ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Θ´ 7 - 11
7 Ἤκουσε δὲ ὁ τετράρχης Ἡρῴδης ὅλα τὰ θαυμαστά, ποὺ ἐγίνοντο ὑπ’ αὐτοῦ, καὶ εὑρίσκετο εἰς μεγάλην ἀπορίαν, διότι ἐλέγετο ἀπὸ μερικούς, ὅτι ὁ Ἰωάννης ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν καὶ αὐτὸς ἐτέλει τὰ θαύματα.
8 Ἀπὸ μερικοὺς δὲ ἄλλους, ποὺ ἐσύγχυζαν τὸν Ἰησοῦν μὲ τοὺς ἄλλους προφήτας, ἐλέγετο, ὅτι ὁ Ἠλίας, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχεν ἀποθάνει, ἀλλ’ εἶχεν ἀναληφθῇ, ἐνεφανίσθη πάλιν· ἀπὸ ἄλλους δὲ ἐλέγετο, ὅτι κάποιος προφήτης ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς ἀνεστήθη.
9 Καὶ εἶπεν ὁ Ἡρῴδης· τὸν Ἰωάννην τὸν ἀπεκεφάλισα ἐγὼ καὶ ἀπηλλάγην ὁριστικῶς ἀπὸ αὐτόν. Ποῖος ὅμως νὰ εἶναι αὐτός, διὰ τὸν ὁποῖον ἐγὼ ἀκούω, ὅτι ἐνεργεῖ τέτοια παράδοξα ἔργα; Καὶ ἐζήτει νὰ ἴδῃ τὸν Ἰησοῦν.
10 Καὶ ὅταν ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν περιοδείαν των οἱ Ἀπόστολοι, τοῦ διηγήθησαν ὅσα ἔκαμαν. Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἐπῆρε μαζί του, ἀπεσύρθη ἰδιαίτερως μὲ αὐτοὺς εἰς κάποιο μέρος ἔρημον, ποὺ ἦτο πλησίον μιᾶς πόλεως, ἡ ὁποία ἐκαλεῖτο Βηθσαϊδά.
11 Τὰ πλήθη ὅμως τοῦ λαοῦ, μόλις τὸ ἔμαθαν, τὸν ἠκολούθησαν. Καὶ ἐκεῖνος ἀφοῦ τοὺς ἐδέχθη μὲ καλωσύνην, ὡμίλει πρὸς αὐτοὺς περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ ἰάτρευεν ἐκείνους, ποὺ εἶχον ἀνάγκην θεραπείας.