ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Θ´ 12 - 15
12 Διότι ἡ διακονία τῆς ἀγαθοεργοῦ καὶ ἱερᾶς αὐτῆς ὑπηρεσίας ὄχι μόνον προφθάνει μὲ τὸ παραπάνω τὰς ἀνάγκας τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ δημιουργεῖ πλήμμυραν εὐχαριστιῶν πρὸς τὸν Θεόν.
13 Καὶ τοῦτο διότι οἰ εὐεργετούμενοι ἀπὸ σᾶς λαμβάνουν πεῖραν μὲ τὴν διακονίαν αὐτὴν τῆς ἐλεημοσύνης σας περὶ τοῦ ποῖοι εἶσθε, καὶ δοξάζουν τὸν Θεόν διὰ τὴν ὑποταγὴν εἰς τὴν ὁμολογίαν τῆς πίστεώς σας εἰς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καὶ διὰ τὴν γενναιοδωρίαν, ποὺ δεικνύετε μὲ τὴν συμμετοχὴν εἰς τὰς ἀνάγκας τόσον τὰς ἰδικάς των, ὅσον καὶ ὅλων ἒν γένει τῶν Χριστιανῶν.
14 Καὶ αὐτοὶ μὲ προσευχὴν καὶ δέησιν πρὸς τὸν Θεόν σᾶς ποθοῦν πολὺ διὰ τὴν ὑπερβολικὴν χάριν, ποὺ σᾶς ἔδωκεν ὁ Θεός.
15 Εὐχαριστία δὲ ὀφείλεται εἰς τὸν Θεόν διὰ τὴν δωρεάν του, τῆς ὁποίας τὸ μέγεθος δὲν εἶναι δυνατὸν μὲ λόγους νὰ ἐκφρασθῇ.
ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Ι´ 1 - 7
1 Σᾶς προβάλλω δὲ τὴν πραότητα καὶ ἐπιείκειαν τοῦ Χριστοῦ καὶ σᾶς προτρέπω ἑγὼ ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος ὅταν εἶμαι ἐμπρός σας καὶ σᾶς βλέπω κατὰ πρόσωπον, εἶμαι ἀσθενὴς καὶ τιποτένιος, καθὼς μὲ κατηγοροῦν οἰ συκοφάνται μου, ὅταν δὲ εἶμαι ἀπῶν, παίρνω θάρρος ἀπέναντί σας καὶ δεικνύομαι ἀγέρωχος.
2 Σᾶς παρακαλῶ δὲ νὰ μὴ μὲ ἀναγκάσετε, ὅταν ἔλθω εἰς Κόρινθον καὶ θὰ εἶμαι παρών, νὰ δείξω θάρρος μὲ τὴν πνευματικὴν καὶ τιμωρητικὴν ἐξουσίαν καὶ δύναμιν, τὴν ὁποίαν λογαριάζω μὲ τόλμην νὰ μεταχειρισθῶ ἐναντίον μερικῶν, οἱ ὁποῖοι μᾶς περνοῦν σὰν ἀνθρώπους, ποὺ συμπεριφέρονται καὶ κινοῦνται ἀπὸ σαρκικὰ ἐλατήρια.
3 Ἀλλ’ ὅσα λέγουν καθ’ ἠμῶν δὲν εἶναι ἀληθῆ. Διότι ἡμεῖς, μολονότι ἔχομεν σῶμα καὶ περιβαλλόμεθα ἀπὸ σάρκα, δὲν διεξάγομεν τὸν πνευματικὸν πόλεμον καὶ ἀγῶνα μας μὲ σαρκικὰ ἐλατήρια καὶ ὅπλα.
4 Διότι τὰ ὅπλα τῆς ἐκστρατείας μᾶς δὲν εἶναι ἀσθενῆ ἀνθρώπινα ὅπλα, ἀλλ’ εἶναι δυνατὰ ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ κρημνίζουν ὀχυρώματα.
5 Καὶ ὅταν λέγω ὀχυρώματα, δὲν ἐννοῶ πύργους ἢ φρούρια ὑλικά, ἀλλὰ πνευματικά. Δηλαδὴ ἀνατρέπομεν συλλογισμοὺς πονηροὺς καὶ κάθε ὑψηλοφροσύνην, ποὺ ὑψώνεται σὰν ἄλλος πύργος καὶ ἐμποδίζει τοὺς ἀνθρώπους να γνωρίσουν τὸν ἀληθινὸν Θεόν. Ἀκόμη μὲ τὰ ὅπλα μας κατανικῶμεν σὰν ἄλλον ἄοπλον καὶ παραδομένον αἰχμάλωτον κάθε ἀνθρωπίνην ἐπινόησιν καὶ σοφιστείαν καὶ ὁδηγοῦμεν τοὺς παραπλανωμένους ἀπὸ αὐτοὺς εἰς τὸ νὰ ὑπακούσουν εἰς τὸν Χριστόν.
6 Καὶ εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ τιμωρήσωμεν μὲ δικαιοσύνην κάθε παρακοήν, ὅταν τελειοποιηθῇ ἡ ὑπακοή σας, ὥστε εἰς τὰ τιμωρητικὰ μέτρα, ποὺ θὰ λάβωμεν, νὰ μὴ περιληφθῆτε καὶ σεῖς.
7 Ναί· δὲν εἶναι ἀκόμη τελεία ἡ ὑπακοή σας. Δίδετε προσοχὴν εἰς τὴν ἐξωτερικὴν ὄψιν τῶν πραγμάτων καὶ δ’ αὐτὸ σᾶς ἑξαπατοῦν εὔκολα. Ἐὰν κανεὶς ἀπὸ αὐτούς, ποὺ σᾶς πλησιάζουν, ἔχῃ πεποίθησιν περὶ τοῦ ἑαυτοῦ του, ὅτι εἶναι δοῦλος καὶ διάκονος τοῦ Χριστοῦ, ἂς συλλογίζεται πάλιν μόνος του τοῦτο, ὅτι καθὼς αὐτὸς εἶναι διάκονος τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καὶ ἡμεῖς εἴμεθα διάκονοι τοῦ Χριστοῦ.