❌
Παρασκευή, 26 Νοεμβρίου 2021

Όσιος Αλύπιος ο Κιονίτης, Όσιος Στυλιανός ο Παφλαγόνας, Όσιος Νίκων ο «Μετανοεῖτε», Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυρας από τη Χίο
Ἀλυπίου ὁσίου (+ ζ' αἴ,), Νίκωνος τοῦ μετανοεῖτε. Στυλιανοῦ Παφλαγόνος, Γεωργίου νεομάρτυρος τοῦ Χιοπολίτου (+1807).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Β´ 14 - 20


14 ὑμεῖς γὰρ μιμηταὶ ἐγενήθητε, ἀδελφοί, τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ τῶν οὐσῶν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅτι τὰ αὐτὰ ἐπάθετε καὶ ὑμεῖς ὑπὸ τῶν ἰδίων συμφυλετῶν καθὼς καὶ αὐτοὶ ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων, 15 τῶν καὶ τὸν Κύριον ἀποκτεινάντων Ἰησοῦν καὶ τοὺς ἰδίους προφήτας, καὶ ἡμᾶς ἐκδιωξάντων, καὶ Θεῷ μὴ ἀρεσκόντων, καὶ πᾶσιν ἀνθρώποις ἐναντίων, 16 κωλυόντων ἡμᾶς τοῖς ἔθνεσι λαλῆσαι ἵνα σωθῶσιν, εἰς τὸ ἀναπληρῶσαι αὐτῶν τὰς ἁμαρτίας πάντοτε. ἔφθασε δὲ ἐπ’ αὐτοὺς ἡ ὀργὴ εἰς τέλος. 17 Ἡμεῖς δέ, ἀδελφοί, ἀπορφανισθέντες ἀφ’ ὑμῶν πρὸς καιρὸν ὥρας, προσώπῳ οὐ καρδίᾳ, περισσοτέρως ἐσπουδάσαμεν τὸ πρόσωπον ὑμῶν ἰδεῖν ἐν πολλῇ ἐπιθυμίᾳ. 18 διὸ ἠθελήσαμεν ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς, ἐγὼ μὲν Παῦλος καὶ ἅπαξ καὶ δίς, καὶ ἐνέκοψεν ἡμᾶς ὁ σατανᾶς. 19 τίς γὰρ ἡμῶν ἐλπὶς ἢ χαρὰ ἢ στέφανος καυχήσεως ἢ οὐχὶ καὶ ὑμεῖς ἔμπροσθεν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ αὐτοῦ παρουσίᾳ; 20 ὑμεῖς γάρ ἐστε ἡ δόξα ἡμῶν καὶ ἡ χαρά.

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Β´ 14 - 20


14 Λέγω ὅτι τὸν ἐδέχθητε σὰν λόγον Θεοῦ, διότι σεῖς, ἀδελφοί, ἐγίνατε μιμηταὶ τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι εἰς τὴν Ἰουδαίαν ἐνωμέναι μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Καὶ ἐγίνατε μιμηταὶ ἐκείνων, διότι καὶ σεῖς ἐπάθατε τὰ ἴδια ἀπὸ τοὺς ὁμοεθνεῖς σας, καθὼς καὶ ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς ἀπιστήσαντας Ἰουδαίους, 15 οἱ ὁποῖοι καὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ τοὺς προφήτας των ἐθανάτωσαν, καὶ ἡμᾶς σκληρὰ κατεδίωξαν καὶ εἰς τὸν Θεόν δὲν ἀρέσκουν καὶ εἶναι ἐναντίοι πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀφοῦ καταπολεμοῦν τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου. 16 Αὐτοὶ μᾶς ἐμποδίζουν να λαλήσωμεν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ εἰς τοὺς ἐθνικοὺς διὰ να σωθοῦν καὶ αὐτοί. Πράττουν δὲ ταῦτα διὰ να γεμίσουν ἕως ἐπάνω τὸ μέτρον τῶν ἁμαρτιῶν των, πάντοτε καὶ εἰς κάθε ἐποχὴν ἁμαρτάνοντες. Ἔφθασεν ὅμως ἡ θεία ὀργὴ ἐπάνω των, διὰ να ἐπιφέρῃ τὸ τέλος καὶ τὴν καταστροφήν των. 17 Ἡμεῖς ὅμως, ἀδελφοί, ὅταν ἐχωρίσθημεν ἀπὸ σᾶς καὶ ἐμείναμεν σὰν ὀρφανὰ παιδιά, μακρὰν ἀπὸ σᾶς προσωρινὰ καὶ μὲ τὸ σῶμα μόνον, ὄχι ὅμως καὶ μὲ τὴν καρδίαν, εἰς μεγάλον βαθμὸν καὶ μὲ πολλὴν ἐπιθυμίαν ἐποθήσαμεν νὰ ἴδωμεν τὸ πρόσωπόν σας. 18 Δι’ αὐτὸ ἠθελήσαμεν νὰ ἔλθωμεν πρὸς σᾶς, ἐγὼ μὲν ὁ Παῦλος καὶ μίαν καὶ δύο φοράς, καὶ μᾶς ἠμπόδισεν ὁ σατανᾶς. 19 Ἠθελήσαμεν δὲ νὰ ἔλθωμεν εἰς συνάντησίν σας, διότι ποῖος ἄλλος εἶναι ἡ ἐλπίδα μας ἢ χαρά μας ἢ στέφανός μας, διὰ τὸν ὁποῖον δυνάμεθα νὰ καυχώμεθα παρὰ καὶ σεῖς μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους, εἰς τοὺς ὁποίους ἐκηρύξαμεν; Διὰ σᾶς ἐλπίζομεν νὰ ἔβρωμεν ἔλεος καὶ δόξαν ἐνώπιόν του Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν δυτέραν παρουσίαν του. 20 Καὶ ἐλπίζομεν αὐτὰ διὰ τότε, διότι καὶ τώρα σεῖς εἶσθε ἡ δόξα μας καὶ ἡ χαρά μας.

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Β´ 14 - 20


14 Διότι σεις, αδελφοί, εγίνατε μιμηταί των Εκκλησιών του Θεού, που ευρίσκονται εις την Ιουδαίαν και είναι θεμελιωμέναι εν τω ονόματι του Χριστού· επειδή και σεις επάθατε από τους ομοεθνείς σας τα ίδια, τα οποία έπαθαν και αυτοί από τους απίστους Ιουδαίους. 15 Αυτοί δε οι άπιστοι Εβραίοι είναι εκείνοι, οι οποίοι εθανάτωσαν τον Κυριον Ιησούν και τους προφήτας του και ημάς τους Αποστόλους κατεδίωξαν και εξεδίωξαν και στον Θεόν δεν αρέσουν και είναι προς όλους τους ανθρώπους αντίθετοι και πολέμιοι. 16 Αυτοί δεν ηρκέσθησαν να μας εκδιώξουν από την περιοχήν του έθνους των, αλλά μας εμποδίζουν να κηρύξωμεν τον Χριστόν και στους εθνικούς, δια να σωθούν και αυτοί. Και το κάμνουν αυτό, δια να γεμίση έως επάνω και ξεχειλίση το ποτήριον των αμαρτιών των, παρανομούντες και αμαρτάνοντες πάντοτε. Εφθασεν όμως επάνω τους η οργή του Θεού, που θα σημάνη την τελειωτικήν πλέον καταστροφήν των. 17 Ημείς δε, αδελφοί, όταν εφύγαμεν από την Θεσσαλονίκην και εμείναμεν σαν ορφανά παιδιά μακρυά από σας, και εχωρίσθημεν προσωρινά κατά το σώμα μόνον και όχι κατά την καρδίαν, επεδιώξαμεν και κατεβάλαμεν κάθε προσπάθειαν να ίδωμεν το πρόσωπον σας με πολλήν και ιεράν επιθυμίαν. 18 Δια τούτο ηθελήσαμεν να έλθωμεν πάλιν προς σας, εγώ δε ειδικώτερα ο Παύλος και μίαν φοράν και δύο φοράς, αλλά μας ημπόδισε (κατά παραχώρησιν βέβαια Θεού) ο σατανάς. 19 Εποθήσαμεν δε να σας ίδωμεν, διότι ποίος άλλος παρά και σεις μαζή με τους άλλους είσθε η ελπίδα μας η η χαρά μας η ο στέφανος, δια τον οποίον ημπορούμε να καυχώμεθα έμπροσθεν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εις την Δευτέραν αυτού Παρουσίαν; 20 Διότι σεις πράγματι είσθε η δόξα μας και η χαρά μας.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΘ´ 12 - 28


12 εἶπεν οὖν· Ἄνθρωπός τις εὐγενὴς ἐπορεύθη εἰς χώραν μακρὰν λαβεῖν ἑαυτῷ βασιλείαν καὶ ὑποστρέψαι. 13 καλέσας δὲ δέκα δούλους ἑαυτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς δέκα μνᾶς καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· πραγματεύσασθε ἐν ᾧ ἔρχομαι. 14 οἱ δὲ πολῖται αὐτοῦ ἐμίσουν αὐτόν, καὶ ἀπέστειλαν πρεσβείαν ὀπίσω αὐτοῦ λέγοντες· οὐ θέλομεν τοῦτον βασιλεῦσαι ἐφ’ ἡμᾶς. 15 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐπανελθεῖν αὐτὸν λαβόντα τὴν βασιλείαν, καὶ εἶπε φωνηθῆναι αὐτῷ τοὺς δούλους τούτους οἷς ἔδωκε τὸ ἀργύριον, ἵνα ἐπιγνῷ τίς τί διεπραγματεύσατο. 16 παρεγένετο δὲ ὁ πρῶτος λέγων· κύριε, ἡ μνᾶ σου προσειργάσατο δέκα μνᾶς. 17 καὶ εἶπεν αὐτῷ· εὖ, ἀγαθὲ δοῦλε! ὅτι ἐν ἐλαχίστῳ πιστὸς ἐγένου, ἴσθι ἐξουσίαν ἔχων ἐπάνω δέκα πόλεων. 18 καὶ ἦλθεν ὁ δεύτερος λέγων· κύριε, ἡ μνᾶ σου, ἐποίησε πέντε μνᾶς. 19 εἶπε δὲ καὶ τούτῳ· καὶ σὺ γίνου ἐπάνω πέντε πόλεων. 20 καὶ ἕτερος ἦλθε λέγων· κύριε, ἰδοὺ ἡ μνᾶ σου, ἣν εἶχον ἀποκειμένην ἐν σουδαρίῳ. 21 ἐφοβούμην γάρ σε, ὅτι ἄνθρωπος αὐστηρὸς εἶ· αἴρεις ὃ οὐκ ἔθηκας, καὶ θερίζεις ὃ οὐκ ἔσπειρας, καὶ συνάγεις ὅθεν οὐ διεσκόρπισας. 22 λέγει αὐτῷ· ἐκ τοῦ στόματός σου κρινῶ σε, πονηρὲ δοῦλε. ᾔδεις ὅτι ἄνθρωπος αὐστηρός εἰμι ἐγὼ, αἴρων ὃ οὐκ ἔθηκα, καὶ θερίζων ὃ οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισα. 23 καὶ διατί οὐκ ἔδωκας τὸ ἀργύριόν μου ἐπὶ τὴν τράπεζαν, καὶ ἐγὼ ἐλθὼν σὺν τόκῳ ἂν ἔπραξα αὐτὸ; 24 καὶ τοῖς παρεστῶσιν εἶπεν· ἄρατε ἀπ’ αὐτοῦ τὴν μνᾶν καὶ δότε τῷ τὰς δέκα μνᾶς ἔχοντι. 25 καὶ εἶπον αὐτῷ· κύριε, ἔχει δέκα μνᾶς. 26 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι παντὶ τῷ ἔχοντι δοθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ’ αὐτοῦ. 27 πλὴν τοὺς ἐχθρούς μου ἐκείνους, τοὺς μὴ θελήσαντάς με βασιλεῦσαι ἐπ’ αὐτοὺς, ἀγάγετε ὧδε καὶ κατασφάξατε αὐτοὺς ἔμπροσθέν μου. 28 Καὶ εἰπὼν ταῦτα ἐπορεύετο ἔμπροσθεν ἀναβαίνων εἰς Ἱεροσόλυμα.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΘ´ 12 - 28


12 Εἶπε λοιπόν· κάποιος ἄνθρωπος καταγόμενος ἀπὸ λαμπρὸν καὶ ὑψηλὸν γένος ἐπῆγεν εἰς μακρυνὴν χώραν διὰ νὰ λάβῃ βασιλείαν καὶ ὕστερα νὰ ἐπιστρέψῃ. (Εἶναι φανερὸν ὅτι οὐδεὶς ἄλλος εἶναι εὐγενέστερος τοῦ Κυρίου, τόσον διὰ τὴν θείαν προαιώνιον γέννησιν αὐτοῦ ὡς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅσον καὶ διὰ τὴν βασιλικὴν καταγωγὴν αὐτοῦ ὡς ἀνθρώπου. Ὄντως δὲ παραλαβὼν ὁ Κύριος τὴν ἐν οὐρανοῖς βασιλείαν διὰ τῆς ἀναλήψεως αὐτοῦ, μέλλει μετὰ χρόνον πολὺν νὰ ἐπιστρέψῃ ἔνδοξος κατὰ τὴν δευτέραν αὐτοῦ παρουσίαν). 13 Ἀφοῦ δὲ ἐκάλεσε δέκα δούλους ἰδικούς του, τοὺς ἔδωκε δέκα χρυσὰ ἑκατοντάδραχμα, ἤτοι ἀπὸ ἐν ἑκατοντάδραχμον εἰς τὸν καθένα, καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Ἐμπορευθῆτε μὲ τὸ κεφάλαιον αὐτό, ἕως ὅτου ἔλθω. (Ἐν τῷ μεταξὺ τουτέστιν ἐμπιστεύεται ὁ Κύριος εἰς πάντας τοὺς πιστοὺς χαρίσματα καὶ τάλαντα διάφορα, διὰ νὰ χρησιμοποιήσουν αὐτὰ ἐπ’ ἀγαθῷ ἑαυτῶν καὶ τοῦ πλησίον, καὶ ἐπιφυλάσσεται νὰ ζητήσῃ λόγον διὰ τὸν καθένα μας, ὅταν θὰ ἐπανέλθῃ κατὰ τὴν δευτέραν παρουσίαν του). 14 Οἱ δὲ συμπολῖται του (οἱ Ἰουδαῖοι τουτέστιν) ἐμίσουν αὐτὸν (τὸν Ἰησοῦν) καὶ ἀπέστειλαν ἐπιτροπὴν ἐξ ἀντιπροσώπων ἀπὸ πίσω του καὶ ἔλεγαν· Δὲν θέλομεν αὐτὸν νὰ γίνῃ βασιλεύς μας. (Αὐτὴ ἦτο καὶ εἶναι ἡ περὶ τοῦ Ἰησοῦ εὐχὴ τῶν ἀπίστων Ἰουδαίων πρὸς τὸν Θεόν). 15 Καὶ ὅταν αὐτὸς ἐπανῆλθεν, ἀφοῦ ἔλαβε τὴν βασιλείαν, εἶπε νὰ τοῦ φωνάξουν τοὺς δούλους αὐτούς, εἰς τοὺς ὁποίους ἔδωκε τὰ χρήματα, διὰ νὰ μάθῃ τί ὁ καθένας των μὲ τὸ ἐμπόριόν του ἐκέρδησε. 16 Ἦλθε δὲ ὁ πρῶτος καὶ εἶπε· Κύριε, τὸ ἑκατοντάδραχμόν σου καὶ ὄχι ἡ ἰδική μου ἐργασία ἐκέρδησε δέκα ἀκόμη ἑκατοντάδραχμα. 17 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτὸν ὁ κύριος· εὖγε, καλέ μου δοῦλε, διότι εἰς τὸ ἐλάχιστον ποσὸν τοῦ ἑνὸς ἑκατονταδράχμου δὲν ἀδιαφόρησες, ἀλλ’ ἐδείχθης πιστὸς εἰς ὅ,τι σοῦ παρήγγειλα. Λάβε τώρα πλησίον μου τιμὴν καὶ δόξαν βασιλικὴν καὶ ἔχε μονίμως ἐξουσίαν ἐπὶ δέκα πόλεων τοῦ βασιλείου μου. 18 Καὶ ἦλθεν ὁ δεύτερος καὶ εἶπε· Κύριε, τὸ ἑκατονταδραχμόν σου ἔβγαλε κέρδος ἄλλα πέντε ἑκατοντάδραχμα. 19 Εἶπε δὲ ὁ κύριος καὶ εἰς τὸν δοῦλον τοῦτον· Καὶ σὺ λάβε ἐξουσίαν ἐπὶ πέντε πόλεων τοῦ βασιλείου μου. 20 Καὶ ἄλλος δοῦλος ἦλθε καὶ εἶπε· Κύριε, ἰδοὺ τὸ ἑκατοντάδραχμόν σου, τὸ ὁποῖον εἶχα δεμένον καὶ φυλαγμένον εἰς μανδήλιον. 21 Καὶ τὸ ἐφύλαττον δεμένον, διότι σὲ ἐφοβούμην, ἐπειδὴ εἶσαι ἄνθρωπος δύσκολος καὶ ἀπαιτητικός. Παίρνεις σὰν νὰ ἦτο ἰδικόν σου ἐκεῖνο, ποὺ δὲν τὸ ἔβαλες σύ, ἀλλὰ τὸ ἔβαλαν ἐκεῖ ἄλλος, εἰς τὸν ὁποῖον καὶ ἀνήκει. Καὶ θερίζεις τὸ χωράφι, τὸ ὁποῖον δὲν ἔσπειρες· καὶ μαζεύεις ἀπὸ ἀλώνι, εἰς τὸ ὁποῖον δὲν ἐσκόρπισες καὶ δὲν ἐλίχνισες αὐτά, ποὺ παίρνεις. Ἀπαιτεῖς δηλαδὴ ἐκεῖνα, διὰ τὰ ὁποῖα δὲν ἐκοπίασες σύ, ἀλλ’ ἐκοπίασαν ἄλλοι καὶ σὺ τὰ εὑρίσκεις ἕτοιμα. 22 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ κύριος· Ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ στόματός σου θὰ σὲ κρίνω καὶ θὰ σὲ καταδικάσω, κακὲ δοῦλε. Διότι, ὅπως ὠμολόγησες, ἐγνώριζες, ὅτι εἶμαι ἄνθρωπος δύσκολος καὶ σκληρός, ποὺ παίρνω ὅ,τι δὲν ἔβαλα καὶ θερίζω ὅ,τι δὲν ἔσπειρα, καὶ μαζεύω ἀπ’ ἐκεῖ ὅπου δὲν ἐσκόρπισα εἰς τὸ ἀλῶνι, διὰ νὰ λιχνισθῇ εἰς τὸν ἀέρα. 23 Ἀφοῦ λοιπὸν μὲ ἤξερες τέτοιον, διατὶ δὲν ἔβαλες τὸ χρῆμα μου εἰς τὴν τράπεζαν, ὅπου καὶ περισσότερον ἀσφαλισμένον θὰ ἦτο, ἀλλὰ καὶ ἐγὼ ὅταν θὰ ἠρχόμην, θὰ τὸ εἰσέπραττον ἀπὸ ἐκεῖ μὲ τὸν τόκον του; 24 Καὶ εἰς ἐκείνους, ποὺ παρέστεκαν ἐκεῖ, εἶπε· Πάρετε ἀπὸ αὐτὸν τὸ ἑκατοντάδραχμον καὶ δώσατέ το εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει κερδήσει τὰ δέκα ἑκατοντάδραχμα. 25 Καὶ εἶπαν πρὸς αὐτὸν ἐκεῖνοι· Κύριε, αὐτὸς ἔχει δέκα ἑκατοντάδραχμα. 26 Ἐκτελέσατε τὴν διαταγήν μου καὶ δώσατε τὸ ἑκατοντάδραχμον εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει τὰ δέκα. Διότι σᾶς λέγω, εἰς καθένα, ὁ ὁποῖος ἔχει πίστιν καὶ προθυμίαν καὶ ἐργατικότητα καὶ ηὔξησε τὰ χαρίσματα, ποὺ τοῦ ἐδόθησαν, θὰ δοθῇ τιμὴ καὶ ἀμοιβὴ καὶ χαρίσματα ἀκόμη περισσότερα καὶ μεγαλύτερα· ἀπὸ ἐκεῖνον δὲ ποὺ δὲν ἔχει ἐπιμέλειαν καὶ προθυμίαν καὶ παρημέλησε τὰ δοθέντα εἰς αὐτὸν χαρίσματα, θὰ ἀφαιρεθῇ καὶ θὰ παρθῇ ἀπὸ αὐτὸν καὶ τὸ ὀλίγον χάρισμα, τὸ ὁποῖον κατακρατεῖ παραμελημένον καὶ ἀκαλλιέργητον. 27 Ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐχθρούς μου ἐκείνους, ποὺ δὲν ἠθέλησαν νὰ βασιλεύσω ἐπ’ αὐτῶν, φέρετέ τους ἐδῶ καὶ κατασφάξατέ τους ἐμπρός μου. Ρίψατέ τους εἰς τὸν αἰώνιον θάνατον, τοῦ ὁποίου προαναγγελία καὶ προεικόνισις ὑπῆρξεν ἡ ἐπὶ τοῦ Τίτου πανωλεθρία τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τῶν Ἰουδαίων. 28 Καὶ ἀφοῦ εἶπε ταῦτα, ἐξηκολούθει νὰ προχωρῇ πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ νὰ ἀναβαίνῃ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΘ´ 12 - 28


12 Είπε λοιπόν· “ένας άνθρωπος ευγενούς καταγωγής, επήγεν εις μακρυνήν χώραν, δια να πάρη βασιλείαν και κατόπιν να επιστρέψη. 13 Αφού δε εκάλεσε δέκα δούλους του, τους έδωσε δέκα μνας, μίαν στον καθένα, δηλαδή εκατό περίπου δραχμάς της εποχής εκείνης, και τους είπε· Εμπορευθήτε με τα χρήματα αυτά, έως ότου έλθω, οπότε και θα μου δώσετε λογαριασμόν. 14 Οι συμπολίται του όμως τον εμισούσαν και αμέσως μόλις αυτός ανεχώρησε, έστειλαν μίαν επιτρπήν και έλεγαν· Δεν θέλομεν να γίνη αυτός βασιλεύς μας. 15 Και όταν αυτός επέστρεψε, αφού πλέον είχε λάβει την βασιλείαν, είπε να φωνάξουν τους δούλους του, στους οποίους είχε δώσει τα χρήματα δια να μάθη τι ο καθένας των εμπορεύθηκε και τι εκέρδησε. 16 Ηρθε ο πρώτος και είπε· Κυριε, η μνα σου εκέρδησε δέκα άλλας μνας. 17 Και είπεν εις αυτόν ο Κυριος· Εύγε καλέ και πιστέ δούλε. Επειδή δε εδείχθης εις τα ολίγα, που σου έδωσα, αξιόπιστος, σου δίνω τώρα εξουσίαν επάνω εις δέκα πόλεις. 18 Και ήλθεν ο δεύτερος λέγων· Κυριε, η μνα σου έφερε ως κέρδος άλλας πέντε μνας. 19 Είπε και στον πιστόν αυτόν δούλον ο κύριος· και συ γίνε διοικητής επάνω εις πέντε πόλεις. 20 Και άλλος δούλος ήλθε λέγων· Κύριε, ιδού η μνα, που μου έδωσες, την οποίαν είχα φυλαγμένην και ασφαλισμένην εις ένα μανδήλι. 21 Την εφύλαττα δια να σου την επιστρέψω ασφαλώς, επειδή σε εφοβούμην, διότι είσαι άνθρωπος σκληρός και απαιτητικός. Παίρνεις ως ιδικόν σου, εκείνο που δεν έδωσες και θερίζεις χωράφι που δεν έσπειρες, και μαζεύεις εις αλώνι, στο οποίον δεν εσκόρπισες και δεν ελύχνισες. 22 Είπε δε προς αυτόν ο κύριος· Από τα λόγια σου θα σε κρίνω, πονηρέ δούλε. Εγνώριζες ότι εγώ είμαι άνθρωπος αυστηρός, που παίρνω ο,τι δεν έβαλα, και θερίζω εκεί που δεν έσπειρα και μαζεύω εκεί που δεν ελίχνισα. 23 Τοτε, διατί δεν έδωσες το χρήμα μου εις την τράπεζαν, ώστε όταν εγώ θα ηρχόμην, να το εισέπραττα μαζή με τον τόκον; 24 Και εις εκείνους, που εστέκοντο εκεί κοντά είπε· Παρτε από αυτόν την μναν και δώστε την εις εκείνον που έχει τας δέκα μνας. 25 Και εκείνοι του είπαν· Κυριε έχει δέκα μνας. 26 Καμετε όπως σας είπα. Διότι σας λέγω τούτο· εις εκείνον που έχει τα χαρίσματα και τα καλλιεργεί και τα χρησιμοποιεί όπως πρέπει, θα δοθή ακόμη περισσότερον. Από εκείνον όμως που δεν έχει ούτε ελάχιστον καλόν έργον να παρουσιάση, θα του αφαιρεθή και το μικρόν χάρισμα, που έχει. 27 Οσον δε δια τους εχθρούς μου εκείνους που δεν με ήθελαν βασιλέα των, φέρετέ τους εδώ και κατασφάξατέ τους εμπρός μου”. 28 Και αφού είπεν αυτά, συνέχισε την πορείαν του, αναβαίνων εις τα Ιεροσόλυμα.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα