❌
Τετάρτη, 18 Αυγούστου 2021

Άγιοι Φλώρος και Λαύρος, Ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Οσίου Αρσενίου του νέου, εν Πάρω
Φλώρου καὶ Λαύρου μαρτύρων. Λέοντος καὶ Ἑρμοῦ, ανακομιδὴ λειψάνων Ἀρσενίου ὁσίου τοῦ ἐν Πάρῳ (+1877).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' ΙΓ´ 4 - 13


4 Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, 5 οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, 6 οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· 7 πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. 8 Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει. εἴτε δὲ προφητεῖαι, καταργηθήσονται· εἴτε γλῶσσαι, παύσονται· εἴτε γνῶσις, καταργηθήσεται. 9 ἐκ μέρους δὲ γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν· 10 ὅταν δὲ ἔλθῃ τὸ τέλειον, τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται. 11 ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δὲ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τὰ τοῦ νηπίου. 12 βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην. 13 νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' ΙΔ´ 1 - 5


1 Διώκετε τὴν ἀγάπην· ζηλοῦτε δὲ τὰ πνευματικά, μᾶλλον δὲ ἵνα προφητεύητε. 2 ὁ γὰρ λαλῶν γλώσσῃ οὐκ ἀνθρώποις λαλεῖ, ἀλλὰ τῷ Θεῷ· οὐδεὶς γὰρ ἀκούει, πνεύματι δὲ λαλεῖ μυστήρια· 3 ὁ δὲ προφητεύων ἀνθρώποις λαλεῖ οἰκοδομὴν καὶ παράκλησιν καὶ παραμυθίαν. 4 ὁ λαλῶν γλώσσῃ ἑαυτὸν οἰκοδομεῖ, ὁ δὲ προφητεύων ἐκκλησίαν οἰκοδομεῖ. 5 θέλω δὲ πάντας ὑμᾶς λαλεῖν γλώσσαις, μᾶλλον δὲ ἵνα προφητεύητε· μείζων γὰρ ὁ προφητεύων ἢ ὁ λαλῶν γλώσσαις, ἐκτὸς εἰ μὴ διερμηνεύῃ, ἵνα ἡ ἐκκλησία οἰκοδομὴν λάβῃ.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' ΙΓ´ 4 - 13


4 Ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει τὴν ἀγάπην, εἶναι μεγαλόψυχος, ἀνεκτικὸς καὶ μὲ πλατειὰ καρδιά· γίνεται εὐεργετικὸς καὶ ὠφέλιμος· ἡ ἀγάπη δὲν φθονεῖ, ἡ ἀγάπη δὲν ξιππάζεται καὶ δὲν φέρεται μὲ ἀλαζονείαν καὶ προπέτειαν· δὲν φουσκώνει ἀπὸ οἴησιν καὶ ὑπερηφάνειαν· 5 δὲν πράττει τίποτε τὸ ἄσχημον, δὲν ζητεῖ τὰ ἰδικά της συμφέροντα, δὲν ἐρεθίζεται ἀπὸ θυμὸν καὶ ὀργήν, δὲν σκέπτεται ποτὲ κακὸν κατὰ τοῦ πλησίον, οὔτε λογαριάζει τὸ κακὸν ποὺ ἔπαθε ἀπὸ αὐτόν. 6 Δὲν χαίρει, ὅταν βλέπῃ νὰ γίνεται κάτι ἄδικον, χαίρει δὲ ὅταν βλέπῃ τὴν ἀλήθειαν νὰ ἐπικρατῇ. 7 Σκεπάζει ὅλας τὰς ἐλλείψεις τοῦ πλησίον καὶ δὲν τὸν διαπομπεύει δι’ αὐτάς· σχηματίζει εὐμενῆ πεποίθησιν ὑπὲρ τοῦ ἀγαπωμένου εἰς ὅλα· καὶ ὅταν εὑρίσκεται ἐνώπιον παρεκτροπῶν τοῦ πλησίον ἐλπίζει, ὅτι ἀπὸ ὅλας αὐτὰς θὰ διορθωθῇ οὗτος· εἰς ὅλα δεικνύει ὑπομονὴν διὰ τὸν πλησίον. 8 Ἡ ἀγάπη δὲν ξεπέφτει ποτέ, ἀλλὰ μένει πάντοτε βεβαία καὶ ἰσχυρά, ἀκόμη καὶ μετὰ τὸν θάνατον μας. Εἴτε προφητεῖαι ὑπάρχουν τώρα ὡς χαρίσματα τοῦ Πνεύματος, θὰ καταργηθοῦν· εἴτε χαρίσματα γλωσσῶν ὑπάρχουν, καὶ αὐτὰ θὰ παύσοον· εἴτε γνῶσις ὑπάρχει θὰ καταργηθῇ καὶ αὐτή. 9 Θὰ καταργηθοῦν ὅλα αὐτὰ εἰς τὴν μέλλουσαν ζωήν. Διότι τώρα μερικῶς καὶ ἀτελῶς γνωρίζομεν καὶ μερικῶς προφητεύομεν. Εἰς τὸν βίον αὐτὸν ἡ γνῶσις μας εἶναι περιωρισμένη καὶ οἱ προφῆται μέρος μόνον τῶν μυστηρίων τῆς θείας σοφίας μᾶς ἀποκαλύπτουν. 10 Ὅταν δὲ εἰς τὸν μέλλοντα βίον ἔλθῃ τὸ τέλειον καὶ μᾶς δοθῇ ἡ τελεία γνῶσις, τότε τὸ μερικὸν καὶ ἀτελὲς θὰ καταργηθῇ. 11 Αὐτὸ δὲ ποὺ σᾶς γράφω, θὰ τὸ καταλάβετε καλύτερα μὲ τὸ ἑξῆς παράδειγμα: Ὅταν ἤμην νήπιον, ὡς νήπιον ὡμίλουν, ὡς νήπιον ἐσκεπτόμην, ὡς νήπιον ἔκρινα καὶ ἐσυλλογιζόμην. Ὅταν ὅμως ἔγινα ἄνδρας, κατήργησα πλέον ἐκεῖνα τὰ νηπιώδη. Δὲν ὁμιλῶ πλέον σὰν νήπιον, ἡ σκέψις μου δὲ καὶ ὁ συλλογισμός μου εἶναι τώρα ὥριμα καὶ ἀνδρικά. Κατ’ ἀναλογίαν ἠμπορεῖτε νὰ σχηματίσετε κάποιαν ἰδέαν διὰ τὴν γνῶσιν καὶ τὴν ἄλλην τελειότητα, ποὺ θὰ μᾶς δοθῇ εἰς τὴν ἄλλην ζωήν. 12 Διότι τώρα βλέπομεν σὰν εἰς μεταλλινὸν καθρέπτην θαμπὰ καὶ τόσον ἀτελῶς, ὥστε μᾶς μένουν πολλὰ αἰνίγματα, ποὺ δὲν ἠμποροῦμεν νὰ τὰ ἐξηγήσωμεν. Τότε ὅμως θὰ ἴδωμεν φανερὰ καὶ καθαρά, διότι θὰ ἴδωμεν κατ’ εὐθεῖαν πρόσωπον μὲ πρόσωπον. Τώρα γνωρίζω μόνον ἕνα μέρος τῆς ἀληθείας. Τότε ὅμως θὰ λάβω τόσον τελείαν γνῶσιν, ὅσον τέλεια μὲ ἐγνώριζεν ὁ παντογνώστης Κύριος, ὅταν ἐνεργοῦσε τὴν ἐπιστροφήν μου καὶ μὲ ἐκαλοῦσεν εἰς τὸ ἀποστολικὸν ἀξίωμα. 13 Αὐτὰ θὰ γίνουν εἰς τὴν μέλλουσαν ζωήν. Τώρα δὲ εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν μένουν ἡ πίστις, ἡ ἐλπίς, καὶ ἡ ἀγάπη, αὐτὰ τὰ τρία. Μεγαλύτερα δὲ ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἡ ἀγάπη.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' ΙΔ´ 1 - 5


1 Αφοῦ λοιπὸν τόσον πολὺ ὑπερέχει ἡ ἀγάπη, ἐπιδιώκετε μὲ ἐπιμονὴν νὰ τὴν ἀποκτήσετε. Νὰ ἐπιθυμῆτε δὲ μὲ ζῆλον τὰ πνευματικὰ χαρίσματα, περισσότερον δὲ τὴν ἔμπνευσιν τοῦ προφητικοῦ χαρίσματος, διὰ νὰ διδάσκετε τοὺς πιστούς. 2 Τὸ προφητικὸν χάρισμα εἶναι ἀνώτερον ἀπὸ τὸ χάρισμα τῶν γλωσσῶν, ποὺ πολλοὶ ἀπὸ σᾶς ζηλεύουν νὰ τὸ εἶχαν. Διότι ἐκεῖνος, ποὺ ὁμιλεῖ γλώσσας, δὲν ὁμιλεῖ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ πρὸς τὸν Θεόν. Δὲν ὁμιλεῖ δὲ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, διότι κανεὶς ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἀκούουν, δὲν καταλαβαίνει τὰ λεγόμενα, ἀλλὰ μὲ τὴν ψυχήν του, ποὺ διευθύνεται ἀπὸ τὸ χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λαλεῖ αὐτὸς μυστηριώδεις ἀληθείας. 3 Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ προφητεύει, λέγει πρὸς τοὺς ἀνθρώπους λόγους, οἱ ὁποῖοι στηρίζουν εἰς τὴν πίστιν καὶ προτρέπουν καὶ ἐνισχύουν εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ παρηγοροῦν εἰς τοὺς πειρασμό. 4 Ἐκεῖνος ποὺ λαλεῖ γλῶσσαν, αἰσθάνεται βέβαια τὴν ἐπενέργειαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία θερμαίνει καὶ ἐμπνέει τὸ ἐσωτερικόν του. Ἀλλ’ ἡ ἐπενέργεια αὐτὴ οἰκοδομεῖ μόνον τὸν ἑαυτόν του. Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ προφητεύει καὶ διδάσκει τὰς ἀληθείας τῆς πίστεως, οἰκοδομεῖ ὁλόκληρον σύναξιν πιστῶν. 5 Ἀφοῦ δὲ τὸ θέλετε σεῖς, τὸ θέλω καὶ ἐγὼ νὰ λαλῆτε ὅλοι σας γλώσσας, περισσότερον ὅμως θέλω νὰ προφητεύετε. Διότι ἀνώτερος ἐξ ἐπόψεως τῆς ὠφελείας ποὺ γίνεται εἰς τοὺς ἀδελφούς, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ προφητεύει καὶ διδάσκει, παρὰ ἐκεῖνος ποὺ λαλεῖ γλώσσας, ἐκτὸς ἐὰν ὁ ἴδιος διερμηνεύῃ καὶ ἐξηγῇ τὰ ὅσα λέγει, ὥστε ἡ σύναξις τῶν πιστῶν κατανοοῦσα τὰ λεγάμενα νὰ λάβῃ οἰκοδομὴν καὶ ὠφέλειαν.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' ΙΓ´ 4 - 13


4 Η αγάπη δείχνει μεγαλοψυχίαν και ανεκτικότητα, είναι ευεργετική και εξυπηρετική. Η αγάπη δεν ζηλεύει και δεν φθονεί. Η αγάπη δεν φέρεται με αλαζονείαν και αυθάδειαν, δεν υπερηφανεύεται και δεν ξιππάζεται. 5 Δεν κάμνει ποτέ τίποτε το απρεπές και άκοσμον, δεν ζητεί εγωϊστικώς τα ιδικά της συμφέροντα, δεν εξερεθίζεται εναντίον του άλλου, δεν βάζει ποτέ κακό στον νου της εναντίον του πλησίον και δεν θέλει να ενθυμήται το κακόν που της έχει κάμει ο άλλος. 6 Δεν χαίρει, όταν βλέπη να γίνεται κάτι το άδικον, και αν ακόμη με αυτό εξυπηρετούνται τα συμφέροντά της, χαίρει δε όταν βλέπη να επικρατή η αλήθεια. 7 Σκεπάζει και υποφέρει και δικαιολογεί όλα τα μειονεκτήματα και τα ελατώματα του πλησίον, διότι δεν θέλει ποτέ τον εξευτελισμόν του. Πιστεύει και δέχεται με εμπιστοσύνην κάθε τι καλόν δια τον πλησίον. Τα πάντα και πάντοτε ελπίζει δια την διόρθωσιν των παρεκτρεπομένων. Εις όλα δεικνύει υπομονήν απέναντι του πλησίον. 8 Η αγάπη δεν ξεπέφτει ποτέ, αλλά μένει σταθερά και αιωνία. Είτε χαρίσματα προφητειών υπάρχουν τώρα θα έλθη καιρός, που θα καταργηθούν και δεν θα είναι πλέον χρήσιμα. Είτε χαρίσματα γλωσσολαλιών υπάρχουν, θα παύσουν και δεν θα έχωμεν πλέον την ανάγκην των είτε η επί μέρους γνώσις και επιστήμη των ανθρώπων, και αυτή θα καταργηθή, ως μικράς πλέον σημασίας. 9 Διότι τώρα στον κόσμον αυτόν μερικώς και ατελώς γνωρίζομεν και μερικώς προφητεύομεν. Εχομεν πολύ πτωχήν και περιωρισμένην γνώσιν. 10 Οταν δε εις την μέλλουσαν ζωήν της αιωνιότητος έλθη το τέλειον και πάρωμεν από τον Θεόν την τελείαν γνώσιν, τότε το επί μέρους και περιωρισμένον καταργείται. (Τωρα είμεθα σαν νήπια ως προς την γνώσιν, τότε θα είμεθα ώριμοι και προωδευμένοι σαν άνδρες). 11 Οταν ήμουν νήπιον, σαν νήπιον ωμιλούσα· είχα φρονήματα και σκέψεις νηπίου και σαν νήπιον εσυλλογιζόμουν και έκρινα. Οταν όμως έγινα άνδρας, κατήργησα και αφήκα πλέον τας νηπιώδεις γνώσεις και τον νηπιώδη τρόπον του σκέπτεσθαι. (Εις την παρούσαν ζωήν έχομεν την ατελή και ανανάπτυκτον διάνοιαν και γνώσιν του νηπίου). 12 Διότι τώρα βλέπομεν σαν μέσα σε μεταλλινόν θαμπόν καθρέπτην θαμπά και ακαθόριστα, ώστε να μας μένουν πολλά ασαφή και σκοτεινά, άλυτα προβλήματα και απορίαι, τότε όμως θα ίδωμεν πρόσωπον προς πρόσωπον, φανερά και καθαρά. Τωρα γνωρίζω ένα μέρος της αληθείας, τότε όμως θα αποκτήσω τελείαν επίγνωσιν, θα λάβω τόσον καθαράν και τελείαν γνώσιν, όσον πλήρως και τελείως με έχει γνωρίσει και με ωδήγησεν στον δρόμον της σωτηρίας ο παντογνώστης Θεός. 13 Εις δε την παρούσαν ζωήν, μένει η πίστις, η ελπίς και η αγάπη, τα τρία αυτά, μεγαλύτερα δε μεταξύ αυτών είναι η αγάπη.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' ΙΔ´ 1 - 5


1 Λοιπόν, αγωνίζεσθε, με επιμονήν να αποκτήσετε την αγάπην. Να επιθυμήτε με φλογερόν ζήλον τα πνευματικά χαρίσματα· περισσότερον δε από κάθε άλλον το χάρισμα και την ικανότητα να εξαγγέλλετε το θέλημα και την βουλήν του Θεού στους πιστούς. 2 Διότι εκείνος που ομιλεί ξένας γλώσσας, δεν ομιλεί προς τους ανθρώπους, αφού ως ξενόγλωσσον δεν τον εννοούν, αλλ' ομιλεί προς τον Θεόν· διότι κανείς δεν τον ακούει με ενδιαφέρον, αφού δεν τον καταλαβαίνει, εφ' όσον αυτός με το πνεύμα του, που έχει βέβαια τον φωτισμόν και την χάριν του Αγίου Πνεύματος, λαλεί αγνώστους και μυστηριώδεις αληθείας. 3 Εκείνος όμως που εξαγγέλει στους ανθρώπους το θέλημα και την βουλήν του Θεού ομιλεί κατά τρόπον ωφέλιμον και οικοδομητικόν και ενθαρρύνει και παρηγορεί τους πιστούς με την διδασκαλίαν του. 4 Εκείνος που ομολεί ξένην γλώσσαν, οικοδομείται βέβαι ο ίδιος από τα νοήματά που του εμπνέει το Πνεύμα το Αγιον. Εκείνος όμως που διδάσκει τας αληθείας της πίστεως, οικοδομεί όλο το πλήθος των πιστών, που τον ακούουν. 5 Και εγώ βέβαια θέλω να ομιλήτε όλοι σας ξένας γλώσσας, αφού τόσον πολύ το επιθυμείτε. Περισσότερον όμως θέλω να έχετε τον πλούτον της γνώσεως του Αγίου Πνεύματος και να εξαγγέλλετε το θέλημα και την βουλήν του Κυρίου. Διότι από απόψεως πνευματικής οικοδομής και εξυπηρετήσεως των πιστών, είναι ανώτερος εκείνος, που διδάσκει, από εκείνον που ομιλεί ξένας γλώσσας, εκτός εάν ο ίδιος εξηγή όσα λέγει, δια να οικοδομηθή εις την αλήθειαν και την αρετήν η Εκκλησία, οι πιστοί.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κ´ 1 - 16


1 Ὁμοία γάρ ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ οἰκοδεσπότῃ, ὅστις ἐξῆλθεν ἅμα πρωῒ μισθώσασθαι ἐργάτας εἰς τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ· 2 καὶ συμφωνήσας μετὰ τῶν ἐργατῶν ἐκ δηναρίου τὴν ἡμέραν ἀπέστειλεν αὐτοὺς εἰς τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ. 3 καὶ ἐξελθὼν περὶ τρίτην ὥραν εἶδεν ἄλλους ἑστῶτας ἐν τῇ ἀγορᾷ ἀργούς, 4 καὶ ἐκείνοις εἶπεν· ὑπάγετε καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν ἀμπελῶνα, καὶ ὃ ἐὰν ᾖ δίκαιον δώσω ὑμῖν. οἱ δὲ ἀπῆλθον. 5 πάλιν ἐξελθὼν περὶ ἕκτην καὶ ἐνάτην ὥραν ἐποίησεν ὡσαύτως. 6 περὶ δὲ τὴν ἑνδεκάτην ἐξελθὼν εὗρεν ἄλλους ἑστῶτας ἀργούς, καὶ λέγει αὐτοῖς· τί ὧδε ἑστήκατε ὅλην τὴν ἡμέραν ἀργοί; 7 λέγουσιν αὐτῷ· ὅτι οὐδεὶς ἡμᾶς ἐμισθώσατο. λέγει αὐτοῖς· ὑπάγετε καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν ἀμπελῶνα, καὶ ὃ ἐὰν ᾖ δίκαιον λήψεσθε. 8 ὀψίας δὲ γενομένης λέγει ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος τῷ ἐπιτρόπῳ αὐτοῦ· κάλεσον τοὺς ἐργάτας καὶ ἀπόδος αὐτοῖς τὸν μισθὸν ἀρξάμενος ἀπὸ τῶν ἐσχάτων ἕως τῶν πρώτων. 9 καὶ ἐλθόντες οἱ περὶ τὴν ἑνδεκάτην ὥραν ἔλαβον ἀνὰ δηνάριον. 10 ἐλθόντες δὲ οἱ πρῶτοι ἐνόμισαν ὅτι πλείονα λήψονται, καὶ ἔλαβον καὶ αὐτοὶ ἀνὰ δηνάριον. 11 λαβόντες δὲ ἐγόγγυζον κατὰ τοῦ οἰκοδεσπότου 12 λέγοντες ὅτι οὗτοι οἱ ἔσχατοι μίαν ὥραν ἐποίησαν, καὶ ἴσους ἡμῖν αὐτοὺς ἐποίησας τοῖς βαστάσασι τὸ βάρος τῆς ἡμέρας καὶ τὸν καύσωνα. 13 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν ἑνὶ αὐτῶν· ἑταῖρε, οὐκ ἀδικῶ σε· οὐχὶ δηναρίου συνεφώνησάς μοι; 14 ἆρον τὸ σὸν καὶ ὕπαγε· θέλω δὲ τούτῳ τῷ ἐσχάτῳ δοῦναι ὡς καὶ σοί. 15 ἢ οὐκ ἔξεστί μοι ποιῆσαι ὃ θέλω ἐν τοῖς ἐμοῖς, εἰ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρός ἐστιν ὅτι ἐγὼ ἀγαθός εἰμι; 16 Οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γὰρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κ´ 1 - 16


1 Θὰ γίνουν δὲ πολλοὶ ἔσχατοι πρῶτοι, διότι αἱ ἀμοιβαὶ ποὺ θὰ δοθοῦν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον θὰ δοθοῦν, ὁμοιάζουν πρὸς τὰς πληρωμάς, ποὺ ἔκαμεν ἄνθρωπος οἰκοκύρης, ὁ ὁποῖος ἐβγῆκε γρήγορα τὸ πρωῒ διὰ νὰ μισθώσῃ ἐργάτας διὰ τὸ ἀμπέλι του. 2 Καὶ ἀφοῦ ἐσυμφώνησε μὲ τοὺς ἐργάτας ἀπὸ ἕνα δηνάριον ὡς ἡμερομίσθιον, τοὺς ἔστειλεν εἰς τὸ ἀμπέλι του. 3 Καὶ ὅταν ἐβγῆκεν εἰς τὴν ἀγορὰν κατὰ τάς ἐννέα τὸ πρωΐ, εἶδεν ἄλλους ἐργάτας νὰ στέκωνται ἐκεῖ χωρὶς ἐργασίαν· 4 καὶ εἶπεν εἰς ἐκείνους· Πηγαίνετε καὶ σεῖς εἰς τὸ ἀμπέλι μου, καὶ ὅ,τι εἶναι δίκαιον, θὰ σᾶς δώσω.Καὶ ἐκεῖνοι ἐπῆγαν. 5 Πάλιν δὲ ἐβγῆκε κατὰ τὰς δώδεκα καὶ κατὰ τάς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα καὶ ἔκαμε τὸ ἴδιο. 6 Ὅταν δὲ ἐβγῆκε καὶ κατὰ τὰς πέντε τὸ ἀπόγευμα, εὗρεν ἄλλους, ποὺ ἐστέκοντο χωρὶς ἐργασίαν καὶ τοὺς λέγει· Διατὶ στέκεσθε ἐδῶ ὅλην τὴν ἡμέραν χωρὶς ἐργασίαν; 7 Λέγουν εἰς αὐτόν· Μένομεν ἄνεργοι, διότι κανεὶς δὲν μᾶς ἐμίσθωσε.Λέγει εἰς αὐτούς· Πηγαίνετε καὶ σεῖς εἰς τὸ ἀμπέλι μου καὶ ὅ,τι εἶναι δίκαιον διὰ τὸν κόπον σας, θὰ τὸ λάβετε. 8 Ὅταν δὲ ἐβράδυασε, λέγει ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἀμπελιοῦ εἰς τὸν ἐπιστάτην του· Κάλεσε τοὺς ἐργάτας καὶ δός τους τὸ ὡρισμένον ἡμερομίσθιον, ἀρχίζων ἀπὸ τοὺς τελευταίους καὶ προχορῶν ἕως τοὺς πρώτους. 9 Καὶ ἀφοῦ ἦλθαν ἐκεῖνοι, ποὺ ἔπιασαν δουλειὰ κατὰ τὰς πέντε τὸ ἀπόγευμα, ἐπῆραν ὁ καθένας τους ἀπὸ ἕνα δηνάριον. 10 Ὅταν δὲ ἦλθαν οἱ πρῶτοι, ποὺ ἔπιασαν δουλειὰ πολὺ πρωῒ ἐνόμισαν, ὅτι θὰ πάρουν περισσότερα.Καὶ ἐπῆραν καὶ αὐτοὶ ἀπὸ ἕνα δηνάριον. 11 Ἀλλ’ ὅταν τὸ ἐπῆραν, παρεπονοῦντο καὶ ἐμουρμούριζαν κατὰ τοῦ νοικοκύρη 12 καὶ ἔλεγαν, ὅτι αὐτοὶ οἱ πιὸ τελευταῖοι μίαν ὥραν ἐργάσθησαν εἰς τὸ ἀμπέλι καὶ τοὺς ἔκαμες ἴσους μὲ ἡμᾶς, ποὺ ἐβαστάσαμεν τὸν βαρὺν κόπον τῆς ἡμέρας καὶ ὅλην τὴν ζέστην. 13 Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν εἰς ἕνα ἀπὸ αὐτούς· Σύντροφε, δὲν σὲ ἀδικῶ.Δὲν συνεφώνησες μαζί μου ἕνα δηνάριον; 14 Πάρε τὸ ἰδικόν σου καὶ πήγαινε.Θέλω δὲ ἐγὼ εἰς αὐτὸν τὸν (πιὸ) τελευταῖον νὰ δώσω ὅσον καὶ εἰς σέ. 15 Ἢ δὲν ἔχω δικαίωμα νὰ κάμω ἐκεῖνο ποὺ θέλω εἰς αὐτά, ποὺ εἶναι ἰδικά μου; Ἢ τὸ μάτι σου εἶναι κακὸ καὶ ζηλεύει, ἐπειδὴ ἐγὼ εἶμαι καλὸς καὶ ἀγαθός, καὶ γίνεται ἀφορμὴ ἡ ἰδική μου καλωσύνη νὰ δείξῃς σὺ τὸν φθόνον σου; 16 Ἔτσι θὰ γίνουν πρῶτοι αὐτοί, ποῦ ἐκλήθησαν τελευταῖοι καὶ ἀργότερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλ’ ἔδειξαν μεγάλον ζῆλον εἰς τὸ ἔργον τοῦ Κυρίου.Καὶ αὐτοὶ ποὺ ἐκλήθησαν ἐνωρίτερον καὶ πρῶτοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλ’ ἐχαλαρώθησαν καὶ ἠμέλησαν, θὰ γίνουν τελευταῖοι. Διότι πολλοὶ εἶναι προσκαλεσμένοι ἀπὸ τὸν Χριστόν, ὀλίγοι ὅμως εἶναι ἐκλεκτοί, δὲν ἐξαρτᾶται δὲ ἡ ἀμοιβή, ποῦ δίδει ὁ Κύριος, ἀπὸ τὸν περισσότερον χρόνον, ποὺ θὰ ἐργασθῇ ὁ καθένας μας, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν μεγαλυτέραν προθυμίαν ποῦ θὰ δείξῃ, πάντοτε δὲ ἡ ἀμοιβὴ αὐτὴ θὰ μᾶς δοθῇ κατὰ τὸ ἔλεος καὶ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κ´ 1 - 16


1 Δια να εννοήσετε δε αυτήν την αλήθειαν, ακούσατε μία παραβολήν. Η βασιλεία των ουρανών είναι ομοία με ένα άνθρωπον νοικοκύρην, ο οποίος πρωί-πρωί εβγήκε να μισθώση εργάτας δια το αμπέλι του. 2 Και αφού εσυμφώνησε με τους εργάτας να τους πληρώνη ως ημερομίσθιον ένα δηνάριον, τους έστειλε στο αμπέλι του. 3 Εβγήκε πάλιν κατά τας εννέα το πρωί εις την αγοράν και είδε άλλους εργάτας να στέκουν εκεί χωρίς εργασίαν και να περιμένουν μήπως τους μισθώση κανείς. 4 Και εις εκείνους είπε· Πηγαίνετε και σεις στο αμπέλι και ο,τι είναι δίκαιον θα σας δώσω. Και εκείνοι επήγαν. 5 Και πάλιν εβγήκε κατά τας δώδεκα και τας τρστο απόγευμα και έκαμε το ίδιο. 6 Οταν δε κατά τας πέντε εβγήκε, ευρήκε και άλλους εργάτας να στέκουν χωρίς εργασίαν και τους λέγει· Διατί στέκεσθε εδώ όλην την ημέραν άνεργοι; 7 Λεγουν προς αυτόν· Διότι κανείς δεν μας εμίσθωσε. Λεγει εις αυτούς· Πηγαίνετε και σεις στο αμπέλι μου και ο,τι είναι δίκαιον θα πάρετε. 8 Οταν δε εβράδιασε, λέγει ο κύριος του αμπελιού στον διαχειριστήν του· Καλεσε τους εργάτας και δώσε τους τον μισθόν, αρχίζοντας από τους τελευταίους και προχωρώντας στους πρώτους. 9 Και όταν ήλθαν αυτοί που έπιασαν δουλειά κατά τας πέντε το απόγευμα, επήρε ο καθένας τους από ένα δηνάριον. 10 Οταν δε ήλθαν οι πρώτοι ενόμισαν ότι θα πάρουν περισσότερα, αλλά επήραν και αυτοί από ένα δηνάριον. 11 Οταν όμως το επήραν, εμουρμούριζαν δυσαρεστημένοι εναντίον του οικοδεσπότου 12 και έλεγαν ότι αυτοί οι τελευταίοι μίαν μόνον ώρα εδούλεψαν και τους επλήρωσες ίσα με ημάς οι οποίοι εβαστάσαμε το ολοήμερον βάρος της εργασίας και όλον τον καύσωνα. 13 Ο οικοδεσπότης απεκρίθη και είπε εις ένα από αυτούς· Φιλε, δεν σε αδικώ· δεν συνεφώνησες μαζή μου ένα δηνάριο ως ημερομίσθιον; 14 Παρε, λοιπόν, αυτό που σου ανήκει και πήγαινε. Θελω δε εις αυτόν τον τελευταίον να δώσω ο,τι έδωσα και εις σε· 15 η μήπως δεν έχω το δικαίωμα να κάνω, ο,τι θέλω εις την ιδικήν μου περιουσίαν. Η εάν το μάτι σου είναι φθονερό και αχόρταστο διότι εγώ είμαι αγαθός, ποίος πταίει; Ασφαλώς η ιδική σου μοχθηρία. 16 Ετσι θα είναι πρώτοι αυτοί που εκλήθησαν τελευταία και ειργάσθησαν με ζήλον και θα είναι τελευταίοι οι πρώτοι, ένεκα του φθόνου και της χαλαρώσεώς των. Διότι πολλοί είναι εκείνοι που έχουν κληθή, ολίγοι όμως είναι οι εκλεκτοί, που θα εργασθούν μέχρι τέλους με φλογεράν επιθυμίαν και θερμόν ζήλον”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα