❌
Σάββατο, 22 Οκτωβρίου 2022

Όσιος Αβέρκιος ο Ισαπόστολος και θαυματουργός επίσκοπος Ιεράπολης, Άγιοι Αλέξανδρος ο Επίσκοπος, Ηράκλειος, Άννα, Ελισάβετ, Θεοδότη και Γλυκερία
Ἀβερκίου ἰσαποστόλου ἐπισκόπου Ἱεραπόλεως (†167), τῶν ἐν Ἐφέσῳ ἁγίων ἑπτὰ παίδων (†250).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' ΙΕ´ 58 - 58


58 Ὥστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ἑδραῖοι γίνεσθε, ἀμετακίνητοι, περισσεύοντες ἐν τῷ ἔργῳ τοῦ Κυρίου πάντοτε, εἰδότες ὅτι ὁ κόπος ὑμῶν οὐκ ἔστι κενὸς ἐν Κυρίῳ.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' ΙϚ´ 1 - 3


1 Περὶ δὲ τῆς λογείας τῆς εἰς τοὺς ἁγίους, ὥσπερ διέταξα ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Γαλατίας, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιήσατε. 2 κατὰ μίαν σαββάτων ἕκαστος ὑμῶν παρ’ ἑαυτῷ τιθέτω θησαυρίζων ὅ,τι ἂν εὐοδῶται, ἵνα μὴ ὅταν ἔλθω τότε λογεῖαι γίνωνται. 3 ὅταν δὲ παραγένωμαι, οὓς ἐὰν δοκιμάσητε, δι’ ἐπιστολῶν τούτους πέμψω ἀπενεγκεῖν τὴν χάριν ὑμῶν εἰς Ἱερουσαλήμ·

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' ΙΕ´ 58 - 58


58 Ὥστε σύμφωνα μὲ τὰ ἀνωτέρω, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, στερεωθῆτε εἰς τὸ περὶ ἀναστάσεως δόγμα· γίνεσθε ἀμετακίνητοι, μὲ περισσὴν προθυμίαν ἐργαζόμενοι πάντοτε εἰς τὸ ἔργον, τὸ ὁποῖον ὁ Κύριος ζητεῖ. Νὰ γνωρίζετε δέ, ὅτι ὁ κόπος σας δὲν εἶναι χωρὶς καρπὸν καὶ ὠφέλειαν καὶ περὶ τούτου ἐγγυᾶται ὁ σύνδεσμός σας καὶ ἡ ἕνωσίς σας μὲ τὸν Κύριον.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' ΙϚ´ 1 - 3


1 Διὰ τὴν συνεισφορὰν δὲ ὑπὲρ τῶν Χριστιανῶν (τῶν Ἱεροσολύμων), καθὼς ἐκανονισα εἷς τὰς Ἐκκλησίας τῆς Γαλατίας, ἔτσι κάμετε καὶ σεῖς. 2 Κατὰ τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος, τὴν Κυριακὴν δηλαδή, ἕκαστος ἀπὸ σᾶς ἂς ξεχωρίζῃ εἰς τὸ σπίτι του κάποιο ποσὸν καὶ ἂς μαζεύῃ σιγᾷ - σιγᾷ θησαυρὸν μὲ ὅ,τι εὐκολύνεται, διὰ νὰ μὴ γίνωνται συνεισφοραὶ ὅταν ἔλθω. 3 Ὅταν δὲ ἔλθω εἰς Κόρινθον, ἐκείνους ποὺ θὰ ἐκλέξετε, αὐτοὺς μὲ συστατικὰς ἐπιστολάς μου θὰ στείλω διὰ νὰ μεταφέρουν τὸ δῶρον τῆς ἀγάπης σᾶς εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' ΙΕ´ 58 - 58


58 Ωστε, αδελφοί μου αγαπητοί, στηριχθήτε γέρα εις την μεγάλην αυτήν αλήθειαν περί της βεβαίας αναστάσεώς μας, μένετε ακλόνητοι, πάντοτε πλούσιοι στο έργον του Κυρίου, γνωρίζοντες καλά ότι ο κόπος σας δεν είναι χαμένος ενώπιον του Κυρίου.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' ΙϚ´ 1 - 3


1 Περί δε της συλλογής εράνων και βοηθημάτων δια τους πτωχούς Χριστιανούς, κάμετε και σεις σύμφωνα με τας οδηγίας, που έχω δώση εις τας Εκκλησίας της Γαλατίας. 2 Δηλαδή την πρώτην ημέραν της εβδομάδος, την Κυριακήν, ο καθένας από σας ας θέτη κατά μέρος στο σπίτι του κάποιο πόσον και ας μαζεύη έτσι από τώρα ο,τι ευκολύνεται, ώστε να μη γίνωνται τέτοιες συνεισφορές, όταν θα έλθω εγώ. 3 Οταν δε έλθω, τότε το δώρον αυτό της αγάπης σας θα στείλω να το μεταφέρουν εις την Ιερουσαλήμ με συστατικάς επιστολάς μου άνθρωποι, τους οποίους σεις θα διαλέξετε.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 1 - 10


1 Ἐπεὶ δέ ἐπλήρωσε πάντα τὰ ῥήματα αὐτοῦ εἰς τὰς ἀκοὰς τοῦ λαοῦ, εἰσῆλθεν εἰς Καπερναούμ. 2 Ἑκατοντάρχου δέ τινος δοῦλος κακῶς ἔχων ἤμελλε τελευτᾶν, ὃς ἦν αὐτῷ ἔντιμος. 3 ἀκούσας δὲ περὶ τοῦ Ἰησοῦ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων, ἐρωτῶν αὐτὸν ὅπως ἐλθὼν διασώσῃ τὸν δοῦλον αὐτοῦ. 4 οἱ δὲ παραγενόμενοι πρὸς τὸν Ἰησοῦν παρεκάλουν αὐτὸν σπουδαίως, λέγοντες ὅτι Ἄξιός ἐστιν ᾧ παρέξει τοῦτο, 5 ἀγαπᾷ γὰρ τὸ ἔθνος ἡμῶν, καὶ τὴν συναγωγὴν αὐτὸς ᾠκοδόμησεν ἡμῖν. 6 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐπορεύετο σὺν αὐτοῖς. ἤδη δὲ αὐτοῦ οὐ μακρὰν ἀπέχοντος ἀπὸ τῆς οἰκίας ἔπεμψε πρὸς αὐτὸν ὁ ἑκατόνταρχος φίλους λέγων αὐτῷ· Κύριε, μὴ σκύλλου· οὐ γὰρ εἰμι ἱκανός ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην μου εἰσέλθῃς· 7 διὸ οὐδὲ ἐμαυτὸν ἠξίωσα πρὸς σὲ ἐλθεῖν· ἀλλ’ εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. 8 καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος, ἔχων ὑπ’ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ. 9 ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασεν αὐτόν, καὶ στραφεὶς τῷ ἀκολουθοῦντι αὐτῷ ὄχλῳ εἶπε· Λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. 10 καὶ ὑποστρέψαντες οἱ πεμφθέντες εἰς τὸν οἶκον εὗρον τὸν ἀσθενοῦντα δοῦλον ὑγιαίνοντα.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 1 - 10


1 Όταν δὲ ἐτελείωσεν ὅλους τοὺς λόγους αὐτοὺς καὶ ἐγέμισε μὲ αὐτοὺς τὰ αὐτιὰ τοῦ λαοῦ, ἐμβῆκεν ἀπὸ τὸ πεδινὸν μέρος, ποὺ ἦτο, εἰς τὴν Καπερναούμ. 2 Ὁ δοῦλος δὲ κάποιου ἑκατοντάρχου εἶχεν ἄσχημα εἰς τὴν ὑγείαν του καὶ ἐκινδύνευε νὰ ἀποθάνῃ. Καὶ ὁ δοῦλος αὐτὸς ἦτο ἀγαπητὸς εἰς τὸν ἑκατόνταρχον διὰ τὴν πρὸς αὐτὸν πίστιν καὶ ὑπακοήν. 3 Ὅταν δὲ ἤκουσε περὶ τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι ἦλθεν εἰς τὴν Καπερναούμ, τοῦ ἔστειλε μερικοὺς προεστοὺς τῶν Ἰουδαίων καὶ τὸν παρεκάλει νὰ ἔλθῃ καὶ νὰ σώσῃ ἀπὸ τὸν μεγάλον κίνδυνον τὸν δοῦλον του. 4 Αὐτοὶ δὲ ἀφοῦ ἦλθον εἰς τὸν Ἰησοῦν, τὸν παρεκάλουν μὲ ἐπιμονὴν καὶ θερμότητα λέγοντες, ὅτι εἶναι ἄξιος αὐτός, εἰς τὸν ὁποῖον θὰ παράσχῃ τὴν χάριν αὐτὴν ποὺ ζητεῖ. 5 διότι, ἔλεγον οἱ προεστοὶ οὗτοι, ἀγαπᾷ τὸ ἔθνος μας καὶ τὴν συναγωγὴν αὐτὸς δι’ ἰδίων του χρημάτων μᾶς τὴν ἔκτισε. 6 Πράγματι δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐπήγαινε μαζί τους εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἑκατοντάρχου. Καὶ ὅταν πλέον δὲν ἦτο μακρὰν ἀπὸ τὸ σπίτι, ἔστειλεν ὁ ἑκατόνταρχος κάποιους φίλους του καὶ τοῦ εἶπε· Κύριε, μὴ ἐνοχλῆσαι καὶ μὴ ἐμβαίνῃς εἰς τὸν μεγαλύτερον κόπον του νὰ ἔλθῃς εἰς τὸ σπίτι μου. Διότι δὲν εἶμαι ἄξιος διὰ νὰ ἔμβῃς κάτω ἀπὸ τὴν στέγην μου. 7 Δι’ αὐτὸ δὲ καὶ δὲν ἔκρινα τὸν ἑαυτόν μου ἄξιον νὰ ἔλθω αὐτοπροσώπως εἰς σέ. Ἀλλὰ εἰπὲ μὲ ἀπλοῦν λόγον νὰ γίνῃ αὐτό, ποὺ σοῦ ζητῶ, καὶ θὰ ἰατρευθῇ ἀσφαλῶς ὁ ὑπηρέτης μου. 8 Διότι καὶ ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος, ποὺ τίθεμαι ὑπὸ τὰς διαταγὰς τοῦ ἀνωτέρου μου καὶ ἐξαρτῶμαι ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν αὐτοῦ, ἔχω ὅμως καὶ ἐγὼ ὑπὸ τὸν ἑαυτόν μου στρατιώτας. Καὶ λέγω εἰς αὐτὸν τὸν στρατιώτην· Πήγαινε, καὶ πηγαίνει. Καὶ εἰς τὸν ἄλλον λέγω· Ἐλθέ, καὶ ἔρχεται. Καὶ εἰς τὸν ὑπηρέτην μου λέγω· Κάμε τοῦτο, καὶ τὸ κάνει. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἰδικός μου λόγος ἐκτελεῖται ἀμέσως, ἐὰν διατάξῃς σύ, ποὺ δὲν εἶσαι ὑπὸ τὰς διαταγὰς κανενὸς ἀνθρώπου, ἀλλ’ ἔχεις ἐξουσίαν καὶ ἐπὶ τῶν ἀοράτων δυνάμεων, δὲν θὰ γίνῃ ἐκεῖνο, ποὺ θέλεις; 9 Ὅταν δὲ ἤκουσεν αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς, ἐθαύμασε τὸν ἑκατόνταρχον καὶ ἀφοῦ ἐγύρισε πρὸς τὸ μέρος τοῦ πλήθους, ποὺ τὸν ἠκολούθει, εἶπε· Σᾶς λέγω, ὅτι οὔτε εἰς τὸν Ἰσραήλ, τὸν ἐκλεκτὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ, δὲν εὗρον τόσην μεγάλην πίστιν. 10 Καὶ ὅταν ἐπέστρεψαν εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἑκατοντάρχου ἐκεῖνοι, ποὺ ἐστάλησαν ἀπὸ αὐτὸν διὰ νὰ παρακαλέσουν τὸν Ἰησοῦν, εὗρον τὸν δοῦλον νὰ εἶναι ἐν πλήρει ὑγείᾳ.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 1 - 10


1 Οταν δε ετελείωσε ο Κυριος όλα τα λόγια αυτά προς το πλήθος, που με προσοχήν τον ήκουε, εισήλθε εις την Καπερναούμ. 2 Καποιου δε εκατοντάρχου ο δούλος ήτο ασθενής πολύ βαρειά και επρόκειτο να αποθάνη. Και ο δούλος αυτός ήτο δια την τιμιότητα και υπακοήν του πολύ αγαπητός στον εκατόνταρχον. 3 Οταν δε ο εκατόνταρχος επληροφορήθηκε περί του Ιησού, έστειλε προς αυτόν μερικούς πρεσβυτέρους των Ιουδαίων, παρακαλών αυτόν να έλθη και σώση τον δούλον του. 4 Αυτοί δε, αφού ήλθαν στον Ιησούν, τον παρακαλούσαν με θερμόν ενδιαφέρον και επιμονήν λέγοντες, ότι αξίζει ο εκατόνταρχος να του κάμης αυτήν την χάριν, 5 διότι αγαπά το έθνος μας και με ιδικά του χρήματα έκτισε την συναγωγήν. 6 Ο δε Ιησούς επήγαινε μαζή με αυτούς. Και όταν επλησίαζε στο σπίτι, έστειλε προς αυτόν ο εκατόνταρχος μερικούς φίλους του και του είπε· “Κυριε, μη ενοχλείσαι· διότι δεν είμαι εγώ άξιος να εισέλθης κάτω από την στέγην μου. 7 Δι' αυτό και ούτε τον ευατόν μου έκρινα άξιον να έλθω προς σε. Αλλά πες μόνον λόγον, δώσε προσταγήν και θα θεραπευθή αμέσως ο υπηρέτης μου. 8 Διότι και εγώ είμαι άνθρωπος, που θέτω τον ευατόν μου κάτω από την εξουσίαν των ανωτέρων μου, έχω όμως και εγώ υπό την εξουσίαν μου στρατιώτας και λέγω στούτον, πήγαινε και πηγαίνει και στον άλλον, έλα και έρχεται και στον υπηρέτην μου, κάμε τούτο και το κάμνει. Πολύ περισσότερον ο ιδικός σου λόγος θα γίνη αμέσως έργον”. 9 Οταν ήκουσε αυτά ο Ιησούς, εθαύμασε τον εκατόνταρχον, και αφού εγύρισε προς τον λαόν, που ακολουθούσε, είπε· “σας λέγω ότι ούτε μεταξύ των Ισραηλιτών, που είναι παρασκευασμένοι από τον νόμον και τους προφήτας, δεν ευρήκα τόσον μεγάλην πίστιν”. (Αμέσως δε την στιγμήν εκείνην εθεράπευσε με την άπειρόν του δύναμιν τον δούλον, χωρίς να τον επισκεφθή στο σπίτι”. 10 Και όταν οι απεσταλμένοι του εκατοντάρχου επέστρεψαν στο σπίτι, ευρήκαν τον ασθενή δούλον εντελώς υγιή.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα