ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΔ´ 1 - 11
1 Αλλ’ ἂς μὴ ταράσσεται ἡ καρδία σας, ἐπειδὴ ἠκούσατε, ὅτι πρόκειται νὰ μὲ ἀρνηθῇ ὁ Πέτρος. Πιστεύετε εἰς τὸν Θεὸν ὁ ὁποῖος προνοεῖ περὶ τοῦ ἔργου μου, καὶ ὁ ὁποῖος θὰ προνοήσῃ καὶ διὰ σᾶς, οἱ ὁποῖοι ἐτάχθητε εἰς τὸ ἔργον αὐτό. Πιστεύετε ἀκόμη καὶ εἰς ἐμέ, ὁ ὁποῖος, ὡς Μεσσίας καὶ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, θὰ ἐξακολουθῶ καὶ μετὰ τὸν θάνατόν μου εἰς τοὺς οὐρανοὺς νὰ συμπληρώνω τὸ ἔργον μου.
2 Εἰς τὴν ἐν οὐρανοῖς οἰκοίαν τοῦ Πατρός μου ὑπάρχουν πολλοὶ τόποι διαμονῆς, ἀρκετοὶ διὰ νὰ δεχθοῦν καὶ σᾶς καὶ ὅλους τοὺς πιστούς. Δι’ αὐτὸ λοιπὸν ἔχετε πίστιν καὶ ἐμπιστοσύνην εἰς τὸν Θεόν. Ἐὰν δὲν ὑπῆρχον πολλοὶ τόποι διαμονῆς εἰς τὸν οὐρανόν, θὰ σᾶς τὸ ἔλεγα. Ἀλλ’ ὑπάρχουν. Καὶ ἐγὼ πηγαίνω τώρα νὰ σᾶς ἑτοιμάσω τόπον, διότι διὰ νὰ ἀνοιχθῇ ἡ εἴσοδος τοῦ οὐρανοῦ εἰς τους ἀνθρώπους, εἶναι ἀπαραίτητος ἡ μεσιτεία μου. Δι’ αὐτὸ δὲ πρέπει νὰ πιστεύετε καὶ εἰς ἐμέ.
3 Καὶ ἐὰν ὑπάγω καὶ σᾶς ἑτοιμάσω εἰς τους οὐρανοὺς τόπον, πάλιν θὰ ἔλθω πλησίον σας κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θανάτου δι’ ἕνα ἕκαστον ἀπὸ σᾶς, καὶ κατὰ τὴν δευτέραν παρουσίαν μου δι’ ὅλους σας, καὶ θὰ σᾶς παραλάβω πλησίον μου, διὰ νὰ εἶσθε καὶ σεῖς ἐκεῖ, ὅπου εἶμαι ἐγώ.
4 Καὶ τὸ μέρος, εἰς τὸ ὁποῖον πηγαίνω ἐγὼ τώρα, τὸ ξεύρετε, καθὼς ξεύρετε καὶ τὸν δρόμον, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ ἐκεῖ.
5 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Θωμᾶς· Κύριε, δὲν ξεύρομεν ποὺ πηγαίνεις τώρα, καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίζωμεν τὸν δρόμον;
6 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Ἐγὼ εἶμαι ὁ μοναδικὸς δρόμος, διὰ τοῦ ὁποῖου ἡμπορεῖ κανεὶς νὰ φθάσῃ εἰς τὸν οὐρανόν. Διότι συγχρόνως εἶμαι καὶ ἡ ἀπόλυτος ἀλήθεια καὶ ἡ πραγματικὴ καὶ πηγαία ζωή. Κανεὶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔλθῃ πρὸς τὸν Πατέρα καὶ νὰ μετάσχῃ τῆς μακαρίας του ζωῆς παρὰ μόνον δι’ ἐμοῦ, ὁ ὁποῖος διὰ τῆς διδασκαλίας μου σᾶς γνωρίζω τὸν Πατέρα μου καὶ τὴν ἀλήθειαν αὐτοῦ καὶ διὰ τῆς θυσίας μου ὡς αἰώνιος ἀρχιερεὺς σᾶς συμφιλιώνω πρὸς αὐτόν.
7 Ἐὰν μὲ εἴχατε γνωρίσει καλά, θὰ ἐγνωρίζατε καὶ τὸν Πατέρα μου. Καὶ ἀπὸ τώρα, ὁπότε θὰ δοξασθῶ καὶ θὰ σᾶς στείλω τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, αὐτὸ θὰ σᾶς φωτίσῃ καὶ θὰ τὸν γνωρίσετε. Καὶ διὰ τῆς νέας ζωῆς, ποὺ θὰ σᾶς μεταδώσῃ, ἡ ὁποῖα θὰ σᾶς ἑνώσῃ μὲ ἐμέ, θὰ τὸν ἴδετε μὲ τοὺς ὁφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς σας καὶ θὰ καταλάβετε τὸ μεγαλεῖον του, τὰς σωτηριώδεις βουλάς του καὶ τὸ θέλημά του. Ἐπειδὴ δὲ αὐτὸ θὰ γίνῃ ἀσφαλῶς εὐθὺς μετὰ τὸ πάθημά μου καὶ τὴν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ θυσίαν μου, δι’ αὐτὸ ἡμπορῶ ἀπὸ τώρα νὰ εἴπω, ὅτι ἐγνωρίσατε καὶ ἔχετε ἴδει τὸν Πατέρα.
8 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Φίλιππος· Κύριε, δεῖξε μας δι’ ἀποκαλυπτικῆς ὀπτασίας τὸν Πατέρα καὶ τὴν μεγαλοπρεπῆ δόξαν του, ὥστε νὰ ἴδωμεν αὐτήν, ὅπως ἄλλοτε ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἡσαΐας, καὶ μᾶς εἶναι ἀρκετὸν τοῦτο.
9 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Τόσον καιρὸν εἶμαι μαζί σας, Φίλιππε, καὶ δὲν μὲ ἐγνώρισες ἀκόμη, ποιὸς εἶμαι κατὰ τὴν θείαν μου φύσιν; Ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει ἴδει ἐμὲ καὶ ἐξετίμησε πρεπόντως τὴν ἀλήθειαν τῆς διδασκαλίας μου καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς ζωῆς μου καὶ τὴν θαυματουργικὴν δράσιν μου, εἶδε καὶ τὸν Πατέρα, διότι ἐγὼ εἶμαι ὁ φυσικὸς Υἱός του καὶ ἐν τὴ ἀνθρωπίνῃ φύσει μου ἐκλάμπει ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ ἁγιότης τοῦ Πατρός μου. Καὶ πῶς σὺ λέγεις· Δεῖξε μας τὸν Πατέρα;
10 Δὲν πιστεύεις, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἀχώριστα συνηνωμένος μὲ τὸν Πατέρα, ὥστε ἐγὼ νὰ εἶμαι καὶ νὰ μένω μέσα εἰς τὸν Πατέρα καὶ ὁ Πατὴρ νὰ εἶναι καὶ νὰ μένῃ μέσα μου; Εἶμαι δὲ τόσον πολὺ ἡνωμένος μὲ τὸν Πατέρα μου, ὥστε τὰ λόγια, τὰ ὁποῖα ἐγὼ σᾶς λέγω καὶ σᾶς διδάσκω, δὲν τὰ λέγω ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου. Ἀλλ’ ὁ Πατήρ μου ποὺ μένει μέσα μου, αὐτὸς ἐνεργεῖ τὰ ὑπερφυσικὰ ἔργα καὶ ἐπιβεβαιοῖ δι’ αὐτῶν, ὅτι εἴμεθα ἀχώριστοι καὶ ὅτι ἡ διδασκαλία, τὴν ὁποῖαν διδάσκω, δὲν εἶναι ἰδική μου, ἀλλὰ προέρχεται ἐκ τῆς σοφίας τοῦ Πατρός μου.
11 Νὰ πιστεύετε εἰς ἐμέ, ὅταν σᾶς λέγω, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἐν τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ εἶναι ἐν ἐμοί, ὥστε ἐγὼ καὶ ἐκεῖνος, μολονότι διακρινόμεθα εἰς ξεχωριστὰ πρόσωπα, ἀποτελοῦμεν συγχρόνως ἕνα Θεόν. Εἰ δ’ ἄλλως καὶ δὲν πιστεύετε εἰς τους λόγους μου αὐτούς, τουλάχιστον πιστεύσατε μὲ διὰ τὰ ὑπερφυσικὰ ἔργα, ποὺ ἐνεργῶ.