ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Γ´ 12 - 18
12 Εχοντες, λοιπόν, μίαν τέτοιαν ελπίδα, ότι δηλαδή το εν Χριστώ έργον μας είναι αφαντάστως και αιωνίως, ένδοξον, προχωρούμεν και εργαζόμεθα με πολύ θάρρος δια την διάδοσιν του Ευαγγελίου.
13 Και προσφέρομεν καθαράν, χωρίς κανένα κάλλυμα, την νέαν διδασκαλίαν και το έργον μας, και όχι όπως ο Μωϋσής, ο οποίος έθετε κάλυμμα εμπρός στο πρόσωπον του, το οποίον κάλυμμα υπεδήλωνεν, ότι οι υιοί του Ισραήλ δεν θα ημποροσαν, εξ αιτίας της σκληροκαρδίας των, να ατενίσουν και να κατανοήσουν του καταργουμένου εκείνου Νομου το τέλος και τον σκοπόν, δηλαδή τον Χριστόν.
14 Αλλ' εσκληρύνθη και ετυφλώθη η διάνοιά των. Διότι και μέχρι σήμερον μένει το ίδιο κάλυμμα κατά την ανάγνωσιν της Παλαιάς Διαθήκης και δεν αφαιρείται τούτο από αυτούς (κατά κυριολεξίαν και κατά μεταφοράν) επειδή δεν πιστεύουν στον Χριστόν, εν τω οποίω και δια του οποίου καταργείται αυτό.
15 Αλλά μέχρι σήμερον, όταν αναγινώσκεται ο Νομος του Μωϋσέως, απλώνεται και υπάρχει κάλυμμα όχι μόνον στο πρόσωπόν των, αλλά και εις την καρδίαν των.
16 Οταν δε κάποιος από αυτούς καθοδηγηθή και επιστρέψη προς τον Κυριον Ιησούν Χριστόν, τότε ξετυλίγεται και αφαιρείται το κάλυμμα της καρδίας, δια να γίνη έτσι φανερά εις αυτόν και κατανοητή η αλήθεια.
17 Ο Κυριος είναι το Πνεύμα και όπου υπάρχει το Πνεύμα, το οποίον δια μέσου του Κυρίου χορηγείται, εκεί υπάρχει η απελευθέρωσις από το κάλυμμα και την δουλείαν του Νομου· εκεί ευρίσκεται η πραγματική ελευθερία.
18 Ημείς δε όλοι με ακάλυπτον το πρόσωπον και ανεμπόδιστον την καρδίαν δεχόμεθα και αντικατοπτρίζομεν και ακτινοβολούμεν την δόξαν του Κυρίου, και μεταμορφωνόμεθα εις αυτήν ταύτην την εικόνα του και του ομοιάζομεν ταύτην την εικόνα του και του ομοιάζομεν πνευματικώς, προχωρούντες από δόξης εις δόξαν, όπως είναι φυσικόν να προχωρή αυτός, που αγιάζεται και λαμπρύνεται από το Πνεύμα, από τον Κυριον.