❌
Σάββατο, 15 Οκτωβρίου 2022

Άγιος Λουκιανός ο ιερομάρτυρας Πρεσβύτερος της Εκκλησίας της Αντιοχείας, Όσιος Σαβίνος ο επίσκοπος, Όσιος Βάρσος, Άγιος Ευθύμιος ο Νέος
Λουκιανοῦ πρεσβυτέρου Ἀντιοχείας τῆς μεγάλης (†310). Σαβίνου ὁσίου (†760), Βάρσου ὁμολογητοῦ.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' ΙΕ´ 39 - 45


39 οὐ πᾶσα σὰρξ ἡ αὐτὴ σάρξ, ἀλλὰ ἄλλη μὲν ἀνθρώπων, ἄλλη δὲ σὰρξ κτηνῶν, ἄλλη δὲ ἰχθύων, ἄλλη δὲ πετεινῶν. 40 καὶ σώματα ἐπουράνια, καὶ σώματα ἐπίγεια· ἀλλ’ ἑτέρα μὲν ἡ τῶν ἐπουρανίων δόξα, ἑτέρα δὲ ἡ τῶν ἐπιγείων. 41 ἄλλη δόξα ἡλίου, καὶ ἄλλη δόξα σελήνης, καὶ ἄλλη δόξα ἀστέρων· ἀστὴρ γὰρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξῃ. 42 οὕτω καὶ ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν, σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· 43 σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ, ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται ἐν δυνάμει· 44 σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν. ἔστι σῶμα ψυχικόν, καὶ ἔστι σῶμα πνευματικόν. 45 οὕτω καὶ γέγραπται· ἐγένετο ὁ πρῶτος ἄνθρωπος Ἀδὰμ εἰς ψυχὴν ζῶσαν· ὁ ἔσχατος Ἀδὰμ εἰς πνεῦμα ζωοποιοῦν·

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' ΙΕ´ 39 - 45


39 Ὅλα ὅσα ἔχουν σάρκα, δὲν ἔχουν τὴν ἰδίαν μορφὴν καὶ τὸ αὐτὸ κρέας ὅλα. Ἀλλ’ ἅλλη μὲν εἶναι ἡ σάρκα τοῦ ἀνθρώπου, ἄλλη δὲ ἡ σάρκα τῶν κτηνῶν, ἄλλη δὲ τῶν ψαριῶν, ἄλλη δὲ τῶν πετεινῶν. 40 Ὑπάρχουν καὶ σώματα ἐπουράνια καὶ σώματα ἐπίγεια. Ἀλλ’ ἄλλη μὲν εἶναι ἡ λάμψις τῶν ἐπουρανίων, ἄλλη δὲ ἡ λάμψις τῶν ἐπιγείων. 41 Ἄλλη εἶναι ἡ λάμψις καὶ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου καὶ ἄλλη ἡ λάμψις τῆς σελήνης καὶ ἄλλη ἡ λάμψις τῶν ἀστέρων. Διότι ἄστρον ἀπὸ ἄστρον διαφέρει εἰς τὴν λάμψιν. 42 Ἔτσι κατ’ ἀναλογίαν θὰ γίνῃ καὶ ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. Σπέρνεται τὸ σῶμα εἰς τὸν τάφον εἰς κατάστασιν φθορᾶς. Ἐγείρεται εἰς κατάστασιν ἀφθαρσίας. 43 Σπέρνεται καὶ θάπτεται εἰς κατάστασιν ἀτιμίας καὶ δυσωδίας. Ἐγείρεται εἰς κατάστασιν δόξης. Σπέρνεται εἰς κατάστασιν ἀσθενείας, ἐγείρεται γεμᾶτο δύναμιν. 44 Σπέρνεται σῶμα, ποὺ ἐζωοποιεῖτο καὶ διευθύνετο ἀπὸ τὰς κατωτέρας ζωϊκὰς τῆς ψυχῆς δυνάμεις. Ἐγείρεται σῶμα, ποὺ θὰ ζωοποιῆται καὶ θὰ διευθύνεται ἀπὸ τὰς πνευματικὰς δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Ὑπάρχει σῶμα ζωϊκὸν καὶ ὑπάρχει σῶμα πνευματικόν. 45 Ἔτσι εἶναι καὶ γραμμένον εἰς τὴν Γένεσιν: Ἔγινεν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ, ἐμψυχωμένος μὲ ψυχὴν ζωντανήν, ποὺ δίδει ζωὴν καὶ εἰς τὸ σῶμα. Ὁ ἔσχατος Ἀδάμ, ὁ Κύριος δηλαδή, ποὺ ἐδέχθη ὅλην τὴν παρουσίαν καὶ κατοίκησιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔγινε γεμᾶτος Πνεῦμα, ποὺ μεταδίδει ζωὴν πνευματικήν.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' ΙΕ´ 39 - 45


39 Ολαι αι σάρκες δεν είναι η ίδια σάρκα, άλλη μεν είναι η σάρκα των ανθρώπων, άλλη δε η σάρκα των κτηνών, άλλη η σάρκα των ιχθύων και άλλη των πτηνών. 40 Οπως επίσης υπάρχουν και σώματα επουράνια και σώματα επίγεια, αλλά άλλη μεν είναι η λαμπρότης των επουρανίων και άλλη η των επιγείων. 41 Αλλη είναι η λάμψις και το μεγαλείον του ηλίου και άλλη είναι η λάμψις της σελήνης και άλλη η λαμπρότης των αστέρων· διότι αστέρι από αστέρι διαφέρει ως προς την λάμψιν. 42 Ετσι είναι και η ανάστασις των νεκρών σωμάτων. Ριπτεται στον τάφον το νεκρόν σώμα εις κατάστασιν φθοράς και αποσυνθέσεως και ανασταίνεται άφθαρτον. 43 Ριπτεται στον τάφον δυσειδές και δυσώδες και ανασταίνεται ωραίον και ένδοξον. Σπέρνεται εις κατάστασιν ασθενείας και ανασταίνεται γεμάτο δύναμιν. 44 Σπέρνεται σώμα που εζούσε χάρις εις τας κατωτέρας ζωϊκάς του λειτουργίας και ανασταίνεται σώμα πνευματικόν. Υπάρχει σώμα ψυχικόν, ζωϊκόν, και υπάρχει σώμα πνευματικόν. 45 Ετσι είναι γραμμένο εις την Π.Διαθήκην· “έγινε ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, με ψυχήν ζωντανήν, που ζωογονεί και το σώμα”. Ο νέος Αδάμ, ο Κυριος, είναι πλήρης από το Πνεύμα του Θεού που μεταδίδει πνευματικήν ζωήν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ϛ´ 1 - 10


1 Ἐγένετο δὲ ἐν σαββάτῳ δευτεροπρώτῳ διαπορεύεσθαι αὐτὸν διὰ σπορίμων· καὶ ἔτιλλον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τοὺς στάχυας καὶ ἤσθιον ψώχοντες ταῖς χερσί. 2 τινὲς δὲ τῶν Φαρισαίων εἶπον αὐτοῖς· Τί ποιεῖτε ὃ οὐκ ἔξεστι ποιεῖν ἐν τοῖς σάββασι; 3 καὶ ἀποκριθεὶς πρὸς αὐτοὺς εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Οὐδὲ τοῦτο ἀνέγνωτε ὃ ἐποίησε Δαυῒδ ὁπότε ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ ὄντες; 4 ὡς εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως ἔλαβε καὶ ἔφαγε, καὶ ἔδωκε καὶ τοῖς μετ’ αὐτοῦ, οὓς οὐκ ἔξεστι φαγεῖν εἰ μὴ μόνους τοὺς ἱερεῖς; 5 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι κύριός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ σαββάτου. 6 Ἐγένετο δὲ καὶ ἐν ἑτέρῳ σαββάτῳ εἰσελθεῖν αὐτὸν εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ διδάσκειν· καὶ ἦν ἐκεῖ ἄνθρωπος, καὶ ἡ χεὶρ αὐτοῦ ἡ δεξιὰ ἦν ξηρά. 7 Παρετήρουν δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι εἰ ἐν τῷ σαββάτῳ θεραπεύσει, ἵνα εὕρωσι κατηγορίαν αὐτοῦ. 8 αὐτὸς δὲ ᾔδει τοὺς διαλογισμοὺς αὐτῶν, καὶ εἶπε τῷ ἀνθρώπῳ τῷ ξηρὰν ἔχοντι τὴν χεῖρα· Ἔγειρε καὶ στῆθι εἰς τὸ μέσον· ὁ δὲ ἀναστὰς ἔστη. 9 εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς πρὸς αὐτούς· Ἐπερωτήσω ὑμᾶς τὶ ἔξεστι τοῖς σάββασιν, ἀγαθοποιῆσαι ἢ κακοποιῆσαι, ψυχὴν σῶσαι ἢ ἀποκτεῖναι; 10 καὶ περιβλεψάμενος πάντας αὐτοὺς εἶπεν αὐτῷ· Ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου. ὁ δὲ ἐποίησε, καὶ ἀπεκατεστάθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ ὡς ἡ ἄλλη.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ϛ´ 1 - 10


1 Κατὰ δὲ τὸ Σάββατον τὸ πρῶτον τοῦ μηνὸς Νισάν, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἤρχιζε τὸ νέον ἔτος, καὶ τὸ ὁποῖον Σάββατον ἦτο ἡ δευτέρα ἑορτὴ μετὰ τὸν ἐορτασμὸν τῆς ἀρχιμηνιᾶς καὶ πρωτοχρονιᾶς τοῦ ἰουδαϊκοῦ ἔτους, συνέβη νὰ περνα ὁ Ἰησοῦς διὰ μέσου τῶν σπαρμένων χωραφιῶν. Καὶ ἐμαδοῦσαν οἱ μαθηταί του τὰ στάχυα καὶ τρίβοντες αὐτὰ μὲ τὰ χέρια ἔτρωγον τὸν καρπόν. 2 Μερικοὶ δὲ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους τοὺς εἶπαν· Διατὶ κάνετε αὐτό, ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὸ κάμωμεν κατὰ τὸ Σάββατον, κατὰ τὸ ὁποῖον μᾶς ἀπαγορεύεται κάθε εἶδος ἐργασίας; 3 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη καὶ εἶπε· Δὲν ἀνεγνώσατε οὔτε κὰν ἐκεῖνο, ποὺ ἔκαμεν ὁ ἔνδοξός σας βασιλεὺς Δαβίδ, ὅταν πείνασεν αὐτὸς καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν μαζί του; 4 Πῶς δηλαδὴ ἐμβῆκεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπῆρε τοὺς ἄρτους, ποὺ ἦσαν βαλμένοι ὡς θυσία εἰς τὸν Θεὸν ἐπάνω εἰς τὴν τράπεζαν τῆς σκηνῆς, καὶ ἔφαγε καὶ ἔδωκε καὶ εἰς ἐκείνους ποὺ ἦσαν μαζί του; Αὐτοὺς δὲ τοὺς ἄρτους δὲν ἐπιτρέπεται να τοὺς φάγῃ κανεὶς ἄλλος παρὰ μόνοι οἱ ἱερεῖς. Καὶ ὅμως εἰς τὴν περίστασιν ἐκείνην οὔτε ὁ Θεὸς ὠργίσθη, οὔτε ἡ Γραφὴ ἀπεδοκίμασε τὴν πρᾶξιν αὐτήν. Ἀλλ’ οὔτε καὶ σεῖς κατακρίνεται τὸν Δαβίδ, μολονότι αὐτὸ ποὺ ἔκαμεν εἶναι πολὺ περισσότερον ἀπὸ ἐκεῖνο, ποὺ κάνουν τώρα οἱ μαθηταί μου. 5 Καὶ ἔλεγεν εἰς αὐτούς· ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι ὁ τέλειος ἄνθρωπος καὶ δὲν ἔχει ἀνάγκην νὰ παιδαγωγηθῇ ἀπὸ τὸ θεσμὸν τοῦ Σαββάτου, ὡς Θεὸς δὲ ἔχει ὁρίσει αὐτὸς τὸν θεσμὸν τοῦτον, εἶναι κύριος τοῦ Σαββάτου καὶ ἔχει ἐξουσίαν κι νὰ τροποποιήσῃ ἀκόμη τὸν θεσμὸν τοῦτον. Ὅ,τι δὲ ἔκαμαν τώρα οἱ μαθηταί, τὸ ἔκαμαν μὲ τὴν σιωπηρὰν συγκατάθεσιν τοῦ Διδασκάλου των, ποὺ εἶναι κύριος τοῦ Σαββάτου. 6 Συνέβη δὲ καὶ κατ’ ἄλλο Σάββατον νὰ εἰσέλθῃ ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ νὰ διδάσκῃ εἰς αὐτήν. Καὶ παρευρίσκετο ἐκεῖ ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου τὸ δεξιὸν χέρι ἦτο ξηρὸν καὶ ἀκίνητον. 7 Τὸν παρεφύλαττον δὲ καὶ τὸν παρηκολούθουν προσεκτικὰ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, ἐὰν θὰ θεραπεύσῃ τὸν πάσχοντα κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου διὰ νὰ εὕρουν κατηγορία ἐναντίον του, ὅτι κατέλυε τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου. 8 Αὐτὸς ὅμως ὡς καρδιογνώστης ἐγνώριζε τοὺς διαλογισμού των. Καὶ εἶπεν εἰς τὸν ἄνθρωπον, ποὺ εἶχε τὸ ξηρὸν καὶ ἀκίνητοτον χέρι· Σήκω καὶ στάσου εἰς τὸ μέσον τῆς συναγωγῆς. Ἐκεῖνος δὲ ἐσηκώθη καὶ ἐστάθη. 9 Εἶπε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς πρὸς αὐτούς· θὰ σᾶς ἐρωτήσω, τί εἶναι ἐπιτετραμμένον κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ Σαββάτου νὰ κάνῃ ὁ ἄνθρωπος· εἶναι ἐπιτετραμμένον νὰ κάνῃ καλὸν ἢ ἠμπορεῖ να παραλείψῃ τὴν εὐεργεσίαν τοῦ πλησίον καὶ ἔτσι νὰ γίνῃ αἴτιος βλάβης καὶ κακοῦ εἰς αὐτόν; Ἐπιβάλλεται κατὰ τὸ Σάββατον νὰ σώσῃ τὴν ζωὴν τοῦ πλησίον, ἢ ἐπιτρέπεται νὰ μὴ τὸν βοηθήσῃ κινδυνεύοντα καὶ ἔτσι ἐμμέσως νὰ τὸν θανατώσῃ; Βέβαια ἠθικῶς ἐπιτετραμμένον, ἀλλὰ καὶ ἐπιβεβλημένον καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου εἶναι νὰ κάνῃ ὁ καθένας μας καλὸν καὶ νὰ σώσῃ τὴν ζωὴν τοῦ πλησίον. 10 Καὶ ἀφοῦ ἐκύτταξε τριγύρω ὅλους αὐτοὺς περιμένων νὰ τοῦ ἀπαντήσουν, εἶπεν εἰς τὸν ἀσθενῆ· Ἐξάπλωσε τὴν χεῖρα σου. Αὐτὸς δὲ μολονότι ἀπὸ τὴν ἀσθένειάν του ἠμποδίζετο νὰ πράξῃ τοῦτο, ὅμως φανερώνων τὴν πίστιν του κατέβαλε προσπάθειαν καὶ ἔκαμεν ὅπως τοῦ παρήγγειλεν ὁ Κύριος. Καὶ ἔγινε πάλιν ὑγιὲς τὸ χέρι του σὰν τὸ ἄλλο.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ϛ´ 1 - 10


1 Κατά το δεύτερον Σαββατον, έπειτα από το πρώτον Σαββατον της εορτής του Πασχα, επερνούσε ο Ιησούς δια μέσου των σπαρμένων αγρών και οι μαθηταί έκοβαν τα στάχυα, τα έτριβον με τα χέρια των και έτρωγαν τους κόκκους. 2 Μερικοί δε από τους Φαρισαίους τους είπαν· “διατί κάνετε αυτό το οποίον, ως εργασία που είναι, δεν επιτρέπεται να το κάνετε κατά την ημέραν του Σαββάτου;” 3 Και αποκριθείς προς αυτούς ο Ιησούς είπεν· “δεν έχετε αναγνώσει ούτε καν και τούτο, που είχε κάμει ο Δαυΐδ, όταν επείνασε αυτός και εκείνοι που ήσαν μαζή του; 4 Οτι δηλαδή εισήλθε στον οίκον του Θεού, επήρε τους άρτους της προθέσεως, έφαγε και αυτός και έδωκε και εις εκείνους που είχε μαζή του; Αυτούς δε τους άρτους, όπως γνωρίζετε, δεν επιτρέπεται να τους φάγη κανείς άλλος, ει μη μόνο οι ιερείς. (Και όμως την πράξιν αυτήν του Δαυΐδ, βαρυτέραν από αυτήν που κάνουν τώρα οι μαθηταί μου, ούτε ο Θεός ούτε και σεις βέβαια την καταδικάζετε)”. 5 Και έλεγεν εν συμπεράσματι εις αυτούς, ότι “ο υιός του ανθρώπου είναι Κυριος και του Σαββάτου και με την θείαν του εξουσίαν έχει το δικαίωμα να τροποποιή και να λαμπρύνη τον δεσμόν αυτόν”. 6 Συνέβη δε και κάποιο άλλο Σαββατον να εισέλθη αυτός εις την συναγωγήν και να διδάσκη. Ευρίσκετο δε εκεί και ένας άνθρωπος, του οποίου το δέξι χέρι ήτο ακίνητον και ξηρόν. 7 Τον κατεσκόπευον δε οι γραμματείς και Φαρισαίοι, εάν κατά το Σαββατον θα θεραπεύση αυτόν, δια να εύρουν αφορμή κατηγορίας ενάντιον του. 8 Αυτός δε ως παντογνώστης εγνώριζε πολύ καλά τους διαλογισμούς των και είπε στον άνθρωπον, που είχε το ξηρόν χέρι· “σήκω ορθός και στάσου στο μέσον της συναγωγής”. Εκείνος δε εσηκώθη και εστάθη. 9 Είπε τότε προς τους Φαρισαίους ο Ιησούς· “θα σας ερωτήσω, τι επιτρέπεται να κάμη κανείς τας ημέρας του Σαββάτου· να κάμη το καλόν η να κάμη το κακόν; Να σώση μίαν ζωήν που κινδυνεύει η να αδιαφορήση και να γίνη αιτία του θανάτου ενός ανθρώπου;” 10 Και αφού περιέφερε γύρω το βλέμμα του προς όλους (μήπως τυχόν και κανείς απαντήση) είπεν στον άνθρωπον εκείνον· άπλωσε το χέρι σου”. Εκείνος έκαμε ο,τι του είπε ο Κυριος και αμέσως το χέρι του έγινε εντελώς υγιές, όπως και το άλλο.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα