❌
Σάββατο, 12 Νοεμβρίου 2022

Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμονας Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, Όσιος Νείλος ο Ασκητής, Όσιος Νείλος ο Μυροβλύτης, Όσιος Μαρτίνος ο θαυματουργός επίσκοπος Φραγκιάς
Ἰωάννου τοῦ ἐλεήμονος, πατριάρχου Ἀλεξανδρείας (†616-620)· Νείλου ὁσίου τοῦ ἀσκητοῦ.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Ε´ 1 - 10


1 Οἴδαμεν γὰρ ὅτι ἐὰν ἡ ἐπίγειος ἡμῶν οἰκία τοῦ σκήνους καταλυθῇ, οἰκοδομὴν ἐκ Θεοῦ ἔχομεν, οἰκίαν ἀχειροποίητον αἰώνιον ἐν τοῖς οὐρανοῖς. 2 καὶ γὰρ ἐν τούτῳ στενάζομεν, τὸ οἰκητήριον ἡμῶν τὸ ἐξ οὐρανοῦ ἐπενδύσασθαι ἐπιποθοῦντες, 3 εἴ γε καὶ ἐνδυσάμενοι οὐ γυμνοὶ εὑρεθησόμεθα. 4 καὶ γὰρ οἱ ὄντες ἐν τῷ σκήνει στενάζομεν, βαρούμενοι ἐφ’ ᾧ οὐ θέλομεν ἐκδύσασθαι, ἀλλ’ ἐπενδύσασθαι, ἵνα καταποθῇ τὸ θνητὸν ὑπὸ τῆς ζωῆς. 5 ὁ δὲ κατεργασάμενος ἡμᾶς εἰς αὐτὸ τοῦτο Θεός, ὁ καὶ δοὺς ἡμῖν τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος. 6 Θαρροῦντες οὖν πάντοτε καὶ εἰδότες ὅτι ἐνδημοῦντες ἐν τῷ σώματι ἐκδημοῦμεν ἀπὸ τοῦ Κυρίου· 7 διὰ πίστεως γὰρ περιπατοῦμεν, οὐ διὰ εἴδους· 8 θαρροῦμεν δὲ καὶ εὐδοκοῦμεν μᾶλλον ἐκδημῆσαι ἐκ τοῦ σώματος καὶ ἐνδημῆσαι πρὸς τὸν Κύριον. 9 διὸ καὶ φιλοτιμούμεθα, εἴτε ἐνδημοῦντες εἴτε ἐκδημοῦντες, εὐάρεστοι αὐτῷ εἶναι. 10 τοὺς γὰρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τὰ διὰ τοῦ σώματος πρὸς ἃ ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθὸν εἴτε κακὸν.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Ε´ 1 - 10


1 Δι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἀποκάμνομεν. Διότι γνωρίζομεν καλά, ὅτι ἐὰν ἡ ἐπίγειος κατοικία τῆς ψυχῆς μας, ποὺ εἶναι κατοικία πρόσκαιρος καὶ διαλύεται εὔκολα σὰν σκηνή, ἤτοι τὸ σῶμα μας, γίνῃ ἐρείπιον ἀπὸ τὰ δεινὰ καὶ διαλυθῇ ἀπὸ τὸν θάνατον, ἔχομεν ὡς ἄλλην οἰκοδομήν, ποὺ μᾶς ἑτοιμάζεται ἀπὸ τὸν Θεόν, τὸ νέον ἀθάνατον σῶμα. Αὐτὸ πλέον θὰ εἶναι σπίτι, τὸ ὁποῖον δὲν ἔκτισαν χεῖρες ἀνθρώπινοι, καὶ θὰ εἶναι αἰώνιον εἰς τοὺς οὐρανούς. 2 Καὶ ἀληθῶς, ὅσον καιρὸν εὑρισκόμεθα εἰς τὸ φθαρτὸν αὐτὸ σῶμα, στενάζομεν, διότι μὲ πολὺν πόθον ἐπιθυμοῦμεν νὰ φορέσωμεν ἐπάνω μας σὰν ἄλλο ἔνδυμα τὴν μόνιμον κατοικίαν μας, ἡ ὁποία θὰ μᾶς δοθῇ ἀπὸ τὸν οὐρανόν. 3 Καὶ ἐὰν ἀκόμη ὡς ἔνδυμα ἐκλάβωμεν τὸ νέον σῶμα, μιὰ φορὰ ποὺ θὰ φορέσωμεν τὸ ἔνδυμα αὐτό, δὲν θὰ εὑρεθῶμεν γυμνοί, χωρὶς κάποιο σῶμα. 4 Ἡμεῖς δηλαδή, ὅσοι εἴμεθα εἰς τὸ σῶμα αὐτό, ποὺ ὁμοιάζει πρὸς σκηνήν, στενάζομεν σὰν νὰ πιεζώμεθα ἀπὸ κάποιο βαρὺ φόρτωμα. Καὶ στενάζομεν, ὄχι διότι θέλομεν νὰ ἐκδυθῶμεν τὸ σῶμα, ἀλλὰ διότι θέλομεν νὰ ἐνδυθῶμεν ἐπάνω μας τὸ οὐράνιον σῶμα, διὰ νὰ καταποθῇ ἡ θνητότης τοῦ σημερινοῦ μας σώματος ἀπὸ τὴν ἄφθαρτον ζωὴν τοῦ ἄλλου. 5 Εἰς τὴν ἀνθρωπίνην βέβαια δύναμιν εἶναι ἀδύνατον αὐτὸ ποὺ σᾶς λέγω. Ἂλλ’ ἐκεῖνος, ποὺ μᾶς ἔπλασε διὰ τὸν σκοπὸν αὐτόν, ἤτοι διὰ νὰ ἐπενδυθῶμεν τὴν ἀφθαρσίαν, δὲν εἶναι ἄνθρωπος. Εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος μάλιστα ὡς ἀρραβῶνα καὶ ἐπίσημον ὑπόσχεσιν περὶ τοῦ ὅτι θὰ ἀφθαρτισθῶμεν, μᾶς ἔδωκε τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 6 Ἔχομεν λοιπὸν θάρρος πάντοτε καὶ γνωρίζομεν, ὅτι ὅσον καιρὸν μένομεν εἰς τὸ σῶμα, εἴμεθα ξενητευμένοι ἀπὸ τὸν Κύριον. 7 ἑγὼ ξενητευμένοι, ὄχι διότι εἴμεθα χωρισμένοι ἀπὸ τὸν Κύριον, ἀλλὰ διότι δὲν τὸν βλέπομεν μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος. Διότι τὴν παροῦσαν ζωὴν τὴν περνῶμεν μὲ πίστιν, χωρὶς νὰ βλέπιομεν κατὰ πρόσωπον τὸν Κύριον. 8 Εἴμεθα δὲ γεμᾶτοι θάρρος καὶ ἐπιθυμοῦμεν πολὺ νὰ ἀναχωρήσωμεν ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ να μεταβῶμεν διὰ νὰ μείνωμεν μονίμως πλησίον τοῦ Κυρίου. 9 Δι’ αὐτὸ δὲ καὶ προσπαθοῦμεν μὲ κάθε φιλοτιμίαν, εἴτε εὑρισκόμεθα μέσα εἰς τὸ σῶμα αὐτὸ τὸ φθαρτὸν καὶ ἐνδημοῦμεν εἰς αὐτό, εἴτε ἀποθνήσκομεν καὶ ἀναχωροῦμεν ἀπὸ τὸ σῶμα, νὰ εἴμεθα εὐάρεστοι εἰς αὐτόν. 10 Διότι ὅλοι ἡμεῖς πρέπει νὰ παρουσιασθῶμεν φανεροὶ καὶ ξεσκεπασμένοι ἐμπρὸς εἰς τὸ δικαστικὸν βῆμα τοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ ἀπολαύσῃ ὁ καθένάς μας ἐκεῖνα, ποὺ ἔκαμε μὲ τὸ σῶμα, ἀναλόγως τῶν ὅσων ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθὸν εἶναι τὸ σύνολον τῶν πράξεών του εἴτε κακόν.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Ε´ 1 - 10


1 Δια τούτο ούτε καταβαλλόμεθα ούτε αποκάμνομεν από τας θλίψεις, τους κινδύνους και τας ταλαιπωρίας. Διότι γνωρόζομεν καλά ότι, εάν η επίγειος κατοικία της ψυχής μας, σαν προσωρινή σκηνή που είναι, διαλυθή από τον θάνατον, έχωμεν άλλην οικοδομήν ετοιμασμένην από τον Θεόν, οικίαν που δεν την έχουν κάμει ανθρώπινα χέρια, δηλαδή το αθάνατον και ένδοξον σώμα μας, που θα είναι αιώνιον στους ουρανούς. 2 Διότι πράγματι στούτο το σκήνος, το φθαρτόν και ταλαιπωρημένον σώμα, στενάζομεν, επιθυμούντες με πολύν πόθον και λαχτάραν να φορέσωμεν επάνω μας, σαν άλλο πολυτιμόταστον ένδυμα, την ένδοξον κατοικίαν μας, η οποία θα μας δοθή από τον ουρανόν, δηλαδή το άφθαρτον και ακατάλυτον και ένδοξον νέον σώμα. 3 Εάν βέβαια έστω και σαν ένδυμα φορέσωμεν αυτό το νέον σώμα, δεν θα ευρεθώμεν πλέον γυμνοί. 4 Διότι ημείς που είμεθα και ζώμεν στο φθαρτόν τούτο σώμα, στενάζομεν σαν να είμεθα φορτωμένοι βαρύ φορτίον, όχι διότι θέλομεν να εκδυθώμεν το σώμα και να απαλλαγώμεν από αυτό, αλλά διότι θέλομεν να φορέσωμεν επάνω μας το αθάνατον σώμα, δια να απορροφηθή και εξαφανισθή εντελώς η θνητότης του σώματος και μεταστοιχειωθή το φθαρτόν τούτο σώμα υπό της αιωνίου και αφθάρτου ζωής του άλλου, ώστε να γίνη άφθαρτον. 5 Εκείνος δε, ο οποίος μας εδημιούργησε δι' αυτό τούτο, δια να ενδυθώμεν δηλαδή το άφθαρτον σώμα, είναι αυτός ο Θεός, ο οποίος μας έδωσε από τώρα σαν εγγύησιν και βεβαίαν υπόσχεσιν την χάριν του Αγίου Πνεύματος, του χορηγού της ζωής. 6 Παντοτε, λοιπόν, έχομεν θάρρος και ελπίδα και γνωρίζομεν καλά, ότι κατά το διάστημα, κατά το οποίον μένομεν στο σώμα τούτο, είναι σαν να έχωμεν ξενητευθή από τον Κυριον. 7 Διότι την παρούσαν ζωήν την διερχόμεθα με πίστιν, χωρίς και να βλέπωμεν με τρόπον αισθητόν κατά πρόσωπον τον Κυριον. 8 Εχομεν δε ακλόνητον θάρρος και πολύ προτιμώμεν να εκδημήσωμεν από το σώμα αυτό και να μείνωμεν δια παντός πλησίον του Κυρίου. 9 Δι' αυτό και προσπαθούμεν με κάθε φιλοτιμίαν να είμεθα ευάρεστοι στον Θεόν, είτε ευρισκόμεθα στο φθαρτόν αυτό σώμα είτε αναχωρούμεν από αυτό δια τον ουρανόν κατά την ώραν του θανάτου. 10 Διότι όλοι μας θα παρουσιασθώμεν οπωσδήποτε μπροστά στο βήμα του Χριστού, ολοφάνεροι και ξέσκεποι, δια να αποκομίση και απολαύση ο καθένας, ανάλογα με όσα δια του σώματος έπραξε, είτε αγαθά είτε κακά.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Θ´ 37 - 43


37 Ἐγένετο δὲ ἐν τῇ ἑξῆς ἡμέρᾳ κατελθόντων αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους συνήντησεν αὐτῷ ὄχλος πολύς. 38 καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ἀπὸ τοῦ ὄχλου ἀνεβόησε λέγων· Διδάσκαλε, δέομαί σου, ἐπιβλέψον ἐπὶ τὸν υἱόν μου, ὅτι μονογενής μοί ἐστι· 39 καὶ ἰδοὺ πνεῦμα λαμβάνει αὐτόν, καὶ ἐξαίφνης κράζει, καὶ σπαράσσει αὐτὸν μετὰ ἀφροῦ καὶ μόγις ἀποχωρεῖ ἀπ’ αὐτοῦ συντρῖβον αὐτόν· 40 καὶ ἐδεήθην τῶν μαθητῶν σου ἵνα ἐκβάλωσιν αὐτό, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν. 41 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη, ἕως πότε ἔσομαι πρὸς ὑμᾶς καὶ ἀνέξομαι ὑμῶν; προσάγαγε τὸν υἱόν σου ὧδε. 42 ἔτι δὲ προσερχομένου αὐτοῦ ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ συνεσπάραξεν· ἐπετίμησε δὲ ὁ Ἰησοῦς τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ, καὶ ἰάσατο τὸν παῖδα καὶ ἀπέδωκεν αὐτὸν τῷ πατρὶ αὐτοῦ. 43 ἐξεπλήσσοντο δὲ πάντες ἐπὶ τῇ μεγαλειότητι τοῦ Θεοῦ. Πάντων δὲ θαυμαζόντων ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, εἶπε πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ·

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Θ´ 37 - 43


37 Κατὰ τὴν ἑπομένην δὲ ἡμέραν, ὅταν αὐτοὶ κατέβησαν ἀπὸ τὸ ὅρος, συνέβη νὰ τὸν συναντήση λαὸς πολύς. 38 Καὶ ἰδοὺ ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ ἐφώναξε καὶ εἶπε· Διδάσκαλε, σὲ παρακαλῶ, ρίψε σπλαγχνικὸν βλέμμα εἰς τὸν υἱόν μου, διότι μου εἶναι μονάκριβος. 39 Καὶ ἰδοὺ τὸν καταλαμβάνει πνεῦμα πονηρὸν καὶ ἔξαφνα φωνάζει δυνατὰ καὶ τὸ πνεῦμα τὸν σπαράζει μὲ ἀφρὸν ἀπὸ τὸ στόμα, καὶ μὲ κόπον πολὺν φεύγει ἀπ’ αὐτοῦ τὸ δαιμόνιον, ἀφοῦ τὸν κουρελιάσῃ καὶ τὸν κάμῃ ἀναίσθητον. 40 Καὶ παρεκάλεσα τοὺς μαθητάς σου νὰ τὸ βγάλουν καὶ δὲν ἠμπόρεσαν. 41 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε· Ὦ γενεά, ποὺ τόσα θαύματα εἶδες καὶ εἶσαι ἀκόμη ἄπιστος, ἀπὸ τὴν κακίαν σου δὲ εἶσαι καὶ διεστραμμένη, ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας καὶ θὰ σᾶς ἀνέχωμαι; Φέρε ἐδῶ τὸν υἱόν σου. 42 Ἐνῷ δὲ ὁ νέος αὐτὸς ἦτο ἀκόμη εἰς τὸν δρόμον καὶ ἤρχετο πρὸς τὸν Σωτῆρα, τὸν ἐπέταξε κάτω μὲ βίαν τὸ δαιμόνιον καὶ τοῦ ἐτάραξε μὲ σπασμοὺς ὁλόκληρον τὸν ὀργανισμόν. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἐπέπληξε τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα καὶ ἰάτρευσε τὸ παιδίον καὶ τὸ ἔδωκε πίσω εἰς τὸν πατέρα του ὑγιές. 43 Ἐκυριεύοντο δὲ ὅλοι ἀπὸ ἔκπληξιν διὰ τὸ μεγαλεῖον τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐφανερώνετο διὰ θαυμάτων, τὰ ὁποῖα ἐνήργει ὁ Ἰησοῦς. Ἐνῷ δὲ ὅλοι ἐθαύμαζαν δι’ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς, εἶπεν εἰς τοὺς μαθητάς του.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Θ´ 37 - 43


37 Κατά δε την επομένην ημέραν, όταν κατέβηκαν από το όρος, συνήντησε τον Ιησούν πολύς λαός. 38 Και ιδού, ένας άνθρωπος από το πλήθος εφώναξε και είπε· “διδάσκαλε, θερμώς παρακαλώ, ρίξε ένα βλέμμα ευσπλαγχνίας στον υιόν μου, διότι μου είναι μονογενής. 39 Και ιδού τον κυριεύει από καιρού εις καιρόν πονηρόν πνεύμα και έξαφνα κραυγάζει και τον συγκλονίζει με σπασμούς εις όλον το σώμα και με αφρούς στο στόμα και με δυσκολίαν φεύγει από αυτόν, αφού προηγουμένως τον συντρίψη. 40 Και παρεκάλεσα τους μαθητάς σου, να το διώξουν και δεν ημπόρεσαν”. 41 Απεκρίθη δε ο Ιησούς και είπεν· “ω γενεά, που παρ' όλα τα θαύματα τα οποία είδες, είσαι ακόμη άπιστος και από την κακκίαν σου διεστραμμένη, έως πότε θα είμαι μαζή σας και θα σας ανέχωμαι; Φερε το παιδί σου εδώ”. 42 Ενώ δε ο νέος προσήρχετο στον Ιησούν, τον επέταξεν κάτω με ορμήν το δαιμόνιον και τον συνεκλόνισε με σπασμούς. Ο Ιησούς όμως επέπληξε και έδιωξε το ακάθαρτον πνεύμα, εθεράπευσε το παιδί και το παρέδωσε στον πατέρα του εντελώς υγιές. 43 Και κατελαμβάνοντο όλοι από μεγάλην έκπληξιν και θαυμασμόν, δια την μεγαλειότητα του Θεού, όπως εφαίνετο με τα καταπληκτικά αυτά θαύματα. Ενώ δε όλοι εθαύμαζαν με όλα όσα έκαμεν ο Ιησούς, είπε προς τους μαθητάς του,

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα