❌
Δευτέρα, 10 Οκτωβρίου 2022

Άγιοι Ευλάμπιος και Ευλαμπία τα αδέλφια, Όσιοι Θεόφιλος ο Ομολογητής και Λογγίνος ο Στυλίτης
Εὐλαμπίου καὶ Εὐλαμπίας μαρτύρων. Θεοφίλου ὁσίου (η ́ αἰ.).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Δ´ 25 - 32


25 Διὸ ἀποθέμενοι τὸ ψεῦδος λαλεῖτε ἀλήθειαν ἕκαστος μετὰ τοῦ πλησίον αὐτοῦ· ὅτι ἐσμὲν ἀλλήλων μέλη. 26 ὀργίζεσθε καὶ μὴ ἁμαρτάνετε· ὁ ἥλιος μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῷ παροργισμῷ ὑμῶν, 27 μηδὲ δίδοτε τόπον τῷ διαβόλῳ. 28 ὁ κλέπτων μηκέτι κλεπτέτω, μᾶλλον δὲ κοπιάτω ἐργαζόμενος τὸ ἀγαθὸν ταῖς χερσίν, ἵνα ἔχῃ μεταδιδόναι τῷ χρείαν ἔχοντι. 29 πᾶς λόγος σαπρὸς ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν μὴ ἐκπορευέσθω, ἀλλ’ εἴ τις ἀγαθὸς πρὸς οἰκοδομὴν τῆς χρείας, ἵνα δῷ χάριν τοῖς ἀκούουσι. 30 καὶ μὴ λυπεῖτε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον τοῦ Θεοῦ, ἐν ᾧ ἐσφραγίσθητε εἰς ἡμέραν ἀπολυτρώσεως. 31 πᾶσα πικρία καὶ θυμὸς καὶ ὀργὴ καὶ κραυγὴ καὶ βλασφημία ἀρθήτω ἀφ’ ὑμῶν σὺν πάσῃ κακίᾳ. 32 γίνεσθε δὲ εἰς ἀλλήλους χρηστοί, εὔσπλαγχνοι, χαριζόμενοι ἑαυτοῖς καθὼς καὶ ὁ Θεὸς ἐν Χριστῷ ἐχαρίσατο ὑμῖν.

ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Δ´ 25 - 32


25 Ὀργίζεσθε ὄχι ἀπὸ ἐγωϊσμὸν καὶ ἰδιοτελῆ ἐλατήρια, ἀλλὰ μόνον ἐξ ἁγνοῦ κατὰ Θεόν ζήλου, ὥστε νὰ μὴ ἁμαρτάνετε. Ἐὰν δὲ συμβῇ νὰ παροργισθῆτε μεταξύ σας, σπεύδετε πρὸς συνδιαλλαγήν, ὥστε νὰ μὴ σᾶς προφθάσῃ ἡ δύσις τοῦ ἡλίου, ἀλλὰ νὰ συμφιλιώνεσθε προτοῦ ἔλθῃ ἡ νύκτα. 26 Ὀργίζεσθε ὄχι ἀπὸ ἐγωϊσμὸν καὶ ἰδιοτελῆ ἐλατήρια, ἀλλὰ μόνον ἐξ ἁγνοῦ κατὰ Θεόν ζήλου, ὥστε νὰ μὴ ἁμαρτάνετε. Ἐὰν δὲ συμβῇ νὰ παροργισθῆτε μεταξύ σας, σπεύδετε πρὸς συνδιαλλαγήν, ὥστε νὰ μὴ σᾶς προφθάσῃ ἡ δύσις τοῦ ἡλίου, ἀλλὰ νὰ συμφιλιώνεσθε προτοῦ ἔλθῃ ἡ νύκτα. 27 Καὶ μὴ δίδετε εὐκαιρίαν εἰς τὸν διάβολον διὰ νὰ εἰσχωρῇ μεταξύ σας. 28 Ἐκεῖνος ποὺ κλέπτει, ἂς μὴ κλέπτῃ πλέον. Ἂς κοπιάζῃ δὲ περισσότερον καὶ ἂς ἐργάζεται τὸ ἔντιμον βιοποριστικὸν ἔγον μὲ τὰ χέρια του, διὰ νὰ ἔχῃ νὰ μεταδίδῃ καὶ εἰς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀνάγκην. 29 Κάθε λόγος βρωμερὸς ἂς μὴ βγαίνῃ ἀπὸ τὸ στόμα σας· ἀλλ’ ἐὰν ὑπάρχῃ κανένας λόγος καλὸς καὶ κατάλληλος νὰ οἰκοδομήσῃ τὴν παρουσιαζομένην ἀνάγκην, διὰ νὰ δώσῃ πνευματικὴν ὠφέλειαν καὶ νὰ μεταδώσῃ χάριν εἰς τοὺς ἀκούοντας, αὐτὸς ἂς λαλῆται ἀπὸ σᾶς. 30 Καὶ μὴ λυπεῖτε μὲ τὰ βρωμερὰ λόγια σας τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ ὁποῖον ἐσφραγίσθητε καὶ ἐσημαδεύθητε ὡς ἰδικοί του διὰ τὴν ἡμέραν τῆς δευτέρας παρουσίας, ὁπότε θὰ ἐπιτύχωμεν τὴν τελείαν ἀπολύτρωσιν. 31 Κάθε ἐσωτερικὴ δυσαρέσκεια καὶ θυμὸς καὶ ὀργὴ καὶ παράφορος κραυγὴ καὶ ὕβρις κατὰ τοῦ πλησίον ἂς σηκωθῇ καὶ ἂς ἐξορισθῇ μακρὰν ἀπὸ σᾶς, καθὼς καὶ κάθε κακεντρέχεια. 32 Γίνεσθε ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον εὐεργετικοί, μὲ πονετικὴν καρδίαν, συγχωρούμενοι μεταξύ σας καθὼς καὶ ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Χριστοῦ σᾶς συνεχώρησε.

ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Δ´ 25 - 32


25 Δι' αυτό, αφού πετάξετε από επάνω σας, οριστικώς και αμετακλήτως, το ψέμα, να λαλήτε ο καθένας με τον πλησίον του αλήθειαν, διότι συγκροτούμεν όλοι ένα σώμα και είμεθα μέλη ο ένας του άλλου (πως δε είναι δυνατόν τα μέλη του αυτού σώματος να εξαπατούν και να επιβουλεύωνται το ένα το άλλο;). 26 “Οργίζεσθε, όχι όταν θίγεται ο εγωϊσμός σας και το συμφέρον σας, αλλά όταν διαβάλλεται ο Θεός και η αλλήθεια του, οπότε η οργή σας θα έχη ιερόν κίνητρον, θα στρέφεται κατά της αμαρτίας και δεν θα αποτελή αμαρτίαν”. Εάν όμως συμβή και εξοργισθήτε μεταξύ σας, ας μη προφθάση να δύση ο ήλιος, πριν συμφιλιωθήτε. 27 Και μη δίδετε τόπον και ευκαιρίαν στον διάβολον, να εισχωρή μεταξύ σας. 28 Εκείνος που έκλεπτε, ας μη κλέπτη πλέον, αλλά πρέπει να κοπιάζη περισσότερον και να εργάζεται με τα ίδια του τα χέρια το έντιμον έργον του, ώστε να είναι εις θέσιν να μεταδίδη και εις εκείνον, που ευρίσκεται εις ανάγκην. 29 Καθε ρυπαρός λόγος ας μη βγαίνη ποτέ από το στόμα σας, αλλ' αντιθέτως να βγαίνη κάθε καλός λόγος, κατάλληλος να θεραπεύη και να οικοδομή την παρουσιαζομένην ανάγκην, δια να δώση χάριν εις αυτούς που τον ακούουν. 30 Και μη λυπείτε με τα απρεπή λόγια σας το Αγιον Πνεύμα του Θεού, με το οποίον έχετε σφραγισθή και προορισθή, δια να λάβετε την πλήρη απολύτρωσιν κατά την ημέραν της δευτέρας παρουσίας. 31 Καθε εσωτερική πικρία εναντίον του άλλου και θυμός και οργή και θυμώδης ξεφωνητά και ύβρις εναντίον του πλησίον ας φύγη και ας λείψη εντελώς από σας, όπως και κάθε άλλη κακοβουλία και κακοτροπία εις βάρος του άλλου. 32 Να γίνεσθε δε αγαθοί και ευεργετικοί μεταξύ σας, εύσπλαγχνοι και συμπονετικοί, συγχωρούντες ο ένας τον άλλον, όπως και ο Θεός δια του Χριστού μας έχει συγχωρήσει.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 36 - 50


36 Ἠρώτα δέ τις αὐτὸν τῶν Φαρισαίων ἵνα φάγῃ μετ’ αὐτοῦ· καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου ἀνεκλίθη. 37 καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐν τῇ πόλει ἥτις ἦν ἁμαρτωλός, καὶ ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου 38 καὶ στᾶσα ὀπίσω παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε, καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἤλειφε τῷ μύρῳ. 39 ἰδὼν δὲ ὁ Φαρισαῖος ὁ καλέσας αὐτὸν εἶπεν ἐν ἑαυτῷ λέγων· Οὗτος εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἂν τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνὴ ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρτωλός ἐστι. 40 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· Σίμων, ἔχω σοί τι εἰπεῖν. ὁ δέ φησί· Διδάσκαλε, εἰπέ. 41 δύο χρεοφειλέται ἦσαν δανειστῇ τινι· ὁ εἷς ὤφειλε δηνάρια πεντακόσια, ὁ δὲ ἕτερος πεντήκοντα. 42 μὴ ἐχόντων δὲ αὐτῶν ἀποδοῦναι, ἀμφοτέροις ἐχαρίσατο. τίς οὖν αὐτῶν, εἰπέ, πλεῖον ἀγαπήσει αὐτόν; 43 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων εἶπεν· Ὑπολαμβάνω ὅτι ᾧ τὸ πλεῖον ἐχαρίσατο. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Ὀρθῶς ἔκρινας. 44 καὶ στραφεὶς πρὸς τὴν γυναῖκα τῷ Σίμωνι ἔφη· Βλέπεις ταύτην τὴν γυναῖκα; εἰσῆλθόν σου εἰς τὴν οἰκίαν, ὕδωρ ἐπὶ τοὺς πόδας μου οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ τοῖς δάκρυσιν ἔβρεξέ μου τοὺς πόδας καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμαξε. 45 φίλημά μοι οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ ἀφ’ ἧς εἰσῆλθεν οὐ διέλιπε καταφιλοῦσά μου τοὺς πόδας. 46 ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου οὐκ ἤλειψας· αὕτη δὲ μύρῳ ἤλειψέ μου τοὺς πόδας. 47 οὗ χάριν λέγω σοι, ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ· ᾧ δὲ ὀλίγον ἀφίεται, ὀλίγον ἀγαπᾷ. 48 εἶπε δὲ αὐτῇ· Ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι. 49 καὶ ἤρξαντο οἱ συνανακείμενοι λέγειν ἐν ἑαυτοῖς· Τίς οὗτός ἐστιν ὃς καὶ ἁμαρτίας ἀφίησιν; 50 εἶπε δὲ πρὸς τὴν γυναῖκα· Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 36 - 50


36 Τὸν παρεκάλει δὲ κάποιος ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους νὰ φάγῃ μαζί του. Καὶ ἀφοῦ ἐμβῆκεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Φαρισαίου, ἐξηπλώθη πλησίον τῆς τραπέζης, ὅπως τότε ἐσυνηθίζετο. 37 Καὶ ἰδοὺ μία γυναῖκα, ποὺ ἔζη εἰς τὴν πόλιν, ἡ ὁποία ἦτο ἁμαρτωλή, ὅταν ἐπληροφορήθη ὅτι εἶναι καθισμένος καὶ τρώγει εἰς τὸν οἶκον τοῦ Φαρισαίου, ἔφερεν ἀγγεῖον ἀπὸ ἀλάβαστρον γεμᾶτον ἀπὸ μῦρον 38 καὶ ἀφοῦ ἐστάθη πλησίον τῶν ποδῶν του, ὀπίσω ἀπὸ τὴν τράπεζαν, ὅπως ἦτο ἑξαπλωμένος ὁ Κύριος, σκεπτομένη τὰς ἁμαρτίας της ἐξέσπασεν εἰς κλαυθμούς. Καὶ ἤρχισε νὰ βρέχει τοὺς πόδας του μὲ τὰ ἄφθονα δάκρυά της καὶ τοὺς ἐσπόγγιζε μὲ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς της. Συγχρόνως δὲ ἐφιλοῦσε μὲ εὐλαβῆ πόθον τοὺς πόδας του καὶ τοὺς ἔλειφε μὲ τὸ μύρον. 39 Ὅταν δὲ εἶδεν αὐτὸ ὁ Φαρισαῖος, ποὺ τὸν ἐκάλεσεν εἰς τὸ γεῦμα, ἐσκέφθη μέσα του καὶ εἶπεν· Αὐτός, ἐὰν ἦτο προφήτης, θὰ ἐγνώριζε διὰ τοῦ διορατικοῦ πνεύματος, ποὺ ἔχουν οἱ προφῆται, ποία εἶναι καὶ ποίαν διαγωγὴν καὶ ποῖον βίον διεφθαρμένον ἔχει ἡ γυναῖκα αὐτή, ποὺ τὸν ἐγγίζει· θὰ ἐγνώριζε δηλαδὴ ὅτι εἶναι ἁμαρτωλή. 40 Καὶ τότε ὁ Ἰησοῦς ἀπαντῶν εἰς τοὺς ἀποκρύφους αὐτοὺς διαλογισμοὺς τοῦ Φαρισαίου τοῦ εἶπε· Σίμων, ἔχω κάτι νὰ σοῦ εἴπω. Αὐτὸς δὲ εἶπε· Διδάσκαλε, εἰπέ. 41 Ἦσαν εἰς κάποιον δανειστὴν δύο χρεωφειλέται. Ὁ ἕνας ἐχρεώστει πεντακόσια δηνάρια, ὁ ἄλλος πεντήκοντα. 42 Ἐπειδὴ δὲ αὐτοὶ δὲν εἶχαν νὰ δώσουν πάλιν τὰ δανεικά, ὁ δανειστὴς ἐχάρισε τὸ χρέος καὶ εἰς τοὺς δύο. Εἰπέ μου λοιπὸν τώρα, ποῖος ἐξ αὐτῶν θὰ ἀγαπήσῃ τοῦτον περισσότερον; 43 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Σίμων καὶ εἶπε· Νομίζω, ὅτι ἐκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον ὁ δανειστὴς ἐχάρισε τὸ περισσότερον χρέος, αὐτὸς καὶ θὰ ἀγαπήσῃ περισσότερον. Ὁ Ἰησοῦς δὲ τοῦ εἶπε τότε· Ὀρθῶς ἔκρινας. 44 Καὶ ἀφοῦ ἔστρεψε πρὸς τὴν γυναῖκα, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· Βλέπεις αὐτὴν τὴν γυναῖκα; Ἐμβῆκα εἰς τὸν οἶκον σου καὶ δέν μοῦ ἔρριψες νερὸ διὰ νὰ πλύνω τοὺς πόδας μου· αὐτὴ ὅμως ὄχι μὲ κοινὸν νερό, ἀλλὰ μὲ αὐτὰ τὰ δάκρυά της μοῦ ἔβρεξε τοὺς πόδας καὶ μοῦ τοὺς ἐσπόγγισε μὲ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς της. 45 Σὺ δέν μοῦ ἔδωκες φίλημα οὔτε εἰς τὸ πρόσωπον. Αὐτὴ ὅμως, ἀπὸ τὴν ὥραν ποὺ ἐμβῆκε, δὲν ἔπαυσε μὲ πολλὴν ταπείνωσιν νὰ μοῦ καταφιλῇ τοὺς πόδας. 46 Σὺ δὲν μοῦ ἤλειψες τὴν κεφαλὴν μὲ ἀπλοῦν ἔλαιον, ποὺ εἶναι τόσον ἐθηνόν. Αὐτὴ ὅμως μὲ πανάκριβον μύρον μοῦ ἤλειψεν ὄχι τὴν κεφαλήν, ἀλλὰ τοὺς πόδας. 47 Ἕνεκα δὲ τούτου, σὲ βεβαιῶ καὶ μάθε το, εἶναι συγχωρημέναι αἱ πολλαί της ἁμαρτίαι, διότι ἠγάπησε πολύ. Ἐζήτησε τὴν ἄφεσιν τοῦ χρέους τῶν ἁμαρτιῶν της, γεμᾶτη εὐγνωμοσύνην καὶ ἀφοσίωσιν πρὸς ἐμέ, ποὺ θὰ τὴν συνεχώρουν. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ νομίζει, ὅτι δὲν χρεωστεῖ πολλά, καὶ εἰς τὸν ὁποῖον κατὰ τὴν ἰδέαν του ἀφίνεται ὀλίγον χρέος, ὀλίγον ἀγαπᾷ, ὅπως συμβαίνει μὲ σέ. Ἡ γυναῖκα δηλαδὴ αὐτὴ μὲ ἠγάπησεν ὡς σωτῆρα της πολὺ περισσότερον ἀπὸ σέ, ποὺ δὲν αἰσθάνεσαι τόσον τὴν ἀνάγκην νὰ σὲ σώσω. 48 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτήν· Εἶναι συγχωρημέναι αἱ ἁμαρτίαι σου. 49 Καὶ ἤρχισαν αὐτοί, ποὺ ἐκάθηντο μαζὶ εἰς τὸ τραπέζι, νὰ λέγουν μέσα τους· Ποῖος εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος καὶ ἁμαρτίας ἀκόμη τολμᾷ νὰ συγχωρῇ; 50 Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς τὴν γυναῖκα· Οἱ ὁμοτράπεζοί μου δὲν ἔχουν τὴν πίστιν τὴν ἰδικήν σου. Σὺ ἦλθες εἰς ἐμὲ μὲ τὴν πεποίθησιν ὅτι θὰ λάβῃς τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν σου. Ἡ πίστις σου αὐτὴ σὲ ἔσωσε. Πήγαινε μὲ τὴν συνείδησιν ἤρεμον καὶ μὲ τὴν καρδίαν γεμᾶτην εἰρήνην. Καὶ πρόσεξε νὰ μὴ χάσῃς ποτὲ τὴν εἰρήνην αὐτήν.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 36 - 50


36 Τον παρακαλούσε δε κάποιος από τους Φαρισαίους να φάγη μαζή του. Και αφού εισήλθεν στο σπίτι του Φαρισαίου, εξηπλώθη, κατά συνήθειαν που επικρατούσε τότε, πλησίον της τραπέζης του φαγητού. 37 Και ιδού μία γυναίκα της πόλεως αυτής, η οποία ήτο αμαρτωλή, όταν επληροφορήθη ότι ο Ιησούς τρώγει εις την οικίαν του Φαρισαίου, έφερε ένα αλαβάστρινον δοχείον γεμάτο μύρον. 38 Και αφού εστάθη πίσω, πλησίον στους πόδας του Ιησού, ανελύθη εις δάκρυα και ήρχισεν να βρέχη τους πόδας του με τα δάκρυά της, και να τους σπογγίζη με τας τρίχας της κεφαλής της. Συγρόνως δε εφιλούσε συνεχώς με βαθείαν ευλάβειαν τους πόδας του και τους ήλειφε με μύρον. 39 Οταν δε ο Φαρισαίος, που τον είχε καλέσει στο γεύμα, είδε το γεγονός αυτό, είπε μέσα του· Εάν αυτός ήτο προφήτης, θα εγνώριζε ποίας διαγωγής είναι η γυναίκα αυτή που τον εγγίζει, θα εγνώριζε δηλαδή ότι είναι αμαρτωλή. 40 Και ο Ιησούς απαντών στους διαλογισμούς αυτούς του Σιμωνος είπε· “Σιμων, έχω κάτι να σου πω”. Εκείνος δε είπε· “διδάσκαλε, λέγε”. 41 “Ησαν δύο χρεωφειλέται προς κάποιον δανειστήν. Ο ένας του εχρεωστούσε πεντακόσια δηνάρια ο δε άλλος πενήντα. 42 Επειδή δε δεν είχαν αυτοί να εξοφλήσουν το χρέος των, ο δανειστής το εχάρισε και στους δύο. Πες μου. ποιός από τους δύο θα τον αγαπήση περισσότερον;” 43 Απεκρίθη δε ο Σιμων και είπε· νομίζω, ότι εκείνος στον οποίον εχάρισε το μεγαλύτερον χρέος”. Ο δε Ιησούς του είπε· “ορθή είναι η κρίσις σου”. 44 Και αφού εγύρισε προς την γυναίκα, είπε στον Σιμωνα· “βλέπεις αυτήν την γυναίκα; Ηλθα στο σπίτι σου και δεν μου έδωσες νερό να δια το πλύσιμο των ποδιών μου. Αυτή όμως έβρεξε τα πόδια μου με τα δάκρυα της και τα εσπόγγισε με τας τρίχας της κεφαλής της. 45 Συ δεν μου έδωσες φίλημα, όπως συνηθίζουν δια τον κάθε φιλοξενούμενον· αυτή δε από την ώραν που εμπήκε στο σπίτι, δεν έπαυσε με πολλήν ευλάβειαν να καταφιλή τους πόδας μου. 46 Συ δεν μου άλειψες την κεφαλήν ούτε με απλό λάδι. Αυτή δε μου άλειψε τους πόδας με πανάκριβο μύρον. 47 Ενεκα δε τούτου ακριβώς σου λέγω ότι είναι συγχωρημέναι αι πολλαί αυτής αμαρτίαι, διότι ηγάπησε πολύ εμέ τον Λυτρωτήν, και επόθησε βαθύτατα την λύτρωσίν της. Εκείνος δε που νομίζει ότι ολίγον χρέος έχει απέναντι του Θεού, ολίγον αγαπά”. 48 Είπε δε προς αυτήν ο Ιησούς· “είναι συγχωρημέναι αι αμαρτίαι σου” 49 Και αυτοί, που παρεκάθηντο μαζή του στο τραπέζι ήρχισαν να σκέπτωνται και να λέγουν από μέσα των· “ποιός είναι αυτός, ο οποίος και αμαρτίας ακόμη συγχωρεί;” 50 Είπε δε προς την γυναίκα ο Ιησούς· “η πίστις σου σε έχει σώσει· πήγαινε με ειρηνική και καθαράν την καρδίαν σου στον δρόμον της ειρήνης”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα