❌
Κυριακή, 30 Ιανουαρίου 2022

Άγιοι Τρεις Ιεράρχες, Αγία Χρυσή
† Τῶν τριῶν ἱεραρχῶν Βασιλείου τοῦ μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ θεολόγου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἱππολύτου ἱερομάρτυρος· ἀνάμνησις τῆς ἐν Τήνῳ εὑρέσεως τῆς εἰκόνος τῆς Θεοτόκου (1823)· Αὔρας (τῆς καὶ Χρυσῆς) μάρτυρος.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον
Ἑωθινόν


ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΙΓ´ 7 - 16


7 Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν. 8 Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας. 9 διδαχαῖς ποικίλαις καὶ ξέναις μὴ παραφέρεσθε· καλὸν γὰρ χάριτι βεβαιοῦσθαι τὴν καρδίαν, οὐ βρώμασιν, ἐν οἷς οὐκ ὠφελήθησαν οἱ περιπατήσαντες. 10 ἔχομεν θυσιαστήριον ἐξ οὗ φαγεῖν οὐκ ἔχουσιν ἐξουσίαν οἱ τῇ σκηνῇ λατρεύοντες· 11 ὧν γὰρ εἰσφέρεται ζῴων τὸ αἷμα περὶ ἁμαρτίας εἰς τὰ Ἅγια διὰ τοῦ ἀρχιερέως, τούτων τὰ σώματα κατακαίεται ἔξω τῆς παρεμβολῆς· 12 διὸ καὶ Ἰησοῦς, ἵνα ἁγιάσῃ διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος τὸν λαόν, ἔξω τῆς πύλης ἔπαθε. 13 τοίνυν ἐξερχώμεθα πρὸς αὐτὸν ἔξω τῆς παρεμβολῆς τὸν ὀνειδισμὸν αὐτοῦ φέροντες· 14 οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν. 15 δι’ αὐτοῦ οὖν ἀναφέρωμεν θυσίαν αἰνέσεως διὰ παντὸς τῷ Θεῷ, τοῦτ’ ἔστι καρπὸν χειλέων ὁμολογούντων τῷ ὀνόματι αὐτοῦ. 16 τῆς δὲ εὐποιίας καὶ κοινωνίας μὴ ἐπιλανθάνεσθε· τοιαύταις γὰρ θυσίαις εὐαρεστεῖται ὁ Θεός.

ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΙΓ´ 7 - 16


7 Νὰ ἐνθυμῆσθε πάντοτε τὸ ἅγιον παράδειγμα τῶν πνευματικῶν ἀρχηγῶν καὶ προεστῶν σας, οἱ ὁποῖοι σᾶς ἐδίδαξαν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ. Αὐτῶν νὰ ἀναλογίζεσθε καὶ νὰ μελετᾶτε τὸ ἅγιον καὶ θεάρεστον τέλος τοῦ βίου καὶ τῆς συμπεριφορᾶς καὶ νὰ μιμῆσθε τὴν πίστιν των. 8 Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦτο χθές, εἶναι καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ θὰ εἶναι ὁ ἴδιος καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας. Ὅπως λοιπὸν ἐνίσχυε τοὺς προεστούς σας, ἔτσι θὰ ἐνισχύσῃ καὶ σᾶς εἰς τὴν πίστιν. Κρατήσατέ την λοιπὸν καλὰ καὶ σεῖς. 9 Μὴ σύρεσθε ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἀπὸ διδασκαλίας, ποὺ εἶναι διαφορετικοὶ καὶ ξέναι πρὸς τὴν ἀληθῆ διδασκαλίαν. Διότι καλὸν καὶ σωτήριον εἶναι νὰ στερεώνεται καὶ νὰ πληροφορῆται ἡ καρδία μὲ τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ· ὄχι μὲ τὴν ἰουδαϊκὴν διάκρισιν φαγητῶν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν δὲν ὠφελήθησαν ὅσοι ἰουδαΐζοντες Χριστιανοὶ ἔθεσαν τὰ φαγητὰ ὡς κανόνα τῆς συμπεριφορᾶς των. 10 Ἔχομεν ἡμεῖς οἱ Χριστιανοὶ τράπεζαν καὶ θυσιαστήριον, εἰς τὸ ὁποῖον μετέχομεν τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖον δὲν ἔχουν δικαίωμα νὰ φάγουν οὐδὲ οἱ ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς, ποὺ λατρεύουν καὶ ὑπηρετοῦν τὸν Θεὸν εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου. 11 Ἀπόδειξις δὲ τοῦ ὅτι οἰ ἱερεῖς τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου δὲν ἔχουν ἐξουσίαν νὰ φάγουν ἀπὸ τὸ θυσιαστήριόν μας, εἶναι καὶ τὸ ὅτι δὲν ἔτρωγαν αὐτοὶ οὔτε ἀπὸ τὴν θυσίαν ἐκείνην, ποὺ περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλην ἐπροτύπωνε τὴν θυσίαν τοῦ σταυροῦ. Διότι, καθὼς ὁρίζεται εἰς τὴν Γραφήν, τὰ σώματα τῶν ζώων ἐκείνων, τῶν ὁποίων τὸ αἷμα ἐφέρετο ἀπὸ τὸν ἀρχιερέα κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ ἐξιλασμοῦ μέσα εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ὡς θυσία περὶ ἁμαρτίας, δὲν ἐτρώγοντο ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, ἀλλ’ ἐκαίοντο ὁλόκληρα ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τοῦ Ἰσραήλ. 12 Δι’ αὐτὸ σύμφωνα μὲ τὸν προφητικὸν τύπον τῶν περὶ ἁμαρτίας θυσιῶν καὶ ὁ Ἰησοῦς, διὰ νὰ ἁγιάσῃ μὲ τὸ ἴδιο του τὸ αἷμα τὸν λαὸν τοῦ νέου Ἰσραήλ, ἔξω ἀπὸ τὴν πύλην τῆς πόλεως Ἱερουσαλὴμ ἔπαθε. 13 Λοιπὸν ἂς ἐξέλθωμεν καὶ ἡμεῖς πρὸς αὐτὸν ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον. Ἂς ἀπομακρυνθῶμεν δηλαδὴ καὶ ἂς κόψωμεν κάθε σχέσιν μὲ τὸν Ἰουδαϊσμὸν καὶ μὲ τὸν κόσμον τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἂς πάρωμεν ἐπάνω μας τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ, ἕτοιμοι νὰ περιφρονηθῶμεν δι’ αὐτόν, ὅπως ὑβρίσθη καὶ ἐπεριφρονήθη ἐκεῖνος. 14 Μὴ διστάζετε νὰ χωρισθῆτε ἀπὸ τὸ Ἰουδαϊκὸν κέντρον καὶ ἀπὸ τὸν κόσμον. Διότι δὲν ἔχομεν ἐδῶ μόνιμον καὶ διαρκῆ πατρίδα καὶ πόλιν, ἀλλὰ μὲ πόθον πολὺν ζητοῦμεν τὴν μέλλουσαν, τὴν οὐράνιον Ἱερουσαλήμ. 15 Χωριζόμενοι λοιπὸν ἀπὸ τὴν Λευϊτικὴν ἱερωσύνην, ἂς προσφέρωμεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ μέσου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς ἀρχιερέως μας πάντοτε καὶ ἀκατάπαυστα θυσίαν αἰνέσεως καὶ δοξολογίας. Ὅταν δὲ λέγω θυσίαν, δὲν ἐννοῶ θυσίαν ζώων καὶ αἱμάτων, ἀλλὰ θυσίαν ποὺ ὡς καρπὸς θερμῆς εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεὸν θὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὰ χείλη μας, τὰ ὁποῖα θὰ ἀνυμνοῦν καὶ θὰ δοξολογοῦν τὸ ὄνομά του. 16 Μὴ λησμονῆτε δὲ τὴν ἀγαθοεργίαν καὶ τὴν μεταδοτικότητα, μὲ τὰς ὁποίας συμμετέχουν καὶ οἰ ἄλλοι εἰς τὰ ἀγαθά σας. Μὴ λησμονῆτε αὐτάς, διότι ὁ Θεὸς εὐχαριστεῖται εἰς τέτοιας θυσίας καὶ ὄχι εἰς θυσίας ἀλόγων ζώων.

ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΙΓ´ 7 - 16


7 Να ενθυμήσθε πάντοτε τους πνευματικούς σας ηγέτας και προεστούς, οι οποίοι σας εδίδαξαν τον λόγον του Θεού. Να φέρνετε στον νουν σας και να μελετάτε με ευλάβειαν το κατά Θεόν τέλος του βίου και της εναρέτου συμπεριφοράς των και να μιμήσθε την πίστιν. 8 Αλλ' εάν οι άνθρωποι έρχωνται και παρέρχωνται, ο Ιησούς Χριστός και χθες και σήμερον και στους αιώνας των αιώνων είναι ο ίδιος και αναλλοίωτος, και η διδασκαλία του είναι αιωνία και αληθής. Κρατήσατέ την σταθερά, 9 και μη αφίνετε τον εαυτόν σας να παρασύρεται και να παραπλανάται από λογιών-λογιών διδασκαλίας, ξένας και διαφορετικάς από την διδασκαλίαν του Χριστού. Διότι είναι καλόν, οικοδομητικόν και ασφαλές, να στερεώνεται η καρδία εις την ορθήν διδασκαλίαν με την χάριν του Κυρίου και όχι εις τας ψευδοδιδασκαλίας των Εβραίων, περί φαγητών καθαρών και ακαθάρτων, από την οποίαν τίποτε δεν ωφελήθησαν, όσοι επρόσεχαν εις τας διακρίσεις αυτάς των φαγητών. 10 Ημείς οι Χριστιανοί, έχομεν ιερώτατον θυσιαστήριον, την αγίαν Τράπεζαν, επάνω εις την οποίαν παρατίθεται ουράνιος και ανεκτίμητος τροφή, το σώμα και το αίμα του Κυρίου, από το οποίον θυσιαστήριον δεν έχουν το δικαίωμα να φάγουν όσοι εξακολουθούν να λατρεύουν και να υπηρετούν τον Θεόν εις την παλαιάν σκηνήν του μαρτυρίου, (δηλαδή ούτε οι ιερείς και οι αρχιερείς της Π. Διαθήκης). 11 Συμβολικώς δε εικονίζετο αυτή η απαγόρευσις εις την Π. Διαθήκην. Διότι τα σώματα των ζώων εκείνων, που εθυσιάζοντο κατά την ημέραν του εξιλασμού και το αίμα των εφέρετο από τον αρχιερέα εις τα άγια των αγίων, ως θυσία περί αμαρτίας, δεν ετρώγοντο από τους ιερείς, αλλά εκαίοντο εξ ολοκλήρου έξω από το στρατόπεδον του Ισραήλ. 12 Δι' αυτό, σύμφωνα με τον προφητικόν αυτόν συμβολισμόν, και ο Ιησούς, δια να αγιάση με το ιδικόν του αίμα τον νέον λαόν της χάριτος εσταυρώθη έξω από την πύλην της Ιερουσαλήμ. 13 Λοιπόν, κόπτοντες και ημείς κάθε δεσμόν προς τας παλαιάς αυτάς και συμβολικάς διατάξεις, ας εξερχώμεθα προς τον Χριστόν έξω από την ιουδαϊκήν θρησκείαν και νοοτροπίαν, και ας πάρωμεν επάνω μας τον χλευασμόν και τον εμπαιγμόν, που πρώτος υπέμεινε δι' ημάς ο Χριστός. 14 Ας μη δενώμεθα με τα παλαιά σχήματα και τα πράγματα γενικώς του κόσμου. Διότι δεν έχομεν εδώ μόνιμον πατρίδα και κατοικίαν, αλλά με ενδιαφέρον και πόθον ζητούμεν να κερδήσωμεν την μέλλουσαν και αιωνίαν, δηλαδή την ουράνιον βασίλειαν του Κυρίου. 15 Δια μέσου, λοιπόν, του Κυρίου μας, ως αρχιερέως και μεσίτου, ας προσφέρωμεν προς τον Θεόν πάντοτε θυσίαν δοξολογίας και ευχαριστίας· δηλαδή θυσίαν, η οποία σαν καρπός και έκφρασις θερμής ευγνωμοσύνης και λατρείας προς τον Θεόν, θα βγαίνη από τα χείλη μας, τα οποία θα δοξολογούν το άγιον όνομα του. 16 Μη λησμονείτε την αγαθοεργίαν και το καθήκον σας να κάμνετε και τους άλλους μετόχους των αγαθών, που σας δίδει ο Θεός, διότι στοιαύτας θυσίας ευχαριστείται ο Θεός και όχι εις θυσίας ζώων.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ε´ 14 - 19


14 Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη· 15 οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ’ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ. 16 οὕτως λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς. 17 Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι ἀλλὰ πληρῶσαι. 18 ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται. 19 ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτως τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ὃς δ’ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ε´ 14 - 19


14 Σεῖς εἶσθε τὸ φῶς τοῦ κόσμου, διότι προορισμὸν ἔχετε μὲ τὸ φωτεινὸν παράδειγμά σας καὶ τοὺς μεταδίδοντας τὸ φῶς τῆς ἀληθείας λόγους σας νὰ φωτίζετε τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὸ σκότος τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς πλάνης.Δὲν εἶναι δυνατὸν μία πόλις, ποὺ εἶναι κτισμένη ἐπάνω εἰς ὅρος, νὰ κρυβῇ.Ἔτσι καὶ ὁ ἰδικός σας βίος θὰ ὑποπίπτῃ εἰς τὴν ἀντίληψιν ὅλων. 15 Οὔτε ἀνάπτουν οἱ ἄνθρωποι λύχνον διὰ νὰ τὸν βάλουν κάτω ἀπὸ τὸν κάδον, μὲ τὸν ὁποῖον μετροῦν τὸν σῖτον· ἀλλὰ τὸν τοποθετοῦν ἐπάνω εἰς τὸν λυχνοστάτην καὶ φωτίζει μὲ τὴν λάμψιν του ὅλους, ὅσοι εἶναι μέσα εἰς τὸ σπίτι. 16 Ἔτσι σὰν ἄλλος λύχνος καλὰ τοποθετημένος ἂς λάμψῃ τὸ φῶς τῆς ἀρετῆς σας ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, διὰ νὰ ἴδουν τὰ καλά σας ἔργα καὶ δοξάσουν διὰ τὰ ἐνάρετα καὶ ἅγια παιδιά του τὸν Πατέρα σας, ποὺ εἶναι μὲν πανταχοῦ παρών, ἀλλὰ ἐξαιρετικὰ φανερώνει τὴν παρουσίαν του εἰς τοὺς οὐρανοῦς. 17 Μὴ νομίσετε, ὅτι ἦλθα διὰ νὰ καταλύσω καὶ ἀκυρώσω τὸν ἠθικὸν νόμον τοῦ Μωϋσέως ἢ τὴν ἠθικὴν διδασκαλίαν τῶν προφητῶν.Δὲν ἦλθα νὰ καταλύσω αὐτά, ἀλλὰ νὰ τὰ συμπληρώσω καὶ νὰ σᾶς τὰ παραδώσω τέλεια. 18 Διότι ἀληθινὰ σᾶς λέγω καὶ μὲ πᾶσαν σοβαρότητα καὶ ἐπισημότητα σᾶς βεβαιῶ ὅτι, ἕως ὅτου παραμένει καὶ δὲν καταστρέφεται ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, οὔτε ἕν γιῶτα ἢ ἕνα κόμμα, οὔτε δηλαδὴ ἡ μικροτάτη ἀπὸ τὰς ἐντολάς, δὲν θὰ παραπέσῃ ἀπὸ τὸν Νόμον καὶ δὲν θὰ χάσῃ τὸ κῦρος της, ἕως ὅτου ὅλα, ὅσα διατάσσει ὁ Νόμος, λάβουν τὴν ἐπαληθεύσιν καὶ πλήρωσίν τους τόσον ὑπὸ τῶν γεγονότων τῆς ζωῆς μου, ὅσα ἐκ τούτων ἐλέχθησαν προφητικῶς, ὅσον καὶ ἐν τῇ ζωῇ τῶν γνησίων μαθητῶν μου, οἱ ὁποῖοι θὰ τηροῦν ταῦτα ἐπακριβῶς. 19 Ἀφοῦ λοιπὸν αἱ ἐντολαὶ ἔχουν κῦρος καὶ ἰσχὺν ἀκατάλυτον, ὁποιοσδήποτε θὰ παραβῇ μίαν ἀπὸ ἐκείνας ἀκόμη τὰς ἐντολάς μου, ποὺ φαίνονται πολὺ μικραί, καὶ θὰ διδάξῃ τοὺς ἀνθρώπους οὕτω, ἤτοι νὰ θεωροῦν αὐτὰς μικρὰς καὶ ἀσημάντους, θὰ κηρυχθῇ ἐλάχιστος καὶ τελευταῖος εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ θὰ ἐκτελέσῃ ὅλας ἀνεξαιρέτως τὰς ἐντολὰς καὶ θὰ διδάξῃ καὶ τοὺς ἄλλους νὰ τὰς τηροῦν, οὗτος θὰ ἀναγνωρισθῇ μέγας ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.Καὶ εἰς αὐτὰς λοιπὸν τὰς ἐντολάς, ποὺ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι παραμερίζουν μὲ τὰς ἀνθρωπίνους παραδόσεις των, πρέπει νὰ δώσετε μεγάλην προσοχήν.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ε´ 14 - 19


14 Σεις με το φωτεινόν σας παράδειγμα και τα λόγια του Ευαγγελίου είσθε το πνευματικόν φως της ανθρωπότητος. Οπως δε μία πόλις που είναι κτισμένη επάνω στο όρος, δεν ημπορεί να κρυφθή, έτσι και ο ιδικός σας βίος θα υποπίπτη, είτε το θέλετε είτε όχι, εις την αντίληψιν των ανθρώπων. 15 Και όταν ανάπτουν λύχνον οι άνθρωποι, δεν τον θέτουν κάτω από τον κάδον, αλλά επάνω στον λυχνοστάτην, ώστε να φωτίζη όλους εκείνους που ευρίσκονται μέσα στο σπίτι. 16 Το φως λοιπόν (που επήρατε από εμέ και είναι τώρα ιδικόν σας) έτσι ας λάμψη εμπρός στους ανθρώπους, δια να ίδουν τα καλά σας έργα και δοξάσουν τον Πατέρα σας τον ουράνιον, που έχει τέτοια ενάρετα τέκνα. 17 Μη νομίσετε ότι ήλθα να καταλύσω τον νόμον του Μωϋσέως η την διδασκαλίαν των προφητών. Δεν ήλθα να καταλύσω αυτά, αλλά να τα τηρήσω, να τα εκπληρώσω και να τα ολοκληρώσω εις ένα τέλειον νόμον. 18 Διότι σας διαβεβαιώ με πάσαν επισημότητα, ότι έως ότου υπάρχη ο ουρανός και η γη, ούτε ένα γιώτα η ένα κόμμα, δεν θα παραπέση από τον νόμον, μέχρι την στιγμήν που όλα θα επαληθεύσουν και θα πραγματοποιηθούν εις την ζωήν και το έργον μου. 19 Εκείνος λοιπόν, που θα παραβή μίαν από τας εντολάς αυτάς, που φαίνονται μικραί και ασήμαντοι, και διδάξη έτσι τους ανθρώπους, θα ονμασθή ελάχιστος εις την βασιλείαν των ουρανών. Εκείνος όμως που θα αγωνισθή να τηρήση όλας τας εντολάς και διδάξη την τήρησιν αυτών και στους ανθρώπους, αυτός θα ανακηρυχθή μέγας εις την βασιλείαν των ουρανών.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




Ἦχος βαρύς - Ἑωθινόν Ι´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΚΑ´ 1 - 14


1 Μετὰ ταῦτα ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν πάλιν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος· ἐφανέρωσε δὲ οὕτως. 2 ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ Ναθαναὴλ ὁ ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο. 3 λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος· Ὑπάγω ἁλιεύειν. λέγουσιν αὐτῷ· Ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν σοί. ἐξῆλθον καὶ ἐνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν. 4 πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν· οὐ μέντοι ᾔδεισαν οἱ μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. 5 λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Παιδία, μή τι προσφάγιον ἔχετε; ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· Οὔ. 6 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Βάλετε εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ δίκτυον, καὶ εὑρήσετε. ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων. 7 λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος, ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, τῷ Πέτρῳ· Ὁ Κύριός ἐστι. Σίμων οὖν Πέτρος ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι, τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο· ἦν γὰρ γυμνός· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν· 8 οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλθον· οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ’ ὡς ἀπὸ πηχῶν διακοσίων· σύροντες τὸ δίκτυον τῶν ἰχθύων. 9 ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον ἐπικείμενον καὶ ἄρτον. 10 λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε νῦν. 11 ἀνέβη Σίμων Πέτρος καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν πεντήκοντα τριῶν· καὶ τοσούτων ὄντων οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. 12 λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Δεῦτε ἀριστήσατε. οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτόν σὺ τίς εἶ, εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν. 13 ἔρχεται οὖν ὁ Ἰησοῦς καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον καὶ δίδωσιν αὐτοῖς καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. 14 Τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.

Ἦχος βαρύς - Ἑωθινόν Ι´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΚΑ´ 1 - 14


1 Μετὰ ταῦτα ἐφανέρωσε τὸν ἑαυτόν του πάλιν ὁ Ἰησοῦς εἰς τοὺς μαθητάς του εἰς τὴν λίμνην τῆς Τιβεριάδος. Τὸν ἐφανέρωσε δὲ κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον. 2 Ἦσαν μαζὶ ὁ Σίμων Πέτρος, καὶ ὁ Θωμᾶς, ποὺ ἐλέγετο Δίδυμος, καὶ ὁ Ναθαναήλ, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του. 3 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Σίμων Πέτρος· Πηγαίνω νὰ ψαρέψω. Λέγουν εἰς αὐτὸν ἐκεῖνοι· Ἐρχόμεθα καὶ μεῖς μαζί σου. Ἐβγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὸ κατάλυμά των πρὸς τὴν θάλασσαν καὶ ἐμβῆκαν ἀμέσως εἰς τὸ πλοῖον καὶ ἤρχισαν νὰ ψαρεύουν. Καὶ κατ’ ἐκείνην τὴν νύκτα δὲν ἔπιασαν τίποτε. 4 Ὅταν δὲ πλέον ἔγινε πρωΐ, ἐστάθη ὁ Ἰησοῦς στὴν ἀκρογιαλιά. Οἱ μαθηταὶ ὅμως δὲν ἀντελήφθησαν, ὅτι αὐτός, ποὺ ἐστέκετο, ἦτο ὁ Ἰησοῦς. 5 Σὰν νὰ ἦτο λοιπὸν ξένος καὶ ἄγνωστος διαβάτης, λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Παιδιά, μήπως ἔχετε κανένα ψάρι γιὰ προσφάγι; Ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτόν· Ὄχι. 6 Ἐκεῖνος δὲ τότε εἶπε πρὸς αὐτούς· Ρίψατε τὸ δίκτυον εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ πλοίου καὶ θὰ εὕρετε. Ἔρριψαν λοιπὸν σύμφωνα μὲ τὴν σύστασιν αὐτὴν καὶ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ τραβήξουν ἐπάνω τὸ δίκτυον ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν, ποὺ εἶχε πιάσει. 7 Κατόπιν λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρωτοφανῆ αὐτὴν ἐπιτυχίαν, λέγει ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, εἰς τὸν Πέτρον· Αὐτός, ποὺ τὸν ἐνομίσαμεν ὡς ξένον, εἶναι ὁ Κύριος. Ὁ Σίμων Πέτρος λοιπόν, ὅταν ἤκουσεν, ὅτι ἐκεῖ ἦτο ὁ Κύριος, ἐφόρεσε βιαστικὰ καὶ ἐζώσθη τὸν ἐργατικὸν σάκκον του, διότι μέχι τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἦτο σχεδὸν γυμνός· καὶ ὁρμητικός, καθὼς ἦτο, ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν, διὰ νὰ συναντήσῃ τὸ συντομώτερον τὸν Διδάσκαλον. 8 Οἱ ἄλλοι μαθηταὶ ὅμως ἦλθαν πρὸς τὸν Ἰησοῦν μὲ τὸ πλοιάριον· διότι δὲν ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τὴν ξηράν, ἀλλ’ ἀπεῖχον περίπου διακόσιες πήχεις. Καὶ ἦλθαν σύροντες τὸ γεμᾶτον ἀπὸ τὰ συλληφθέντα ψάρια δίκτυον. 9 Εὐθὺς λοιπὸν ὡς ἀπεβιβάσθησαν εἰς τὴν ξηράν, κάθυγροι καὶ κατάκοποι καὶ πεινασμένοι, βλέπουν ἕτοιμον κατὰ γῆς σωρὸν ἀπὸ κάρβουνα ἀναμμένα καὶ ἐπάνω εἰς αὐτὸν ἕνα ψάρι καὶ χωριστὰ εἰς μικρὰν ἀπόστασιν ἕνα ἄρτον. Ηὗραν δηλαδὴ φωτιά, διὰ νὰ θερμανθοῦν καὶ ξηρανθοῦν τὰ ἐνδύματά των, καὶ φαγητὸν διὰ τὸ πρωϊνόν τους. 10 Καὶ διὰ νὰ συμπληρωθῇ τὸ πρωϊνὸν αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὸ προϊὸν τοῦ κόπου των, λέει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Φέρετε καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια, ποὺ ἐπιάσατε τώρα. 11 Ἐπειδὴ δὲ τὸ δίκτυον ἦτο ἀκόμη μέσα εἰς τὴν λίμνην καὶ ἕνεκα τοῦ βάρους του ἦτο δύσκολον νὰ τραβηχθῇ, ἀνέβη ὁ Σίμων Πέτρος ὡς ἐμπειρότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους εἰς τὸ πλοιάριον καὶ ἐτράβηξε τὸ δίκτυον εἰς τὴν ξηράν, γεμᾶτον ἀπὸ ψάρια μεγάλα ἑκατὸν πεντήκοντα τρία. Καίτοι δὲ ἦσαν τόσον πολλὰ τὰ ψάρια, δὲν ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. 12 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἔλθετε τώρα νὰ πάρετε τὸ πρωϊνόν σας. Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ κανεὶς ἀπὸ τοὺς μαθητὰς δὲν ἐτόλμα νὰ τὸν ἐξετάσῃ καὶ νὰ τὸν ἐρωτήσῃ· Ποῖος εἶσαι σύ; Διότι ἤξευραν, ὅτι εἶναι ὁ Κύριος. Καὶ συνεπῶς ᾐσθάνοντο ἀπέναντι τοῦ φόβον καὶ βαθὺν σεβασμόν. 13 Ἀφοῦ λοιπὸν κατόπιν τῆς προσκλήσεως τοῦ Ἰησοῦ ἦλθαν οἱ μαθηταὶ νὰ φάγουν, ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς καὶ παίρνει εἰς τὰς χεῖρας του τὸν ἄρτον καὶ ἐμοίρασε τοῦτον εἰς αὐτούς, ὁμοίως δὲ καὶ τὸ ὀψάριον. 14 Αὐτὴ ἦτο ἡ τρίτη φορὰ ἕως τότε, ποὺ ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς εἰς συναθροισμένους τοὺς μαθητάς του, ἀφ’ ὅτου ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν.

Ἦχος βαρύς - Ἑωθινόν Ι´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΚΑ´ 1 - 14


1 Επειτα από αυτά, εφανέρωσε τον ευατόν του πάλιν ο Ιησούς κοντά εις την λίμνην της Τιβεριάδος· εφανερώθηκε δε ως εξής· 2 Ησαν μαζή ο Σιμων Πετρος και ο Θωμάς, που ελέγετο Διδυμος, και ο Ναθαναήλ, που κατήγετο από την Κανά της Γαλιλαίας, και οι υιοί του Ζεβεδαίου και άλλοι δύο από τους μαθητάς του. 3 Λεγει εις αυτούς ο Σιμων Πετρος· “πηγαίνω να ψαρέψω”. Λεγουν εις αυτόν και εκείνοι· “ερχόμαστε και ημείς μαζή σου”. Εβγήκαν, λοιπόν, προς την θάλασσαν, εμπήκαν αμέσως στο πλοίον και ήρχισαν να ρίπτουν τα δίκτυα. Εκείνη όμως την νύκτα δεν έπιασαν τίποτε. 4 Οταν δε πλέον έγινε πρωϊ, εστάθηκεν ο Ιησούς εις την παραλίαν. Οι μαθηταί όμως δεν αντελήφθησαν ότι αυτός είναι ο Ιησούς. 5 Λεγει, λοιπόν, εις αυτούς ο Ιησούς σαν άγνωστος διαβάτης και με την συνηθισμένην τότε οικειότητα μεταξύ των ανθρώπων, “παιδιά, μήπως έχετε κανένα ψάρι για προσφάγι;” Του απήντησαν· “όχι· δεν έχομεν τίποτε”. 6 Εκείνος τότε τους είπε· “ρίξτε το δίκτυ εις τα δεξιά μέρη του πλοίου και θα βρήτε ψάρια”. Ερριξαν τότε το δίκτυ και επιασαν τόσον πολλά, ώστε δεν ημπόρεσαν πλέον να σηκώσουν το δίκτυον και να το τραβήξουν επάνω στο πλοίον από το πλήθος των ψαριών. 7 Ο μαθητής εκείνος, τον οποίον αγαπούσε ιδιαιτέρως ο Ιησούς, εθυμήθηκε τότε και άλλην, προ τριών ετών, θαυμαστήν αλιείαν πλήθους ψαριών και λέγει στον Πετρον· “αυτός είναι ο Κυριος”. Οταν, λοιπόν, ο Σιμων Πετρος ήκουσε ότι αυτός που στέκεται εκεί είναι ο Κυριος, έρριξε επάνω του και εζώστηκε τον επενδύτην. Διότι ήτο σχεδόν γυμνός κατά τας ώρας του ψαρέματος. Ερρίφθη εις την θάλασσαν, δια να έλθη όσον ημπορούσε συντομώτερα προς τον Κυριον. 8 Οι άλλοι όμως μαθηταί ήλθαν με το πλοιάριον, διότι δεν απείχαν πολύ από την ξηράν, αλλά περίπου διακόσιες πήχες, δηλαδή εκατό περίπου μέτρα. Και ήλθαν σύροντες το δίκτυ, που ήτο γεμάτο ψάρια. 9 Αμέσως δε μόλις εβγήκαν εις την ξηράν, βρεγμένοι και πεινασμένοι, βλέπουν αναμμένα κάρβουνα σωρόν και επάνω εις αυτά ψάρι και κοντά εις την φωτιά ψωμί. 10 Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “φέρτε και από τα ψάρια, που επιάσατε τώρα”. 11 Ανέβηκε ο Σιμων Πετρος στο πλοιάριον και ετράβηξε εις την ξηράν το δίκτυ, γεμάτο από εκατόν πενήντα τρία μεγάλα ψάρια. Και ενώ τόσον πολλά και μεγάλα ήσαν τα ψάρια, δεν εσχίσθηκε το δίκτυον. 12 Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “ελάτε τώρα να φάτε το πρωϊνό σας φαγητό”. Κανείς δε από τους μαθητάς δεν ετολμούσε να τον εξετάση και να τον ερωτήση, ποιός είσαι συ, διότι όλοι εγνώριζαν πολύ καλά ότι αυτός είναι ο Κυριος. 13 Ερχεται λοιπόν ο Ιησούς και παίρνει το ψωμί εις τα χέρια του και τους το εμοίρασε, επίσης δε και το ψάρι. 14 Αυτή ήτο η τρίτη φορά, που εφανερώθηκε ο Ιησούς εις συγκεντρωμένους μαθητάς του, από την ημέραν που ανεστήθη εκ νεκρών.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα





Πατήστε στην εικόνα για να διαβάσετε τη «Φωνή Κυρίου» της Κυριακής, έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος