❌
Πέμπτη, 11 Νοεμβρίου 2021

Άγιος Μηνάς «ὁ ἐν τῷ Κοτυαείῳ» ο Μεγαλομάρτυρας, Άγιος Βίκτωρ ο Μεγαλομάρτυρας, Άγιος Βικέντιος ο Διάκονος Ιερομάρτυρας, Όσιος Θεόδωρος ο Ομολογητής ηγούμενος Μονής Στουδίου
Μηνᾶ (+304), Βίκτωρος (β' αἱ.) καὶ Βικεντίου διακόνου (+304) μαρτύρων, Θεοδώρου ὁσ. τοῦ Στουδίτου.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΚΟΛΟΣΣΑΕΙΣ Α´ 24 - 29


24 Νῦν χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ἀνταναπληρῶ τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί μου ὑπὲρ τοῦ σώματος αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἡ ἐκκλησία, 25 ἧς ἐγενόμην ἐγὼ διάκονος κατὰ τὴν οἰκονομίαν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσάν μοι εἰς ὑμᾶς, πληρῶσαι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, 26 τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν, νυνὶ δὲ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, 27 οἷς ἠθέλησεν ὁ Θεὸς γνωρίσαι τίς ὁ πλοῦτος τῆς δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὅς ἐστι Χριστὸς ἐν ὑμῖν, ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης· 28 ὃν ἡμεῖς καταγγέλλομεν νουθετοῦντες πάντα ἄνθρωπον καὶ διδάσκοντες πάντα ἄνθρωπον ἐν πάσῃ σοφίᾳ, ἵνα παραστήσωμεν πάντα ἄνθρωπον τέλειον ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· 29 εἰς ὃ καὶ κοπιῶ ἀγωνιζόμενος κατὰ τὴν ἐνέργειαν αὐτοῦ τὴν ἐνεργουμένην ἐν ἐμοὶ ἐν δυνάμει.

ΠΡΟΣ ΚΟΛΟΣΣΑΕΙΣ Β´ 1 - 1


1 Θέλω γὰρ ὑμᾶς εἰδέναι ἡλίκον ἀγῶνα ἔχω περὶ ὑμῶν καὶ τῶν ἐν Λαοδικείᾳ καὶ ὅσοι οὐχ ἑωράκασι τὸ πρόσωπόν μου ἐν σαρκί,

ΠΡΟΣ ΚΟΛΟΣΣΑΕΙΣ Α´ 24 - 29


24 Καὶ ἡ δρᾶσις μου ὡς Ἀποστόλου ἠμποδίσθη πρὸς τὸ παρόν, διότι εἶμαι φυλακισμένος. Ἀλλὰ τώρα παρὰ τὴν φυλάκισίν μου αὐτὴν χαίρω διὰ τὰ παθήματα, ποὺ ὑποφέρω διὰ τὴν σωτηρίαν σας. Καὶ μὲ τὰ παθήματά μου αὐτὰ ἀναπληρώνω τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ καὶ πάσχω ἑγὼ εἰς τὸ σῶμα μου τὰ ὅσα δὲν ἐπρόφθασε νὰ πάθῃ ὁ Χριστός. Καὶ τὰ ὑποφέρω ὑπὲρ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ Ἐκκλησία. 25 Τῆς Ἐκκλησίας δὲ αὐτῆς ἔγινα ἐγὼ διάκονος καὶ τὴν ὑπηρετῶ μὲ τὸ ὑψηλὸν ἀξίωμα τοῦ οἰκονόμου τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον μου ἐδόθη πρὸς ὠφέλειάν σας. Μοῦ ἐδόθη τὸ ἀξίωμα αὐτό, διὰ νὰ κηρύξω πλήρως καὶ εἰς τὴν ἐντέλειαν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ. 26 Καὶ ὅταν λέγω τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἐννοῶ τὸ εὐαγγέλιον, ποὺ διακηρύττει τὴν σωτήριον βουλὴν τοῦ Θεοῦ τοῦ νὰ σωθοῦν ὅλοι οἰ ἄνθρωποι διὰ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸ σωτήριον αὐτὸ σχέδιον τοῦ Θεοῦ ἦτο κρυμμένον ἀπ’ ἀρχῆς τοῦ χρόνου, καθ’ ὅλους τοὺς αἰῶνας καὶ τὰς γενεάς, ἐφανερώθη δὲ τώρα μὲ τὸ κήρυγμα εἰς τοὺς ἁγίους αὐτοῦ, τοὺς Χριστιανούς. 27 Εἰς αὐτοὺς ἠθέλησεν ὁ Θεὸς νὰ γνωστοποιήση, πόσον μεγάλος εἶναι ὁ ἔνδοξος πλοῦτος τῶν χαρίτων καὶ δωρεῶν τοῦ Θεοῦ, ποὺ φανερώνεται καὶ ἐκχύνεται διὰ τοῦ μυστηρίου αὐτοῦ τῆς σωτηρίας. Καὶ τοῦ μυστηρίου αὐτοῦ ἡ δόξα φαίνεται πολὺ περισσότερον ἐν τῇ σωτηρίᾳ τῶν ἐθνικῶν. Μᾶς ἀπεκαλύφθη δηλαδὴ τώρα ἡ ἄγνωστος πρότερον ἀλήθεια, ὅτι ὁ Χριστός, τὸν ὁποῖον οἱ Ἰουδαῖοι ἐφαντάζοντο ὡς ἀποκλειστικῶς ἰδικόν των, εἶναι μεταξύ σας καὶ ἰδικός σας σωτὴρ καὶ λυτρωτής, διὰ τοῦ ὁποίου ἐλπίζομεν νὰ ἐπιτύχωμεν τὴν αἰωνίαν δόξαν. 28 Τὸν Χριστὸν δὲ αὐτὸν κηρύττομεν ἡμεῖς οἰ Ἀπόστολοι συμβουλεύοντες κάθε ἄνθρωπον καὶ διδάσκοντες κάθε ἄνθρωπον μὲ πᾶσαν σοφίαν καὶ σύνεσιν, διὰ νὰ παρουσιάσωμεν κάθε ἄνθρωπον τέλειον, ὅπως τὸν κάνει ἡ μετὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἕνωσις. 29 Πρὸς τὸν σκοπὸν δὲ αὐτὸν κοπιάζω καὶ ὑποβάλλομαι εἰς ἀγῶνας καὶ θυσίας σύμφωνα μὲ τὴν ἐνέργειαν, ποὺ μὲ δύναμιν καὶ ἀποτελεσματικότητα ἐνεργεῖ δι’ ἐμοῦ ὁ Χριστός.

ΠΡΟΣ ΚΟΛΟΣΣΑΕΙΣ Β´ 1 - 1


1 Σᾶς εἶπα κοπιάζω καὶ ἀγωνίζομαι. Διότι θέλω νὰ γνωρίζετε, πόσον μεγάλον ἀγῶνα, ποίας προσευχὰς καὶ ποίας φροντίδας ἔχω διὰ σᾶς καὶ δι’ ἐκείνους, ποὺ μενοῦν εἲς τὴν Λαοδίκειαν καὶ δι’ ὅσους δὲν ἔχουν ἴδει τὸ πρόσωπόν μου καὶ δὲν μὲ ἐγνώρισαν σωματικῶς,

ΠΡΟΣ ΚΟΛΟΣΣΑΕΙΣ Α´ 24 - 29


24 Τωρα δε φυλακισμένος και δέσμιος χαίρω δια τα παθήματα, που υποφέρω προς χάριν σας και αναπληρώνω όσα δεν επρόφθασε να πάθη δια σας ο Χριστός, τα αναπληρώνω σαν εργάτης του Ευαγγελίου του, που εν μέσω κόπων και κινδύνων και θλίψεων, προσφέρω την σωτηρίαν στους συγχρόνους μου ανθρώπους. Και υφίσταμαι αυτά δια το σώμα του Χριστού, το οποίον είναι η Εκκλησία. 25 Αυτής δε της Εκκλησίας είμαι εγώ διάκονος σύμφωνα με την πνευματικήν διαχείρισιν και ενέργειαν και χάριν του Θεού, η οποία μου εδόθη, δια να εξυπηρετήσω σας και να κηρύξω ανόθευτον και πλήρη τον λόγον του Θεού. 26 Δηλαδή να κηρύξω την βουλήν και απόφασιν του Θεού δια την σωτηρίαν των ανθρώπων, η οποία βουλή και απόφασις ήτο άγνωστος και κρυμμένη από την αρχήν του χρόνου και εις όλους τους αιώνας και από όλας τας γενεάς, και η οποία εφανερώθη τώρα με το κήρυγμα του Ευαγγελίου στους αγίους του Θεού, στους Χριστιανούς. 27 Εις αυτούς ηθέλησεν ο Θεός να γνωστοποιήση ποίος είναι ο αφάνταστος πλούτος της δόξης του μυστηρίου της σωτηρίας των ανθρώπων, όπως μάλιστα φαίνεται εις την σωτηρίαν των εθνικών. Αυτός δε ο προηγουμένως άγνωστος και άπειρος θησαυρός είναι ο σαρκωθείς και σταυρωθείς Χριστός, ο οποίος σαν ιδικός σας Σωτήρ υπάρχει μεταξύ σας και δια του οποίου ελπίζομεν όλοι να αποκτήσωμεν την αιωνίαν δόξαν. 28 Αυτόν δε τον Χριστόν κηρύττομεν ημείς οι Απόστολοι, συμβουλεύοντες κάθε άνθρωπον και διδάσκοντες πάντα άνθρωπον, με κάθε σοφίαν και σύνεσιν, δια να τον καταστήσωμεν και παραστήσωμεν τέλειον δια του Ιησού Χριστού. 29 Προς τούτο δε και κοπιάζω αγωνιζόμενος, σύμφωνα με την χάριν και την δραστηριότητα, η οποία ενεργείται έντος εμού και δι' εμού με την δύναμιν του Χριστού.

ΠΡΟΣ ΚΟΛΟΣΣΑΕΙΣ Β´ 1 - 1


1 Διότι θέλω να μάθετε και σεις πόσον μεγάλον αγώνα έχω δια σας και δια τους Χριστιανούς της Λαοδικείας και δι' όσους δεν έχουν ίδει το πρόσωπόν μου και δεν με εγνώρισαν σωματικώς,

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΓ´ 1 - 9


1 Παρῆσαν δέ τινες ἐν αὐτῷ τῷ καιρῷ ἀπαγγέλλοντες αὐτῷ περὶ τῶν Γαλιλαίων, ὧν τὸ αἷμα Πιλᾶτος ἔμιξε μετὰ τῶν θυσιῶν αὐτῶν. 2 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Δοκεῖτε ὅτι οἱ Γαλιλαῖοι οὗτοι ἁμαρτωλοὶ παρὰ πάντας τοὺς Γαλιλαίους ἐγένοντο, ὅτι τοιαῦτα πεπόνθασιν; 3 οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ’ ἐὰν μὴ μετανοῆτε, πάντες ὡσαύτως ἀπολεῖσθε. 4 ἢ ἐκεῖνοι οἱ δέκα καὶ ὀκτὼ, ἐφ’ οὓς ἔπεσεν ὁ πύργος ἐν τῷ Σιλωὰμ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτούς, δοκεῖτε ὅτι οὗτοι ὀφειλέται ἐγένοντο παρὰ πάντας τοὺς ἀνθρώπους τοὺς κατοικοῦντας ἐν Ἱερουσαλήμ; 5 οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ’ ἐὰν μὴ μετανοήσητε, πάντες ὁμοίως ἀπολεῖσθε. 6 Ἔλεγεν δὲ ταύτην τὴν παραβολήν· Συκῆν εἶχέν τις ἐν τῷ ἀμπελῶνι αὐτοῦ πεφυτευμένην, καὶ ἦλθε ζητῶν καρπὸν ἐν αὐτῇ, καὶ οὐχ εὗρεν. 7 εἶπε δὲ πρὸς τὸν ἀμπελουργόν· ἰδοὺ τρία ἔτη ἔρχομαι ζητῶν καρπὸν ἐν τῇ συκῇ ταύτῃ, καὶ οὐχ εὑρίσκω· ἔκκοψον αὐτήν· ἱνατί καὶ τὴν γῆν καταργεῖ; 8 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· κύριε, ἄφες αὐτὴν καὶ τοῦτο τὸ ἔτος, ἕως ὅτου σκάψω περὶ αὐτὴν καὶ βάλω κόπρια. 9 κἂν μὲν ποιήσῃ καρπὸν· εἰ δὲ μήγε, εἰς τὸ μέλλον ἐκκόψεις αὐτήν.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΓ´ 1 - 9


1 Κατ’ αὐτὴν δὲ τὴν στιγμήν, ποὺ ὡμίλει ὁ Κύριος περὶ τῶν σημείων τῶν καιρῶν, παρουσιάσθησαν μερικοί, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἀνέφεραν διὰ τοὺς Γαλιλαίους, ποὺ ἐσφάγησαν εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἀνέμιξε τὸ αἷμα των ὁ Πιλᾶτος μὲ τὰς θυσίας, τὰς ὁποίας αὐτοὶ κατὰ τὴν ὥραν τῆς σφαγῆς των προσέφεραν. 2 Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε· Νομίζετε, ὅτι οἱ Γαλιλαῖοι οὔτοι ὑπῆρξαν ἁμαρτωλοὶ περισσότερον ἀπὸ ὅλους τοὺς Γαλιλαίους, καὶ δι’ αὐτὸ ἔπαθαν αὐτὰ καὶ ηὗραν ἕνα τόσον οἰκτρὸν τέλος; 3 Ὄχι, σᾶς λέγω. Δὲν ὑπῆρξαν αὐτοὶ οἱ χειρότεροι. Ἀλλὰ ὁ θάνατός των συνέβη καὶ ὡς παράδειγμα σωφρονιστικὸν διὰ σᾶς. Διότι ἐὰν δὲν μετανοήσετε, καὶ σεῖς θὰ χαθῆτε κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον. Διότι θὰ σφαγῆτε ὅλοι ὑπὸ τῶν Ρωμαίων καὶ θὰ καταπατηθῇ ὑπ’ αὐτῶν ἡ Ἱερουσαλήμ, ὁπότε καὶ τὸ αἷμα πολλῶν ἀπὸ σᾶς θὰ ἀναμιχθῇ μὲ τὰς θυσίας σας. 4 Ἢ ἐκεῖνοι οἱ δεκαοκτώ, ἐπὶ τῶν ὁποίων ἔπεσεν ὁ πύργος, ποὺ ἦτο κτισμένος εἰς Σιλωάμ, καὶ τοὺς ἐσκότωσε, νομίζετε, ὅτι αὐτοὶ ἦσαν ἁμαρτωλοὶ καὶ χρεῶσται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ περισσότερον ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ κατοικοῦν εἰς Ἱερουσαλήμ; 5 Ὄχι, σᾶς βεβαιῶ. Δὲν ἦσαν αὐτοὶ οἱ χειρότεροι. Ἀλλ’ ἔπαθον ἐκεῖνοι διὰ νὰ σωφρονισθῆτε σεῖς. Καὶ ἐὰν δὲν δείξετε μετάνοιαν, ὅλοι μὲ τὸν αὐτὸν τρόπον θὰ χαθῆτε, θαπτόμενοι κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια τῆς πρωτευούσης σας. 6 Ἔλεγε δὲ αὐτὴν τὴν παραβολήν· Εἶχε κάποιος μίαν συκῆν φυτευμένην μέσα εἰς τὸ ἀμπέλι του, εἰς ἔδαφος δηλαδὴ συνεχῶς καὶ κατ’ ἔτος καλλιεργούμενον. Καὶ ἦλθε καὶ ἐζήτει καρπὸν εἰς αὐτὴν καὶ δὲν ηὗρε. 7 Εἶπε δὲ πρὸς τὸν ἀμπελουργόν· Ἰδού, ἔρχομαι τρία χρόνια τώρα καὶ ζητῶ καρπὸν εἰς τὴν συκῆν αὐτὴν καὶ δὲν εὑρίσκω. Κόψε την σύρριζα. Διατὶ νὰ πιάνῃ ἄδικα τὸν τόπον καὶ νὰ ἀχρηστεύῃ τὸ μέρος αὐτὸ τῆς γῆς, εἰς τὸ ὁποῖον θὰ ἠδύνατο νὰ φυτευθῇ ἄλλο καρποφόρον δένδρον; 8 Ἐκεῖνος ὅμως ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν εἰς αὐτόν· Κύριε, ἄφησέ την καὶ αὐτὸ τὸ ἔτος, ἕως ὅτου σκάψω γύρω ἀπὸ αὐτὴν καὶ ρίψω εἰς αὐτὴν λιπάσματα. 9 Καὶ ἐὰν μὲν κάμῃ καρπόν, ἔχει καλῶς· τὴν ἀφίνομεν τότε καὶ δὲν τὴν κόπτομεν· ἐὰν ὅμως δὲν κάμῃ καρπόν, τότε θὰ τὴν κόψῃς εἰς μέλλουσαν εὐκαιρίαν. Ἔτσι θὰ συμβῇ καὶ μὲ κάθε ράθυμον καὶ ἀμετανόητον. Ἀναβάλλει μὲν ὁ Θεὸς νὰ τὸν τιμωρήσῃ, ἀναμένων τὴν μετάνοιαν αὐτοῦ, ἀλλ’ ἐὰν τελικῶς ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν ἐπιδείξῃ καρποὺς πνευματικοὺς μετανοίας, ἡ δικαία ὀργὴ τοῦ Θεοῦ θὰ τὸν κτυπήσῃ σκληρά. Τοῦτο δὲ ἐμφανέστερον ἐγένετο καὶ ἐπὶ τῆς Ἰουδαϊκῆς συναγωγῆς, ἡ ὁποία, ἐπειδὴ ἐδείχθη μέχρι τέλους ἀμετανόητος καὶ ἄκαρπος, παρεδόθη εἰς ὄλεθρον.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΓ´ 1 - 9


1 Κατά την ώραν δε που ωμιλούσε ο Κυριος, παρουσιάσθησαν μερικοί και του ανήγγειλαν δια τους Γαλιλαίους, των οποίων το αίμα ο Πιλάτος, όταν με τους στρατιώτας του τους έσφαξε μέσα εις την αυλήν του ναού, το ανέμιξε με τας θυσίας, που εκείνοι προσέφεραν την ώραν αυτήν. 2 Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπε· “εκ του γεγονότος ότι έπαθαν αυτά, βγάζετε σστο συμπέρασμα ότι οι Γαλιλαίοι αυτοί υπήρξαν αμαρτωλοί περισσότερον από όλους τους Γαλιλαίους; 3 Οχι σας λέγω· διότι και οι άλλοι Γαλιλαίοι είναι επίσης αμαρτωλοί. Εάν δε δεν μετανοήσετε και σεις όλοι, κατά τον ίδιο τρόπον θα χαθήτε.(Τα ρωμαϊκά στρατεύματα είναι έτοιμα να ορμήσουν και να σας κατασφάξουν). 4 Η νομίζετε ότι οι δέκα οκτώ, επάνω στους οποίους έπεσε ο πύργος του Σιλωάμ και τους εθανάτωσεν, αυτοί υπήρξαν ενώπιον του Θεού αμαρτωλοί και χρεώσται περισσότερον από όλους τους ανθρώπους, που κατοικούν εις την Ιερουσαλήμ; 5 Οχι σας λέγω· αλλ' έπαθαν εκείνοι, δια να συνέλθετε σεις. Εάν όμως δεν μετανοήσετε, όλοι κατά τον ίδιον τρόπον θα χαθήτε, διότι θα ταφήτε κάτω από τα ερείπια των πόλεών σας”. 6 Ελεγε δε αυτήν την παραβολήν· “κάποιος είχε μια συκιά, φυτευμένη στο αμπέλι του και ήλθε ζητών καρπόν εις αυτήν και δεν ευρήκε. 7 Είπε δε στον αμπελουργόν· Ιδού, τρία χρόνια έρχομαι και ζητώ καρπόν εις την συκιάν αυτήν και δεν ευρίσκω. Κοψε την και ξερρίζωσέ την. Διατί να αχρηστεύη την γην; 8 Εκείνος όμως απεκρίθη και είπε· Κυριε, άφησέ την και τούτο το έτος, έως ότου σκάψω γύρω από αυτήν και ρίψω λίπασμα. 9 Και εάν μεν κάμη καρπόν, την αφίνομεν, εάν όμως δεν κάμη, τότε θα την κόψης στο μέλλον”. (Ο Θεός δεχόμενος παράκλησιν του Υιού του παριμένει την μετάνοιαν του αμαρτωλού και τα καλά του έργα ως πνευματικήν καρποφορίαν. Εάν όμως ο αμαρτωλός μείνη σκληρυμμένος και αμετανόητος, τότε ο Θεός θα τον τιμωρήση. Αυτό συνέβη με τους αμετανοήτους Εβραίους, τους οποίους εσυμβόλιζε η άκαρπος συκή).

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα