❌
Τετάρτη, 21 Σεπτεμβρίου 2022

Άγιος Κοδράτος ο Απόστολος «ὁ ἐν Μαγνησίᾳ», Προφήτης Ιωνάς
Ἀπόδοσις τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Κοδράτου ἱερομάρτυρος ἐπισκόπου Ἀθηνῶν (†130)· Ἰωνᾶ προφήτου (880 π.Χ.).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Γ´ 15 - 22


15 Ἀδελφοί, κατὰ ἄνθρωπον λέγω· ὅμως ἀνθρώπου κεκυρωμένην διαθήκην οὐδεὶς ἀθετεῖ ἢ ἐπιδιατάσσεται. 16 τῷ δὲ Ἀβραὰμ ἐρρέθησαν αἱ ἐπαγγελίαι καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ· οὐ λέγει, καὶ τοῖς σπέρμασιν, ὡς ἐπὶ πολλῶν, ἀλλ’ ὡς ἐφ’ ἑνός, καὶ τῷ σπέρματί σου, ὅς ἐστι Χριστός. 17 τοῦτο δὲ λέγω· διαθήκην προκεκυρωμένην ὑπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς Χριστὸν ὁ μετὰ ἔτη τετρακόσια καὶ τριάκοντα γεγονὼς νόμος οὐκ ἀκυροῖ, εἰς τὸ καταργῆσαι τὴν ἐπαγγελίαν. 18 εἰ γὰρ ἐκ νόμου ἡ κληρονομία, οὐκέτι ἐξ ἐπαγγελίας· τῷ δὲ Ἀβραὰμ δι’ ἐπαγγελίας κεχάρισται ὁ Θεός. 19 Τί οὖν ὁ νόμος; τῶν παραβάσεων χάριν προσετέθη, ἄχρις οὗ ἔλθῃ τὸ σπέρμα ᾧ ἐπήγγελται, διαταγεὶς δι’ ἀγγέλων ἐν χειρὶ μεσίτου. 20 ὁ δὲ μεσίτης ἑνὸς οὐκ ἔστιν, ὁ δὲ Θεὸς εἷς ἐστιν. 21 ὁ οὖν νόμος κατὰ τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ; μὴ γένοιτο· εἰ γὰρ ἐδόθη νόμος ὁ δυνάμενος ζῳοποιῆσαι, ὄντως ἂν ἐκ νόμου ἦν ἡ δικαιοσύνη· 22 ἀλλὰ συνέκλεισεν ἡ γραφὴ τὰ πάντα ὑπὸ ἁμαρτίαν, ἵνα ἡ ἐπαγγελία ἐκ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ δοθῇ τοῖς πιστεύουσι.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Γ´ 15 - 22


15 Ἀδελφοί, πρὸς περισσοτέραν σαφήνειαν σᾶς ὁμιλῶ μὲ παραδείγματα, ὅπως συμβαίνουν τὰ πράγματα εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ θὰ χρησιμοποιήσω ἀνθρώπινον παράδειγμα, διὰ νὰ σᾶς ἐξηγήσω, πῶς ἡ Ἐπαγγελία αὐτή, ποὺ μᾶς ἔδωκεν ὁ Θεὸς περὶ τῆς εὐλογίας, ἔχει μεγαλυτέραν ἰσχὺν ἀπὸ τὸν νόμον. Ἰδοὺ τὸ παράδειγμα: Διαθήκην ἀνθρώπου, ποὺ ἀνεγνωρίσθη μετὰ τὸν θάνατόν του ὡς γνησία καὶ ἔγκυρος, καίτοι αὕτη εἶναι ἔγγραφον ἀνθρώπινον, ὅμως κανένας δὲν τὴν καταργεῖ ἢ δὲν προσθέτει κάτι εἰς αὐτήν. 16 Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς διαθήκην ἔκαμε πρὸς τὸν Ἀβραάμ, ὅταν ἔδωκε τὰς ὑποσχέσεις εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τὸ σπέρμα αὐτοῦ. Δὲν εἶπε δὲ ὁ Θεὸς καὶ εἰς τὰ σπέρματα, ὅπως θὰ ἔλεγεν, ἐὰν ἐπρόκειτο περὶ πολλῶν ἀπογόνων. Ἀλλ’ εἶπεν ὡς νὰ ἐπρόκειτο περὶ ἐνὸς ἀπογόνου, εἰς τὸ σπέρμα σου, τὸ ὁποῖον εἶναι ὁ Χριστός. 17 Ἐφαρμόζω τώρα τὸ προηγούμενον παράδειγμα καὶ λέγω τὰ ἑξῆς: Τὴν διαθήκην αὐτήν, ποῦ ἐπεκυρώθη προτήτερα ἀπὸ τὸν Θεὸν μὲ ὅρκον καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν Χριστόν, δὲν ἠμπορεῖ ὁ νόμος, ποὺ ἦλθεν ὕστερα ἀπὸ τετρακόσια τριάντα ἔτη νὰ τὴν ἀκυρώσῃ, ὥστε νὰ καταργήσῃ τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ Θεοῦ. Θὰ τὴν κατήργει δέ, ἐὰν ἦτο δυνατὸν νὰ ἐπιτύχωμεν τὴν κληρονομίαν διὰ τοῦ νόμου. 18 Διότι ἐὰν ἐκ τῆς τηρήσεως τοῦ νόμου ἐπετυγχάνετο ἡ κληρονομία καὶ σωτηρία, δὲν θὰ μᾶς ἐδίδετο πλέον αὕτη ὡς δωρεὰ ἐξ ὑποσχέσεως, ἀλλὰ θὰ μᾶς ἐδίδετο ὡς ἀνταμοιβὴ καὶ μισθὸς τῆς τηρήσεως τοῦ νόμου. Ἀλλ’ εἰς τὸν Ἀβραὰμ ἔχει κάμει χαριστικὴν δωρεὰν ὁ Θεὸς δι’ ὑποσχέσεως. 19 Ἀλλ’ ἀφοῦ ἐκ τῆς τηρήσεως τοῦ νόμου δὲν ἐπιτυγχάνεται ἡ κληρονομία, γεννᾶται τὸ ἐρώτημα: Πρὸς ποῖον λοιπὸν σκοπὸν ἐδόθη ὁ νόμος; Ἀπάντησις: Προσετέθη ὁ νόμος εἰς τὴν ἐπαγγελίαν, ἵνα μὲ τὰς καθημερινάς μας παραβάσεις του ὁδηγηθῶμεν εἰς συναίσθησιν τῆς ἐνοχῆς καὶ ἀδυναμίας μας, μέχρις ὅτου ἔλθῃ ὁ ἀπόγονος, χάριν τοῦ ὁποίου εἶχον δοθῇ αἱ ἐπαγγελίαι. Ὁπότε ἡμεῖς μὲ τὴν συναίσθησιν τῆς ἀθλιότητός μας εὐκολώτερον θὰ ἐνεκολπούμεθα τὸν ἀπόγονον τοῦ Ἀβραάμ, ἤτοι τὸν Χριστόν, διὰ τοῦ ὁποίου μᾶς δίδονται αἱ εὐλογίαι. Ἔτσι ὁ νόμος εἶχε προσωρινὴν ἰσχύν. Διετάχθη δὲ μὲ μεσολάβησιν ἀγγέλων καὶ ἐδόθη διὰ χειρὸς τοῦ Μωϋσέως, ὡς μεσίτου μεταξὺ Θεοῦ καὶ Ἰουδαίων. 20 Ὁ μεσίτης δὲ δὲν εἶναι ἐνός, ἀλλὰ δύο τουλάχιστον προσώπων μεσολαβητής. Διὰ νὰ πραγματοποιηθῇ δὲ ἡ συμφωνία, ποὺ γίνεται μὲ τὸν μεσίτην, πρέπει καὶ τὰ δύο πρόσωπα νὰ τηρήσουν τὰ συμφωνηθέντα. Ὁ Θεὸς δὲ εἶναι τὸ ἓν πρόσωπον. Διὰ νὰ ἐπέλθῃ λοιπὸν τὸ ἀγαθὸν ἀποτέλεσμα τοῦ νόμου, ἔπρεπε καὶ τὸ ἕτερον μέρος, οἱ ἄνθρωποι δηλαδή, νὰ τηρήσουν τὴν συμφωνίαν ἐφαρμόζοντες ἐπακριβῶς τὸν διὰ τοῦ μεσίτου δοθέντα νόμον. Ἀλλ’ οἱ ἄνθρωποι παρέβαινον τὸν νόμον καὶ ἐγίνοντο διὰ τοῦτο ἐπικατάρατοι. 21 Ἀλλ’ ἀφοῦ ὁ νόμος εἶχεν ὡς ἀποτέλεσμα τὸ νὰ γίνωνται οἱ ἄνθρωποι ἐπικατάρατοι, γεννᾶται τὸ ἐρώτημα: Ὁ νόμος λοιπὸν εἶναι ἐναντίος πρὸς τὰς ἐπαγγελίας καὶ ὑποσχέσεις, τὰς ὁποίας ἔδωκεν ὁ Θεὸς περὶ τοῦ ὅτι θὰ ηὐλογοῦντο διὰ μέσου τοῦ Ἀβραὰμ ὅλα τὰ ἔθνη; Μὴ γένοιτο νὰ παραδεχθῇ κανεὶς τοῦτο. Ὄχι. Ὁ νόμος δὲν ἀκυρώνει τὰς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ. Διότι θὰ τὰς ἠκύρωνε τότε μόνον, ἐὰν ἐδίδετο τέτοιος νόμος, ποὺ θὰ ἠμποροῦσε νὰ δώσῃ αἰωνίαν ζωὴν εὶς τὸν ἄνθρωπον. Πράγματι τότε ἡ δικαίωσις θὰ συνετελεῖτο ἀπὸ τὸν νόμον αὐτὸν καὶ θὰ ἀκυρώνοντο αἱ ἐπαγγελίαι. 22 Τώρα ὅμως ἔγινε διὰ τοῦ νόμου τὸ ἐντελῶς ἀντίθετον τῆς δικαιώσεως. Ἔκλεισε δηλαδὴ ἐξ ὁλοκλήρου ὁ γραπτὸς τοῦ Θεοῦ νόμος τὰ πάντα ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν, διὰ νὰ ποθήσουν οἱ ἄνθρωποι τὸν ἰατρὸν καὶ σωτῆρα, καὶ ἔτσι ἡ εὐλογία, ποὺ ὑπεσχεθη ὁ Θεός, νὰ δοθῇ διὰ μέσου τῆς πίστεως εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν εἰς ὅλους, ὅσοι πιστεύουν.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Γ´ 15 - 22


15 Αδελφοί, σας φέρνω ένα παράδειγμα, από όσα συμβαίνουν μεταξύ των ανθρώπων. Διαθήκην ανθρώπου, η οποία μετά τον θάνατον του έχει ελεχθή και αναγνωρισθή ως έγκυρος, κανένας δεν την καταργεί η δεν προσθέτει καμμίαν διάταξιν εις αυτήν. 16 Και ο Θεός είχε συνάψει διαθήκην με τον Αβραάμ, όταν έδωκε τας υποσχέσστου “εις αυτόν και στο σπέρμα του”. Δεν είπεν ο Θεός “και εις τα σπέρματα αυτού”, διότι τότε θα επρόκειτο περί πολλών, αλλ' ως εάν επρόκειτο-όπως και επρόκειτο-περί ενός μόνον, είπε, “καις στο σπέρμα σου”. στον απόγονόν σου. Αυτός δε ο ένας απόγονος είναι ο Χριστός. 17 Ιδού τώρα η σκέψις μου· Την διαθήκην αυτήν, που είχεν επικυρωθή προηγουμένως από τον Θεόν με όρκον και ανεφέρετο στον Χριστόν, ο Νομος, ο οποίος εδόθη έπειτα από τετρακόσια τριάντα έτη, δεν την ακυρώνει-και ούτε ημπορεί να την ακυρώση-ώστε να καταργήση την υπόσχεσιν του Θεού. 18 Θα το έπραττεν όμως αυτό, εάν η δικαίωσις και η κληρονομία της αιωνίου ζωής ήτο καρπός της τηρήσεως του νόμου και όχι δωρεά από την υπόσχεσιν του Θεού. Εις τον Αβραάμ όμως έχει χαρίσει ο Θεός αυτήν την δωρεάν, δια της υποσχέσεως που του είχε δώσει. 19 Και λοιπόν, διατί τότε εδόθη ο Νομος; Προσετέθη ο Νομος εις την υπόσχεσιν του Θεού, εξ αιτίας των παραβάσεών μας, δια να συναισθανώμεθα δηλαδή την αμαρτωλότητα και ενόχην μας, να ζητούμεν δε και να περιμένωμεν από τον Θεόν την λύτρωσίν μας, μέχρις ότου έλθη ο ευλογημένος απόγονος του Αβραάμ, εν τω προσώπω του οποίου θα επραγματοποιούντο όλαι αι επαγγελίαι και θα ευλογούντο όλα τα έθνη της γης. Ο δε Νομος εκοινοποιήθη με διαταγάς δια μέσου των αγγέλων και εδόθη με το χέρι του Μωϋσέως, ως μεσίτου. 20 Ο δε μεσίτης δεν είναι ενός μόνον προσώπου, αλλά τουλάχιστον δύο. Το ένα δε πρόσωπον εις την περίστασιν αυτήν είναι ο Θεός, το δε άλλο οι Εβραίοι, οι οποίοι έπρεπε να τηρήσουν κατά πάντα τον Νομον, δια να ζήσουν δια μέσου αυτού. Τον παρέβησαν όμως και ήσαν ως εκ τούτου επικατάρατοι. 21 Ο Νομος, λοιπόν, είναι εναντίον των επαγγελιών του Θεού, αφού έκαμε τους ανθρώπους εξ αιτίας των παραβάσεών των καταραμένους; Οχι βέβαια. Διότι εάν εδόθη τέτοιος Νομος, ο οποίος θα ηδύνατο να παρέχη αιωνίαν ζωήν, τότε θα ημπορούσαμεν να είπωμεν, ότι η δικαίωσις του ανθρώπου θα ήτο έργον του Νομου. Τετοιαν δικαίωσιν όμως δεν δίδει ο Νομος και άρα δεν καταργεί ούτε και αντιτίθεται εις τας επαγγελίας του Θεού. 22 Αλλ' ο γραπτός Νομος έκλεισεν ολοτελώς τα πάντα υπό την αμαρτίαν, ώστε η επαγγελία της λυτρώσεως να δοθή δια της πίστεως στον Ιησούν Χριστόν, εις όλους δηλαδή που πιστεύουν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Δ´ 1 - 15


1 Ἰησοῦς δὲ πλήρης Πνεύματος ἁγίου ὑπέστρεψεν ἀπὸ τοῦ Ἰορδάνου, καὶ ἤγετο ἐν τῷ Πνεύματι εἰς τὴν ἔρημον 2 ἡμέρας τεσσαράκοντα πειραζόμενος ὑπὸ τοῦ διαβόλου, καὶ οὐκ ἔφαγεν οὐδὲν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις· καὶ συντελεσθεισῶν αὐτῶν ὕστερον ἐπείνασε. 3 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ διάβολος· Εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, εἰπὲ τῷ λίθῳ τούτῳ ἵνα γένηται ἄρτος. 4 καὶ ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς πρὸς αὐτὸν λέγων· Γέγραπται ὅτι οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ. 5 Καὶ ἀναγαγὼν αὐτὸν ὁ διάβολος εἰς ὄρος ὑψηλὸν ἔδειξεν αὐτῷ πάσας τὰς βασιλείας τῆς οἰκουμένης ἐν στιγμῇ χρόνου· 6 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ διάβολος· Σοὶ δώσω τὴν ἐξουσίαν ταύτην ἅπασαν καὶ τὴν δόξαν αὐτῶν, ὅτι ἐμοὶ παραδέδοται καὶ ᾧ ἐὰν θέλω δίδωμι αὐτήν· 7 σὺ οὖν ἐὰν προσκυνήσῃς ἐνώπιόν μου, ἔσται σοῦ πᾶσα. 8 καὶ ἀποκριθεὶς αὐτῷ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ γέγραπται γὰρ, Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις. 9 Καὶ ἤγαγεν αὐτὸν εἰς Ἱερουσόλυμα, καὶ ἔστησεν αὐτὸν ἐπὶ τὸ πτερύγιον τοῦ ἱεροῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, βάλε σεαυτὸν ἐντεῦθεν κάτω· 10 γέγραπται γὰρ ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ τοῦ διαφυλάξαι σε, 11 καὶ ὅτι ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσίν σε, μήποτε προσκόψῃς πρὸς λίθον τὸν πόδα σου. 12 καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ὅτι Εἴρηται, οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου. 13 Καὶ συντελέσας πάντα πειρασμὸν ὁ διάβολος ἀπέστη ἀπ’ αὐτοῦ ἄχρι καιροῦ. 14 Καὶ ὑπέστρεψεν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῇ δυνάμει τοῦ Πνεύματος εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ φήμη ἐξῆλθε καθ’ ὅλης τῆς περιχώρου περὶ αὐτοῦ. 15 καὶ αὐτὸς ἐδίδασκεν ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν, δοξαζόμενος ὑπὸ πάντων.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Δ´ 1 - 15


1 Ο Ἰησοῦς δὲ γεμᾶτος ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιον ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην καὶ ὠδηγεῖτο δι’ ἐσωτερικῆς παρακινήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τὴν ἔρημον, 2 ὅπου ἐπὶ τεσσαράκοντα ἡμέρας ἐπειράζετο ἀπὸ τὸν διάβολον, ὁ ὁποῖος ματαίως ἐζήτει νὰ τὸν ἀποσπάσῃ ἀπὸ τὰς εἰς τὸ ἔργον τοῦ Θεοῦ ἀφωσιωμένας σκέψεις του. Καὶ δὲν ἔφαγε τίποτε κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας. Καὶ ὅταν ἐτελείωσαν αἱ ἡμέραι αὐταί, ὕστερον ἐπείνασε. 3 Καὶ τότε τοῦ εἶπεν ὁ διάβολος· Ἐὰν εἶσαι υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐμαρτύρησεν ἡ φωνή, ποὺ ἠκούσθη εἰς τὸν Ἰορδάνην, ἀπόδειξέ το μὲ θαῦμα. Εἰπὲ εἰς τὸν λίθον αὐτὸν νὰ μεταβληθῇ εἰς ἄρτον. 4 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπεκρίθη καὶ τοῦ εἶπεν· Εἶναι γραμμένον εἰς τὸ Δευτερονόμιον, ὅτι δὲν θὰ διατηρηθῇ εἰς τὴν ζωὴν ὁ ἄνθρωπος διὰ μόνου τοῦ ἄρτου, ἀλλὰ μὲ κάθε προσταγήν, ποὺ θὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Θεὸς διατάξῃ, θὰ ζήσῃ ὁ ἄνθρωπος καὶ χωρὶς ἄρτον. 5 Καὶ ἀφοῦ τὸν ἀνέβασεν ὁ διάβολος εἰς ὑψηλὸν βουνόν, τοῦ ἔδειξε σὰν εἰς πανόραμα ἐν μιᾷ στιγμῇ χρόνου, (τὸ ὁποῖον καθίστα τὸν πειρασμὸν ἰσχυρότερον), ὅλα τὰ βασίλεια τῆς κατοικουμένης γῆς μὲ τὰ πλοῦτη των καὶ τὴν ἀπατηλὴν μεγαλοπρέπειάν των. 6 Καὶ τοῦ εἶπεν ὁ διάβολος· θὰ δώσω εἰς σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ κράτη, ποὺ ἐξουσιάζονται ἀπὸ ἐμέ, καὶ ὅλην τὴν δόξαν τους· θὰ σοῦ τὰ δώσω, διότι ἔχουν παραδοθῇ εἰς ἐμὲ ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς των καὶ τοὺς λαούς των, οἱ ὁποῖοι διὰ τῆς ἁμαρτίας ὑπετάγησαν εἰς ἐμέ. Εἶναι λοιπὸν (δικά μου καὶ εἰς οἰονδήποτε θέλω, τὰ δίδω. Καὶ ἀνυψώνω ἐγὼ διὰ τῶν ὀργάνων μου εἰς μεγάλα ἀξιώματα ἐκείνους, ποὺ παραδίδονται εἰς ἐμέ. 7 Ἐὰν λοιπὸν σὺ προσκυνήσῃς ἐμπρός μου καὶ μὲ ἀναγνωρίσῃς ὡς κύριόν σου, ὅλη ἡ ἐξουσία καὶ ἡ δόξα αὐτὴ θὰ εἶναι ἰδική σου. 8 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπεκρίθη καὶ εἶπε· Φύγε ἀπὸ ἐμπρός μου, σατανᾶ. Δὲν ἡμπορῶ νὰ σὲ ἀκούω. Διότι εἶναι γραμμένον· Κύριον τὸν Θεόν σου θὰ προσκυνήσῃς καὶ αὐτὸν μόνον θὰ λατρεύσῃς. 9 Καὶ τότε ὁ διάβολος τὸν ἐπῆγε ἀνάρπαστον διὰ τοῦ ἀέρος εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸν ἔστησεν ὄρθιον ὑψηλὰ εἰς τὴν κορνίζαν τῆς στέγης τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ εἶπεν· Ἐὰν εἶσαι υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ρίψε τὸν ἑαυτόν σου ἀπ’ ἐδῶ κάτω, διὰ νὰ δειχθῇ φανερὰ εἰς ὅλους ἡ πρὸς σὲ ἀγάπη καὶ προστασία τοῦ Πατρός σου. 10 Διότι ἔχει γραφῆ εἰς τοὺς Ψαλμούς, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ δώσῃ ἐντολὴν διὰ σὲ εἰς τοὺς ἀγγέλους του νὰ σὲ διαφυλάξουν, ὥστε νὰ μὴ πάθῃς κανὲν κακόν. 11 Καὶ ἀκόμη ἔχει γραφῆ, ὅτι οἱ ἄγγελοι θὰ σὲ σηκώσουν εἰς τὰς χεῖρας, μήπως κτυπήσῃς εἰς λίθον τὸν πόδα σου. 12 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ τοῦ εἶπεν ὅτι ἔχει λεχθῆ ἀπὸ τὸν Θεόν· Δὲν θὰ ἐκθέσῃς τὸν ἑαυτόν σου εἰς κίνδυνον διὰ νὰ δοκιμάσῃς Κύριον τὸν Θεόν σου καὶ ἴδῃς διὰ τῶν πραγμάτων, ἂν θὰ σὲ προστατεύσῃ. 13 Καὶ ἀφοῦ ἐτελείωσεν ὁ διάβολος κάθε εἶδος πειρασμοῦ, απεμακρύνθη ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν, μέχρις οὗ θὰ τοῦ ἐδίδετο ἄλλη κατάλληλος εὐκαιρία νὰ τὸν πειράσῃ καὶ πάλιν. 14 Καὶ ἐγύρισεν ὀπίσω εἰς τὴν Γαλιλαίαν ὁ Ἰησοῦς γεμᾶτος μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Πνεύματος, τὸ ὁποῖον μὲ τὴν νίκην του κατὰ τοῦ διαβόλου τὸν ἐνίσχυεν αἰσθητότερον· καὶ λόγῳ τῶν θαυμάτων του διεδόθη εἰς ὅλα τὰ περίχωρα τῆς Γαλιλαῖας ἡ φήμη, ὅτι εἶναι προφήτης θαυματουργός, ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεόν. 15 Καὶ αὐτὸς ἐδίδασκε μέσα εἰς τὰς συναγωγάς των καὶ ἐδοξάζετο ἀπὸ ὅλους θαυμαζόμενος καὶ ἐπαινούμενος ἀπὸ αὐτούς.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Δ´ 1 - 15


1 Ο δε Ιησούς, γεμάτος από Αγιον Πνεύμα, επέστρεψε από τον Ιορδάνην και ωδηγείτο με την παρακίνησιν του Αγίου Πνεύματος εις την έρημον, 2 εις την οποίαν σαράντα ημέρας επειράζετο από τον διάβολον. Και δεν έφαγε τίποτε τας ημέρας εκείνας. Και αφού ετελείωσαν αυταί, έπειτα επείνασε. 3 Και είπεν εις αυτόν ο διάβολος· “εάν είσαι Υιός του Θεού (όπως είπεν η φωνή που ηκούσθη στον Ιορδάνην, και έχεις δύναμιν από τον Θεόν) ειπέ στον λίθον αυτόν να γίνη άρτος”. 4 Και απεκρίθη ο Ιησούς προς αυτόν και είπεν· “είναι γραμμένο εις την Αγίαν Γραφή, ότι δεν θα ζήση ο άνθρωπος μόνον με άρτον, αλλά και με κάθε λόγον, που βγαίνει από το στόμα του Θεού. Εάν ο Θεός δώση διαταγήν, ημπορεί να ζήση ο άνθρωπος και χωρίς άρτον”. 5 Και αφού τον ανέβασεν ο διάβολος εις όρος υψηλόν, του έδειξεν εις στιγμήν χρόνου πανοραματικώς όλας τας βασιλείας του κόσμου, την δύναμίν των, τα πλούτη των την μεγαλοπρέπειάν των. 6 Και είπεν εις αυτόν ο διάβολος· “θα δώσω εις σε όλην αυτήν την εξουσίαν επάνω εις τα κράτη και όλην την δόξαν των. Θα σου τα δώσω, διότι έχουν παραδοθή και υποταχθή, εξ αιτίας των αμαρτιών των, εις εμέ και εγώ τα δίδω εις όποιον θέλω. 7 Συ λοιπόν, εάν πέσης εμπρός μου και με προσκυνήσης ως κύριόν σου, θα έχης ως ιδικήν σου όλη αυτήν την εξουσία και μεγαλοπρέπειαν”. 8 Και αποκριθείς ο Ιησούς του είπεν· “φύγε απ' εμπρός μου, σατανά (δεν θέλω με κανέναν τρόπον να ακούσω την πονηράν σου πρότασιν), διότι είναι γραμμένον· Κυριον τον Θεόν σου θα προσκυνήσης και αυτόν μόνον θα λατρεύσης”. 9 Και έφερεν αυτόν εις τα Ιεροσόλυμα και τον έστησεν όρθιον στο υψηλόν άκρον της στέγης του Ναού και του είπε· “εάν είσαι υιός του Θεού, ρίψε τον εαυτόν σου από εδώ κάτω και δεν θα πάθης τίποτε, 10 διότι είναι γραμμένον εις την Αγ. Γραφήν, ότι ο Θεός θα δώση εντολήν δια σε στους αγγέλους του, να σε διαφυλάξουν. 11 Και έχει γραφή ακόμη, ότι θα σε σηκώσουν εις τα χέρια των, ώστε να μη κτυπήση ούτε το πόδι σου στον λίθον. (Ετσι δε και οι άνθρωποι που είναι συγκεντρωμένοι εις την αυλήν του ναού, όταν ίδουν το θαύμα αυτό, θα πιστεύσουν εις σε). 12 Απεκρίθη δε ο Ιησούς και του είπεν ότι “έχει λεχθή· δεν θα εκθέσης τον ευατόν σου εις κίνδυνον, δια να δοκιμάσης Κυριον τον Θεόν σου, αν θα σε προφυλάξη”. 13 Και αφού ετελείωσεν ο διάβολος κάθε πειρασμόν, απεμακρύνθη από τον Ιησούν μέχρι καιρού, περιμένων άλλην κατάλληλον ευκαιρίαν να τον πειράξη. 14 Και επέστρεψεν ο Ιησούς εις την Γαλιλαίαν γεμάτος με την δύναμιν του Αγίου Πνεύματος και η φήμη του δια τα θαύματα, τα οποία έκαμνε, εκυκλοφόρησεν εις όλα τα περίχωρα. 15 Και αυτός εδίδασκε εις τας συναγωγάς των Ιουδαίων, θαυμαζόμενος και επαινούμενος από όλους.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα