❌
Παρασκευή, 16 Σεπτεμβρίου 2022

Αγία Ευφημία, Αγία Μελιτίνη
Εὐφημίας μεγαλομάρτυρος τῆς πανευφήμου (†304).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Β´ 6 - 10


6 ἀπὸ δὲ τῶν δοκούντων εἶναί τι, ὁποῖοί ποτε ἦσαν οὐδέν μοι διαφέρει· πρόσωπον Θεὸς ἀνθρώπου οὐ λαμβάνει· ἐμοὶ γὰρ οἱ δοκοῦντες οὐδὲν προσανέθεντο, 7 ἀλλὰ τοὐναντίον ἰδόντες ὅτι πεπίστευμαι τὸ εὐαγγέλιον τῆς ἀκροβυστίας καθὼς Πέτρος τῆς περιτομῆς· 8 ὁ γὰρ ἐνεργήσας Πέτρῳ εἰς ἀποστολὴν τῆς περιτομῆς ἐνήργησε καὶ ἐμοὶ εἰς τὰ ἔθνη· 9 καὶ γνόντες τὴν χάριν τὴν δοθεῖσάν μοι, Ἰάκωβος καὶ Κηφᾶς καὶ Ἰωάννης, οἱ δοκοῦντες στῦλοι εἶναι, δεξιὰς ἔδωκαν ἐμοὶ καὶ Βαρνάβᾳ κοινωνίας, ἵνα ἡμεῖς εἰς τὰ ἔθνη, αὐτοὶ δὲ εἰς τὴν περιτομήν· 10 μόνον τῶν πτωχῶν ἵνα μνημονεύωμεν, ὃ καὶ ἐσπούδασα αὐτὸ τοῦτο ποιῆσαι.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Β´ 6 - 10


6 Περὶ δὲ τῶν ἐπισήμων καὶ θεωρουμένων μεγάλων δὲν μὲ ἐνδιαφέρει διόλου τί ἐφρόνουν ἄλλοτε, ὅτε δὲν ἠμπόδιζον τὴν περιτομὴν καὶ τὴν τήρησιν τῶν διατάξεων τοῦ νόμου. Ὁ Θεὸς δὲν ἀποβλέπει εἰς πρόσωπον ἀνθρώπου καὶ δὲν μεροληπτεῖ. Καὶ δὲν ἐνδιαφέρομαι τί ἐφρόνουν ἄλλοτε,διότι ὕστερον, ὅταν συνηντήθημεν καὶ συνεζητήσαμεν, οἱ ἐπίσημοι ἀπόστολοι δὲν προσέθεσαν εἰς ἐμὲ τίποτε περισσότερον ἀπὸ ὅσα ἐγνώριζον καὶ ἐκήρυττον. 7 Ἀλλὰ τοὐναντίον ἐπείσθησαν καὶ εἶδαν, ὅτι μοῦ ἐνεπιστεύθη ὁ Θεὸς νὰ κηρύττω τὸ Εὐαγγέλιον εἰς τοὺς ἀπεριτμήτους ἐθνικούς, καθὼς καὶ ὁ Πέτρος εἰς τοὺς περιτμήμενους Ἰουδαίους. 8 Διότι ὁ αὐτὸς Κύριος, ὁ ὁποῖος ἔκαμεν ἄξιον τὸν Πέτρον νὰ εἶναι ἀπόστολος εἰς τοὺς περιτμήμενους Ἰουδαίους, ἀξίωσε καὶ ἐμὲ νὰ ἀποσταλῶ εἰς τοὺς ἐθνικούς. 9 Καὶ ἐπειδὴ ἐπληροφορήθησαν ἀπὸ αὐτὰ τὰ πράγματα τὴν χάριν, ἡ ὁποία μοῦ ἐδόθη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Κηφᾶς καὶ ὁ Ἰωάννης, οἱ ὁποῖοι θεωροῦνται ὅτι εἶναι στῦλοι στηρίζοντες τὴν Ἐκκλησίαν, ἔδωκαν εἰς ἐμὲ καὶ τὸν Βαρνάβαν τὰς δεξιὰς χεῖρας των εἰς σημεῖον ἐπικοινωνίας καὶ ὁμονοίας, καὶ συνεφώνησαν ἡμεῖς νὰ κηρύττωμεν εἰς τοὺς ἐθνικούς, αὐτοὶ δὲ νὰ κηρύττουν εἰς τοὺς περιτμημένους. 10 Μᾶς συνέστησαν δὲ μόνον νὰ ἐνθυμούμεθα τοὺς πτωχοὺς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων καὶ φροντίζωμεν περὶ αὐτῶν. Αὐτὸ δὲ καὶ ἐπεμελήθην μὲ ζῆλον νὰ τὸ ἐκτελέσω ἐπακριβῶς·

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Β´ 6 - 10


6 Δια δε τους επισήμους και μεγάλους μεταξύ των Αποστόλων, τι δηλαδή εφρονούσαν άλλοτε, που δεν εμπόδιζαν την περιτομήν και την τήρησιν των άλλων νομικών διατάξεων, δεν με ενδειαφέρει διόλου. Ο Θεός δεν λαμβάνει υπ' όψιν του πρόσωπον ανθρώπου και δεν μεροληπτεί, αλλά προσφέρει καθαράν την αυτήν εις όλους αλήθειαν. Δι' αυτό άλλωστε και οι επίσημοι μεταξύ των Αποστόλων δεν προσέθεσαν εις εμέ τίποτε περισσότερον από όσα εξ αποκαλύψεως Χριστού εγνώριζα και εκήρυττα. 7 Αλλά αντιθέτως, όταν είδαν ότι ο Θεός μου έχει εμπιστευθή να κηρύττω το Ευαγγέλιον στους απεριτμήτους, όπως ο Πετρος στους περιτμημένους Ιουδαίους, 8 διότι ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος είχε κάμει ικανόν και άξιον τον Πετρον να είναι Απόστολος στους Εβραίους, αυτός αξίωσε και εμέ να κηρύττω εις τα έθνη· 9 και όταν εγνώρισαν πλέον πολύ καλά την χάριν, που μου είχε δοθή από τον Θεόν, ο Ιάκωβος και ο Πετρος και ο Ιωάννης, οι οποίοι θεωρούνται -και πολύ ορθώς- ότι είναι στύλοι της Εκκλησίας, επείσθησαν πλέον απολύτως εις την αποστολήν μου. Εδωκαν δε εις εμέ και τον Βαρνάβαν το δεξί των χέρι, δια να εκφράσουν έτσι ότι συμμετέχουν και συμφωνούν απολύτως στο έργον μας, να κηρύττωμεν δηλαδή ημείς το Ευαγγέλιον εις τα έθνη, αυτοί δε στους Εβραίους. 10 Μας παρεκάλεσαν δε μόνον να ενθυμούμεθα τους πτωχούς Χριστιανούς της Ιερουσαλήμ, πράγμα το οποίον ιδαιοτέρως εφρόντισα με πολλήν προθυμίαν να το κάμω.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ε´ 22 - 24


22 Καὶ ἔρχεται εἷς τῶν ἀρχισυναγώγων, ὀνόματι Ἰάειρος, καὶ ἰδὼν αὐτὸν πίπτει πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ 23 καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλὰ, λέγων ὅτι Τὸ θυγάτριόν μου ἐσχάτως ἔχει ἵνα ἐλθὼν ἐπιθῇς αὐτῇ τὰς χεῖρας, ὅπως σωθῇ καὶ ζήσεται. 24 καὶ ἀπῆλθε μετ’ αὐτοῦ· καὶ ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος πολύς, καὶ συνέθλιβον αὐτόν.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ε´ 35 - 43


35 Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχονται ἀπὸ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγοντες ὅτι Ἡ θυγάτηρ σου ἀπέθανε· τί ἔτι σκύλλεις τὸν διδάσκαλον; 36 ὁ δὲ Ἰησοῦς εὐθέως ἀκούσας τὸν λόγον λαλούμενον λέγει τῷ ἀρχισυναγώγῳ· Μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε. 37 καὶ οὐκ ἀφῆκεν αὐτῷ οὐδένα συνακολουθῆσαι εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν Ἰακώβου. 38 καὶ ἔρχεται εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀρχισυναγώγου, καὶ θεωρεῖ θόρυβον, καὶ κλαίοντας καὶ ἀλαλάζοντας πολλά, 39 καὶ εἰσελθὼν λέγει αὐτοῖς· Τί θορυβεῖσθε καὶ κλαίετε; τὸ παιδίον οὐκ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει. καὶ κατεγέλων αὐτοῦ. 40 ὁ δὲ ἐκβαλὼν πάντας παραλαμβάνει τὸν πατέρα τοῦ παιδίου καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς μετ’ αὐτοῦ. καὶ εἰσπορεύεται ὅπου ἦν τὸ παιδίον ἀνακείμενον, 41 καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς τοῦ παιδίου λέγει αὐτῇ· Ταλιθά, κοῦμι, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, Τὸ κοράσιον, σοὶ λέγω ἔγειρε. 42 καὶ εὐθέως ἀνέστη τὸ κοράσιον καὶ περιεπάτει· ἦν γὰρ ἐτῶν δώδεκα. καὶ ἐξέστησαν ἐκστάσει μεγάλῃ. 43 καὶ διεστείλατο αὐτοῖς πολλὰ ἵνα μηδεὶς γνῷ τοῦτο· καὶ εἶπε δοθῆναι αὐτῇ φαγεῖν.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 1 - 1


1 Καὶ ἐξῆλθε ἐκεῖθεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα ἑαυτοῦ· καὶ ἀκολουθοῦσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ε´ 22 - 24


22 Καὶ ἰδοὺ ἔρχεται ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχισυναγώγους, ποὺ ἐλέγετο Ἰάειρος, καὶ ὅταν τὸν εἶδεν ἔπεσε γονατιστὸς ἐμπρὸς εἰς τὰ πόδια του. 23 Καὶ τὸν παρεκάλει πολὺ καὶ ἔλεγεν· ὅτι ἡ μικρά μου θυγατέρα εὑρίσκεται εἰς τὰ τελευταῖα της. Σὲ παρακαλῶ λοιπὸν νὰ ἔλθῃς καὶ νὰ βάλῃς ἐπάνω της τὰς χεῖρας σου, διὰ νὰ σωθῇ ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν καὶ ζήσῃ. 24 Καὶ ἐπῆγε μαζί του καὶ τὸν ἠκολούθει πολὺς λαὸς καὶ τὸν ἐστρίμωχναν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ε´ 35 - 43


35 Ἐνῷ δὲ ὁ Ἰησοῦς ὡμίλει ἀκόμη, ἔρχονται ἀπὸ τὸ σπίτι του ἀρχισυναγώγου ἄνθρωποι καὶ εἶπαν ὅτι ἡ κόρη σου ἀπέθανε. Πρὸς τί ἐνοχλεῖς ἀκόμη τὸν Διδάσκαλον καὶ τὸν βάζεις εἰς τὸν κόπον νὰ ἔλθῃ ἐκεῖ; 36 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀμέσως, ὅταν ἤκουσε νὰ λέγεται ὁ λόγος αὐτός, λέγει εἰς τὸν ἀρχισυνάγωγον· Μὴ φοβεῖσαι, μόνον ἑξακολούθει νὰ πιστεύῃς εἰς τὴν δύναμίν μου. 37 Καὶ δὲν ἀφῆκε κανένα νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ παρὰ μόνον τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰακώβου. 38 Καὶ ἔρχεται εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀρχισυναγώγου καὶ βλέπει θόρυβον, καὶ κόσμον, ποὺ ἔκλαιαν καὶ ἐμοιρολογοῦσαν δυνατά. 39 Καὶ ἀφοῦ ἐμβῆκεν εἰς τὸν οἶκον, τοὺς εἶπε· Διατὶ μὲ τὰ μοιρολόγια σας κάνετε θόρυβον καὶ κλαίετε; Τὸ παιδίον δὲν ἀπέθανεν, ἀλλὰ κοιμᾶται. Καὶ τὸν περιγελοῦσαν. 40 Αὐτὸς ὅμως ἀφοῦ ἔβγαλεν ἔξω ὅλους, παίρνει μαζί του τὸν πατέρα τοῦ κορασίου καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς τρεῖς μαθητὰς ποὺ ἦσαν μαζί του, καὶ ἐμβαίνει ἐκεῖ, ὅπου ἦτο ἑξαπλωμένον τὸ παιδίον. 41 Καὶ ἀφοῦ ἔπιασε τὸ χέρι τοῦ παιδίου, λέγει εἰς αὐτό· «Ταλιθά, κούμι», τὸ ὁποῖον, ὅταν ἐξηγήθη εἰς τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν, σημαίνει· Τὸ κοράσιον, εἰς σὲ ὁμιλῶ, σήκω. 42 Καὶ ἀμέσως ἀνεστήθη τὸ κοράσιον καὶ ἐπεριπάτει. Διότι δὲν ἦτο πολὺ μικρόν, ἀλλ’ ἦτο ἐτῶν δώδεκα καὶ εἶχεν ἡλικίαν ἀρκετήν, ὥστε νὰ περιπατῇ ἐλεύθερα. Καὶ τοὺς κατέλαβεν ἔκπληξις καὶ θαυμασμὸς μεγάλος. 43 Καὶ τοὺς παρήγγειλεν αὐστηρὰ καὶ ἔντονα νὰ μὴ μάθῃ κανεὶς τὸ θαῦμα αὐτό. Καὶ ἐπειδὴ τὸ κοράσιον λόγῳ τῆς ἀσθενείας του εἶχε μείνει ἀρκετὰς ἡμέρας νηστικόν, εἶπε νὰ δώσουν εἰς αὐτὸ νὰ φάγῃ.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 1 - 1


1 Καὶ ἀνεχώρησεν ἀπ’ ἐκεῖ καὶ ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα του τὴν Ναζαρέτ, καὶ ἠκολούθησαν αὐτὸν οἱ μαθηταί του.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ε´ 22 - 24


22 Και έρχεται εκεί ένας από τους αρχισυναγώγους, ονόματι Ιάειρος, ο οποίος όταν τον είδεν, έπεσε γονατιστός εμπρός εις τα πόδια του 23 και τον παρακαλούσε με πολλάς και θερμάς παρακλήσεις και έλεγε, ότι “η μικρά μου κόρη ευρίσκεται εις τα πρόθυρα του θανάτου. Σε παρακαλώ λοιπόν να έλθης στο σπίτι, να βάλης επάνω της τας χείρας, δια να σωθή και ζήση”. 24 Και ανεχώρησε μαζή του. Λαός δε πολύς τον ακολουθούσε και οι άνθρωποι τον εστρύμωχναν.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ε´ 35 - 43


35 Ενώ δε αυτός ακόμη ωμιλούσε, έρχονται από το σπίτι του αρχισυναγώγου άνθρωποι λέγοντες ότι “η θυγάτηρ σου απέθανε· διατί ενοχλείς ακόμη τον διδάσκαλον;” 36 Ο δε Ιησούς αμέσως, μόλις άκουσε τα λόγια αυτά, λέγει στον αρχισυνάγωγον· “μη φοβείσαι, μόνο πίστευε”. 37 Και δεν αφήκε κανένα να τον ακολουθήση παρά μόνον τον Πετρον και τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην, τον αδελφόν του Ιακώβου. 38 Και έρχεται στο σπίτι του αρχισυναγώγου και ακούει θόρυβον και βλέπει πολλούς να κλαίουν και να ολοφύρωνται πολύ. 39 Και εισελθών λέγει εις αυτούς· “διατί κάνετε τόσον θόρυβον με τας κραυγάς σας και διατί κλαίετε; Το παιδί δεν απέθανε, αλλά κοιμάται”. Και εκείνοι τον περιγελούσαν. 40 Αυτός όμως, αφού έβγαλε έξω όλους, επήρε τον πατέρα του παιδιού και την μητέρα και τους τρεις μαθητάς, που ήσαν μαζή του, και εμπήκε εκεί, όπου ήτο εξηπλωμένο το παιδί. 41 Και αφού επιασε το χέρι του παιδιού, είπε προς αυτό· “ταλιθά κούμι”· πράγμα το οποίον ερμηνευόμενον σημαίνει· “το κοράσιον, εις σε εγώ ομιλώ, σήκω”. 42 Και αμέσως το κοράσιον εσηκώθη και εντελώς υγιές περιπατούσε· διότι ήτο δώδεκα ετών. Και κατελήφθησαν όλοι από έκπληξιν και μεγάλον θαυμασμόν. 43 Και τους είπε και τους ξαναείπε και τους έδωσε εντολήν με ένα τρόπον έντονον, κανείς να μη μάθη αυτό το θαύμα. Και είπε να της δώσουν να φάγη. (Δια να βεβαιωθούν έτσι ότι ήτο και πλήρως υγιής η κόρη των).

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 1 - 1


1 Και έφυγεν από εκεί και ήλθεν εις την Ναζαρέτ, την πατρίδα του. Και τον ηκολούθησαν οι μαθηταί του.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα