❌
Παρασκευή, 17 Σεπτεμβρίου 2021

Αγία Σοφία και οι τρεις θυγατέρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη
Σοφίας καὶ τῶν τριῶν θυγατέρων αὐτῆς Πίστεως, Ἀγάπης καὶ ’Ελπίδος, μαρτύρων (+137).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' ΙΑ´ 5 - 21


5 λογίζομαι γὰρ μηδὲν ὑστερηκέναι τῶν ὑπερλίαν ἀποστόλων. 6 εἰ δὲ καὶ ἰδιώτης τῷ λόγῳ, ἀλλ’ οὐ τῇ γνώσει, ἀλλ’ ἐν παντὶ φανερωθέντες ἐν πᾶσιν εἰς ὑμᾶς. 7 Ἢ ἁμαρτίαν ἐποίησα ἐμαυτὸν ταπεινῶν ἵνα ὑμεῖς ὑψωθῆτε, ὅτι δωρεὰν τὸ τοῦ Θεοῦ εὐαγγέλιον εὐηγγελισάμην ὑμῖν; 8 ἄλλας ἐκκλησίας ἐσύλησα λαβὼν ὀψώνιον πρὸς τὴν ὑμῶν διακονίαν, καὶ παρὼν πρὸς ὑμᾶς καὶ ὑστερηθεὶς οὐ κατενάρκησα οὐδενός· 9 τὸ γὰρ ὑστέρημά μου προσανεπλήρωσαν οἱ ἀδελφοὶ ἐλθόντες ἀπὸ Μακεδονίας· καὶ ἐν παντὶ ἀβαρῆ ὑμῖν ἐμαυτὸν ἐτήρησα καὶ τηρήσω. 10 ἔστιν ἀλήθεια Χριστοῦ ἐν ἐμοὶ ὅτι ἡ καύχησις αὕτη οὐ φραγήσεται εἰς ἐμὲ ἐν τοῖς κλίμασι τῆς Ἀχαΐας. 11 διατί; ὅτι οὐκ ἀγαπῶ ὑμᾶς; ὁ Θεὸς οἶδεν· 12 ὃ δὲ ποιῶ, καὶ ποιήσω, ἵνα ἐκκόψω τὴν ἀφορμὴν, τῶν θελόντων ἀφορμήν, ἵνα ἐν ᾧ καυχῶνται εὑρεθῶσι καθὼς καὶ ἡμεῖς. 13 οἱ γὰρ τοιοῦτοι ψευδαπόστολοι, ἐργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εἰς ἀποστόλους Χριστοῦ. 14 καὶ οὐ θαυμαστὸν· αὐτὸς γὰρ ὁ σατανᾶς μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός. 15 οὐ μέγα οὖν εἰ καὶ οἱ διάκονοι αὐτοῦ μετασχηματίζονται ὡς διάκονοι δικαιοσύνης, ὧν τὸ τέλος ἔσται κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν. 16 Πάλιν λέγω, μή τίς με δόξῃ ἄφρονα εἶναι· εἰ δὲ μή γε, κἂν ὡς ἄφρονα δέξασθέ με, ἵνα κἀγὼ μικρόν τι καυχήσωμαι. 17 ὃ λαλῶ, οὐ λαλῶ κατὰ Κύριον, ἀλλ’ ὡς ἐν ἀφροσύνῃ, ἐν ταύτῃ τῇ ὑποστάσει τῆς καυχήσεως. 18 ἐπεὶ πολλοὶ καυχῶνται κατὰ τὴν σάρκα, κἀγὼ καυχήσομαι. 19 ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων φρόνιμοι ὄντες· 20 ἀνέχεσθε γὰρ εἴ τις ὑμᾶς καταδουλοῖ, εἴ τις κατεσθίει, εἴ τις λαμβάνει, εἴ τις ἐπαίρεται, εἴ τις ὑμᾶς εἰς πρόσωπον δέρει. 21 κατὰ ἀτιμίαν λέγω, ὡς ὅτι ἡμεῖς ἠσθενήσαμεν. ἐν ᾧ δ’ ἄν τις τολμᾷ, ἐν ἀφροσύνῃ λέγω, τολμῶ κἀγώ.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' ΙΑ´ 5 - 21


5 Τώρα ὅμως ποῖος λόγος ὑπάρχει νὰ τὸν ἀνέχεσθε; Κανείς. Διότι φρονῶ, ὅτι ἑγὼ ὁ διδάσκαλος καὶ ἀπόστολός σας δὲν ἔχω ὑστερήσει καὶ ὑπολειφθῇ εἰς τίποτε ἀπὸ τοὺς ἐξαιρετικὰ διακεκριμένους ἀποστόλους. 6 Καὶ ἐὰν δὲ παραδεχθῶ, ὅτι εἶμαι ἄπειρος κατὰ τὸν λόγον καὶ τὸ ὕφος μου στερεῖται γλαφυρότητα καὶ κάλλος, δὲν εἶμαι ὅμως ἄπειρος κατὰ τὴν γνῶσιν, ἀλλ’ εἰς κάθε περίστασιν καὶ διδασκαλίαν καὶ ἐνέργειάν μας ἐφανερώθημεν εἰς τὰς πρὸς σᾶς σχέσεις μας ἴσοι πρὸς τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους. 7 Ἢ μήπως διέπραξα ἁμαρτίαν, ὅταν ἐζήτουν μὲ τὴν ἐργασίαν μου νὰ κερδήσω τὴν συντήρησίν μου καὶ ἐταπείνωσα ἔτσι τὸν ἑαυτόν μου διὰ νὰ ἀπαλλαγῆτε σεῖς ἀπὸ τὴν πλάνην τῆς εἰδωλολατρείας καὶ ὑψωθῆτε πνευματικῶς; Ἡμάρτησα, διότι δωρεὰν σᾶς ἐκήρυξα τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ; 8 Ἄλλας Ἐκκλησίας ἐλαφυραγώγησα καὶ ἐπῆρα ἀπὸ αὐτὰς τὴν συντήρησίν μου διὰ νὰ ὑπηρετήσω σᾶς. Καὶ ὅταν ἤμην παρὼν μεταξύ σας καὶ ἐδοκίμασα στερήσεις, δὲν ἐπεβάρυνα κανένα. 9 Διότι, ὅσα μοῦ ἔλειπαν διὰ τὴν συντήρησίν μου, μοῦ τὰ συνεπλήρωσαν οἱ ἀδελφοί, ὅταν ἦλθαν ἀπὸ τὴν Μακεδονίαν. Καὶ εἰς κάθε τι ἐφυλάχθην νὰ μὴ σᾶς γίνω βάρος καὶ θὰ φυλαχθῶ ἔτσι καὶ εἰς τὸ μέλλον. 10 Ἔχω μέσα μου τὴν ἀλήθειαν τοῦ Χριστοῦ, καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ ἐγγύησιν περὶ τοῦ ὅτι δὲν ψεύδομαι. Σᾶς βεβαιῶ λοιπὸν ὅτι ἡ καύχησίς μου αὐτή, ὅτι δὲν σᾶς ἔγινα βάρος, δὲν θὰ ἀποστομωθῇ, ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἑμέ, εἰς τὰ μέρη τῆς Ἀχαΐας. 11 Διατὶ δὲν θὰ φραχθῇ καὶ δὲν θὰ ἀποστομωθῇ; Μήπως, ἐπειδὴ δὲν σᾶς ἀγαπῶ; Ὁ Θεὸς ἠξεύρει, ὅτι σᾶς ἀγαπῶ. 12 Αὐτὸ δὲ ποὺ κάνω ἕως τώρα ἀποφεύγων νὰ ἐπιβαρύνω ἐκείνους, εἰς τοὺς ὁποίους κηρύττω, θὰ ἑξακολουθήσω νὰ τὸ πράττω. Καὶ θὰ κηρύττω δωρεὰν τὸ εὐαγγέλιον, διὰ νὰ κόψω τελείως τὴν ἀφορμὴν ἐκείνων, ποὺ θέλουν ἀφορμήν, διὰ νὰ ἐξισώνουν εἰς τὰς καυχησιολογίας των τὸν ἑαυτὸν των μὲ ἠμᾶς, ὥστε, ὅταν σᾶς ἐκμεταλλεύωνται, νὰ εὐρεθοῦν, ὅτι εἶναι καθὼς εἴμεθα καὶ ἡμεῖς, διότι θὰ λέγουν, ὅτι καὶ ἡμεῖς λαμβάνομεν ἀπὸ σᾶς. 13 Καὶ θέλω νὰ τοὺς ἀποκλείσω τὸ δικαίωμα νὰ λέγουν, ὅτι εἶναι σὰν καὶ μᾶς, διότι τοῦ εἴδους αὐτοῦ οἱ κήρυκες εἶναι ψευδαπόστολοι, ἐργάται δόλιοι, ποὺ ὑποκριτικὰ παίρνουν τὸ ἐξωτερικὸν σχῆμα καὶ τὴν ἐξωτερικὴν ἐμφάνισιν τῶν Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ. 14 Καὶ δὲν εἶναι παράδοξον αὐτὸ διότι καὶ αὐτὸς ὁ σατανᾶς μεταβάλλεται κατὰ τὸ ἐξωτερικὸν σχῆμα εἰς ἄγγελον φωτός. 15 Δὲν εἶναι λοιπὸν μεγάλο πρᾶγμα, ἐὰν καὶ οἱ ὑπηρέται του ἀλλάζουν σχῆμα καὶ παρουσιάζονται σὰν ὑπηρέται δικαιοσύνης. Τὸ τέλος των ὅμως θὰ εἶναι σύμφωνον πρὸς τὰ ἔργα των. 16 Πάλιν λέγω ἐκεῖνο, ποὺ σᾶς εἶπα προηγουμένως. Δηλαδὴ σᾶς λέγω, μὴ μὲ νομίσῃ κανεὶς ἀπὸ σᾶς, ὅτι εἶμαι ἄφρων καὶ ἀνόητος, ἐπειδὴ θὰ ἐπαινέσω τὸν ἑαυτόν μου. Ἐὰν ὅμως δὲν πείθεσθε, ἔστω ἐκλάβετέ με ὡς ἀνόητον, διὰ νὰ καυχηθῶ καὶ ἐγὼ ὀλίγον τι. 17 Ἐκεῖνο ποὺ θὰ εἴπω ἐπαινῶν τὸν ἑαυτόν μου, δὲν θὰ τὸ εἴπω ὡς δοῦλος ταπεινὸς τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ θὰ τὸ εἴπω σὰν νὰ ἔγινα ἄφρων καὶ ἀνόητος ἀπὸ τὴν πεποίθησίν μου, ὅτι ἔχω καὶ ἑγὼ δικαίωμα νὰ καυχῶμαι. 18 Ἀφοῦ πολλοὶ καυχῶνται διὰ προτερήματα τοῦ ἐξωτερικοῦ των ἀνθρώπου, θὰ καυχηθῶ καὶ ἐγώ. 19 Καὶ θὰ καυχηθῶ, διότι μὲ μεγάλην εὐχαρίστησιν ἀνέχεσθε τοὺς ἄφρονας καὶ ἀνοήτους, μολονότι εἶσθε φρόνιμοι. 20 Καὶ λέγω μὲ μεγάλην εὐχαρίστησιν, διότι ἀνέχεσθε, ἐὰν κανεὶς σᾶς καταδουλώνῃ, ἐὰν κανεὶς σᾶς κατατρώγῃ καὶ σᾶς ἐκμεταλλεύεται, ἐὰν κανεὶς σᾶς συλλαμβάνῃ σὰν τὰ πουλιὰ εἰς τὴν παγίδα, ἐὰν κανεὶς ὑψώνεται δεσποτικῶς ἐπάνω ἀπὸ σᾶς, ἐὰν κανεὶς σᾶς δέρνῃ κατὰ πρόσωπον. 21 Μὲ ἐντροπήν μου τὸ λέγω, σὰν νὰ ὑπήρξαμεν ἡμεῖς ἀσθενεῖς καὶ νὰ μὴ ἠμποροῦσαμεν νὰ σᾶς κάμωμεν, ὅ,τι σᾶς ἔκαμαν ἐκεῖνοι. Μάθετε ὅμως, ὅτι εἰς ὀ,τιδήποτε καὶ ἂν τολμᾷ νὰ καυχηθῇ κανεὶς -διαπράττω ἀφροσύνην ποὺ τὸ λέγω - τολμῶ καὶ ἑγὼ νὰ καυχηθῶ.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' ΙΑ´ 5 - 21


5 Τωρα όμως διατί δίδετε προσοχήν εις αγνώστους και αδοκίμους διδασκάλους; Διατί φρονώ ότι εγώ δεν έχω υπολειφθή καθόλου εις την διδασκαλίαν και στο έργον του Ευαγγελίου (και δεν έχω υπολειφθή καθόλου), ούτε από τους πιο μεγάλους μεταξύ των Αποστόλων. 6 Και αν ακόμη παραδεχθώ, ότι είμαι απλούς, άκομψος, χωρίς ρητορείαν εις την διδασκαλίαν μου, δεν είμαι όμως πτωχός και άπειρος κατά την γνώσιν. Αλλ' εις κάθε περίστασιν, είτε δρων είτε διδάσκων, είτε ενεργών, εφανερώθημεν εις σας (ποίο είμεθα, ότι δηλαδή δεν είμεθα καθόλου κατώτεροι από τους άλλους Αποστόλους). 7 Η μήπως διέπραξα αμαρτίαν κηρύττων το Ευαγγέλιον του Θεού δωρεάν και εταπείνωνα τον εαυτόν μου εργαζόμενος με τα ίδιά μου τα χέρια, δια να υψωθήτε και δοξασθήτε κατά τον Χριστόν; 8 Αλλας Εκκλησίας εγύμνωσα παίρνοντας από αυτάς τα μέσα της συντηρήσεώς μου, δια να εξυπηρετήσω όμως σας αδαπάνως. Και όταν εζούσα μεταξύ σας και ευρέθην εις στέρησιν και στενοχωρίαν, δεν επεβάρυνα κανένα σας. 9 Διότι την στέρησίν μου την ικανοποίησαν και την ανεπλήρωσαν με το παραπάνω οι αδελφοί, όταν ήλθαν από την Μακεδονίαν. Και εις κάθε τι επρόσεξα να μη σας γίνω βάρος και στο μέλλον το ίδιο θα προσέξω. 10 Υπάρχει μέσα μου η αλήθεια του Χριστού και την αλήθειαν σας λέγω πάντοτε. Σας λέγω, λοιπόν, ότι αυτή η καύχησίς μου, που δεν σας έγινα βάρος, δεν θα αποστομωθή και δεν θα ανακοπή ποτέ, όσον εξαρτάται από εμέ, εις τα μέρη της Αχαΐας. 11 Διατί δεν θα αποστομωθή; Μηπως επειδή δεν σας αγαπώ; Ο Θεός ξεύρει πόσον σας αγαπώ. 12 Αυτό δε που κάμνω τώρα, το ότι δηλαδή κηρύττω αδαπάνως το Ευαγγέλιον, θα το κάνω και στο μέλλον, δια να κόψω κάθε αφορμήν εκείνων, που θέλουν να καυχώνται και ζητούν να σας πείσουν ότι ευρίσκονται εις ίσην μοίραν και στο αυτό επίπεδον, που ευρισκόμεθα και ημείς, ισχυριζόμενοι ότι παίρνουν χρήματα από σας, διότι το ίδιον τάχα κάμνομεν και ημείς. 13 Διότι οι τοιούτοι κήρυκες είναι ψευδαπόστολοι, δόλιοι εργάται, οι οποίοι υποκρίνονται και παίρνουν την εξωτερικήν μορφήν, ώστε να φαίνωνται ότι τάχα είναι απόστολοι του Χριστού. 14 Και αυτό βέβαια δεν είναι παράδοξον· διότι και αυτός ο ίδιος ο σατανάς υποκρίνεται και μεταβάλλεται μερικές φορές κατά την εμφάνησιν και συμπεριφοράν εις άγγελον φωτός. 15 Δεν είναι, λοιπόν, μεγάλο πράγμα, εάν και οι υπηρέται του σατανά παρυσιάζωνται υποκριτικά και συμπεριφέρωνται σαν να είναι υπηρέται δικαιοσύνης. Το κατάντημα όμως και το τέλος αυτών θα είναι ανάλογον προς τα πονηρά των έργα. 16 Παλιν λέγω και επανσαλαμβάνω, ας μη με νομίση κανείς απερίσκεπτον και άκριτον. Ει δ' άλλως και αν με θεωρήσετε ως απερίσκεπτον, θεωρήσατέ με επί τέλους, δια να καυχηθώ και εγώ ολίγον. 17 Αυτό που θα σας πω δια τον εαυτόν μου δεν το λέγω σύμφωνα με την εντολήν του Κυρίου, (ο οποίος διέταξε, ότι και αν τηρήσωμεν όλα όσα είπε, πρέπει πάλιν να λέγωμεν ότι είμεθα άχρηστοι δούλοι). Αλλά θα σας ομιλήσω σαν να παραλογίζωμαι, με την βεβαιότητα όμως ότι εις την πραγματικότητα έχω και εγώ λόγους να καυχώμαι. 18 Αφού άλλωστε πολλοί καυχώνται δια τα σωματικά και κοσμικά προσόντα των, θα καυχηθώ και εγώ. 19 Διότι γνωρίζω άλλωστε, ότι ευχαρίστως ανέχεσθε σστους άφρονας να καυχώνται, αν και είσθε συνετοί και φρόνιμοι. 20 Και ανέχεσθε πράγματι, εάν κανείς σας υποδουλώνη και σας κάμνη όργανα του, εάν κανείς κατατρώγη τα αγαθά σας, εάν κανείς σας παγιδεύη και σας τυλίγη εις τα σχέδιά του, εάν κανείς αλαζονεύεται απέναντί σας και σ*ς θέτη εις κατωτέραν μοίραν, εάν κανείς σας δέρνη στο πρόσωπον. 21 Προς εντροπήν και ταπείνωσίν μου το λέγω, σαν να υπήρξαμεν ημείς ασθενείς και αδύνατοι μεταξύ σας, και δεν μπορούσαμε τάχα να κάμωμεν όσα οι ψευδαπόστολοι σας έκαμαν. Σας λέγω όμως τούτο· εις οτιδήποτε τολμά να καυχηθή κανείς τολμώ και εγώ-με αφροσύνην το λέγω αυτό.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Δ´ 1 - 9


1 Καὶ πάλιν ἤρξατο διδάσκειν παρὰ τὴν θάλασσαν· καὶ συνήχθη πρὸς αὐτὸν ὄχλος πολύς, ὥστε αὐτὸν ἐμβάντα εἰς τὸ πλοῖον καθῆσθαι ἐν τῇ θαλάσσῃ· καὶ πᾶς ὁ ὄχλος πρὸς τὴν θάλασσαν ἐπὶ τῆς γῆς ἦσαν. 2 καὶ ἐδίδασκεν αὐτοὺς ἐν παραβολαῖς πολλά, καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ἐν τῇ διδαχῇ αὐτοῦ· 3 Ἀκούετε· ἰδοὺ ἐξῆλθεν ὁ σπείρων σπεῖραι. 4 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ σπείρειν ὃ μὲν ἔπεσεν ἐπὶ τὴν ὁδόν, καὶ ἦλθον τὰ πετεινὰ καὶ κατέφαγεν αὐτό· 5 καὶ ἄλλο ἔπεσεν ἐπὶ τὸ πετρῶδες, ὅπου οὐκ εἶχε γῆν πολλήν, καὶ εὐθέως ἐξανέτειλε διὰ τὸ μὴ ἔχειν βάθος γῆς, 6 ἡλίου δὲ ἀνατείλαντος ἐκαυματίσθη, καὶ διὰ τὸ μὴ ἔχειν ῥίζαν ἐξηράνθη· 7 καὶ ἄλλο ἔπεσεν εἰς τὰς ἀκάνθας, καὶ ἀνέβησαν αἱ ἄκανθαι καὶ συνέπνιξαν αὐτό, καὶ καρπὸν οὐκ ἔδωκε· 8 καὶ ἄλλο ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν καλήν καὶ ἐδίδου καρπὸν ἀναβαίνοντα καὶ αὐξανόμενα, καὶ ἔφερεν ἓν τριάκοντα καὶ ἓν ἑξήκοντα καὶ ἓν ἑκατόν. 9 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Δ´ 1 - 9


1 Καὶ πάλιν ἤρχισε νὰ διδάσκῃ πλησίον τῆς θαλάσσης. Καὶ ἐμαζεύθη τριγύρω του λαὸς πολύς, ὥστε νὰ ἀναγκασθῇ νὰ ἔμβῃ εἰς τὸ πλοῖον καὶ νὰ καθήσῃ ἐπ’ αὐτοῦ μέσα εἰς τὴν θάλασσαν. Καὶ ὅλος ὁ λαὸς ἦτο εἰς τὴν ξηράν, κοντὰ εἰς τὴν θάλασσαν, 2 Καὶ ἐδίδασκεν αὐτοὺς πολλὰ μὲ παραβολὰς καὶ τοὺς ἔλεγεν εἰς τὴν διδαχήν του· 3 Ἀκούσατε τὴν διήγησιν, ποὺ θὰ σᾶς εἴπω. Ἰδοὺ ἐβγῆκεν εἰς τὸ χωράφι, διὰ νὰ σπείρῃ αὐτὸς ποὺ σπέρνει. Ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ὁ μέγας σπορεὺς τῆς ἀληθείας, διὰ νὰ τὴν σπείρῃ εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων. 4 Καὶ συνέβη, ὅταν ἔσπερνεν, ἄλλο μὲν μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε πλησίον τοῦ δρόμου, ποὺ ἐπερνοῦσεν ἀπὸ τὸ χωράφι, καὶ ἐπειδὴ παρέμεινεν ἐκτεθειμένον εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ἐδάφους, ἦλθον τὰ πετεινὰ καὶ τὸ κατέφαγαν. 5 Ἄλλο δὲ μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσεν εἰς τόπον, ποὺ εἶχεν ὑποκάτω στρῶμα πέτρινον καὶ δὲν εἶχε χῶμα πολύ. Καὶ ἀμέσως ἐβλάστησε, χωρὶς νὰ ρίξη βαθείας ρίζας, διότι δὲν εἶχε βάθος γῆς, ποὺ τρέφει ρίζας στερεάς. 6 Ὅταν δὲ ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος, ἐκάη ἀπὸ τὴν ζέστην καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχε ρίζαν, ἐξηράνθη. 7 Καὶ ἄλλο μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσεν εἰς τὰ ἀγκάθια. Καὶ ἐβλάστησαν τὰ ἀγκάθια καὶ τὸ ἐκύκλωσαν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη καὶ τὸ ἔπνιξαν καὶ δὲν ἔβγαλε καρπόν. 8 Καὶ ἄλλο μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν μαλακὴν καὶ εὔφορον καὶ ἀπέδιδε καρπόν, ποὺ ἐβλάστανε πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ ἐμέστωνε. Καὶ ἔβγαλεν ἀλλοῦ τριακονταπλάσιον καὶ ἀλλοῦ ἑξηκονταπλάσιον καὶ ἀλλοῦ ἑκατονταπλάσιον. 9 Καὶ τοὺς ἔλεγεν· Αὐτὸς ποὺ ἔχει αὐτιὰ πνευματικὰ διὰ νὰ ἀκούῃ καὶ καλὴν διάθεσιν διὰ νὰ δέχεται καὶ ἐγκολπώνεται αὐτὰ ποὺ λέγω, ἂς ἀκούῃ.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Δ´ 1 - 9


1 Και πάλιν ήρχισε να διδάσκη ο Ιησούς εις την παραλίαν. Και εμαζεύθηκε πολύς λαός, δια να τον ακούση, ώστε αυτός ηναγκάσθη να ανεβή στο πλοίον και να καθίση εις αυτό μέσα εις την θάλασσαν. Ολος δε ο λαός ευρίσκετο εις την ξηράν πλησίον της θαλάσσης. 2 Και τους εδίδασκε πολλά με παραβολάς και τους έλεγεν εις την διδασκαλίαν του· 3 “Ακούσατε με προσοχήν. Ιδού εβγήκε ο γεωργός να σπείρη. 4 Και καθώς έσπερνε ένα μέρος του σπόρου έπεσε στον δρόμον και ήλθαν τα πτηνά και τον κατέφαγαν. 5 Και άλλο έπεσεν εις έδαφος πετρώδες, όπου δεν είχε πολύ χώμα και αμέσως εβλάστησε, διότι δεν είχε βάθος γης. 6 Οταν δε ανέτειλε ο ήλιος, εκαψαλίσθηκε από τον καύσωνα και επειδή δεν είχε ρίζαν εξηράθηκε. 7 Και άλλο έπεσεν εις τα αγκάθια· εβλάστησαν δε και εμεγάλωσαν τα αγκάθια, το έπνιξαν ολόγυρα και δεν απέδωσε καρπόν. 8 Και άλλο έπεσεν εις την γην την γόνιμον και απέδιδε καρπόν καθώς εβλάστανε προς τα άνω και εμέστωνε. Και έφερε αλλού τριάντα κόκκους, αλλού εξήντα και αλλού εκατόν”. 9 Και έλεγεν εις αυτούς· “εκείνος που έχει αυτιά να ακούη, ας ακούη”. (Εκείνος που έχει αγαθήν διάθεσιν ας ακούση και ας διδαχθή).

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα