; 23 Ἀντελήφθη ὅμως τὴν πονηρίαν των καὶ τοὺς εἶπε· Διατὶ μὲ ἐκθέτετε εἰς πειρασμὸν καὶ ζητεῖτε νὰ μὲ συλλάβετε εἰς παγίδα; 24 Δείξατέ μου ἓν δηνάριον. Ποίου τὴν εἰκόνα καὶ ἐπιγραφὴν ἔχει τὸ νόμισμα αὐτό; Ἀπεκρίθησαν ἐκεῖνοι καὶ εἶπον· τοῦ Καίσαρος. 25 Αὐτὸς δὲ τότε τοὺς εἶπε· Μόνοι σας ἐδέχθητε εἰς τὰς συναλλαγάς σας τὰ νομίσματα τοῦ Καίσαρος καὶ μὲ αὐτὰ διενεργεῖτε τὸ ἐμπόριον σας καὶ διευκολύνεσθε εἰς τὰς μεταξύ σας σχέσεις. Δώσατε λοιπὸν ὀπίσω εἰς τὸν Καίσαρα ἐκεῖνα, ποὺ ἀνήκουν εἰς τὸν Καίσαρα, τοὺς φόρους δηλαδὴ καὶ τὴν ὑποταγὴν εἰς τοὺς νόμους, ποὺ ἀσφαλίζουν τὴν ἀπονομὴν τοῦ δικαίου καὶ τὴν εἰρηνικὴν συμβίωσιν τῶν πολιτῶν. Δώσατε δὲ καὶ εἰς τὸν Θεὸν ἐκεῖνα, ποὺ ἀνήκουν εἰς τὸν Θεόν, δηλαδὴ ὁλόκληρον τὸν ἐσωτερικόν σας ἄνθρωπον καὶ ὅλον τὸν ἑαυτόν σας. 26 Καὶ δὲν κατώρθωσαν νὰ τοῦ πάρουν οὔτε τὸν παραμικρὸν ἐνοχοποιητικὸν λόγον ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸν ἤκουε καὶ θὰ ἐχρησίμευεν ὡς μάρτυς. Καὶ θαυμάσαντες διὰ τὴν ἀπόκρισίν του ἐσιώπησαν.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κ´ 19 - 26


19 Καταγανακτημένοι τότε οι γραμματείς και οι αρχιερείς εζήτησαν να τον συλλάβουν εκείνην την ώρα, διότι εκατάλαβαν καλά, ότι δι' αυτούς έλεγε τας παραβολάς, αλλά εφοβήθησαν τον λαόν. 20 Και αφού επερίμεναν κατάλληλον ευκαιρίαν, έστειλαν βαλτούς ανθρώπους των, που υπεκρίνοντο ότι είναι δίκαιοι, δια να αποσπάσουν από αυτόν κάποιον ενοχοποιητικόν η παρεξηγήσιμον λόγον, ώστε να τον παραδώσουν εις την αρχήν και εξουσίαν του ηγεμόνος. 21 Και, λοιπόν, τον ηρώτησαν λέγοντες· “διδάκαλε, γνωρίζομεν, ότι ορθά και σωστά λέγεις και διδάσκεις και δεν λαμβάνεις υπ' όψιν σου πρόσωπα ανθρώπων, αλλά, στηριζόμενος εις την αλήθειαν, διδάσκεις πάντοτε τον δρόμον του Θεού. 22 Σε παρακαλούμεν, λοιπόν να μας δώσης μίαν συμβουλήν. Επιτρέπεται εις ημάς, που ήμεθα ο εκλεκτός λαός του Θεού, να δίνωμεν φόρον στον Καίσαρα η όχι;” 23 Εκατάλαβε πολύ καλά ο Κυριος την πανουργίαν αυτών και τους είπε· “διατί με ερωτάτε με δολιότητα και θέλετε να με συλλάβετε εις παγίδαν; 24 Δείξατέ μου ένα δηνάριον· ποίου την εικόνα και την επιγραφήν έχει;” Εκείνοι απεκρίθησαν και είπαν “του Καίσαρος”. 25 Αυτός τότε τους είπε· “δώστε, λοιπόν, πίσω στον Καίσαρα, αυτά που ανήκουν στον Καίσαρα, πληρώσατε φόρον στον Καίσαρα, του οποίου τα νομίσματα χρησιμοποιείτε εις τας συναλλαγάς σας και δηλώνετε έτσι, ότι ευρίσκεσθε υπό την εξουσίαν και προστασίαν του. Δώστε όμως και στον Θεόν αυτά που ανήκουν στον Θεόν, ολόκληρον τον ευατόν σας με αγάπην και υποταγήν εις εκείνον”. 26 Και δεν ημπόρεσαν να του αποσπάσουν εμπρός στον λαόν κανένα ενοχοποιητικόν λόγον. Και γεμάτοι θαυμασμόν δια την αποστομωτικήν απάντησίν του, έκλεισαν το στόμα των.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα