❌
Τετάρτη, 17 Νοεμβρίου 2021

Άγιος Γρηγόριος Νεοκαισαρείας ο Θαυματουργός, Άγιοι Γεννάδιος και Μάξιμος Πατριάρχες Κωνσταντινούπολης
Γρηγορίου ἐπισκόπου Νεοκαισαρείας (+270). Γενναδίου ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως (+471).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΚΟΛΟΣΣΑΕΙΣ Γ´ 17 - 25


17 καὶ πᾶν ὅ,τι ἂν ποιῆτε ἐν λόγῳ ἢ ἐν ἔργῳ, πάντα ἐν ὀνόματι Κυρίου Ἰησοῦ, εὐχαριστοῦντες τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ δι’ αὐτοῦ. 18 Αἱ γυναῖκες ὑποτάσσεσθε τοῖς ἀνδράσιν, ὡς ἀνῆκεν ἐν Κυρίῳ. 19 Οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας καὶ μὴ πικραίνεσθε πρὸς αὐτάς. 20 Τὰ τέκνα ὑπακούετε τοῖς γονεῦσι κατὰ πάντα· τοῦτο γάρ ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ. 21 Οἱ πατέρες μὴ ἐρεθίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν, ἵνα μὴ ἀθυμῶσιν. 22 Οἱ δοῦλοι ὑπακούετε κατὰ πάντα τοῖς κατὰ σάρκα κυρίοις, μὴ ἐν ὀφθαλμοδουλίαις, ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, ἀλλ’ ἐν ἁπλότητι καρδίας, φοβούμενοι τὸν Θεόν. 23 καὶ πᾶν ὅ,τι ἐὰν ποιῆτε, ἐκ ψυχῆς ἐργάζεσθε, ὡς τῷ Κυρίῳ καὶ οὐκ ἀνθρώποις, 24 εἰδότες ὅτι ἀπὸ Κυρίου ἀπολήψεσθε τὴν ἀνταπόδοσιν τῆς κληρονομίας· τῷ γὰρ Κυρίῳ Χριστῷ δουλεύετε· 25 ὁ δὲ ἀδικῶν κομιεῖται ὃ ἠδίκησε, καὶ οὐκ ἔστι προσωποληψία.

ΠΡΟΣ ΚΟΛΟΣΣΑΕΙΣ Δ´ 1 - 1


1 Οἱ κύριοι τὸ δίκαιον καὶ τὴν ἰσότητα τοῖς δούλοις παρέχεσθε, εἰδότες ὅτι καὶ ὑμεῖς ἔχετε Κύριον ἐν οὐρανοῖς.

ΠΡΟΣ ΚΟΛΟΣΣΑΕΙΣ Γ´ 17 - 25


17 Καὶ κάθε τι ποὺ κάνετε μὲ λόγον ἢ μὲ ἔργον, ὅλα νὰ τὰ πράττετε διὰ νὰ ἀρέσκετε εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ πρὸς δόξαν αὐτοῦ, εὐχαριστοῦντες δι’ αὐτοῦ τὸν Θεόν καὶ Πατέρα, ποὺ τόσον πολὺ μᾶς ἠγάπησεν. 18 Αἱ γυναῖκες νὰ ὑποτάσσεσθε εἰς τοὺς ἄνδρας σας, καθὼς ἁρμόζει εἰς ἀνθρώπους, ποὺ σχετίζονται στενὰ μὲ τὸν Κύριον. 19 Οἱ ἄνδρες νὰ ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας σας καὶ νὰ μὴ δεικνύεσθε πικροὶ πρὸς αὐτάς. 20 Τὰ τέκνα νὰ ὑπακούετε εἰς τοὺς γονεῖς καθ’ ὅλα, διότι τοῦτο εἶναι ἀρεστὸν εἰς τὸν Κύριον. 21 Οἱ πατέρες μὴ ἐρεθίζετε τὰ τέκνα σας, διὰ νὰ μὴ χάνουν τὸ θάρρος των καὶ ἀπελπίζωνται. 22 Οἱ δοῦλοι ὑπακούετε καθ’ ὅλα εἰς τοὺς κατὰ σάρκα κυρίους, ὄχι μόνον ὅταν οἰ ὀφθαλμοὶ τῶν κυρίων σᾶς βλέπουν, σὰν ἐκείνους δηλαδὴ ποὺ δουλεύουν γιὰ τὰ μάτια. Ὄχι σὰν ἀνθρωπάρεσκοι, ἀλλὰ μὲ εἰλικρίνειαν καρδίας, φοβούμενοι τὸν Θεόν. 23 Καὶ κάθε τι ποὺ κάνετε, νὰ τὸ ἐργάζεσθε πρόθυμα καὶ μὲ τὴν καρδίαν σας, σὰν νὰ τὸ ἐργάζεσθε εἰς τὸν Κύριον καὶ ὄχι εἰς ἀνθρώπους, 24 γνωρίζοντες ὅτι ἀπὸ τὸν Κύριον θὰ ἀπολαύσετε τὴν ἀνταμοιβήν, ἡ ὁποία συνίσταται εἰς τὴν κληρονομίαν τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, διότι δουλεύετε εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ ὁποῖος ἐνομοθέτησε τὴν ὑποταγὴν ταύτην τῶν δούλων εἰς τοὺς κυρίους. 25 Διὰ δὲ τὰς ἀδικίας, ποὺ γίνονται εἰς βάρος τῶν δούλων, ἂς μὴ λησμονῇ κάθε ἄδικος κύριος, ὅτι ὅποιος ἀδικεῖ θὰ λάβῃ τὴν ἀνταπόδοσιν τῆς ἀδικίας ποὺ ἔκαμε, καὶ δὲν εἶναι προσωποληψία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ Θεὸς δὲν χαρίζεται εἰς κανένα.

ΠΡΟΣ ΚΟΛΟΣΣΑΕΙΣ Δ´ 1 - 1


1 Οἱ κύριοι παρέχετε εἰς τοὺς δούλους τὸ δίκαιον καὶ τὴν ἀνταμοιβὴν τὴν ἴσην πρὸς τοὺς κόπους των, γνωρίζοντες, ὅτι καὶ σεῖς ἔχετε Κύριον εἰς τοὺς οὐρανούς.

ΠΡΟΣ ΚΟΛΟΣΣΑΕΙΣ Γ´ 17 - 25


17 Και κάθε τι, το οποίον πράττετε με τα λόγια σας η με τα έργα σας, τα πάντα να τα κάμνετε εν ονόματι του Κυρίου και προς δόξαν αυτού, ευχαριστούντες δι' αυτού τον Θεόν και Πατέρα, ο οποίος τόσον πολύ μας έχει ευεργετήσει και μας ευεργετεί. 18 Αι γυναίκες να υποτάσσεσθε στους άνδρας σας, σαν να υποτάσσεσθε στον Κυριον (ο οποίος και παραγγέλλει αυτήν την υποταγήν). 19 Οι άνδρες να αγαπάτε τας γυναίκας σας και να μη φέρεσθε με πικρίαν και αποτομίαν προς αυτάς. 20 Τα τέκνα να υπακούετε στους γονείς εις όλα τα ορθά, που εκείνοι σας συμβουλεύουν. Διότι τούτο είναι ευάρεστον στον Κυριον. 21 Οι πατέρες να μη εξερεθίζετε τα τέκνα σας, δια να μη περιπίπτουν εις αθυμίαν και χάνουν το θάρρος των και απελπίζωνται. 22 Οι δούλοι να υπακούετε κατά πάντα στους κατά σάρκα κυρίους σας, όχι υποκριτικά και δια τα μάτια σαν ανθρωπάρεσκοι, αλλά με κάθε ευθύτητα και ειλικρίνειαν καρδίας, φοβούμενοι τον Θεόν. 23 Και κάθε τι το οποίον πράττετε να το εργάζεσθε πρόθυμα με όλην σας την ψυχήν, σαν αυτό να αναφέρεται στον Κυριον και όχι στους ανθρώπους, 24 γνωρίζοντες, ότι από τον Κυριον θα απολαύσετε την ανταπόδοσιν, η οποία ανταπόδοσις είναι η κληρονομία της Βασιλείας των ουρανών. Θα σας δοθή δε αυτή ως αμοιβή, διότι δουλεύετε έτσι στον Κυριον Ιησούν Χριστόν. 25 Εκείνος όμως, ο οποίος αδικεί τον δούλον του η οιονδήποτε άλλον, θα λάβη την ανταπόδοσιν και την τιμωρίαν δια την αδικίαν, που έκαμε· δεν υπάρχει στον Θεόν προσωποληψία, αλλά δικαιοσύνη και ορθή κρίσις.

ΠΡΟΣ ΚΟΛΟΣΣΑΕΙΣ Δ´ 1 - 1


1 Οι κύριοι να παρέχετε στους δούλους σας πάντοτε το δίκαιον και την ισοτιμίαν, εν ονόματι της αδελφικής αγάπης, που σας συνδέει, γνωρίζοντες ότι και σεις έχετε κύριον στους ουρανούς.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΕ´ 1 - 10


1 Ἦσαν δὲ ἐγγίζοντες αὐτῷ πάντες οἱ τελῶναι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀκούειν αὐτοῦ. 2 καὶ διεγόγγυζον οἵ Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς λέγοντες ὅτι Οὗτος ἁμαρτωλοὺς προσδέχεται καὶ συνεσθίει αὐτοῖς. 3 εἶπε δὲ πρὸς αὐτοὺς τὴν παραβολὴν ταύτην λέγων· 4 Τίς ἄνθρωπος ἐξ ὑμῶν ἔχων ἑκατὸν πρόβατα καὶ ἀπολέσας ἓν ἐξ αὐτῶν, οὐ καταλείπει τὰ ἐνενήκοντα ἐννέα ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ πορεύεται ἐπὶ τὸ ἀπολωλὸς ἕως οὗ εὕρῃ αὐτό; 5 καὶ εὑρὼν ἐπιτίθησιν ἐπὶ τοὺς ὤμους αὐτοῦ χαίρων, 6 καὶ ἐλθὼν εἰς τὸν οἶκον συγκαλεῖ τοὺς φίλους καὶ τοὺς γείτονας λέγων αὐτοῖς· συγχάρητέ μοι, ὅτι εὗρον τὸ πρόβατόν μου τὸ ἀπολωλός. 7 λέγω ὑμῖν ὅτι οὕτω χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι ἢ ἐπὶ ἐνενήκοντα ἐννέα δικαίοις, οἵτινες οὐ χρείαν ἔχουσιν μετανοίας. 8 Ἢ τίς γυνὴ δραχμὰς ἔχουσα δέκα, ἐὰν ἀπολέσῃ δραχμὴν μίαν, οὐχὶ ἅπτει λύχνον καὶ σαροῖ τὴν οἰκίαν καὶ ζητεῖ ἐπιμελῶς ἕως ὅτου εὕρῃ; 9 καὶ εὑροῦσα συγκαλεῖ τὰς φίλας καὶ τὰς γείτονας λέγουσα· συγχάρητέ μοι, ὅτι εὗρον τὴν δραχμὴν ἣν ἀπώλεσα. 10 οὕτω, λέγω ὑμῖν, γίνεται χαρὰ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΕ´ 1 - 10


1 Τὸν ἐπλησίαζαν δὲ εἰς κάθε πόλιν ἢ χωρίον, ποὺ ἐπήγαινεν, ὅλοι οἱ τελῶναι καὶ οἱ ἁμαρτωλοί, ὄχι ἁπλῶς ἐκ περιεργείας διὰ νὰ ἴδουν τὰ θαύματά του, ἀλλ’ ἐξ εἰλικρινοῦς ἐνδιαφέροντος νὰ άκούσουν τὴν διδασκαλίαν του. 2 Καὶ ἐγόγγυζαν μεταξύ των οἱ Φαρισαῖοι καὶ oι γραμματεῖς καὶ ἔλεγαν, ὅτι αὐτὸς δέχεται μὲ πολλὴν συμπάθειαν καὶ οἰκειότητα τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ συντρώγει μὲ αὐτοὺς ἀθετῶν τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων, ποὺ μᾶς ἐδίδαξαν νὰ εἴμεθα εὐπρεπεῖς καὶ νὰ μὴ συναναστρεφώμεθα ὑπόπτου ἠθικῆς πρόσωπα. 3 Ἀντιθέτως ὅμως ὁ Κύριος τοὺς εἶπε τὴν παραβολὴν ταύτην λέγων· 4 Ποῖος ἄνθρωπος ἀπὸ σᾶς, ἐὰν ἔχῃ ἑκατὸν πρόβατα καὶ χάσῃ ἓν ἀπὸ αὐτά, δὲν ἀφίνει τὰ ἐνενήκοντα ἐννέα εἰς τὴν ἐρημία καὶ δὲν πηγαίνει νὰ ἀναζητήσῃ τὸ χαμένο πρόβατον, καὶ δὲν παύει νὰ τὸ ἀναζητῇ ἕως ὅτου τὸ εὔρῃ; 5 Καὶ ὅταν τὸ εὔρῃ, δὲν τὸ κλωτσᾷ οὔτε τὸ σύρει ὀπίσω του, ἀλλὰ κουρασμένον, καθὼς εἶναι, τὸ βάζει μὲ χαρὰν ἐπὶ τῶν ὤμων του. 6 Καὶ ὅταν ἔλθῃ εἰς τὸ σπίτι του, προσκαλεῖ ὅλους μαζὶ τοὺς φίλους καὶ τοὺς γείτονας καὶ τοὺς λέγει· χαρῆτε καὶ σεῖς μαζί μου, διότι ηὗρα τὸ πρόβατόν μου, ποὺ εἶχε χαθῆ. 7 Σᾶς διαβεβαιῶ λοιπόν, ὅτι κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον δι’ ἕνα ἁμαρτωλόν, ποὺ μετανοεῖ, θὰ εἶναι χαρὰ εἰς τὸν οὐρανὸν μεγαλυτέρα καὶ περισσότερον αἰσθητή, παρ’ ὅσον εἶναι αἰσθητή ἡ χαρὰ διὰ τοὺς ἐνενήκοντα ἐννέα δικαίους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν ἀνάγκην μετανοίας. Διατὶ λοιπὸν μὲ κατηγορεῖτε, ἐπειδὴ καταδέχομαι τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ζητῶ τὴν σωτηρίαν των; 8 Ἢ ποία γυναῖκα, ποὺ ἔχει δέκα δραχμάς, ἐὰν χάσῃ μίαν δραχμὴν ἀπὸ αὐτάς, δὲν ἀνάπτει λύχνον ὥστε νὰ φωτίζωνται καλά ὅλα τὰ μέρη καὶ ὅλαι αἱ γωνίαι τοῦ σπιτιοῦ της καὶ δὲν σαρώνει αὐτὸ καὶ δὲν ψάχνει προσεκτικὰ καὶ εἰς αὐτὰ τὰ σαρίδια, ἕως ὅτου εὔρῃ τὴν χαμένην δραχμήν; 9 Καὶ ὅταν τὴν εὔρῃ, καλεῖ ὅλας μαζὶ τὰς φίλας καὶ τὰς γειτόνισσας της καὶ λέγει· χαρῆτε μαζί μου, διότι ηὗρα τὴν δραχμήν, ποὺ ἔχασα. 10 Ὅπως λοιπὸν ἡ γυνὴ χαίρει διὰ τὴν ἀνεύρεσιν τῆς δραχμῆς, ἔτσι σᾶς βεβαιῶ, γίνεται χαρὰ εἰς τοὺς οὐρανοὺς ἐπὶ παρουσίᾳ τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι καὶ συμμετέχουν εἰς τὴν χαρὰν αὐτήν, δι’ ἕνα ἁμαρτωλὸν ποὺ μετανοεῖ.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΕ´ 1 - 10


1 Καθώς επερνούσε τα διάφορα μέρη, τον επλησίαζαν όλοι οι τελώναι και οι αμαρτωλοί με ενδιαφέρον να ακούσουν την διδασκαλίαν του. 2 Οι Φαρισαίοι όμως και οι γραμματείς εγόγγυζαν μεταξύ των λέγοντες, ότι αυτός δέχεται κοντά του με πολλήν συμπάθειαν αμαρτωλούς και μάλιστα τρώγει μαζή των. 3 Είπε δε προς αυτούς την παραβολήν αυτήν. 4 “Ποιός άνθρωπος από σας, εάν έχη εκατόν πρόβατα και χάση ένα από αυτά, δεν αφίνει τα ενενήντα εννέα μόνα των εις ερημικόν μέρος και πηγαίνει εις αναζήτησιν του χαμένου, έως ότου το εύρη; 5 Και αφού το εύρη δεν κτυπά, αλλά το βάζει γεμάτος χαράν επάνω στους ώμους του. 6 Και αφού έλθη στο σπίτι του, προσκαλεί τους φίλους και τους γείτονας και τους λέγει· Χαρήτε και σεις μαζή μου, διότι ευρήκα το χαμένο πρόβατό μου. 7 Σας διαβεβαιώνω, ότι έτσι μεγάλη χαρά θα είναι στον ουρανόν δι' ένα αμαρτωλόν που μετανοεί, περισσότερον κτυπητή από όσον είναι η χαρά δια τους ενενήντα εννέα δικαίους, οι οποίοι δεν έχουν ανάγκην από μετάνοιαν.(Χαίρει ο πανάγαθος Θεός. Χαίρουν τα αγγελικά τάγματα τα οποία όχι μόνον κατ' εντολήν του Θεού, αλλά και από την αγάπην που μας έχουν, ποθούν και εργάζονται ως λειτουργικά πνεύματα να μας οδηγήσουν εις μετάνοιαν και σωτηρίαν). 8 Η ποιά γυναίκα, που έχει δέκα δραχμές, εάν χάση μίαν δραχμήν, δεν ανάπτει τον λυχνάρι και δεν σαρώνει το σπίτι και δεν ψάχνει προσεκτικά με το φως του λυχναριού παντού, έως ότου εύρη την δραχμήν; 9 Και αφού την εύρη καλεί στο σπίτι της όλες τις φίλες και τις γειτόνισες και λέγει· Χαρήτε μαζή μου, διότι ευρήκα την δραχμήν που έχασα. 10 Σας διαβεβαιώνω, ότι γίνεται χαρά μεγάλη εμπρός στους αγγέλους του Θεού και με συμμετοχήν των αγγέλων δι' ένα αμαρτωλόν που μετανοεί”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα