ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Γ´ 5 - 11
5 Καὶ τὸν μὲν Μωϋσῆν ἔκαμεν ἔμπιστόν του ὁ Θεὸς εἰς ὅλον τὸ σπίτι του σὰν ἐπιστάτην τῶν δούλων, διὰ νὰ παρέχεται ἀπὸ αὐτὸν ἔγκυρος μαρτυρία δι’ ἐκεῖνα, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ λαληθοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸν εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας.
6 Ὁ Χριστὸς ὅμως ἔχει τὰ πιστὰ σὰν υἱὸς ἐπάνω εἰς τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον εἶναι καὶ τοῦ υἱοῦ σπίτι. Σπίτι δὲ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ τώρα εἴμεθα ἡμείς οἱ Χριστιανοί, ἐὰν βεβαίως κρατήσωμεν καλὰ καὶ μέχρι τέλους σταθερὰν καὶ ἀκλόνητον τὴν ἄφοβον πεποίθησιν καὶ τὴν ἐλπίδα, διὰ τὴν ὁποίαν καυχώμεθα.
7 Ναί· τὸ νὰ εἴμεθα σπίτι τοῦ Θεοῦ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ νὰ κρατήσωμεν μέχρι τέλους τὴν ἐλπίδα. Δι’ αὐτὸ προσέχετε, ἀδελφοί, νὰ πολιτεύεσθε, καθὼς λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Λέγει δὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα διὰ τοῦ Δαβίδ· Ἐφ’ ὅσον εὑρίσκεσθε εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, κατὰ τὴν ὁποίαν δύναται νὰ λέγεται τὸ σήμερον, ἐὰν ἀκούετε τὴν φωνὴν καὶ τὰ παραγγέλματα τοῦ Θεοῦ,
8 μὴ κάνετε διὰ τῆς ἀπειθείας σκληρὰς τὰς καρδίας σας, ὅπως ἔγινε κατὰ τὸν καιρόν, ποὺ ἐπικράνθην καὶ ἐξωργίσθην, κατὰ τὴν ἡμέραν ποὺ ἐδοκίμαζαν καὶ ἐπροκαλούσαν οἱ Ἰσραηλῖται τὴν δύναμίν μου καὶ τὴν δικαιοσύνην μου εἰς τὴν ἔρημον.
9 Ἐκεῖ εἰς τὴν ἔρημον οἱ πρόγονοί σας μὲ ἐπείραξαν, ἔθεσαν μὲ τὴν ἀπείθειάν των ὑπὸ ἔλεγχον καὶ δοκιμὴν τὴν δύναμίν μου καὶ τὴν ἀγαθότητά μου. Καὶ ὅμως ἐγὼ δὲν τοὺς ἐγκατέλιπον, ἀλλ’ εἶδαν, χωρὶς καὶ νὰ διορθωθοῦν, τὰ ἔνδοξά μου ἔργα ἐπὶ τεσσαράκοντα ἔτη, ποῦ ἔμειναν εἰς τὴν ἔρημον.
10 Δι’ αὐτὸ ἠγανάκτησα κατὰ τῆς γενεᾶς ἐκείνης καὶ εἶπον· Πάντοτε πλανῶνται θεληματικὰ μὲ τὴν καρδίαν τους· αὐτοὶ δὲ δὲν ἠθέλησαν νὰ γνωρίσουν τὰ μέσα τῆς προνοίας μου, μὲ τὰ ὁποῖα τοὺς ἐπροστάτευον.
11 Καὶ τόσον πολὺ ἐπλανήθησαν, ὥστε ὠρκίσθηκα, ὅταν ἐθύμωσα ἐναντίον των, ὅτι δὲν θὰ ἔμβουν εἰς τὴν γῆν τῆς ἀναπαύσεως, τὴν ὁποίαν ὑπεσχέθην εἰς τοὺς προγόνους των.
ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Γ´ 17 - 19
17 Κατὰ ποίων δὲ ἐβαρυκάρδισε καὶ ἐξωργίσθη ὁ Θεὸς ἐπὶ τεσσαράκοντα ἔτη; Δὲν ἐξωργίσθη ἐναντίον ἐκείνων, ποὺ ἡμάρτησαν μὲ τὰς συνεχεῖς ἀπειθείας των, τῶν ὁποίων τὰ σώματα ἔπεσαν νεκρὰ εἰς τὴν ἔρημον;
18 Διὰ ποίους δὲ ὡρκίσθη ὁ Θεός, ὅτι δὲν θὰ ἔμβουν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, ὅπου θὰ ἀνεπαύοντο, παρὰ δι’ ἐκείνους ποὺ ἠπείθησαν;
19 Καὶ βλέπομεν εἰς ὅσα μᾶς διηγεῖται ἡ Γραφή, ὅτι δὲν ἠμπόρεσαν οἱ Ἰουδαῖοι ἐκεῖνοι νὰ εἰσέλθουν εἰς τὴν γῆν τῆς ἀναπαύσεως ἕνεκα τῆς ἀπιστίας, τὴν ὁποίαν ἔδειξαν.