❌
Παρασκευή, 15 Οκτωβρίου 2021

Άγιος Λουκιανός ο ιερομάρτυρας Πρεσβύτερος της Εκκλησίας της Αντιοχείας, Όσιος Σαβίνος ο επίσκοπος, Όσιος Βάρσος, Άγιος Ευθύμιος ο Νέος
Λουκιανοῦ πρεσβυτέρου Ἀντιοχείας τῆς μεγάλης (+310). Σαβίνου ὁσίου (+760), Βάρσου ὁμολογητοῦ.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Δ´ 17 - 25


17 Τοῦτο οὖν λέγω καὶ μαρτύρομαι ἐν Κυρίῳ, μηκέτι ὑμᾶς περιπατεῖν καθὼς καὶ τὰ λοιπὰ ἔθνη περιπατεῖ ἐν ματαιότητι τοῦ νοὸς αὐτῶν, 18 ἐσκοτισμένοι τῇ διανοίᾳ, ὄντες ἀπηλλοτριωμένοι τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν ἄγνοιαν τὴν οὖσαν ἐν αὐτοῖς διὰ τὴν πώρωσιν τῆς καρδίας αὐτῶν, 19 οἵτινες, ἀπηλγηκότες, ἑαυτοὺς παρέδωκαν τῇ ἀσελγείᾳ εἰς ἐργασίαν ἀκαθαρσίας πάσης ἐν πλεονεξίᾳ. 20 ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως ἐμάθετε τὸν Χριστόν, 21 εἴγε αὐτὸν ἠκούσατε καὶ ἐν αὐτῷ ἐδιδάχθητε, καθώς ἐστιν ἀλήθεια ἐν τῷ Ἰησοῦ, 22 ἀποθέσθαι ὑμᾶς κατὰ τὴν προτέραν ἀναστροφὴν τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον τὸν φθειρόμενον κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης, 23 ἀνανεοῦσθαι δὲ τῷ πνεύματι τοῦ νοὸς ὑμῶν 24 καὶ ἐνδύσασθαι τὸν καινὸν ἄνθρωπον τὸν κατὰ Θεὸν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ὁσιότητι τῆς ἀληθείας. 25 Διὸ ἀποθέμενοι τὸ ψεῦδος λαλεῖτε ἀλήθειαν ἕκαστος μετὰ τοῦ πλησίον αὐτοῦ· ὅτι ἐσμὲν ἀλλήλων μέλη.

ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Δ´ 17 - 25


17 Τοῦτο λοιπὸν λέγω καὶ διαμαρτύρομαι ὡς ἄνθρωπος συνδεδεμένος μὲ τὸν Κύριον· νὰ μὴ συμπεριφέρεσθε πλέον σεῖς ὅπως συμπεριφέρονται καὶ οἰ ἄλλοι ἐθνικοί, ποὺ βαδίζουν σύμφωνα μὲ τὰς ψευδεῖς καὶ ματαίας ἰδέας τοῦ νοῦ των. 18 Οἱ ἐθνικοὶ αὐτοὶ εἶναι σκοτισμένοι εἰς τὴν διάνοιαν καὶ ἔχουν ἀποξενωθῆ ἀπὸ τὴν ζωήν, τὴν ὁποίαν ζῇ καὶ μεταδίδει εἰς τοὺς ἰδικούς του ὁ Θεός. Αἰτία δὲ τοῦ σκοτισμοῦ αὐτοῦ τῆς διανοίας των καὶ τῆς ἀποξενώσεώς των ἀπὸ τὸν Θεόν εἶναι ἡ ἄγνοια, ἡ ὁποία δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν πώρωσιν καὶ σκλήρυνσιν τῆς καρδίας των. 19 Οὗτοι ἔχουν καταντήσει εἰς ἀναλγησίαν καὶ δὲν αἰσθάνονται καμμίαν τύψιν. Δι’ αὐτὸ δὲ παρέδωκαν τοὺς ἑαυτούς των εἰς τὴν ἀκολασίαν διὰ νὰ ἐργάζωνται ἀχόρταστα καὶ μὲ ὑπερβολὴν κάθε εἶδος ἀκαθαρσίας. 20 Σεῖς ὅμως δὲν ἐδιδάχθητε περὶ τοῦ προσώπου, τοῦ βίου καὶ τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ ἔτσι, ὥστε νὰ θεωρῆτε ἐπιτρεπόμενα τὰ ἔργα αὐτά. 21 Ναί, δὲν ἐμάθατε ἔτσι τὸν Χριστόν, ἐάν, ὅπως ἐλπίζω καὶ εἶμαι βέβαιος, ἠκούσατε τὸ ἀληθινὸν περὶ αὐτοῦ κήρυγμα καὶ ἐὰν ἐνωμένοι διὰ τῆς πίστεως μὲ αὐτὸν ἐδιδάχθητε τὴν ἀλήθειαν, ἡ ὁποία ὑπάρχει ἐν τῷ Ἰησοῦ. 22 Πράγματι ἐδιδάχθητε νὰ ἀποθέσετε ὡς ἄλλο ἔνδυμα ἀκάθαρτον τὸν παλαιὸν τῆς ἁμαρτίας ἄνθρωπον, ὅπως ἐξεδηλώνετο οὗτος εἰς τὴν διαγωγήν, ποὺ ἐδεικνύατε προτοῦ πιστεύσετε καὶ βαπτισθῆτε. Ὁ παλαιὸς αὐτὸς ἄνθρωπος εἶναι αἱ κακαὶ καὶ φαῦλαι τῆς ἁμαρτωλῆς καρδίας ἕξεις, ὁ ἀκάθαρτος βίος, ὁ ὁποῖος ἑξακολουθητικῶς πηγαίνει εἰς τὸ χειρότερον καὶ διαφθείρεται ὁλονὲν ἀπὸ τὰς ἐπιθυμίας, ποὺ προκαλεῖ ἡ ἀπάτη τῆς ἁμαρτίας. 23 Ἐδιδάχθητε ἀκόμη νὰ ξανακαινουργώνεσθε κατὰ τὸ πνευματικὸν καὶ ἐσώτερον βάθος τοῦ νοῦ σας. 24 Καὶ νὰ ἐνδυθῆτε τὸν νέον ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος εἶναι νέα δημιουργία, ἡ ὁποία ἐκτίσθη σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ πολιτεύεσθε μὲ δικαιοσύνην πρὸς τοὺς ἀνθρώπους καὶ μὲ ἀφοσίωσιν καὶ ὁσιότητα ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ μὲ ἀρετάς, ποὺ εἶναι καρπὸς τῆς εὐαγγελικῆς ἀληθείας. 25 Ὀργίζεσθε ὄχι ἀπὸ ἐγωϊσμὸν καὶ ἰδιοτελῆ ἐλατήρια, ἀλλὰ μόνον ἐξ ἁγνοῦ κατὰ Θεόν ζήλου, ὥστε νὰ μὴ ἁμαρτάνετε. Ἐὰν δὲ συμβῇ νὰ παροργισθῆτε μεταξύ σας, σπεύδετε πρὸς συνδιαλλαγήν, ὥστε νὰ μὴ σᾶς προφθάσῃ ἡ δύσις τοῦ ἡλίου, ἀλλὰ νὰ συμφιλιώνεσθε προτοῦ ἔλθῃ ἡ νύκτα.

ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Δ´ 17 - 25


17 Αυτό, λοιπόν, τονίζω και λέγω και διαμαρτύρομαι ενώπιον του Κυρίου, να μη πορεύεσθε και συμπεριφέρεσθε πλέον σεις, όπως ζουν και συμπεριφέρονται οι άλλοι εθνικοί, οι οποίοι πορεύονται σύμφωνα με τας ψευδείς και επιβλαβείς επινοήσστου νου των. 18 Αυτοί είναι σκοτισμένοι κατά την διάνοιαν, αποξενωμένοι από την ζωήν του Θεού εξ αιτίας της αγνοίας, που επικρατεί μεταξύ των, και της πωρώσεως και σκληρύνσεως των καρδιών των. 19 Εχουν δε καταντήσει εις ηθικήν αναλγησίαν, ώστε ούτε τύψεις να δοκιμάζουν ούτε την χάριν του Θεού να αισθάνωνται. Και παρέδωκαν τους ευατούς των εις την αχαλίνωτον και ρυπαράν φιληδονίαν, δια να διαπράττουν κάθε ακαθαρσίαν, χωρίς ποτέ να χορταίνουν. 20 Σεις όμως δεν έχετε διδαχθή και μάθει κατ' αυτόν τον τρόπον τον Χριστόν (δεν έχετε δηλαδή διδαχθή, ότι αυτά τα επιτρέπει ο Χριστός, αλλ' όλως τουναντίον τα αποδοκιμάζει και τα καταδικάζει). 21 Εάν -όπως πιστεύω- έχετε διδαχθή το ορθόν περί αυτού κήρυγμα, το οποίον είναι αυτή αύτη η αλήθεια, που υπάρχει στον Ιησούν· 22 και έχετε πράγματι διδαχθή να αποβάλετε και πετάξετε από επάνω σας τον παλαιόν άνθρωπον της αμαρτίας όπως αυτός είχε υπάρξει και εκδηλωθή εις την προηγουμένην ειδωλολατρικήν ζωήν και συμπεριφοράν σας. Αυτός ο παλαιός άνθρωπος, εξ αιτίας των αμαρτιών και των παθών του, φθείρεται συνεχώς και προχωρεί στον όλεθρον από τας επιθυμίας, που ανάπτει η απατηλή αμαρτία. 23 Εχετε ακόμη διδαχθή να ανανεώνεσθε συνεχώς με τα υγιή πνευματικά φρονήματα του νου σας 24 και να ενδυθήτε τον νέον άνθρωπον, ο οποίος ανεδημιουργήθη και αναγεννήθη σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, δια να ζήτε με δικαιοσύνην και οσιότητα, με αρετάς, τας οποίας εμπνέει η αλήθεια του Ευαγγελίου. 25 Δι' αυτό, αφού πετάξετε από επάνω σας, οριστικώς και αμετακλήτως, το ψέμα, να λαλήτε ο καθένας με τον πλησίον του αλήθειαν, διότι συγκροτούμεν όλοι ένα σώμα και είμεθα μέλη ο ένας του άλλου (πως δε είναι δυνατόν τα μέλη του αυτού σώματος να εξαπατούν και να επιβουλεύωνται το ένα το άλλο;).

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Θ´ 12 - 18


12 Ἡ δὲ ἡμέρα ἤρξατο κλίνειν· προσελθόντες δὲ οἱ δώδεκα εἶπον αὐτῷ· Ἀπόλυσον τὸν ὄχλον, ἵνα πορευθέντες εἰς τὰς κύκλῳ κώμας καὶ τοὺς ἀγροὺς καταλύσωσι καὶ εὕρωσι ἐπισιτισμόν, ὅτι ὧδε ἐν ἐρήμῳ τόπῳ ἐσμέν. 13 εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. οἱ δὲ εἶπον· Οὐκ εἰσὶν ἡμῖν πλεῖον ἢ πέντε ἄρτοι καὶ ἰχθύες δύο, εἰ μήτι πορευθέντες ἡμεῖς ἀγοράσομεν εἰς πάντα τὸν λαὸν τοῦτον βρώματα· 14 ἦσαν γὰρ ὡσεὶ ἄνδρες πεντακισχίλιοι. εἶπε δὲ πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ· Κατακλίνατε αὐτοὺς κλισίας ἀνὰ πεντήκοντα. 15 καὶ ἐποίησαν οὕτω καὶ ἀνέκλιναν ἅπαντας. 16 λαβὼν δὲ τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησεν αὐτοὺς καὶ κατέκλασε, καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς παραθεῖναι τῷ ὄχλῳ. 17 καὶ ἔφαγον καὶ ἐχορτάσθησαν πάντες, καὶ ἤρθη τὸ περισσεῦσαν αὐτοῖς κλασμάτων κόφινοι δώδεκα. 18 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν προσευχόμενον κατὰ μόνας, συνῆσαν αὐτῷ οἱ μαθηταί, καὶ ἐπηρώτησεν αὐτοὺς λέγων· Τίνα με λέγουσιν οἱ ὄχλοι εἶναι;

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Θ´ 12 - 18


12 Ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως ἡ ἡμέρα ἤρχισε νὰ κλίνη πρὸς τὸ βράδυ. Πρόσηλθον δὲ τότε οἱ δώδεκα ἀπόστολοι καὶ τοῦ εἶπαν· Διάλυσε τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, διὰ νὰ ὑπάγουν εἰς τὰ τριγύρω χωριὰ καὶ τὰ χωράφια καὶ εὕρουν καταλύματα, ποὺ θὰ περάσουν τὴν νύκτα, καὶ τρόφιμα διὰ νὰ φάγουν. Διότι ἐδῶ εὑρισκόμεθα εἰς ἔρημον τόπον. 13 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Δώσατέ τους σεῖς νὰ φάγουν. Αὐτοὶ δὲ εἶπαν· Δὲν μᾶς εὑρίσκονται παραπάνω ἀπὸ πέντε ἄρτους καὶ δύο ψάρια, ἐκτὸς ἐὰν ὑπάγωμεν ἡμεῖς καὶ ἠμπορέσωμεν νὰ ἀγοράσωμεν δι΄ ὅλον αὐτὸν τὸν λαὸν τροφάς. 14 Καὶ εἶπαν οἱ μαθηταὶ δι’ ὅλον αὐτὸν τὸν λαόν, διότι εὑρίσκοντο ἐκεῖ περίπου πέντε χιλιάδες ἄνδρες. Εἶπε δὲ ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς μαθητάς του· Βάλετέ τους νὰ καθήσουν κατὰ παρέας ἀπὸ πεντήκοντα ἀνθρώπους ἡ κάθε ὁμάδα. 15 Καὶ ἔκαμαν ἔτσι οἱ ἀπόστολοι καὶ ἔβαλαν ὅλους νὰ καθήσουν 16 Ἀφοῦ δὲ ἐπῆρεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τὰ δύο ψάρια, ἐσήκωσε τὰ μάτια του εἰς τὸν οὐρανὸν διὰ νὰ εὐχαριστήσῃ καὶ ἐπικαλέσθῃ τὸν ἐπουράνιόν του Πατέρα, καὶ εὐλόγησεν αὐτούς. Καὶ μετὰ τὴν εὐλογίαν ἔκοψε τοὺς ἄρτους εἰς κομμάτια καὶ ἔδιδε συνεχῶς εἰς τοὺς μαθητὰς διὰ νὰ τὰ θέτουν ἐμπρὸς εἰς τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ. 17 Καὶ ἔφαγαν καὶ ἐχορτάσθησαν ὅλοι. Καὶ ἐσήκωσαν ἔπειτα ὅ,τι τοὺς ἐπερίσσευσε, δηλαδὴ δώδεκα κοφίνια γεμᾶτα ἀπὸ κομμάτια. 18 Καὶ ἐνῷ προσηύχετο εἰς μέρος μοναχικόν, μακρὰν ἀπὸ τὸ πλῆθος, συνέβη νὰ εἶναι μαζί του οἱ μαθηταὶ καὶ τοὺς ἠρώτησε καὶ εἶπε· Ποῖος νομίζουν τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, ὅτι εἶμαι;

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Θ´ 12 - 18


12 Αλλ' η ημέρα ήρχισε να κλίνη προς την δύσιν. Τον επλησίασαν τότε οι δώδεκα και του είπαν· διάλυσε τα πλήθη του λαού, δια να πάνε εις τα γύρω χωριά και τις αγροτικές κατοικίες να καταλύσουν και να εύρουν τροφάς, δια να φάγουν, διότι εδώ ευρισκόμεθα εις έρημον τόπον”. 13 Είπε δε προς αυτούς ο Ιησούς· “δώστε τους σεις να φάγουν”. Αυτοί δε είπαν· “δεν μας βρίσκονται παρά πάνω από πέντε ψωμιά και δύο ψάρια, εκτός εάν πάμε ημείς και κυττάξωμεν να αγοράσωμε δι' όλον αυτόν τον λαόν τροφάς”. 14 Διότι οι άνδρες μόνον ήσαν περίπου πέντε χιλιάδες. Είπε δε προς τους μαθητάς του ο Κυριος· “βάλτε τους να καθίσουν καθ' ομάδας από πενήντα, πενήντα”. 15 Και έκαμαν έτσι οι μαθηταί και έβαλαν όλους να καθίσουν. 16 Επήρε τότε ο Ιησούς τους πέντε άρτους και τα δύο ψάρια, ύψωσε τα μάτια στον ουρανόν, δια να ευχαριστήση τον Πατέρα, και ευλόγησε τους άρτους. Επειτα τους έκοψε κομμάτια και έδιδε συνεχώς στους μαθητάς, δια να παραθέσουν στον λαόν να φάγη. 17 Και έφαγαν και εχόρτασαν όλοι και εσήκωσαν έπειτα, από ο,τι τους είχε περισσεύσει, δώδεκα κοφίνια γεμάτα. 18 Και ενώ προσηύχετο απομονωμένος από το πλήθος, ήσαν μαζή του οι μαθηταί και τους ηρώτησε, λέγων· “ποίος λένε τα πλήθη ότι είμαι;”

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα