ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Ζ´ 1 - 13
1 Τὴν ζωὴν δὲ αὐτὴν τὴν αἰώνιον δὲν ἡμπορεῖ πλέον οὔτε ὁ νόμος νὰ μᾶς τὴν ἀφαιρέσῃ, ὅπως ἀποδεικνύεται ἐξ ὅσων θὰ εἴπωμεν. Ἐπειδὴ ὁμιλῶ πρὸς ἀνθρώπους, ποὺ γνωρίζουν τὸν νόμον, σᾶς ἐρωτῶ: Δὲν γνωρίζετε, ἀδελφοί, ὅτι ὁ νόμος ἔχει ἐξουσίαν ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου, ἐφ’ ὅσον ζῇ ὁ ἄνθρωπος;
2 Διότι, διὰ νὰ φέρω ἀπὸ τὸν νόμον ἕνα παράδειγμα, ποὺ ἀποδεικνύει τὴν ἀλήθειαν αὐτήν, ἡ ὕπανδρος γυναῖκα εἶναι δεμένη μὲ τὸν ζῶντα ἄνδρα της, σύμφωνα μὲ τὸν νόμον, ὁ ὁποῖος ὁρίζει τὰ τοῦ γάμου. Ἐὰν ὅμως ἀποθάνῃ ὁ σύζυγός της, ἔχει ἀπαλλαγῇ αὐτὴ ἀπὸ τὸν νόμον, ποὺ τὴν δεσμεύει πρὸς τὸν ἄνδρά της.
3 Βγαίνει λοιπὸν ὡς συμπέρασμα, ὅτι, ἐφ’ ὅσον ζῇ ὁ σύζυγός της, θὰ γίνῃ καὶ θὰ ἀποκληθῇ μοιχαλίς, ἐὰν συνδεθῇ μὲ ἄλλον ἄνδρα. Ἐὰν ὅμως ἀποθάνῃ ὁ σύζυγός της, εἶναι ἐλευθέρα ἀπὸ τὸν νόμον νὰ ὑπανδρευθῇ πάλιν, χωρὶς νὰ εἶναι πλέον μοιχαλίς, ἐὰν γίνῃ σύζυγος ἄλλου ἀνδρός.
4 Ὥστε, ἀδελφοί μου, ὅπως ἡ γυναῖκα, ἔτσι καὶ σεῖς εἶσθε ἐλεύθεροι ἀπὸ τὸν νόμον. Διότι ἀπεθάνατε ὡς πρὸς τὸν νόμον διὰ τῆς ἑνώσεώς σας μὲ τὴν θανατωθεῖσαν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ἀνθρωπίνην φύσιν τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἀπεθάνατε διὰ νὰ συζευχθῆτε μὲ ἄλλον, μὲ τὸν Χριστὸν δηλαδή, ποὺ ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν, διὰ νὰ παραγάγωμεν διὰ τῆς ἑνώσεώς μας ταύτης καρποὺς ἐνάρετου ζωῆς εἰς δόξαν Θεοῦ.
5 Μόνον δὲ τώρα διὰ τοῦ νέου μας αὐτοῦ πνευματικοῦ γάμου θὰ παραγάγωμεν τοὺς καρποὺς τῆς ἐναρέτου ζωῆς. Διότι, ὅταν ἐζούσαμεν τὸν σαρκικὸν βίον, τότε τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη, ποὺ ἐλάμβαναν ἀφορμὴν ἀπὸ τὰς διαφόρους ἀπαγορεύσεις τοῦ νόμου, εἶχαν δύναμιν καὶ δρᾶσιν εἰς τὰ μέλη τοῦ σώματός μας καὶ παρῆγον καρπούς, ποὺ ἔφερναν τὸν θάνατον. Ὀλέθριοι λοιπὸν οἱ καρποὶ τοῦ παλαιοῦ μας γάμου μὲ τὸν νόμον.
6 Τώρα ὅμως ἐλευθερώθημεν τελείως ἀπὸ τὸν νόμον, διότι ἀπεθάναμεν ὡς πρὸς τὸν νόμον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον κατεκρατούμεθα σὰν αἰχμάλωτοι. Ἐλευθερώθημεν δέ, ὥστε νὰ εἴμεθα δοῦλοι τοῦ Θεοῦ εἰς νέαν κατάστασιν, ποὺ μᾶς ἐδημιούργησε τὸ Πνεῦμα καὶ ἡ βασιλεύουσα εἰς αὐτὴν χάρις Του, καὶ νὰ μὴ δουλεύωμεν εἰς τὴν παλαιὰν κατάστασιν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐπεκράτει τὸ γράμμα τοῦ νόμου, ποὺ ἐστερεῖτο τὴν χάριν καὶ δὲν εἶχε τὴν δύναμιν νὰ ἐνισχύσῃ τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὴν τήρησιν τῶν ἐντολῶν του.
7 Ἀλλ’ ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὰ λεχθέντα ἐλευθερώθημεν ἐξ ἴσου ἀπὸ τὸν νόμον, ὅσον καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, τί λοιπὸν θὰ εἴπωμεν; Ὁ νόμος εἶναι ἁμαρτία καὶ κάτι κακόν; Μὴ γένοιτο νὰ νομίσῃ κανεὶς κάτι τέτοιο. Ἀλλὰ λέγομεν μόνον, ὅτι τὴν ἁμαρτίαν δὲν τὴν ἐγνώρισα παρὰ διὰ τοῦ νόμου. Διότι καὶ τὴν ἁμαρτωλὴν ἐπιθυμίαν δὲν θὰ ἐγνώριζα, ἐὰν ὁ νόμος δὲν ἔλεγε μὲ τὴν δεκάτην ἐντολήν: Δὲν θὰ ἐπιθυμήσῃς.
8 Ἀφοῦ δὲ ἔλαβεν ἀφορμὴν ἀπὸ τὰς ἀπαγορεύσεις τοῦ νόμου ἡ ἕως τώρα κρυμμένη ἁμαρτωλὸς κατάστασίς μου καὶ ἡ πρὸς τὴν ἁμαρτίαν κλίσις μου, ἐδημιούργησε καὶ ἄναψε μέσα μου κάθε εἶδος ἐπιθυμίας. Διότι, ἐφ’ ὅσον δὲν ὑπάρχει νόμος ἀπαγορευτικός, ἡ ἁμαρτία εἶναι νεκρὰ καὶ κοιμᾶται.
9 Ἐγὼ δὲ ἄλλοτε ἐνόμιζα, ὅτι εἶχα ζωὴν πνευματικήν, διότι δὲν ἠνωχλούμην καὶ δὲν ἐπιεζόμην ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ἐπειδὴ δὲν ἐγνώριζα τὸν νόμον. Ὅταν ὅμως ἦλθεν ἡ γνῶσις τῶν ἐντολῶν τοῦ νόμου, τότε ἡ ἁμαρτία ἑξαναζωντάνευσε μέσα μου.
10 Ἐγὼ δὲ ἀπέθανα πνευματικῶς διὰ τῶν καθημερινῶν παραβάσεων τοῦ νόμου. Καὶ ἀνελπίστως ἡ ἐντολή, ἡ ὁποία ἐδόθη διὰ νὰ μὲ ὁδηγήσῃ εἰς ζωήν, αὐτὴ ἀκριβῶς μὲ ὠδήγησεν εἰς τὸν θάνατον.
11 Καὶ μὲ ὠδηγησεν εἰς τὸν θάνατον, διότι ἡ ἁμαρτία, ποὺ ἦτο κρυμμένη μέσα μου, λαβοῦσα ἀφορμὴν ἀπὸ τὴν ἐντολήν, μὲ ἐξηπάτησε καὶ διὰ τῆς παραβάσεως αὐτῆς μὲ ἐθανάτωσε.
12 Ὥστε ὁ μὲν μωσαϊκὸς νόμος εἶναι ἅγιος καὶ κάθε ἐντολὴ τοῦ νόμου αὐτοῦ εἶναι ἁγία καὶ δικαία καὶ εὐεργετική.
13 Ἀλλὰ τότε λοιπὸν ὁ ἅγιος καὶ ἀγαθὸς νόμος ἔγινε δι’ ἐμὲ πρόξενος καὶ αἴτιος θανάτου; Μὴ γένοιτο νὰ παραδεχθῇ κανείς, ὅτι ὁ νόμος ἔγινε φονιᾶς δι’ ἐμέ. Ἀλλὰ τὸν θάνατόν μου τὸν ἔφερεν ἡ ἁμαρτία, διὰ νὰ φανῇ πόσον κακὴ καὶ καταστρεπτικὴ εἶναι, ἀφοῦ διὰ τοῦ νόμου, ποὺ εἶναι κάτι ἀγαθὸν καὶ ἅγιον, προξενεῖ εἰς ἐμὲ θάνατον· διὰ νὰ γίνῃ ἔτσι ὑπερβολικὰ ὀλέθρια καὶ μισητὴ ἡ ἁμαρτία διὰ μέσου τῆς ἐντολῆς.