ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Ϛ´ 2 - 10
2 Διὰ νὰ ἀσφαλίζεσθε δὲ ἀπὸ τὸν κίνδυνον τοῦ νὰ πειραχθῆτε καὶ σεῖς, ὑπομένετε ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τὰς ἐνοχλήσεις, ποὺ σᾶς γίνονται ἀπὸ τὰ ἐλαττώματά του καὶ τὰς ἐλλείψείς του, καὶ ἔτσι μὲ τὴν ὑπομονητικὴν αὐτὴν ἀνοχὴν ἐκπληρώσατε τελείως τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ, ἤτοι τὴν ἐντολὴν τῆς ἀγάπης. Ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ὑπομένει φιλαδέλφως τὴν ἀδυναμίαν τοῦ πλησίον, δὲν συναισθάνεται ὅτι ἔχει καὶ αὐτὸς ἐλαττώματα, ἀλλ’ ἔχει μεγάλην ἰδέαν διὰ τὸν ἑαυτόν του. Ἡ ἰδέα του ὅμως αὐτὴ εἶναι ψευδής.
3 Διότι, ἐὰν νομίζῃ κανείς, ὅτι εἶναι κάτι, αὐτὸς μὲ τὴν ἰδέαν του αὐτὴν χάνει κάθε ἀξίαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· εἶναι μηδὲν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἐξαπατᾷ λοιπὸν τὸν ἑαυτόν του.
4 Διὰ νὰ μὴ καταντᾷ δὲ κανεὶς εἰς τέτοιο ἀπατηλὸν καὶ ψεύτικον διὰ τὸν ἑαυτόν του φρόνημα, ἂς ἐξετάζῃ καλὰ ὁ καθένας τὰ ἔργα του, ἂν εἶναι σύμφωνα πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ τότε, ὅταν θὰ εὕρῃ τὰ πράγματα θεάρεστα, θὰ ἔχῃ τὸν λόγον τῆς καυχήσεώς του ἀποβλέπων εἰς τὸν ἑαυτόν του μόνον καὶ ὄχι εἰς τὴν ἔλλειψιν τοῦ ἄλλου.
5 Διότι κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Κρίσεως ὁ καθενὰς θὰ βαστάσῃ τὸ φορτίον ὄχι τῶν ξένων, ἀλλὰ τῶν ἰδικῶν του ἁμαρτιῶν.
6 Ἂς σᾶς δώσω τώρα καὶ μερικὰς ὁδηγίας καὶ συμβουλὰς, διὰ νὰ κλείσω μὲ αὐτὰς τὴν ἐπιστολή μου. Ἐκεῖνος ποὺ διδάσκεται καὶ κατηχεῖται τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, ἂς κάνῃ μέτοχον εἰς ὅλα τὰ ἀγαθά του τὸν κατηχητὴν διδάσκαλόν του.
7 Μὴ πλανᾶσθε. Ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Κρίσεως δὲν ἐξαπατᾶται, οὔτε ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ τὸν ἐμπαίξῃ. Διότι ἐκεῖνο, ποὺ θὰ σπείρῃ ὁ ἄνθρωπος, τοῦτο καὶ θὰ θερίσῃ.
8 Διότι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος σπείρει σὰν εἰς ἄλλο χωράφι εἰς τὴν σάρκα του καὶ ἐνεργεῖ σύμφωνα μὲ τὰς ἐπιθυμίας αὐτῆς, αὐτὸς ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς σαρκὸς θὰ θερίσῃ φθορὰν καὶ κόλασιν αἰώνιον. Ἐκεῖνος δὲ πάλιν, ποὺ ἐργάζεται ἔτσι, ὥστε τὰ ἔργα του νὰ εἶναι καρπὸς τοῦ Πνεύματος, αὐτὸς ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Πνεύματος θὰ θερίση ζωὴν αἰώνιον.
9 Ἂς μὴ ἀπαυδίζωμεν δέ, ὅταν κάνωμεν τὸ καλόν. Διότι εἰς καιρὸν ὡρισμένον θὰ θερίσωμεν τοὺς καρποὺς τῶν κόπων μας, ἐὰν δὲν ἀποκάμωμεν τώρα, ἀλλ’ εἴμεθα ἀκούραστοι εἰς τὸ ἀγαθόν.
10 Συνεπῶς, ἕως ὅτου εὑρισκόμεθα εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, ποὺ μόνον εἰς αὐτὴν ἔχομεν καιρὸν πρὸς ἀγαθοεργίαν, ἂς ἐργαζώμεθα τὸ ἀγαθὸν πρὸς ὅλους, μάλιστα δὲ πρὸς ἐκείνους, τοὺς ὁποίους ἡ πίστις μας τοὺς κατέστησεν οἰκείους καὶ ἀδελφούς.