ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Δ´ 38 - 44
38 Ὅταν δὲ ἐξεκίνησεν ἀπὸ τὴν συναγωγήν, ἐμβῆκεν εἰς τὸ σπίτι τοῦ Σίμωνος. Ἡ πενθερὰ δὲ τοῦ Σίμωνος ὑπέφερεν ἀπὸ μεγάλον πυρετόν. Καὶ τὸν παρεκάλεσαν δι’ αὐτήν, νὰ τὴν θεραπεύσῃ.
39 Καὶ ἀφοῦ ἦλθε καὶ ἐστάθη ἀπ’ ἐπάνω της, ἔδωκε διαταγὴν εἰς τὸν πυρετὸν καὶ τὴν ἀφῆκεν. Ἀμέσως δὲ ἐκείνη, μὴ αἰσθανομένη πλέον οὔτε τὴν παραμικρὰν ἑξάντλησιν, ἐσηκώθη καὶ τοὺς ὑπηρέτει.
40 Ὅταν δὲ ὁ ἥλιος εὑρίσκετο εἰς τὴν δύσιν του καὶ εἶχε πλέον περάσει ἡ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ὅλοι ὅσοι εἶχαν ἀρρώστους, ποὺ ἔπασχον ἀπὸ διαφόρους νόσους, τοὺς ἔφερον πρὸς αὐτόν. Αὐτὸς δὲ ἀφοῦ ἔθετεν ἐπάνω εἰς ἕνα ἕκαστον ἀπὸ αὐτοὺς τὰς χεῖρας του, τοὺς ἐθεράπευσεν ὅλους.
41 Ἔβγαιναν δὲ καὶ τὰ δαιμόνια ἀπὸ πολλούς, τὰ ὁποῖα ἐφώναζαν δυνατὰ καὶ ἔλεγαν, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τὰ ἐπέπληττε καὶ δὲν τὰ ἄφινε νὰ ὁμιλοῦν, διότι ἐγνώριζαν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἐμαρτύρουν περὶ τούτου, εἴτε διὰ νὰ φαίνωνται σύμμαχοι καὶ συνεργᾶται του καὶ ὕπουλα νὰ ἐλκύουν τὴν ἐμπιστοσύνην τοῦ κόσμου, εἴτε καὶ διὰ νὰ προκαλέσουν παράκαιρον συναγερμὸν τοῦ λαοῦ ὑπὲρ τοῦ Ἰησοῦ πρὸς βλάβην καὶ ζημίαν τοῦ ἔργου του.
42 Ὅταν δὲ ἔγινεν ἡμέρα, ὁ Ἰησοῦς ἐβγῆκε καὶ ἐπῆγεν εἰς ἔρημον τόπον. Καὶ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ ἔψαχναν νὰ τὸν εὕρουν, καὶ ἦλθαν ἕως ἐκεῖ ποὺ ἦτο. Καὶ προσεπάθουν μὲ παρακλήσεις νὰ τὸν κρατήσουν, ὥστε νὰ μὴ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὴν πόλιν των.
43 Ἀλλ’ αὐτὸς τοὺς εἶπεν, ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ προκαθωρισμένον σχέδιον τοῦ Πατρός μου πρέπει καὶ εἰς ἄλλας πόλεις νὰ κηρύξω τὸ χαρμόσυνον μήνυμα, ὅτι μετ’ ὀλίγον ὁ Θεὸς θεμελιώνει καὶ ἐπὶ τῆς γῆς τὴν βασιλείαν του· διότι δι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔχω ἀποσταλῆ ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, διὰ νὰ κηρύξω ὅχι μόνον εἰς τοὺς κατοίκους τῆς Καπερναούμ, ἀλλ’ εἰς ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας.
44 Καὶ ἐξηκολούθει νὰ κηρύττῃ εἰς τὰς συναγωγὰς τῆς Γαλιλαίας.