❌
Σάββατο, 31 Ιουλίου 2021

Όσιος Ευδόκιμος ο Δίκαιος, Άγιος Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας
Εὐδοκίμου δικαίου (θ΄ αἱ), προεόρτια τῆς προόδου τοῦ τιμίου Σταυροῦ.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Θ´ 1 - 6


1 Ἀλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι, συμμαρτυρούσης μοι τῆς συνειδήσεώς μου ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, 2 ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου. 3 ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν κατὰ σάρκα, 4 οἵτινές εἰσιν Ἰσραηλῖται, ὧν ἡ υἱοθεσία καὶ ἡ δόξα καὶ αἱ διαθῆκαι καὶ ἡ νομοθεσία καὶ ἡ λατρεία καὶ αἱ ἐπαγγελίαι, 5 ὧν οἱ πατέρες, καὶ ἐξ ὧν ὁ Χριστὸς τὸ κατὰ σάρκα, ὁ ὢν ἐπὶ πάντων Θεὸς εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν. 6 Οὐχ οἷον δὲ ὅτι ἐκπέπτωκεν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. οὐ γὰρ πάντες οἱ ἐξ Ἰσραήλ, οὗτοι Ἰσραήλ,

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Θ´ 1 - 6


1 Ας ἔλθω τώρα εἰς ἄλλο ζήτημα. Λέγω ἀλήθειαν ὡς ἄνθρωπος, ποὺ ἐγνώρισε τὸν Χριστὸν καὶ εὑρίσκεται εἰς στενὴν σχέσιν μὲ αὐτόν. Δὲν ψεύδομαι. Εἰς τοῦτο δὲ συμμαρτυρεῖ καὶ ἡ συνείδησίς μου φωτιζομένη ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. 2 Σᾶς βεβαιώνω λοιπόν, ὅτι μεγάλη λύπη ὑπάρχει μέσα μου καὶ πόνος συνεχὴς καὶ ἀδιάκοπος εἰς τὸ βάθος τῆς καρδίας μου διὰ τὴν ἀπιστίαν τῶν ὁμοεθνῶν μου Ἰουδαίων. 3 Θὰ ηὐχόμην δὲ ἐγώ, τὸν ὁποῖον τίποτε δὲν θὰ ἠμποροῦσε νὰ χωρίσῃ ἀπὸ τὸν Χριστόν, νὰ χωρισθῶ ἀπὸ αὐτὸν διαπαντός, ἐὰν ἦτο δυνατὸν νὰ γίνῃ αὐτό, χάριν τῶν ἀδελφῶν μου Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι εἶναι συγγενεῖς μου ἐκ σαρκικῆς καταγωγῆς. 4 Λυποῦμαι δέ, διότι ἀπεξενώθησαν ἀπὸ τὴν σωτηρίαν, ποὺ μᾶς ἔφερεν ὁ Μεσσίας, αὐτοί, οι ὁποῖοι εἶναι ἀπόγονοι τοῦ Ἰακώβ, ποὺ ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Θεὸν τὸ τιμητικὸν ὄνομα Ἰσραήλ· αὐτοί, τοὺς ὁποίους υἱοθέτησεν ὁ Θεὸς καὶ ἐνεφανίσθη εἰς αὐτοὺς ἐνδόξως καὶ τοὺς ἔδωκε τὴν Παλαιὰν Διαθήκην, τὴν ὁποίαν ἐπανειλημμένως ἀνενέωσε· τοὺς ἔδωκε δὲ καὶ τὴν νομοθεσίαν καὶ τὴν λατρείαν καὶ τὰς ὑποσχέσεις. 5 Ἐχωρίσθησαν ἀπὸ τὸν Μεσσίαν αὐτοί, τῶν ὁποίων ἐθνικὴ κληρονομία εἶναι οἱ μακαριστοὶ πατέρες, καὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους κατάγεται ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην του φύσιν, ὁ ὁποῖος εἶναι Θεὸς ἐξουσιαστὴς ὅλων, ἄξιος νὰ ὑμνῆται εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν. 6 Τὸ ὅτι ὅμως ἐχωρίσθησαν οἱ Ἰσραηλῖται ἀπὸ τὸν Μεσσίαν καὶ ἐξέπεσαν ἀπὸ τὰς εὐλογίας, ποὺ μᾶς ἔφερε, δὲν ἔχει τέτοιαν σημασίαν, ὁποίαν ἐκ πρώτης ὄψεως θὰ ἐφαντάζετο κανείς. Δὲν σημαίνει δηλαδή, ὅτι ἔχασε τὴν δύναμίν του καὶ διεψεύσθη ὁ λόγος, μὲ τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἐβεβαίωσε τὴν διαθήκην του. Διότι ἀληθινὸς ἰσραηλιτικὸς λαὸς δὲν εἶναι ὅλοι, ὅσοι κατάγονται σαρκικῶς ἀπὸ τὸν Ἰσραήλ.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Θ´ 1 - 6


1 Αλήθειαν σας λέγω, ως άνθρωπος που ομιλεί ενώπιον του Χριστού, δεν ψεύδομαι και έχω μαρτυρούσαν και επιβεβαιώνουσαν την αλήθειαν αυτήν ταύτην την συνείδησίν μου, η οποία φωτίζεται από το Αγιον Πνεύμα. 2 Σας λέγω, λοιπόν, ότι μεγάλη λύπη υπάρχει μέσα μου, συνεχής και ακατάπαυστος πόνος εις την καρδίαν μου, δια την σκληροκαρδίαν και απιστίαν των ομοεθνών μου Εβραίων. 3 Θα ηυχόμην δε να χωρισθώ εγώ ο ίδιος από τον Χριστόν και να γίνω ανάθεμα, εάν ήτο δυνατόν με την καταδίκην μου αυτήν να σωθούν οι κατά σάρκα αδελφοί μου, οι ομοεθνείς μου Ιουδαίοι. 4 Αυτοί που είναι απόγονοι του Ιακώβ, στους οποίους ανήκει η υιοθεσία και η δόξα με τα τόσα θαύματα που έκαμε προς χάριν αυτών ο Θεός· στους οποίους εδόθησαν αι συνθήκαι, που είχε κάμει ο Θεός με τους προγόνους των, και η νομοθεσία και η λατρεία και αι ανεκτίμητοι υποσχέσεις. 5 Αυτοί, των οποίων οι πατέρες και οι πατριάρχαι είναι επίσημοι και ένδοξοι και από τους οποίους κατάγεται, κατά σάρκα, ο Χριστός, ο οποίος είναι Θεός, κύριος και εξουσιαστής όλων, άξιος να υμνήται και να δοξάζεται στους αιώνας. Αμήν. 6 Το γεγονός όμως ότι εξέπεσαν αυτοί από τας ευλογίας, δεν σημαίνει ότι έχει ξεπέσει και διαψευσθή υπό των πραγμάτων ο λόγος του Θεού, διότι αληθινοί Ισραηλίται δεν είναι όλοι όσοι κατάγονται σαρκικώς από τον Ισραήλ,

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Θ´ 18 - 26


18 Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος αὐτοῖς ἰδοὺ ἄρχων εἷς προσελθὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων ὅτι Ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν· ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρά σου ἐπ’ αὐτήν καὶ ζήσεται. 19 καὶ ἐγερθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἠκολούθησεν αὐτῷ καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. 20 Καὶ ἰδοὺ γυνὴ, αἱμορροοῦσα δώδεκα ἔτη, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· 21 ἔλεγεν γὰρ ἐν ἑαυτῇ, Ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι. 22 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐπιστραφεὶς καὶ ἰδὼν αὐτὴν εἶπε· Θάρσει, θύγατερ· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ ἐσώθη ἡ γυνὴ ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης. 23 Καὶ ἐλθὼν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἄρχοντος καὶ ἰδὼν τοὺς αὐλητὰς καὶ τὸν ὄχλον θορυβούμενον λέγει αὐτοῖς· 24 Ἀναχωρεῖτε· οὐ γὰρ ἀπέθανε τὸ κοράσιον ἀλλὰ καθεύδει· καὶ κατεγέλων αὐτοῦ. 25 ὅτε δὲ ἐξεβλήθη ὁ ὄχλος, εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς, καὶ ἠγέρθη τὸ κοράσιον. 26 καὶ ἐξῆλθεν ἡ φήμη αὕτη εἰς ὅλην τὴν γῆν ἐκείνην.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Θ´ 18 - 26


18 Ἐνῷ δὲ τοὺς ἔλεγε ταῦτα ὁ Ἰησοῦς, ἰδοὺ κάποιος ἄρχων τῆς συναγωγῆς, αφοῦ τον πλησίασε, τὸν έπροσκύνει λέγων ὅτι ἡ θυγάτηρ μου πρὸ ὀλίγου ἀπέθανεν· ἀλλ’ ἐλθὲ καὶ βάλε τὴν χεῖρα σου ἐπάνω της καὶ θὰ ζήσῃ. 19 Καὶ ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν τράπεζαν, τὸν ἠκολούθησε, καθὼς καὶ οἱ μαθηταί του. 20 Καὶ ἰδοὺ μία γυναῖκα, ποὺ ἔπασχεν ἀπὸ αἱμορραγίαν ἐπὶ δώδεκα χρόνια, ἐπλησίασεν ἀπ’ ὀπίσω κρυφά, ἐπειδὴ ἐντρέπετο νὰ γίνῃ φανερὸν τὸ νόσημά της, καὶ ἤγγισε τὸ ἄκρον τοῦ ἐξωτερικοῦ του ἐνδύματος. 21 Ἔπραξε δὲ τοῦτο, διότι ἔλεγε μέσα της, καὶ μόνον ἐὰν ἐγγίσω τὸ ἔνδυμά του, θὰ γίνω ὑγιής. 22 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἔστρεψεν ὀπίσω καὶ σὰν τὴν εἶδεν, εἶπεν· Ἔχε θάρρος, κόρη μου· ἡ πίστις καὶ πεποίθησις ποὺ εἶχες, ὅτι θὰ ἐθεραπεύεσο, ἐὰν ἤγγιζες τὸ ἔνδυμά μου, σὲ ἔχει θεραπεύσει.Καὶ ἔγινε τελείως ὑγιὴς ἡ γυναῖκα ἀπὸ τὴν ὥραν ἐκείνην. 23 Καὶ ὅταν ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἄρχοντος καὶ εἶδεν ἐκείνους ποὺ ἔπαιζαν μὲ τὸν αὐλὸν θλιβερὰ μοιρολόγια καὶ τὸ πλῆθος τῶν συγγενῶν καὶ γνωρίμων νὰ δημιουργοῦν μὲ τὸν θρῆνον τους θόρυβον, λέγει εἰς αὐτούς· 24 Φύγετε ἀπ’ ἐδῶ, διότι τὸ κοράσιον δὲν ἀπέθανεν, ἀλλὰ κοιμᾶται.Καὶ ἐκεῖνοι τὸν ἐπεριγελοῦσαν, διότι ἦσαν βέβαιοι ὅτι τὸ κοράσιον ἦτο πεθαμένο. 25 Ὅταν δὲ τὸ πλῆθος ἐβγῆκεν ἔξω, ἐμβῆκεν εἰς τὸ δωμάτιον τῆς νεκρᾶς καὶ ἔπιασε τὸ χέρι της καὶ ἀνεστήθη τὸ κοράσιον. 26 Καὶ διεδόθη ἡ φήμη περὶ τοῦ θαύματος εἰς ὅλην τὴν χώραν ἐκείνην.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Θ´ 18 - 26


18 Ενώ δε έλεγεν αυτά ο Ιησούς, ιδού ένας άρχων της συναγωγής ήλθε προς αυτόν, έσκυψεν έως το έδαφος, τον προσκύνησε με βαθύτατον σεβασμόν και του είπεν ότι “η κόρη μου προ ολίγου απέθανεν, αλλά έλα, βάλε το χέρι σου επάνω εις αυτήν και θα ζήση”. 19 Εσηκώθη ο Ιησούς και τον ηκολούθησε, καθώς και οι μαθηταί του. 20 Και ιδού, καθώς επροχωρούσαν, μία γυναίκα, που έπασχε από αιμορραγίαν δώδεκα έτη, επλησίασε από πίσω και ήγγισε με πίστιν την άκρη από το ένδυμα αυτού. 21 Διότι, έλεγε από μέσα της, και μόνον εάν εγγίσω το ένδυμα αυτού θα σωθώ από την ασθένειάν μου. 22 Ο δε Ιησούς εγύρισε, την είδε και της είπε· “θάρρος, κόρη μου· η πίστις, με την οποίαν ήγγισες το ένδυμά μου, σε έχει σώσει”. Και πράγματι από την ώραν εκείνην εθεραπεύθη η γυναίκα και έγινε τελείως υγιής. 23 Οταν δε ήλθε ο Ιησούς στο σπίτι του άρχοντος και είδε αυτούς, που με τους αυλούς των έπαιζαν πένθιμα και νεκρικά τραγούδια, και τον όχλον να θρηνή και να ολοφύρεται και να δημιουργή θόρυβον, είπε προς αυτούς. 24 “Πηγαίνετε· διότι η μικρή κόρη δεν απέθανε, αλλά κοιμάται”. Και εκείνοι τον περιγελούσαν, διότι ήξευραν πολύ καλά ότι η κόρη είχεν πεθάνει. 25 Οταν δε εδιώχθη ο όχλος έξω από την αίθουσαν, που ευρίσκετο η νεκρά, εισήλθεν ο Ιησούς, επιασε το χέρι της και αμέσως εκείνη ανεστήθη. 26 Και διεδόθη η φήμη περί της αναστάσεως της νεκράς κόρης εις όλην την χώραν εκείνην.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα