❌
Παρασκευή, 21 Ιανουαρίου 2022

Όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής, Άγιος Νεόφυτος ο Μάρτυρας, Αγία Αγνή, Άγιος Μάξιμος ο Γραικός
Μαξίμου ὁσίου τοῦ ὁμολογητοῦ (†662), Νεοφύτου μάρτυρος (†305). Πατρόκλου καὶ Ἁγνῆς μαρτύρων, Μαξίμου ὁσίου τοῦ Γραικοῦ.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Β´ 1 - 13


1 Ἀδελφοί μου, μὴ ἐν προσωποληψίαις ἔχετε τὴν πίστιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τῆς δόξης. 2 ἐὰν γὰρ εἰσέλθῃ εἰς τὴν συναγωγὴν ὑμῶν ἀνὴρ χρυσοδακτύλιος ἐν ἐσθῆτι λαμπρᾷ, εἰσέλθῃ δὲ καὶ πτωχὸς ἐν ῥυπαρᾷ ἐσθῆτι, 3 καὶ ἐπιβλέψητε ἐπὶ τὸν φοροῦντα τὴν ἐσθῆτα τὴν λαμπρὰν καὶ εἴπητε αὐτῷ, σὺ κάθου ὧδε καλῶς, καὶ τῷ πτωχῷ εἴπητε, σὺ στῆθι ἐκεῖ ἢ κάθου ὧδε ὑπὸ τὸ ὑποπόδιόν μου, 4 καὶ οὐ διεκρίθητε ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐγένεσθε κριταὶ διαλογισμῶν πονηρῶν; 5 Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί. οὐχ ὁ Θεὸς ἐξελέξατο τοὺς πτωχοὺς τοῦ κόσμου πλουσίους ἐν πίστει καὶ κληρονόμους τῆς βασιλείας ἧς ἐπηγγείλατο τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν; 6 ὑμεῖς δὲ ἠτιμάσατε τὸν πτωχόν. οὐχ οἱ πλούσιοι καταδυναστεύουσιν ὑμῶν, καὶ αὐτοὶ ἕλκουσιν ὑμᾶς εἰς κριτήρια; 7 οὐκ αὐτοὶ βλασφημοῦσι τὸ καλὸν ὄνομα τὸ ἐπικληθὲν ἐφ’ ὑμᾶς; 8 εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε· 9 εἰ δὲ προσωποληπτεῖτε, ἁμαρτίαν ἐργάζεσθε, ἐλεγχόμενοι ὑπὸ τοῦ νόμου ὡς παραβάται. 10 ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος. 11 ὁ γὰρ εἰπών μὴ μοιχεύσῃς, εἶπε καί μὴ φονεύσῃς· εἰ δὲ οὐ μοιχεύσεις, φονεύσεις δέ, γέγονας παραβάτης νόμου. 12 οὕτω λαλεῖτε καὶ οὕτω ποιεῖτε, ὡς διὰ νόμου ἐλευθερίας μέλλοντες κρίνεσθαι· 13 ἡ γὰρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος· κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Β´ 1 - 13


1 Αδελφοί μου, ἔχετε πάντοτε εἰλικρινῆ καὶ θεάρεστα ἐλατήρια εἰς τὰς ἐκδηλωσεις τῆς θρησκείας σας καὶ μὴ συντροφεύετε μὲ πράξεις μεροληψίας καὶ προτιμήσεως προσώπων τὴν πίστιν πρὸς τὸν ἔνδοξον Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστὸν εἰς οὐδεμίαν περίστασιν, ἰδιαιτέρως δὲ εἰς τοὺς τόπους καὶ εἰς τὴν ὥραν τῆς λατρείας σας. 2 Διότι, ἐὰν ἐπὶ παραδείγματι εἰσέλθῃ εἰς τὴν σύναξιν, ποὺ κάνετε πρὸς λατρείαν τοῦ Θεοῦ, ἄνθρωπος μὲ χρυσὰ δακτυλίδια, μὲ ροῦχα πολυτελῆ καὶ λαμπρά, εἰσέλθῃ δὲ καὶ κάποιος πτωχὸς μὲ παληὰ καὶ λερωμένα ρούχα, 3 καὶ στρέψετε ξιππασμένοι τὰ βλέμματά σας πρὸς ἐκεῖνον, ποὺ φορεῖ τὰ λαμπρὰ ροῦχα, καὶ τοῦ εἴπετε· Σὺ κάθησε ἐδ·ῶ, εἰς τιμητικὸν καὶ ἀναπαυτικὸν κάθισμα· καὶ εἰς τὸν πτωχὸν εἴπετε· Σὺ στάσου ἐκεῖ ὄρθιος ἢ κάθησε ἐδῶ παρακάτω ἀπὸ τὸ σκαλοπάτι ποὺ πατοῦν τὰ πόδια μου, 4 σᾶς ἐρωτῶ, τί ἐκάματε, ἀδελφοί μου; Μὲ τὴν μεροληπτικὴν αὐτὴν συμπεριφοράν σας δὲν ἐδοκιμάσατε μέσα σας ἀμφιβολίαν καὶ δισταγμοὺς καὶ τύψιν συνειδήσεως καὶ δὲν καταλήξατε σὰν ἄδικοι κριταὶ εἰς ἀπόφασιν ἐμπνεομένην ἀπὸ σκέψεις πονηράς, ἀντιθέτους πρὸς τὴν δικαιοσύνην καὶ τὴν χριστιανικὴν ἀγάπην, ἡ ὁποία μᾶς ἐπιβάλλει νὰ θεωρῶμεν ὅλους ἴσους καὶ ἀδελφούς μας; 5 Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί. Δὲν ἐξέλεξεν ὁ Θεὸς τοὺς πτωχοὺς κατὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά του κόσμου διὰ νὰ γίνουν πλούσιοι εἰς τὸν πνευματικὸν κόσμον, ποὺ μᾶς διανοίγει ἡ πίστις, καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας, ποὺ ὑπεσχεθη ὁ Θεὸς εἰς ἐκείνους, ποὺ τὸν ἀγαποῦν; 6 Ἐν λοιπὸν Ὁ Θεὸς ἐτίμησε τὸν πτωχόν, σεῖς τουναντΊον κατεξευτελίσατε αὐτόν. Καὶ ἐτιμήσατε τὸν πλούσιον. Ἀλλὰ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πλουσίους δὲν σᾶς καταπιέζουν, καὶ δὲν σᾶς τραβοῦν αὐτοὶ μὲ τὴν βίαν εἰς τὰ δικαστήρια; 7 Δὲν βλασφημοῦν αὐτοὶ τὸ καλὸν ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖον σᾶς ἐδόθη καὶ μὲ τὸ ὁποῖον ὀνομάζεσθε λαὸς Χριστοῦ; 8 Θὰ μοῦ προβάλλετε ἴσως τὴν ἔνστασιν: Δὲν εἴμεθα λοιπὸν ὑποχρεωμένοι νὰ ἀγαπῶμεν καὶ τοὺς πλουσίους ὡς πλησίον μας; Ἐὰν δὲν προσωποληπτῆτε, ἀλλὰ ἐκτελῆτε καὶ ἐφαρμόζετε τὸν νόμον, ποὺ πράγματι ἁρμόζει εἰς βασιλεῖς, καὶ ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὴν Γραφὴν ὁρίζει· Θὰ ἀγαπήσῃς τὸν πλησίον σου, ὅπως ἀγαπᾷς τὸν ἑαυτόν σου, καλῶς πράττετε ἀγαπῶντες καὶ τιμῶντες τοὺς πλουσίους. 9 Ἐὰν ὅμως κάνετε μεροληπτικὰς διακρίσεις ἀναλόγως τῶν προσώπων, τότε διαπράττετε ἁμαρτίαν καὶ ἀποδεικνύεσθε ἀπὸ τὸν νόμον παραβάται αὐτοῦ. 10 Μὴ νομίζετε δέ, ὅτι ἡ μεροληπτικὴ αὐτὴ διάκρισις δὲν εἶναι σοβαρὰ ἁμαρτία. Εἶναι παράβασις ὅλου τοῦ νόμου. Διότι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ τηρήσῃ ὅλον τὸν νόμον, θὰ πταίσῃ δὲ εἰς ἕνα παράγγελμα τοῦ νόμου, ἔγινεν ἔνοχος παραβάσεως ὁλοκλήρου τοῦ νόμου. Ὅλα τὰ θεῖα παραγγέλματα ἀποτελοῦν ἑνιαῖον σύνολον, εἰς τὸ ὁποῖον τὸ ἓν παράγγελμα ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἄλλο. 11 Διότι ἕνας καὶ ὁ αὐτὸς Θεὸς ἐνομοθέτησε τὸν ὅλον νόμον καὶ ἐξέφρασε δι’ αὐτοῦ τὸ θέλημά του. Ὁ Θεός, ποὺ εἶπε μὴ μοιχεύσης, εἶπε καὶ μὴ φονεύσῃς. Ἐὰν δὲ δὲν μοιχεύσῃς, φονεύσῃς ὅμως, ἔγινες παραβάτης τοῦ νόμου. 12 Νὰ ὁμιλῆτε ἔτσι καὶ νὰ πράττετε ἔτσι, ὅπως ἁρμόζει εἰς ἀνθρώπους, ποὺ μέλλουν νὰ κριθοῦν ἐπὶ τῇ βάσει νόμου, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπον ἐλεύθερον καὶ ὄχι δοῦλον τῶν ἀνθρώπων, ὅπως τὸν κάνει ἡ προσωποληψία. 13 Πρέπει δὲ νὰ προσέχετε, ὥστε νὰ μὴ γίνεσθε σκληροὶ καὶ ἀσυμπαθεῖς διὰ τῶν προσωποληψιῶν σας, διότι ἡ κρίσις τότε τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι χωρὶς ἔλεος καὶ ἐπιείκειαν δι’ ἐκεῖνον, ποὺ ὑπῆρξεν ἄσπλαγχνος εἰς τοὺς ἀδελφούς του ἡ εὐσπλαγχνία δὲ καὶ τὸ ἔλεος δὲν φοβεῖται τὴν κρίσιν, ἀλλὰ καυχᾶται κατ’ αὐτῆς διότι τὴν κατανικᾷ καὶ ἀποδεικνύεται τὸ ἔλεος ἰσχυρότερον ἀπὸ τὴν κρίσιν.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Β´ 1 - 13


1 Αδελφοί μου, προσέχετε να μη έχετε και εκδηλώνετε την πίστιν σας προς τον ένδοξον Κυριον μας Ιησούν Χριστόν με προσωποληψίας και μάλιστα στον τόπον και τον χρόνον της λατρείας. 2 Διότι,-ας υποθέσωμεν-εάν εισέλθη εις την λατρευτικήν σας συγκέντρωσιν άνθρωπος με χρυσά δακτυλίδια, με ενδύματα πολυτελή και φαντακτερά, εισέλθη δε και ένας πτωχός με φθηνά και λερωμένα ρούχα 3 και στρέψετε τα βλέματά σας με θαυμασμόν και εκτίμησιν προς εκείνον, που φορεί το λαμπρόν ένδυμα, και του πήτε· “συ κάθισε εδώ αναπαυτικά στο τιμητικόν κάθισμα” και στον πτωχόν πήτε· “συ στάσου εκεί πέρα όρθιος”. η “κάθισε εδώ, πιο χαμηλά, από το υποπόδιόν μου”, 4 σας ερωτώ, με την προσωποληψίαν σας αυτήν και την μεροληπτικήν συμπεριφοράν σας δεν εκάματε μέσα σας μεροληπτικήν διάκρισιν μεταξύ πλουσίου και πτωχού και δεν εγίνατε άδικοι κριταί, εφ' όσον κατελήξατε εις απόφασιν στηριχθείσαν εις πονηρούς διαλογισμούς, αντιθέτους προς την αγάπην και την δικαιοσύνην του Θεού; 5 Ακούσατε, αδελφοί μου αγαπητοί, δεν εξέλεξεν ο Θεός τους πτωχούς και γυμνούς από τα υλικά αγαθά του κόσμου τούτου, δια να γίνουν πλούσιοι στον ουράνιον κόσμον, τον οποίον μας χαρίζει η πίστις, και κληρονόμοι της βασιλείας, που υπεσχέθη ο Θεός εις όσους τον αγαπούν; 6 Σεις όμως, επεριφρονήσατε και εξηυτελίσατε τον πτωχόν, δια να τιμήσετε μεροληπτικώς τον πλούσιον. Αλλά σας ερωτώ· δεν είναι οι πλούσιοι, οι οποίοι σας καταπιέζουν, και δεν είναι αυτοί, που σας τραβούν εις τα δικαστήρια; 7 Δεν διαβάλλουν αυτοί με την συμπεριφοράν των και δεν εξευτελίζουν το καλόν όνομα του Χριστού, με το οποίον ονομάζεσθε Χριστιανοί και λαός του Χριστού; 8 Εάν όμως συμπεριφέρεσθε έτσι προς τους πλουσίους, όχι διότι προσωποληπτείτε, αλλά διότι εφαρμόζετε τον νόμον του βασιλέως Χριστού, όπως περιέχεται εις την Αγίαν Γραφήν “αγαπήσστον πλησίον σου ως σεαυτόν”. καλώς πράττετε, φερόμενοι έτσι ενώπιον των πλουσίων. 9 Εάν όμως φέρεσθε μεροληπτικά, επηρεασμένοι από αδίκους προσωποληψίας, τότε διαπράττετε αμαρτίαν και αποδεικνύεσθε από αυτόν τούτον τον Νομον του Θεού ως παραβάται, έστω και αν δεν έχετε παραβή άλλας εντολάς. 10 Διότι, εκείνος που θα τηρήση όλον τον Νομον, θα πταίση δε και θα παραβή μίαν εντολήν, έγινεν ένοχος παραβάσεως όλων των εντολών. 11 Διότι ο Θεός, ο οποίος είπε “μη φονεύσης”. Εάν δε δεν μοιχεύσης, αλλά φονεύσης, έγινες παραβάτης όλου του Νομου. (Τον νομοθέτην Θεόν επεριφρόνησες και ύβρισες με την παράβασίν σου αυτήν). 12 Να ομιλήτε μεταξύ σας και να πράττετε έτσι, όπως ταιριάζει εις ανθρώπους, που μέλλουν να κριθούν με τον νόμον, ο οποίος αναδεικνύει τον άνθρωπον ελεύθερον (και όχι δούλον της προσωποληψίας και ανθρωπαρεσκείας). 13 Μη παρασύρεσθε από από την προσωποληψίαν και φαίνεσθε σκληροί και άσπλαγχνοι απέναντι των πτωχών και ασήμων, διότι η κρίσις του Θεού θα είναι χωρίς έλεος, δι' εκείνον, που δεν έδειξε έλεος προς τους αδελφούς του. Το έλεος και η ευσπλαγχνία κατανικά και εξουδετερώνει την καταδίκην.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ε´ 22 - 24


22 Καὶ ἔρχεται εἷς τῶν ἀρχισυναγώγων, ὀνόματι Ἰάειρος, καὶ ἰδὼν αὐτὸν πίπτει πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ 23 καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλὰ, λέγων ὅτι Τὸ θυγάτριόν μου ἐσχάτως ἔχει ἵνα ἐλθὼν ἐπιθῇς αὐτῇ τὰς χεῖρας, ὅπως σωθῇ καὶ ζήσεται. 24 καὶ ἀπῆλθε μετ’ αὐτοῦ· καὶ ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος πολύς, καὶ συνέθλιβον αὐτόν.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ε´ 35 - 43


35 Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχονται ἀπὸ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγοντες ὅτι Ἡ θυγάτηρ σου ἀπέθανε· τί ἔτι σκύλλεις τὸν διδάσκαλον; 36 ὁ δὲ Ἰησοῦς εὐθέως ἀκούσας τὸν λόγον λαλούμενον λέγει τῷ ἀρχισυναγώγῳ· Μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε. 37 καὶ οὐκ ἀφῆκεν αὐτῷ οὐδένα συνακολουθῆσαι εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν Ἰακώβου. 38 καὶ ἔρχεται εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀρχισυναγώγου, καὶ θεωρεῖ θόρυβον, καὶ κλαίοντας καὶ ἀλαλάζοντας πολλά, 39 καὶ εἰσελθὼν λέγει αὐτοῖς· Τί θορυβεῖσθε καὶ κλαίετε; τὸ παιδίον οὐκ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει. καὶ κατεγέλων αὐτοῦ. 40 ὁ δὲ ἐκβαλὼν πάντας παραλαμβάνει τὸν πατέρα τοῦ παιδίου καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς μετ’ αὐτοῦ. καὶ εἰσπορεύεται ὅπου ἦν τὸ παιδίον ἀνακείμενον, 41 καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς τοῦ παιδίου λέγει αὐτῇ· Ταλιθά, κοῦμι, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, Τὸ κοράσιον, σοὶ λέγω ἔγειρε. 42 καὶ εὐθέως ἀνέστη τὸ κοράσιον καὶ περιεπάτει· ἦν γὰρ ἐτῶν δώδεκα. καὶ ἐξέστησαν ἐκστάσει μεγάλῃ. 43 καὶ διεστείλατο αὐτοῖς πολλὰ ἵνα μηδεὶς γνῷ τοῦτο· καὶ εἶπε δοθῆναι αὐτῇ φαγεῖν.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 1 - 1


1 Καὶ ἐξῆλθε ἐκεῖθεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα ἑαυτοῦ· καὶ ἀκολουθοῦσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ε´ 22 - 24


22 Καὶ ἰδοὺ ἔρχεται ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχισυναγώγους, ποὺ ἐλέγετο Ἰάειρος, καὶ ὅταν τὸν εἶδεν ἔπεσε γονατιστὸς ἐμπρὸς εἰς τὰ πόδια του. 23 Καὶ τὸν παρεκάλει πολὺ καὶ ἔλεγεν· ὅτι ἡ μικρά μου θυγατέρα εὑρίσκεται εἰς τὰ τελευταῖα της. Σὲ παρακαλῶ λοιπὸν νὰ ἔλθῃς καὶ νὰ βάλῃς ἐπάνω της τὰς χεῖρας σου, διὰ νὰ σωθῇ ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν καὶ ζήσῃ. 24 Καὶ ἐπῆγε μαζί του καὶ τὸν ἠκολούθει πολὺς λαὸς καὶ τὸν ἐστρίμωχναν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ε´ 35 - 43


35 Ἐνῷ δὲ ὁ Ἰησοῦς ὡμίλει ἀκόμη, ἔρχονται ἀπὸ τὸ σπίτι του ἀρχισυναγώγου ἄνθρωποι καὶ εἶπαν ὅτι ἡ κόρη σου ἀπέθανε. Πρὸς τί ἐνοχλεῖς ἀκόμη τὸν Διδάσκαλον καὶ τὸν βάζεις εἰς τὸν κόπον νὰ ἔλθῃ ἐκεῖ; 36 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀμέσως, ὅταν ἤκουσε νὰ λέγεται ὁ λόγος αὐτός, λέγει εἰς τὸν ἀρχισυνάγωγον· Μὴ φοβεῖσαι, μόνον ἑξακολούθει νὰ πιστεύῃς εἰς τὴν δύναμίν μου. 37 Καὶ δὲν ἀφῆκε κανένα νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ παρὰ μόνον τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰακώβου. 38 Καὶ ἔρχεται εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀρχισυναγώγου καὶ βλέπει θόρυβον, καὶ κόσμον, ποὺ ἔκλαιαν καὶ ἐμοιρολογοῦσαν δυνατά. 39 Καὶ ἀφοῦ ἐμβῆκεν εἰς τὸν οἶκον, τοὺς εἶπε· Διατὶ μὲ τὰ μοιρολόγια σας κάνετε θόρυβον καὶ κλαίετε; Τὸ παιδίον δὲν ἀπέθανεν, ἀλλὰ κοιμᾶται. Καὶ τὸν περιγελοῦσαν. 40 Αὐτὸς ὅμως ἀφοῦ ἔβγαλεν ἔξω ὅλους, παίρνει μαζί του τὸν πατέρα τοῦ κορασίου καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς τρεῖς μαθητὰς ποὺ ἦσαν μαζί του, καὶ ἐμβαίνει ἐκεῖ, ὅπου ἦτο ἑξαπλωμένον τὸ παιδίον. 41 Καὶ ἀφοῦ ἔπιασε τὸ χέρι τοῦ παιδίου, λέγει εἰς αὐτό· «Ταλιθά, κούμι», τὸ ὁποῖον, ὅταν ἐξηγήθη εἰς τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν, σημαίνει· Τὸ κοράσιον, εἰς σὲ ὁμιλῶ, σήκω. 42 Καὶ ἀμέσως ἀνεστήθη τὸ κοράσιον καὶ ἐπεριπάτει. Διότι δὲν ἦτο πολὺ μικρόν, ἀλλ’ ἦτο ἐτῶν δώδεκα καὶ εἶχεν ἡλικίαν ἀρκετήν, ὥστε νὰ περιπατῇ ἐλεύθερα. Καὶ τοὺς κατέλαβεν ἔκπληξις καὶ θαυμασμὸς μεγάλος. 43 Καὶ τοὺς παρήγγειλεν αὐστηρὰ καὶ ἔντονα νὰ μὴ μάθῃ κανεὶς τὸ θαῦμα αὐτό. Καὶ ἐπειδὴ τὸ κοράσιον λόγῳ τῆς ἀσθενείας του εἶχε μείνει ἀρκετὰς ἡμέρας νηστικόν, εἶπε νὰ δώσουν εἰς αὐτὸ νὰ φάγῃ.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 1 - 1


1 Καὶ ἀνεχώρησεν ἀπ’ ἐκεῖ καὶ ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα του τὴν Ναζαρέτ, καὶ ἠκολούθησαν αὐτὸν οἱ μαθηταί του.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ε´ 22 - 24


22 Και έρχεται εκεί ένας από τους αρχισυναγώγους, ονόματι Ιάειρος, ο οποίος όταν τον είδεν, έπεσε γονατιστός εμπρός εις τα πόδια του 23 και τον παρακαλούσε με πολλάς και θερμάς παρακλήσεις και έλεγε, ότι “η μικρά μου κόρη ευρίσκεται εις τα πρόθυρα του θανάτου. Σε παρακαλώ λοιπόν να έλθης στο σπίτι, να βάλης επάνω της τας χείρας, δια να σωθή και ζήση”. 24 Και ανεχώρησε μαζή του. Λαός δε πολύς τον ακολουθούσε και οι άνθρωποι τον εστρύμωχναν.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ε´ 35 - 43


35 Ενώ δε αυτός ακόμη ωμιλούσε, έρχονται από το σπίτι του αρχισυναγώγου άνθρωποι λέγοντες ότι “η θυγάτηρ σου απέθανε· διατί ενοχλείς ακόμη τον διδάσκαλον;” 36 Ο δε Ιησούς αμέσως, μόλις άκουσε τα λόγια αυτά, λέγει στον αρχισυνάγωγον· “μη φοβείσαι, μόνο πίστευε”. 37 Και δεν αφήκε κανένα να τον ακολουθήση παρά μόνον τον Πετρον και τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην, τον αδελφόν του Ιακώβου. 38 Και έρχεται στο σπίτι του αρχισυναγώγου και ακούει θόρυβον και βλέπει πολλούς να κλαίουν και να ολοφύρωνται πολύ. 39 Και εισελθών λέγει εις αυτούς· “διατί κάνετε τόσον θόρυβον με τας κραυγάς σας και διατί κλαίετε; Το παιδί δεν απέθανε, αλλά κοιμάται”. Και εκείνοι τον περιγελούσαν. 40 Αυτός όμως, αφού έβγαλε έξω όλους, επήρε τον πατέρα του παιδιού και την μητέρα και τους τρεις μαθητάς, που ήσαν μαζή του, και εμπήκε εκεί, όπου ήτο εξηπλωμένο το παιδί. 41 Και αφού επιασε το χέρι του παιδιού, είπε προς αυτό· “ταλιθά κούμι”· πράγμα το οποίον ερμηνευόμενον σημαίνει· “το κοράσιον, εις σε εγώ ομιλώ, σήκω”. 42 Και αμέσως το κοράσιον εσηκώθη και εντελώς υγιές περιπατούσε· διότι ήτο δώδεκα ετών. Και κατελήφθησαν όλοι από έκπληξιν και μεγάλον θαυμασμόν. 43 Και τους είπε και τους ξαναείπε και τους έδωσε εντολήν με ένα τρόπον έντονον, κανείς να μη μάθη αυτό το θαύμα. Και είπε να της δώσουν να φάγη. (Δια να βεβαιωθούν έτσι ότι ήτο και πλήρως υγιής η κόρη των).

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 1 - 1


1 Και έφυγεν από εκεί και ήλθεν εις την Ναζαρέτ, την πατρίδα του. Και τον ηκολούθησαν οι μαθηταί του.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα