ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΙΑ´ 8 - 14
8 Ἐξ αἰτίας τῆς πίστεώς του ὁ Ἀβραὰμ ὑπήκουσεν, ὅταν ἐκαλεῖτο νὰ βγῇ ἀπὸ τὴν πατρίδα τοῦ καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον ἔμελλε νὰ λάβῃ κληρονομίαν. Καὶ ἐβγῆκε, χωρὶς νὰ ξεύρῃ ποῦ πηγαίνει.
9 Χάρις εἰς τὴν πίστιν του ὁ Ἀβραὰμ ἔμεινεν ὡς ξένος εἰς τὴν γῆν, ποὺ τοῦ ὑπεσχέθη ὁ Θεὸς καὶ ἐθεώρει αὐτὴν ὡς ξένην χώραν καὶ ὄχι ὡς ἰδικήν του. Καὶ ἑκατοίκησε μέσα εἰς σκηνὰς μαζὶ μὲ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, ποὺ ἦσαν συγκληρονόμοι τῆς αὐτῆς ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ
10 Ἑκατοικησε δὲ ὁ Ἀβραὰμ καὶ εἰς αὐτὴν τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας σὰν ξένος καὶ πάροικος, διότι ἐπερίμενε νὰ κατοικήσῃ εἰς τὴν ἐπουράνιον πόλιν, ἡ ὁποία ἔχει τὰ ἀληθινὰ καὶ ἀδιάσειστα θεμέλια καὶ τῆς ὁποίας τεχνίτης καὶ κτίστης εἶναι αὐτὸς ὁ Θεός.
11 Διὰ τὴν πίστιν της καὶ αὐτὴ ἡ στεῖρα καὶ προχωρημένη εἰς τὴν ἡλικίαν Σάρρα ἔλαβε δύναμιν, ὥστε νὰ καταβληθῇ σπέρμα εἰς αὐτήν, καὶ ἐνῷ πλέον εἶχε περάσει ἡ ἡλικία της, ἐγέννησεν, ἐπειδὴ ἐθεώρησεν ἀξιόπιστον ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ὑπεσχέθη, ὅτι θὰ ἀπέκτα υἱόν.
12 Διότι ἐπίστευσαν καὶ ὁ ’Ἀβραὰμ καὶ ἡ Σάρρα, διὰ τοῦτο ἀπὸ ἕνα ἄνθρωπον, τὸν Ἀβραάμ, καὶ μάλιστα νεκρωμένον ἕνεκα τοῦ γήρατος, ἐγεννήθησαν ἀπόγονοι, καθὼς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ κατὰ τὸ πλῆθος, καὶ καθὼς ἡ ἄμμος ποὺ ὑπάρχει εἰς τὴν ἀκροθαλασσιὰν καὶ τῆς ὁποίας οἱ μικροὶ κόκκοι εἶναι σχεδὸν ἀμέτρητοι.
13 Αὐτοὶ ὅλοι ἀπέθανον μὲ τὴν πίστιν καὶ τὴν ἐλπίδα, χωρὶς νὰ λάβουν τὰς ἐπαγγελίας, ἀλλὰ τὰς εἶδαν ἀπὸ μακρὰν καὶ μὲ πόθον πολὺν καὶ ἀγαλλίασιν τὰς ἐνεκολπώθησαν καὶ ὡμολόγησαν, ὅτι εἶναι ξένοι καὶ παρεπίδημοι ἐπὶ τῆς γῆς.
14 Πράγματι δὲ μὲ τὴν πίστιν καὶ ἐλπίδα ἀπέθανον. Διότι αὐτοί, ποὺ ἔλεγαν τέτοια, ὅτι δηλαδὴ εἶναι ξένοι καὶ ταξιδιῶται εἰς τὴν γῆν, ἐφανέρωναν καὶ ἀπεδείκνυαν μὲ τὰ λόγια των αὐτά, ὅτι ἐζήτουν μὲ πόθον πατρίδα μόνιμον καὶ ἀληθινήν, καὶ τέτοια εἶναι ὁ οὐρανός, ὁ ὁποῖος μόνον διὰ τῆς πίστεως βλέπεται.