❌
Δευτέρα, 03 Οκτωβρίου 2022

Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, Αγία Δάμαρις η Αθηναία
Διονυσίου ἀρεοπαγίτου ἱερομάρτυρος, ἐπισκόπου καὶ πολιούχου Ἀθηνῶν (†96). ̔Ρουστικοῦ, Ἐλευθερίου καὶ Δαμάριδος (α ́ αἰ.) μαρτύρων τῶν Ἀθηναίων.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΖ´ 16 - 34


16 Ἐν δὲ ταῖς Ἀθήναις ἐκδεχομένου αὐτοὺς τοῦ Παύλου, παρωξύνετο τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ θεωροῦντι κατείδωλον οὖσαν τὴν πόλιν. 17 διελέγετο μὲν οὖν ἐν τῇ συναγωγῇ τοῖς Ἰουδαίοις καὶ τοῖς σεβομένοις καὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ κατὰ πᾶσαν ἡμέραν πρὸς τοὺς παρατυγχάνοντας. 18 τινὲς δὲ καὶ τῶν Ἐπικουρείων καὶ Στωϊκῶν φιλοσόφων συνέβαλλον αὐτῷ, καί τινες ἔλεγον· Τί ἂν θέλοι ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν; οἱ δέ· Ξένων δαιμονίων δοκεῖ καταγγελεὺς εἶναι· ὅτι τὸν Ἰησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασιν εὐηγγελίζετο αὐτοῖς. 19 ἐπιλαβόμενοί τε αὐτοῦ ἐπὶ τὸν Ἄρειον Πάγον ἤγαγον, λέγοντες· Δυνάμεθα γνῶναι τίς ἡ καινὴ αὕτη ἡ ὑπὸ σοῦ λαλουμένη διδαχή; 20 ξενίζοντα γάρ τινα εἰσφέρεις εἰς τὰς ἀκοὰς ἡμῶν· βουλόμεθα οὖν γνῶναι τί ἂν θέλοι ταῦτα εἶναι. 21 Ἀθηναῖοι δὲ πάντες καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι ἢ ἀκούειν καινότερον. 22 Σταθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ Ἀρείου Πάγου ἔφη· Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ· 23 διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο, Ἀγνώστῳ θεῷ. ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν. 24 ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος ὑπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ 25 οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αὐτὸς διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν καὶ τὰ πάντα· 26 ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν, 27 ζητεῖν τὸν Κύριον εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν, καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα. 28 Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ’ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασιν· τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν. 29 γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον. 30 τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τὰ νῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν, 31 διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. 32 Ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· Ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου. 33 καί οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν. 34 τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΖ´ 16 - 34


16 Ἐνῷ δὲ ὁ Παῦλος ἐπερίμενε τοὺς δύο αὐτοὺς συνεργάτας του εἰς τὰς Ἀθήνας, ἠρεθίζετο τὸ πνεῦμα του καὶ ἐξωργίζετο μέσα του, ἐπειδὴ ἔβλεπεν, ὅτι ἡ πόλις ἦτο γεμάτη ἀπὸ εἴδωλα. 17 Ἐν σχέσει λοιπὸν πρὸς τὴν εἰδωλολατρείαν αὐτὴν τῶν Ἀθηναίων, ἡ ὁποία ἐκίνει τὴν ἀγανάκτησίν του, συνδιελέγετο ὁ Παῦλος ἐν μὲν τῇ συναγωγῇ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους καὶ πρὸς τοὺς σεβομένους τὸν ἀληθινὸν Θεὸν προσηλύτους, ἐν δὲ τῇ ἀγορᾷ κάθε ἡμέραν πρὸς ἐκείνους, τοὺς ὁποίους συνήντα ἐκεῖ τυχαίως. 18 Μεταξὺ δὲ τῶν ἄλλων συνεζήτουν μαζί του καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἐπικουρείους καὶ τοὺς Στοϊκοὺς φιλοσόφους. Καὶ ἄλλοι μὲν ἔλεγον· Σὰν τί να θέλῃ ὁ φλύαρος αὐτὸς να μᾶς εἴπῃ; Ἄλλοι δὲ ἔλεγον· Φαίνεται νὰ εἶναι κῆρυξ ξένων θεοτήτων, ποὺ μᾶς εἶναι ἄγνωστοι. Ἔλεγον δὲ τοῦτο, διότι ὁ Παῦλος ἐκήρυττε τὸν Ἰησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασιν. 19 Καὶ ἀφοῦ τὸν ἔπιασαν ἀπὸ τὸ χέρι, τὸν ὠδήγησαν εἰς τὸν Ἄρειον Πάγον καὶ τοῦ εἶπαν· Μποροῦμε νὰ μάθωμεν, ποία εἶναι ἡ νέα αὐτὴ διδασκαλία, ποὺ διδάσκεται ἀπὸ σέ; 20 Διότι κάποια παράδοξα καὶ πρωτάκουστα διδάγματα φέρεις μὲ τὴν διδασκαλίαν σου μέσα εἰς τὰς ἀκοάς μας. Θέλομεν λοιπὸν νὰ μάθωμεν, σὰν τί μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτά, ποὺ διδάσκεις. 21 Τὸ ἔκαμαν δὲ αὐτὸ ὅχι ἀπὸ πραγματικὸν θρησκευτικὸν ἐνδιαφέρον, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν συνηθισμένην τους περιέργειαν, διότι ὅλοι οἱ Ἀθηναῖοι καὶ οἱ μονίμως διαμένοντες ἐν Ἀθήναις ξένοι δὲν εἶχαν καιρὸν διὰ τίποτε ἄλλο, παρὰ διὰ νὰ λέγουν καὶ νὰ ἀκούουν κάτι νεώτερον. 22 Ἀφοῦ δὲ ἐστάθη ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ Ἀρείου Πάγου εἶπεν· Ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, σὰν πιὸ εὐλαβέστερους καθ’ ὅλα καὶ πιὸ θρήσκους ἀπὸ πολλοὺς ἄλλους σᾶς βλέπω. 23 Καὶ λέγω τοῦτο, διότι διαβαίνων τοὺς δρόμους τῆς πόλεως σας καὶ ἐξετάζων προσεκτικὰ ἐκεῖνα, ποὺ λατρεύετε, εὗρον καὶ ἕνα βωμόν, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχε τεθῇ ἡ ἐπιγράφή: Ἀφιεροῦται ὁ βωμὸς αὐτὸς εἰς τὸν ἄγνωστον Θεόν. Ἐκεῖνον λοιπὸν τὸν Θεόν, ποὺ λατρεύετε, χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζετε, αὐτὸν ἐγὼ σᾶς κηρύττω. 24 Ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἐποίησε τὸν κόσμον καὶ ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν μέσα εἰς τὸν κόσμον, αὐτὸς μὴ ἑξαρτώμενος ἀπὸ κανένα ἄλλον, ἀλλ’ ὑπάρχων ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του ἀπόλυτος Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, δὲν κατοικεῖ εἰς ναούς, ποὺ κατασκευάζονται ἀπὸ χεῖρας ἀνθρώπων, ὅπως εἶναι καὶ οἱ μαρμάρινοι αὐτοὶ ναοί, τοὺς ὁποίους κατεσκεύασαν οἱ καλλιτέχναι σας. 25 Οὔτε ὑπηρετεῖται ἀπὸ χεῖρας ἀνθρώπων, σὰν νὰ ἐστερεῖτο καὶ νὰ εἶχεν ἀνάγκην ἀπὸ κάτι. Ὄχι δὲν ἔχει ἀνάγκην ἀπὸ τίποτε, ἀφοῦ αὐτὸς δίδει εἰς ὅλα τὰ ζῶντα δημιουργήματά του ζωὴν καὶ ἀναπνοὴν καὶ ὅλα ὅσα πρὸς συντήρησιν τῆς ζωῆς των τοὺς χρειάζονται. 26 Καὶ ἐποίησεν ἀπὸ ἓν αἷμα καὶ ἀπὸ τὸ αὐτὸ πρωτόπλαστον ζεῦγος ὅλα τὰ ἔθνη τῶν ἀνθρώπων, διὰ νὰ κατοικοῦν εἰς ὅλην τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς. Καὶ αὐτὸς ὥρισε διὰ καθένα ἀπὸ τὰ ἔθνη αὐτὰ χρόνους ἐκ προτέρου προσδιορισμένους ὑπὸ τῆς προνοίας του διὰ τὴν ἐμφάνισιν καὶ ἑξαφάνισιν αὐτῶν, καθὼς καὶ τὰ σύνορα τῆς κατοικίας των. 27 Ὁ σπουδαιότερος δὲ σκοπός, διὰ τὸν ὁποῖον ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὰ ἔθνη, εἶναι νὰ ζητοῦν ταῦτα τὸν Κύριον, ἐὰν θὰ κατώρθωναν ψηλαφητὰ διὰ τῆς σκέψεως νὰ τὸν εὕρουν, καίτοι αὐτὸς ὑπάρχει ὅχι μακράν, ἀλλὰ πολὺ πλησίον πρὸς ἕνα ἕκαστον ἀπὸ ἡμᾶς. 28 Καὶ εἶναι πολὺ πλησίον μας, διότι μέσα εἰς αὐτὸν ὡς εἰς πνευματικήν τινα ἀτμόσφαιραν ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ὑπάρχομεν, καθὼς καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἰδικούς σας ποιητὰς ἔχουν εἴπει· Διότι αὐτοῦ εἴμεθα καὶ γενηά. Καὶ εἴμεθα γενηά του, ὅχι διότι ἐβγήκαμεν ἀπὸ τὴν οὐσίαν του καὶ εἴμεθα ὅλοι ἕνα μὲ τὸν Θεόν, ὅπως τὸ ἐνόει ὁ ποιητής σας Ἄρατος, ἀλλὰ διότι μᾶς ἔπλασε κατ’ εἰκόνα του καὶ μᾶς ἠγάπησεν ὡς οἰκείους του. 29 Ἀφοῦ λοιπὸν εἴμεθα γένος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐλάβομεν παρ’ αὐτοῦ ζῶσαν καὶ πνευματικὴν φύσιν, δὲν πρέπει νὰ νομίζωμεν, ὅτι ἡ θεότης εἶναι ὁμοία πρὸς τὰ ἄψυχα καὶ τὰ νεκρά, πρὸς χρυσὸν δηλαδὴ ἢ ἄργυρον ἢ μάρμαρον, ποὺ ἔχουν χαραχθῇ καὶ πελεκηθῆ ὑπὸ τῆς γλυπτικῆς τέχνης καὶ τῆς καλλιτεχνικῆς φαντασίας καὶ ἐπινοήσεως ἀνθρώπου εἰς μαρμάρινα ἢ ἀργυρὰ ἢ χρυσὰ ἀγάλματα καὶ εἴδωλα. 30 Ὄχι· ἐπὶ τόσους δὲ χρόνους, ποὺ οἱ ἄνθρωποι λατρεύουν τὰ ἄψυχα αὐτὰ εἴδωλα, ἀγνοοῦν καὶ ἐξευτελίζουν τὸν δημιουργόν τους καὶ ἀσεβοῦν πρὸς αὐτόν. Τώρα λοιπὸν τοὺς μακροὺς αὐτοὺς χρόνους, κατὰ τοὺς ὁποίους καὶ σεῖς καὶ τὰ ἄλλα ἔθνη εἴχατε ἄγνοιαν τοῦ ἀληθοῦς δημιουργοῦ σας, παρέβλεψεν ἐν τῇ μακροθυμίᾳ του ὁ Θεὸς καὶ παραγγέλλει εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ κατοικοῦν εἰς κάθε τόπον, νὰ μετανοοῦν καὶ νὰ ἐγκαταλείψουν τὰ εἴδωλα καὶ τὴν εἰδωλολατρικὴν ζωὴν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεόν. 31 Πρέπει δὲ ὅλοι νὰ μετανοήσουν, διότι ὥρισεν ὁ Θεὸς ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν μέλλει νὰ κρίνῃ τὴν οἰκουμένην μὲ δικαιοσύνην, δι’ ἀνδρὸς τὸν ὁποῖον ὥρισε κριτήν. Ὅτι δὲ αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ κριτὴς ὅλων μας, ἔδωκε βεβαίαν περὶ τούτου ἀπόδειξιν ὁ Θεὸς ἀναστήσας τὸν ἄνδρα τοῦτον ἐκ νεκρῶν. 32 Ἀλλ’ ὅταν ἤκουσαν ἀνάστασιν νεκρῶν, ἄλλοι μὲν τὸν περιγελοῦσαν· ἄλλοι δὲ εἶπον· Θὰ σὲ ἀκούσωμεν καὶ πάλιν περὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ. 33 Καὶ ἔτσι ὁ Παῦλος ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ μέσον τοῦ Ἀρείου Πάγου, ποὺ τὸν εἶχαν ἐκεῖνοι περικυκλώσει διὰ να τὸν ἀκούσουν. 34 Μερικοὶ ὅμως ἄνθρωποι συνεδέθησαν καὶ προσεκολλήθησαν μετ’ ἐμπιστοσύνης καὶ εὐλαβείας εἰς αὐτὸν καὶ ἐπίστευσαν εἰς τὸ κήρυγμά του. Ἦσαν δὲ μεταξὺ τούτων καὶ ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ κάποια γυναῖκα, ποὺ ἐλέγετο Δάμαρις καὶ μερικοὶ ἄλλοι μαζὶ μὲ αὐτούς.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΖ´ 16 - 34


16 Ενώ δε ο Παύλος επερίμενε αυτούς εις τας Αθήνας, εξερεθίζετο το πνεύμα του, διότι έβλεπε την πόλιν να είναι γεμάτη είδωλα. 17 Συζητούσε λοιπόν επί του θέματος αυτού εις την συναγωγήν με τους Ιουδαίους και με τους προσηλύτους Ελληνας, που εσέβοντο τον Θεόν, και με όσους συναντούσε κάθε ημέραν εις την αγοράν. 18 Μερικοί δε από τους Επικουρείους και τους Στωϊκούς φιλοσόφους συζητούσαν με αυτόν. Και μερικοί άλλοι έλεγαν· “τι θέλει να μας πη αυτός ο διαδοσίας;” Αλλοι δε έλεγαν· “φαίνεται ότι κηρύττει ξένας και αγνώστους θεότητας”. Αυτό δε το έλεγαν, διότι ο Παύλος εκύρυττε εις αυτούς τον Ιησούν και την ανάστασιν. 19 Και αφού τον επήραν, τον έφεραν στον Αρειον Παγον και του είπαν· “ημπορούμεν να μάθωμεν ποιά είναι αυτή η νέα διδασκαλία, την οποίαν κηρύττεις; 20 Διότι εκαταλάβαμε, ότι κάτι παράδοξα πράγματα βάζεις εις τα αυτιά μας· θέλομεν να μάθωμεν, τι τάχα είναι αυτά”. 21 Εζήτησαν δε να μάθουν, διότι οι Αθηναίοι και όλοι οι ξένοι, που έμεναν εις τας Αθήνας, δια τίποτε άλλο δεν είχαν καιρόν, παρά μόνον δια να λέγουν και να ακούουν νεώτερα. 22 Αφού εστάθηκε ο Παύλος εν μέσω του Αρείου Παγου είπε· “άνδρες Αθηναίοι, εγώ σας θεωρώ ως τους περισσότερον θρήσκους από τους άλλους ανθρώπους. 23 Διότι, καθώς επερνούσα τους δρόμους της πόλεώς σας και έβλεπα με προσοχήν τα ιερά, που σέβεσθε, ευρήκα και ένα βωμόν, στον οποίον ήτο χαραγμένη η επιγραφή· Εις τον άγνωστον Θεόν. Αυτόν λοιπόν τον οποίον σέβεσθε χωρίς να τον γνωρίζετε, αυτόν εγώ κηρύττω εις σας. 24 Ο Θεός, ο οποίος έκαμε τον κόσμον και όλα όσα υπάρχουν εις αυτόν, αυτός υπάρχει απόλυτος κύριος του ουρανού και της γης και δεν κατοικεί εις ναούς, που τους κατασκευάζουν τα χέρια των ανθρώπων. 25 Ούτε και υπηρετείται από τα χέρια ανθρώπων, σαν να έχη ανάγκην από κάτι. Δεν έχει ανάγκην από τίποτε, εξ αντιθέτου δε δίδει εις όλα ζωήν και αναπνοήν και όλα όσα τους χρειάζονται δια την συντήρησίν των. 26 Αυτός έκαμε από ένα αίμα όλα τα έθνη των ανθρώπων, να κατοικούν στο πρόσωπον της γης και ώρισε δια τον καθένα από αυτά προσδιωρισμένους καιρούς εμφανίσεως και ζωής, όπως επίσης και τα σύνορα της κατοικίας των. 27 Τους ενεφύτευσε δε τον πόθον να αναζητούν πάντοτε τον Κυριον, μήπως και θα κατώρθωναν να τον ψηλαφήσουν και να τον εύρουν, αν και αυτός υπάρχη πολύ κοντά στον καθένα από ημάς. 28 Διότι μέσα εις την θείαν αυτού παρουσίαν και αγαθότητα ζώμεν και κινούμεθα και υπάρχομεν, όπως και μερικοί από τους ποιητάς σας έχουν πει. Διότι είμεθα ιδικόν του γένος, πλασθέντες από αυτόν κατ' εικόνα αυτού και καθ' ομοίωσιν. 29 Εφ' οσον λοιπόν είμεθα γένος του Θεού, δεν πρέπει να νομίζωμεν ότι η θεότης είναι ομοία με χρυσόν η με άργυρον η με μάρμαρον, με αγάλματα δηλαδή που έχουν χαραχθή με τέχνην και σύμφωνα με τας καλλιτεχνικάς επινοήσστου ανθρώπου. 30 Τωρα λοιπόν ο Θεός, μακρόθυμος καθώς είναι, αφήκε τους χρόνους αυτούς της αγνοίας και ειδωλολατρίας των ανθρώπων και παραγγέλει εις όλους τους ανθρώπους πανταχού της γης να μετανοήσουν. 31 Διότι ώρισεν ημέραν, κατά την οποίαν μέλλει να κρίνη όλην την οικουμένην με δικαιοσύνην δια μέσου ενός ανδρός, τον οποίον ο ίδιος ώρισε κριτήν και τον επρόβαλε εις όλους με αδιαφιλονίκητον απόδειξιν και κύρος, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών”. 32 Οταν όμως ήκουσαν δι' ανάστασιν νεκρών, άλλοι μεν τον ενέπαιζαν, άλλοι δε του είπαν· “θα σε ακούσωμεν και πάλιν δια το ζήτημα αυτό”. 33 Ετσι δε, αφού είπε και ήκουσε αυτά ο Παύλος, ανεχώρησε από τον Αρειον Παγον εκ μέσου αυτών. 34 Μερικοί όμως άνθρωποι προσκολλήθηκαν εις αυτόν και τον ηκολούθησαν με εμπιστοσύνην και επίστευσαν στο κήρυγμά του. Μεταξύ δε αυτών ήτο και ο Διονύσιος ο Αεροπαγίτης και κάποια γυναίκα, ονόματι Δαμαρις, και μερικοί άλλοι μαζή με αυτούς.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ϛ´ 24 - 30


24 πλὴν οὐαὶ ὑμῖν τοῖς πλουσίοις, ὅτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν ὑμῶν. 25 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε. οὐαί ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε. 26 οὐαὶ ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσι πάντες οἱ ἄνθρωποι· κατὰ τὰ αὐτὰ γὰρ ἐποίουν τοῖς ψευδοπροφήταις οἱ πατέρες αὐτῶν. 27 Ἀλλὰ ὑμῖν λέγω τοῖς ἀκούουσιν· ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς, 28 εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμῖν, προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς. 29 τῷ τύπτοντί σε ἐπὶ τὴν σιαγόνα πάρεχε καὶ τὴν ἄλλην, καὶ ἀπὸ τοῦ αἴροντός σου τὸ ἱμάτιον καὶ τὸν χιτῶνα μὴ κωλύσῃς. 30 παντὶ δὲ τῷ αἰτοῦντί σε δίδου, καὶ ἀπὸ τοῦ αἴροντος τὰ σὰ μὴ ἀπαίτει.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ϛ´ 24 - 30


24 Ἀλλοίμονον ὅμως εἰς σᾶς τοὺς πλουσίους, ποὺ χρησιμοποιεῖτε ἐγωϊστικῶς τὸν πλοῦτον σας πρὸς ἰκανοποίησιν τῶν σαρκικῶν σας ἀνέσεων καὶ ἀπολαύσεων. Ἀλλοίμονόν σας, διότι ἔχετε πλήρη καὶ τελείαν τὴν παρηγορίαν σας ἀπὸ τὸν πλοῦτον καὶ συνεπῶς δὲν μένει νὰ ἐλπίζετε τίποτε εἰς τὴν μέλλουσαν ζωήν. 25 Ἀλλοίμονον εἰς σᾶς, ποὺ εἶσθε χορτασμένοι ἀπὸ τὰς σαρκικὰς ἀπολαύσεις καὶ ὡς μόνον σκοπὸν τοῦ βίου σας ἐθέσατε τὸ φάγωμεν καὶ πίωμεν· διότι θὰ στερηθῆτε τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ εἰς τὸν μέλλοντα βίον καὶ θὰ πεινάσετε. Καὶ σὲ σᾶς, ποὺ ὡς μοναδικὸν σκοπὸν τῆς ζωῆς σας ἔχετε τὴν σαρκικὴν χαρὰν καὶ γελᾶτε τώρα ἐξ αἰτίας τῶν διασκεδάσεων καὶ τῶν ἀπολαύσεων, ποὺ ἔχετε ἀπὸ βίον σαρκικόν, οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονον, διότι εἰς τὴν μέλλουσαν ζωὴν θὰ πενθήσετε καὶ θὰ κλαύσετε. 26 Ἀλλοίμονον ὅταν σᾶς ἐπαινέσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ αὐτοὶ ἀκόμη, ποὺ διὰ τὰς κακάς των πράξεις εἶναι ἄξιοι ἐλέγχων. Ἀλλοίμονόν σας, διότι τὰ ἴδια ἀκριβῶς ἔκαναν καὶ εἰς τοὺς ψευδοπροφήτας οἱ πρόγονοι τῶν σημερινῶν Ἰουδαίων. Τοὺς ἐπευφήμουν δηλαδὴ καὶ τοὺς ἐπεκρότουν ὅλοι, ἐπειδὴ ἐκεῖνοι προδιδόντες τὴν ἀλήθειαν ἐλάλουν τὰ ἀρεστὰ εἰς αὐτοὺς καὶ ἐκολάκευον τὰς ἀδυναμίας των. 27 Εἰς σᾶς ὅμως, ποὺ μὲ ἀκούετε καὶ ἔχετε τὴν διάθεσιν νὰ συμμορφοῦσθε πρὸς τὴν ἀλήθειαν, ἐπειδὴ θὰ ἀντιμετωπίσετε πολλοὺς ἐπικριτὰς καὶ διώκτας, σᾶς λέγω νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας, νὰ εὐεργετῆτε ἐκείνους ποὺ σᾶς μισοῦν, 28 νὰ εὔχεσθε πρὸς τὸν Θεὸν ἀγαθὰ καὶ νὰ ἐπικαλῆσθε τὰς θείας εὐλογίας δι’ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι σᾶς καταρῶνται, καὶ νὰ προσεύχεσθε ὑπὲρ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι σᾶς δυσφημοῦν καὶ ὁπωσδήποτε σᾶς βλάπτουν. 29 Εἰς ἐκεῖνον ποὺ σὲ κτυπᾷ εἰς τὴν μίαν πλευρὰν τῆς σιαγόνος, πρόσφερέ του καὶ τὴν ἄλλην πλευράν. Καὶ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ σοῦ πάρῃ τὸ ἐπανωφόριον, μὴ τὸν ἐμποδίσῃς νὰ πάρῃ καὶ τὸ ὑποκάμισόν σου. (Ἡ πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπη σου δηλαδὴ πρέπει νὰ σὲ κάνῃ ὑποχωρητικὸν πάντοτε καὶ νὰ σὲ προθυμοποιῆ, ὅπως παραιτῆσαι ὑπὲρ τοῦ πλησίον καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ πλέον νόμιμα δικαιώματά σου). 30 Εἰς καθένα δὲ ποὺ σοῦ ζητεῖ, δίδε, ἀλλὰ πάντοτε μὲ διάκρισιν, ποὺ θὰ τὴν διαπνέῃ εἰλικρινὴς ἀγάπη. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ παίρνει τὰ ἰδικά σου, νὰ μὴ ἀπαιτῇς καὶ νὰ μὴ ἀνοίγῃς δίκας διὰ νὰ τὰ ξαναπάρῃς.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ϛ´ 24 - 30


24 Πλην αλλοίμονον εις σας τους πλουσίους, που χρησιμοποιείτε τον πλούτον αποκλειστικά και μόνον δια την ιδικήν σας καλοπέρασιν και απόλαυσιν, διότι έχετε πλέον πάρει την παρηγορίαν και την χαράν από τον πλούτον και συνεπώς δεν έχετε το δικαίωμα να περιμένετε αμοιβήν από τον Θεόν. 25 Αλλοίμονον εις σας, που είσθε χορτασμένοι από τα υλικά αγαθά και τας απολαύσεις, διότι θα στερηθήτε από τα ανεκτίμητα πνευματικά αγαθά και θα πεινάσετε αιωνίαν πείναν. Αλλοίμονον εις σας, που γελάτε και διασκεδάζετε με τας αμαρτωλάς απολαύσεις σας, διότι εις την μέλλουσαν ζωήν θα πενθήσετε και θα κλαύσετε πικρά. 26 Αλλοίμονον, όταν σας επαινέσουν όλοι οι άνθρωποι, επειδή όλους θα τους κολακεύετε, εις όλους θάλετε να αρέσετε, με όλους θέλετε να τα έχετε καλά, καταπατούντες τον νόμον του Θεού. Τα ίδια έκαναν (τέτοιους επαίνους δηλαδή απέδιδαν) στους ψευδοπροφήτας και οι πρόγονοι των σημερινών Εβραίων. 27 Αλλά εις σας, που με ακούτε με καλήν διάθεσιν, λέγω και τα εξής· Αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευεργετείτε εκείνους που σας μισούν, 28 ευλογείτε εκείνους, που σας καταρώνται, προσεύχεσθε στον Θεόν δι' εκείνους, που σας δυσφημούν και σας προβάλλουν και σας βλάπτουν. 29 Εις εκείνον που σε κτυπά εις την μίαν παρειάν, πρόσφερε και την άλλην να κτυπήση· και εκείνον που θέλει να σου αρπάση το επανωφόρι, μη τον εμποδίσης να σου πάρη και τον χιτώνα. 30 Σε καθένα που σου ζητεί δίδε του με ειλικρινή αγάπην και διάκρισιν και από εκείνον που δια της βίας σου αρπάζει τα ιδικά σου, μη απαιτείς και μη ανοίγεις δικαστικούς αγώνας δια να τα ξαναπάρης.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα