❌
Τρίτη, 02 Αυγούστου 2022

Ανακομιδή του Ιερού Λειψάνου του Αγίου Πρωτομάρτυρα Στεφάνου, Άγιος Θεόδωρος ο Νεομάρτυρας που μαρτύρησε στα Δαρδανέλια
Ἀνακομιδὴ λειψάνου τοῦ πρωτομάρτυρος καὶ ἀποστόλου Στεφάνου (428). Θεοδώρου νεομάρτυρος (†1690)
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ϛ´ 8 - 15


8 Στέφανος δὲ πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ. 9 ἀνέστησαν δέ τινες τῶν ἐκ τῆς συναγωγῆς τῆς λεγομένης Λιβερτίνων καὶ Κυρηναίων καὶ Ἀλεξανδρέων καὶ τῶν ἀπὸ Κιλικίας καὶ Ἀσίας συζητοῦντες τῷ Στεφάνῳ, 10 καὶ οὐκ ἴσχυον ἀντιστῆναι τῇ σοφίᾳ καὶ τῷ πνεύματι ᾧ ἐλάλει. 11 τότε ὑπέβαλον ἄνδρας λέγοντας ὅτι Ἀκηκόαμεν αὐτοῦ λαλοῦντος ῥήματα βλάσφημα εἰς Μωϋσῆν καὶ τὸν Θεόν· 12 συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς γραμματεῖς, καὶ ἐπιστάντες συνήρπασαν αὐτὸν καὶ ἤγαγον εἰς τὸ συνέδριον, 13 ἔστησάν τε μάρτυρας ψευδεῖς λέγοντας· Ὁ ἄνθρωπος οὗτος οὐ παύεται ῥήματα βλάσφημα λαλῶν κατὰ τοῦ τόπου τοῦ ἁγίου καὶ τοῦ νόμου· 14 ἀκηκόαμεν γὰρ αὐτοῦ λέγοντος ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος οὗτος καταλύσει τὸν τόπον τοῦτον καὶ ἀλλάξει τὰ ἔθη ἃ παρέδωκεν ἡμῖν Μωϋσῆς. 15 καὶ ἀτενίσαντες εἰς αὐτὸν ἅπαντες οἱ καθεζόμενοι ἐν τῷ συνεδρίῳ εἶδον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ζ´ 1 - 5


1 Εἶπε δὲ ὁ ἀρχιερεύς· Εἰ ἄρα ταῦτα οὕτως ἔχει; 2 ὁ δὲ ἔφη· Ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκούσατε. ὁ Θεὸς τῆς δόξης ὤφθη τῷ πατρὶ ἡμῶν Ἀβραὰμ ὄντι ἐν τῇ Μεσοποταμίᾳ πρὶν ἢ κατοικῆσαι αὐτὸν ἐν Χαρράν, 3 καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου, καὶ δεῦρο εἰς γῆν ἣν ἄν σοι δείξω. 4 τότε ἐξελθὼν ἐκ γῆς Χαλδαίων κατῴκησεν ἐν Χαρράν. κἀκεῖθεν μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν πατέρα αὐτοῦ μετῴκισεν αὐτὸν εἰς τὴν γῆν ταύτην εἰς ἣν ὑμεῖς νῦν κατοικεῖτε· 5 καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ κληρονομίαν ἐν αὐτῇ οὐδὲ βῆμα ποδός, καὶ ἐπηγγείλατο δοῦναι αὐτῷ εἰς κατάσχεσιν αὐτὴν καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ μετ’ αὐτόν, οὐκ ὄντος αὐτῷ τέκνου.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ϛ´ 8 - 15


8 Ὁ Στέφανος δέ, ποὺ ἦτο γεμᾶτος πίστιν καὶ χάρισμα εὐγλωττίας δυνατόν, ἐτέλει μεταξὺ τοῦ λαοῦ μεγάλα θαύματα, ποὺ προεκάλουν κατάπληξιν καὶ ἀπεδείκνυον τὴν ἀλήθειαν τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος. 9 Μερικοὶ δὲ ἀπὸ τὴν συναγωγήν, ποὺ ἐλέγετο συναγωγὴ τῶν Λιβερτίνων καὶ τῶν Κυρηναίων καὶ τῶν Ἀλεξανδρέων, καθὼς καὶ τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι κατήγοντο ἀπὸ τὴν Κιλικίαν καὶ τὴν Ἀσίαν, ἐσηκώθησαν μὲ φανατισμὸν καὶ συνεζήτουν μὲ τὸν Στέφανον. 10 Καὶ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ ἀντισταθοῦν εἰς τὴν σοφίαν καὶ εἰς τὸ πνευματικὸν χάρισμα, μὲ τὸν φωτισμὸν τοῦ ὁποίου ὡμίλει ὁ Στέφανος. 11 Τότε ὑπεκίνησαν καὶ ἐδωροδόκησαν ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι σύμφωνα μὲ τὰς ἰδιαιτέρας ὁδηγίας ποὺ ἔλαβον, ἔλεγον, ὅτι τὸν ἔχομεν ἀκούσει μὲ τὰ αὐτιά μας νὰ λέγῃ λόγους βλασφήμους κατὰ τοῦ Μωϋσέως καὶ τοῦ Θεοῦ. 12 Καὶ ἐξηρέθισαν τὸν λαὸν καὶ τοὺς προεστοὺς τῶν Ἰουδαίων καὶ τοὺς γραμματεῖς. Καὶ κατόπιν αὐτοῦ ἦλθαν ἔξαφνα καὶ ἥρπασαν ὅλοι μαζὶ τὸν Στέφανον καὶ διὰ τῆς βίας τὸν ἔφεραν εἰς τὸ συνέδριον. 13 Καὶ παρουσίασαν ἐκεῖ ψευδομάρτυρας, οἱ ὁποῖοι ἔλεγον· Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν παύει ἀπὸ τοῦ νὰ λέγῃ λόγους βλασφήμους κατὰ τοῦ ἁγίου τόπου τοῦ ναοῦ καὶ κατὰ τοῦ νόμου. 14 Δὲν μᾶς μένει δὲ ἡ παραμικρὰ ἀμφιβολία περὶ τοῦ ὅτι βλασφημεῖ τὸν ναὸν καὶ τὸν νόμον, διότι τὸν ἔχομεν ἀκούσει οἱ ἴδιοι νὰ λέγῃ, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, αὐτὸς ποὺ δὲν ἠμπόρεσε νὰ σώσῃ τὸν ἑαυτόν του, θὰ καταστρέψῃ τὸν τόπον αὐτὸν τὸν ἱερὸν καὶ θὰ ἀλλάξῃ τὰ ἱερὰ ἔθιμα καὶ τοὺς θεσμούς, ποὺ μᾶς παρέδωκε διὰ τοῦ νόμου ὁ Μωϋσῆς. 15 Καὶ ὅταν τὸν ἐκύτταξαν ὅλοι οἱ δικασταί, ὅσοι ἐκάθηντο εἰς τὸ συνέδριον, εἶδον τὸ πρόσωπόν του νὰ ἀστράπτῃ, σὰν νὰ ἦτο πρόσωπον ἀγγέλου.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ζ´ 1 - 5


1 Εἶπε δὲ ὁ ἀρχιερεύς· Ἔτσι λοιπὸν εἶναι αὐτά, ὅπως τὰ καταγγέλλουν οἱ μάρτυρες; 2 Οὗτος δὲ εἶπεν· Ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκούσατε. Ὁ Θεὸς ὁ ἔνδοξος, ὁ ὁποῖος συγχρόνως εἶναι καὶ ἡ πηγὴ τῆς πραγματικῆς καὶ αἰωνίας δόξῃς, ἐνεφανίσθη εἰς τὸν πατέρα μας Ἀβραάμ, ὅταν ἦτο ἀκόμη εἰς τὴν Μεσοποταμίαν, προτοῦ νὰ κατοικήσῃ οὗτος ἐν Χαρράν. 3 Καὶ τοῦ εἶπεν· Ἔβγα ἀπὸ τὴν πατρίδα σου καὶ ἀπὸ τὴν συγγένειάν σου καὶ ἔλα εἰς χώραν, τὴν ὁποίαν θὰ σοῦ δείξω. 4 Τότε ὁ Ἀβραὰμ συμμορφούμενος πρὸς τὴν ἐντολὴν ταύτην, ἀφοῦ ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν χώραν τῶν Χαλδαίων, ἐκατοίκησεν εἰς Χαρράν. Καὶ ἀπ’ ἐκεῖ, ὅταν ἀπέθανεν ὁ πατέρας του, τὸν μετοίκησεν ὁ Θεὸς εἰς τὴν γῆν αὐτὴν τῆς Χαναάν, εἰς τὴν ὁποίαν κατοικεῖτε σεῖς τώρα. 5 Καὶ ἐφ’ ὅσον ἔζη ὁ Ἀβραάμ, δὲν ἔδωκεν εἰς αὐτὸν κληρονομίαν εἰς τὴν γῆν αὐτὴν οὔτε ἑνὸς βήματος τόπον. Καὶ ὅμως ὑπεσχέθη ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ τὴν χώραν αὐτὴν εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους αὐτοῦ ὕστερα ἀπὸ αὐτόν, διὰ νὰ τὴν κατέχουν, ἂν καὶ τότε, ποὺ ἔδιδεν εἰς τὸν Ἀβραὰμ τὴν ὑπόσχεσιν αὐτήν, δὲν εἶχεν οὗτος τέκνον.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ϛ´ 8 - 15


8 Ο δε Στέφανος, γεμάτος πίστιν και δύναμιν Θεού, έκανε μεταξύ του λαού καταπληκτικά θαύματα και υπερφυσικά έργα, που μαρτυρούσαν την αλήθειαν της πίστεως. 9 Μερικοί δε Εβραίοι από την συναγωγήν, που ελέγετο συναγωγή των Λιβερτίνων, των δούλων δηλαδή που είχαν απελευθερώσει οι Ρωμαίοι, και από την συναγωγήν των Κυρηναίων και Αλεξανδρέων καθώς και των Ιουδαίων της Κιλικίας και της Ασίας, εσηκώθηκαν με φανατισμόν και πείσμα και συζητούσαν με τον Στέφανον. 10 Αλλά δεν ημπορούσαν να αντισταθούν εις την σοφίαν και στο πνεύμα, με το οποίον ωμιλούσε ο Στέφανος. 11 Τοτε εδωροδόκησαν και έβαλαν μερικούς άνδρας, οι οποίοι και ήρχισαν να λέγουν ότι ημείς έχομεν ακούσει τον Στέφανον να λέγη βλάσφημα λόγια εναντίον του Μωϋσέως και του Θεού. 12 Και έφεραν αναταραχήν και εξέγερσιν στον λαόν και τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς εναντίον του Στεφάνου, και όλοι μαζή ώρμησαν έξαφνα και ήρπασαν τον Στέφανον και τον έφεραν στο συνέδριον. 13 Και παρουσίασαν ψευδομάρτυρας, οι οποίοι έλεγαν· “ο άνθρωπος αυτός δεν παύει να λέγη βλάσφημα λόγια εναντίον του αγίου τόπου, δηλαδή του ναού, και εναντίον του Νομου. 14 Διότι ημείς με τα ίδια μας τα αυτιά τον έχομε ακούσει να λέγη ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος θα καταστρέψη αυτόν τον ιερόν τόπον και θα αλλάξη τα ιερά έθιμα, που μας έχει παραδώσει ο Μωϋσής με τον νόμον του”. 15 Και όταν όλοι οι δικασταί, που εκάθηντο στο συνέδριον, εγύρισαν τα βλέμματα προς τον Στέφανον, είδαν το πρόσωπόν του ν' ακτινοβολή ωσάν να ήτο πρόσωπον αγγέλου.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ζ´ 1 - 5


1 Είπε δε ο αρχιερεύς· “πες μας, είναι τάχα αληθινά, όσα καταγγέλλουν οι μάρτυρες;” 2 Ο δε Στέφανος είπε· “άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούσατε. Ο Θεός της δόξης παρουσιάσθηκε στον πρόγονον μας, τον Αβραάμ, όταν ήτο εις την Μεσοποταμίαν, πριν ακόμη κατοικήση εις την Χαρράν. 3 Και είπε εις αυτόν· Αναχώρησε από τον τόπον σου και από τους συγγενείς σου και έλα εις περιοχήν, την οποίαν εγώ θα σου δείξω. 4 Τοτε ο Αβραάμ ανεχώρησε από την χώραν των Χαλδαίων και εγκατεστάθη εις την Χαρράν. Από εκεί, μετά τον θάνατον του πατρός του, τον έβαλε ο Θεός να κατοικήση εις την γην αυτήν, εις την οποίαν και σεις τώρα κατοικείτε. 5 Και εν τούτοις δεν του έδωκε εις την περιοχήν αυτήν ως κληρονομίαν ούτε ενός βήματος τόπον. Και όμως είχε υποσχεθη ο Θεός να δώση ως ιδιοκτησίαν την χώραν αυτήν, εις αυτόν τον ίδιον και ύστερα από αυτόν στους απογόνους του, καίτοι όταν υπέσχετο αυτά ο Θεός, δεν είχεν ο Αβραάμ τέκνον.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙϚ´ 6 - 12


6 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ὁρᾶτε καὶ προσέχετε ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων. 7 οἱ δὲ διελογίζοντο ἐν ἑαυτοῖς λέγοντες ὅτι Ἄρτους οὐκ ἐλάβομεν. 8 γνοὺς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Τί διαλογίζεσθε ἐν ἑαυτοῖς, ὀλιγόπιστοι, ὅτι ἄρτους οὐκ ἐλάβετε; 9 οὔπω νοεῖτε, οὐδὲ μνημονεύετε τοὺς ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καὶ πόσους κοφίνους ἐλάβετε; 10 οὐδὲ τοὺς ἑπτὰ ἄρτους τῶν τετρακισχιλίων καὶ πόσας σπυρίδας ἐλάβετε; 11 πῶς οὐ νοεῖτε ὅτι οὐ περὶ ἄρτων εἶπον ὑμῖν προσέχειν ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων; 12 τότε συνῆκαν ὅτι οὐκ εἶπε προσέχειν ἀπὸ τῆς ζύμης τοῦ ἄρτου, ἀλλ’ ἀπὸ τῆς διδαχῆς τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙϚ´ 6 - 12


6 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπεν· Ἀνοίξατε τὰ μάτια σας καὶ προσέχετε ἀπὸ τὴν κακὴν ἐπίδρασιν τῆς ὑποκριτικῆς διδασκαλίας τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων, ποὺ ὁμοιάζει πρὸς κακὸ προζύμι. 7 Αὐτοὶ ὅμως ἤρχισαν νὰ συλλογίζονται μέσα τους καὶ νὰ λέγουν· Δὲν ἐπήραμεν ἄρτους ἀπὸ προζύμι καθαρόν, ποὺ δὲν προέρχεται ἀπὸ σπίτι Φαρισαίου ἢ Σαδδουκαίου. 8 Άλλ’ ὁ Ἰησοῦς ἀντελήφθη διὰ τῆς ὑπερφυσικῆς του γνώσεως τὰς ἀποκρύφους σκέψεις των καὶ τοὺς εἶπε· Διατὶ ἐπέσατε εἰς σκέψιν καὶ συλλογισμόν, ὀλιγόπιστοι, ἐπειδὴ δὲν ἐπήρατε ἄρτους; 9 Ἀκόμη δὲν καταλαβαίνετε, τί σᾶς λέγω, οὔτε ἐνθυμεῖσθε ἐπὶ τέλους τοὺς πέντε ἄρτους τῶν πέντε χιλιάδων, ποὺ ἐχορτάσθησαν μὲ αὐτούς, καὶ πόσα κοφίνια περισσευμάτων ἐπήρατε; 10 Δὲν ἐνθυμεῖσθε οὔτε τοὺς ἑπτὰ ἄρτους, μὲ τοὺς ὁποίους ἐχόρτασαν αἱ τέσσαρες χιλιάδες, καὶ πόσα μεγάλα κοφίνια ἐπήρατε ἀπὸ τὰ περισσεύματα; 11 Πῶς δὲν καταλαβαίνετε, ὅτι δὲν σᾶς εἶπα διὰ τὸν συνήθη ὑλικὸν ἄρτον, ὅταν σᾶς ἐσύστησα νὰ προσέχετε ἀπὸ τὸ προζύμι τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων; 12 Τότε ἐκατάλαβαν, ὅτι δὲν εἶπε νὰ προσέχουν ἀπὸ τὸ προζύμι, μὲ τὸ ὁποῖον γίνεται ὁ ἄρτος, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν καὶ τὴν ὑποκρισίαν τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙϚ´ 6 - 12


6 Ο δε Ιησούς τους είπε· “κυττάξτε καλά και προσέχετε από το προζύμι των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων”. 7 Οι δε μαθηταί εσκέπτοντο από μέσα των και έλεγαν· Ημείς δεν επήραμε καθόλου ψωμιά μαζή μας. 8 Ο Ιησούς ως παντογνώστης εγνώρισε πολύ καλά τας σκέψεις των και είπε εις αυτούς· “τι σκέπτεσθε από μέσα σας, ω ολιγόπιστοι, και ανησυχείτε, διότι δεν επήρατε μαζή σας άρτους; 9 Ακομα δεν εννοείτε την σημασίαν των λόγων μου, ούτε ενθυμείσθε τους πέντε άρτους των πέντε χιλιάδων και πόσα κοφίνια περίσσευμα επήρατε; 10 Ούτε τους επτά άρτους των τεσσάρων χιλιάδων και πόσα μεγάλα καλάθια με περίσσευμα επήρατε; 11 Πως δεν καταλαβαίνετε ότι δεν σας είπα να προσέχετε από το υλικό προζύμι και τα ψωμιά των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων;” 12 Τοτε οι μαθηταί κατάλαβαν, ότι δεν τους είπε να προσέχουν από το προζύμι του ψωμιού, αλλά από την κακήν διδασκαλίαν των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων, που ομοιάζει με χαλασμένο προζύμι.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα