❌
Δευτέρα, 26 Ιουλίου 2021

Αγία Παρασκευή η Οσιομάρτυς, Άγιοι Ερμόλαος, Έρμιππος και Ερμοκράτης, Αγία Ωραιοζήλη
Παρασκευῆς ὁσιομάρτυρος (β' αἱ), Ἑρμολάου ἱερομάρτυρος (+305).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Γ´ 23 - 29


23 Πρὸ δὲ τοῦ ἐλθεῖν τὴν πίστιν ὑπὸ νόμον ἐφρουρούμεθα συγκλεκλεισμένοι εἰς τὴν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι. 24 ὥστε ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν, ἵνα ἐκ πίστεως δικαιωθῶμεν· 25 ἐλθούσης δὲ τῆς πίστεως οὐκέτι ὑπὸ παιδαγωγόν ἐσμεν. 26 πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· 27 ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. 28 οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. 29 εἰ δὲ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα τοῦ Ἀβραὰμ σπέρμα ἐστὲ καὶ κατ’ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Δ´ 1 - 5


1 Λέγω δέ, ἐφ’ ὅσον χρόνον ὁ κληρονόμος νήπιός ἐστιν, οὐδὲν διαφέρει δούλου, κύριος πάντων ὤν, 2 ἀλλὰ ὑπὸ ἐπιτρόπους ἐστὶ καὶ οἰκονόμους ἄχρι τῆς προθεσμίας τοῦ πατρός. 3 οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅτε ἦμεν νήπιοι, ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου ἦμεν δεδουλωμένοι· 4 ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, 5 ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Γ´ 23 - 29


23 Προτοῦ δὲ νὰ ἔλθῃ ἡ νέα αὐτὴ κατάστασις, εἰς τὴν ὁποίαν ἰσχύει πλέον ἡ πίστις, ἐφυλαττόμεθα ἀπὸ τὸν νόμον κλεισμένοι καλὰ σὰν εἰς κάποιον φρούριον διὰ νὰ καταφύγωμεν εἰς τὴν πίστιν, ἡ ὁποία ἔμελλεν ἐν καιρῷ νὰ ἀποκαλυφθῇ. 24 Ὥστε ὁ μωσαϊκὸς νόμος ἔγινε παιδαγωγός μας, ὁ ὁποῖος μᾶς προπαρεσκεύαζεν εἰς τὸ νὰ ποθήσωμεν καὶ γνωρίσωμεν τὸν Χριστόν, διὰ νὰ λάβωμεν τὴν δικαίωσιν ἐκ τῆς πρὸς αὐτὸν πίστεως. 25 Ὅταν δὲ ἦλθεν ἡ νέα κατάστασις, εἰς τὴν ὁποίαν ἰσχύει ἡ πίστις, δὲν εἴμεθα πλέον κάτω ἀπὸ τὴν παιδαγωγίαν τοῦ νόμου. 26 Διότι ὅλοι διὰ μέσου τῆς πίστεως εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐγίνατε καὶ εἶσθε υἱοὶ τοῦ Θεοῦ ἐνήλικες, ὥριμοι καὶ χειραφετημένοι. 27 Εἶσθε δὲ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, διότι ὅσοι ἐβαπτίσθητε εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ πιστεύοντες εἰς αὐτὸν ὡς σωτῆρα, ἐνεδύθητε τὸν Χριστὸν καὶ ἠνώθητε μετ’ αὐτοῦ. 28 Δὲν ὑπάρχουν πλέον διαφοραὶ ἐθνικότητος καὶ κοινωνικῆς τάξεως καὶ φύλου. Δὲν ὑπάρχει πλέον διαφορὰ Ἰουδαίου καὶ Ἕλληνος, δὲν ὑπάρχει διάκρισις δούλου καὶ ἐλευθέρου· δὲν ὑπάρχει ἄρσεν καὶ θῆλυ. Διότι ὅλοι σεῖς ἐγίνατε εἷς νέος ἄνθρωπος διὰ τῆς ἑνώσεώς σας μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. 29 Ἐὰν δὲ σεῖς, οἱ ἐξ ἐθνῶν Χριστιανοί, ἀνήκετε εἰς τὸν Χριστόν, ἄρα διὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ὁ εὐλογημένος ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, εἶσθε καὶ σεῖς ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἐπαγγελίαν εἶσθε κληρονόμοι τῆς εὐλογίας.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Δ´ 1 - 5


1 Καὶ διὰ νὰ σᾶς διασαφήσω τὴν ἀλήθειαν αὐτήν, χρησιμοποιῶ ἄλλο ἓν παράδειγμα. Λέγω δὲ τοῦτο: Ἐφ’ ὅσον χρόνον κάθε κληρονόμος εἶναι ἀνήλικος, δὲν διαφέρει εἰς τίποτε ἀπὸ δοῦλον, καίτοι εἶναι κύριος ὅλης τῆς πατρικῆς περιουσίας, τὴν ὁποίαν ἐκληρονόμησε. 2 Καὶ δὲν διαφέρει ἀπὸ δοῦλον, διότι εἶναι μὲν κύριος τῆς πατρικῆς κληρονομίας, ἀλλ’ εἶναι κάτω ἀπὸ ἐπιτρόπους, ποὺ τὸν κηδεμονεύουν, καὶ κάτω ἀπὸ οἰκονόμους ποὺ θὰ διαχειρίζωνται τὴν πατρικὴν περιουσίαν, μέχρι τοῦ χρόνου, τὸν ὁποῖον ὥρισεν ὁ διαθέτης πατήρ. 3 Ἔτσι καὶ ἡμεῖς οἱ Χριστιανοί, ὅταν ἤμεθα εἰς νηπιώδη πνευματικὴν κατάστασιν, ἤμεθα δουλωμένοι κάτω ἀπὸ τὴν στοιχειώδη καὶ ἀνεπαρκῆ θρησκευτικὴν γνῶσιν, ποὺ ἔχει ὁ κόσμος τῶν ἀτελῶν καὶ παχυλῶν ἀνθρώπων. 4 Ὅταν ὅμως συνεπληρώθη ὁ χρόνος, ποὺ εἶχεν ὁρίσει ἡ πανσοφία τοῦ Θεοῦ, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν Υἱόν του εἰς τὸν κόσμον, ὁ ὁποῖος ἔγινεν ἄνθρωπος ἀπὸ γυναῖκα, καὶ συνεμορφώθη πρὸς τὸν μωσαϊκὸν νόμον, 5 διὰ νὰ ἑξαγοράσῃ ἐκείνους, ποὺ ἦσαν ὑπὸ τὴν κατάραν τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, διὰ νὰ λάβωμεν τὴν υἱοθεσίαν, ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς εἶχεν ὑποσχεθῆ.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Γ´ 23 - 29


23 Πριν δε να έλθη η δια της πίστεως λύτρωσις και σωτηρία, όλοι εφρουρούμεθα από τον Νομον, κλεισμένοι και περιμανδρωμένοι, προοριζόμενοι δια την πίστιν, που έμελλε εν καιρώ να αποκαλυφθή. 24 Ωστε ο Νομος έγινε παιδαγωγός μας, ο οποίος μας εξεπαίδευε και μας προπαρασκευάζε να ποθήσωμεν και γνωρίσωμεν τον Χριστόν, ώστε να πάρωμεν την δικαίωσιν από την πίστιν. 25 Από τότε δε που ήλθεν αυτή η πίστις, που ήλθε δηλαδή ο Χριστός, ο οποίος δια της πίστεως εις αυτόν μας δίδει την δικαίωσιν, δεν είμεθα πλέον κάτω από τον παιδαγωγόν, δηλαδή κάτω από τον Νομον. 26 Διότι όλοι είσθε υιοί του Θεού δια της πίστεως στον Ιησούν Χριστόν, 27 επειδή όσοι έχετε βαπτισθή στο όνομα του Χριστού και ομολογείτε έτσι αυτόν Σωτήρα, εφορέσατε τον Χριστόν και ενωθήκατε με αυτόν. 28 Δι' αυτό και εις την νέαν κατάστασιν, εις την βασιλείαν του Χριστού, δεν υπάρχουν διαφραί εθνικότητος, τάξεως και φύλου. Δεν υπάρχει Ιουδαίος ούτε Ελλην, δεν υπάρχει δούλος ούτε ελεύθερος, δεν υπάρχει άρσεν και θύλυ, διότι όλοι σεις είσθε ένας νέος άνθρωπος και νέος οργανισμός, δια μέσου του Ιησού Χριστού. 29 Εάν δε σεις οι εθνικοί, που επιστεύσατε, ανήκετε στον Χριστόν, άρα είσθε πνευματικοί απόγονοι του Αβραάμ και σύμφωνα με την υπόσχεσιν, που ο Θεός έδωσεν εις αυτόν, κληρονόμοι των ευλογιών.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Δ´ 1 - 5


1 Σας λέγω δε και τούτο· ότι όσον χρόνον ο κληρονόμος είναι νήπιος και ανήλικος, δεν διαφέρει τίποτε από τον δούλον, καίτοι είναι κύριος όλης της κληρονομίας. 2 Αλλ' ευρίσκεται πάντοτε κάτω από την κηδεμονίαν και την εξουσίαν των επιτρόπων, που τον εκπροσωπούν, και κάτω από τους οικονόμους, που διαχειρίζονται την κληρονομίαν, μέχρι της προσθεμίας, που έχει ορίσει με την διαθήκην του ο πατήρ. 3 Ετσι και ημείς οι Χριστιανοί, εφ' όσον διαρκούσε η νηπιακή μας ηλικία, από πνευματικής απόψεως, ήμεθα υποδουλωμένοι κάτω από τας στοιχειώδεις διατάξστου μωσαϊκού Νομου και των άλλων θρησκειών, που έχουν οι άνθρωποι της αγνοίας. 4 Οταν δε συνεπληρώθη ο χρόνος και ήλθεν ο κατάλληλος καιρός, που είχεν ορισθή μέσα στο θείον σχέδιον, έστειλεν ο Θεός, από τον ουρανόν εις την γην, τον Υιόν του, ο οποίος έλαβε σάρκα ανθρωπίνην δια μέσου παρθένου γυναικός και υπετάχθη θεληματικά στον μωσαϊκόν Νομον. 5 Και τούτο, δια να εξαγοράση εκείνους που ευρίσκοντο κάτω από την κατάραν του Νομου, δια να πάρωμεν όλοι την υιοθεσίαν, που μας είχεν υποσχεθή ο Θεός.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 24 - 34


24 ἡ δὲ ἐξελθοῦσα εἶπε τῇ μητρὶ αὐτῆς· Τί αἰτήσομαι; ἡ δὲ εἶπε· Τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. 25 καὶ εἰσελθοῦσα εὐθέως μετὰ σπουδῆς πρὸς τὸν βασιλέα ᾐτήσατο λέγουσα· Θέλω ἵνα μοι δῷς ἐξαυτῆς ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. 26 καὶ περίλυπος γενόμενος ὁ βασιλεὺς, διὰ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους οὐκ ἠθέλησεν αὐτὴν ἀθετῆσαι. 27 καὶ εὐθέως ἀποστείλας ὁ βασιλεὺς σπεκουλάτωρα ἐπέταξεν ἐνεχθῆναι τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. 28 ὁ δὲ ἀπελθὼν ἀπεκεφάλισεν αὐτὸν ἐν τῇ φυλακῇ, καὶ ἤνεγκε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι καὶ ἔδωκεν αὐτὴν τῷ κορασίῳ, καὶ τὸ κοράσιον ἔδωκεν αὐτὴν τῇ μητρὶ αὐτῆς. 29 καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἦλθον καὶ ἦραν τὸ πτῶμα αὐτοῦ, καὶ ἔθηκαν αὐτὸ ἐν μνημείῳ. 30 Καὶ συνάγονται οἱ ἀπόστολοι πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ πάντα, καὶ ὅσα ἐποιήσαν καὶ ὅσα ἐδίδαξαν. 31 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Δεῦτε ὑμεῖς αὐτοὶ κατ’ ἰδίαν εἰς ἔρημον τόπον, καὶ ἀναπαύεσθε ὀλίγον· ἦσαν γὰρ οἱ ἐρχόμενοι καὶ οἱ ὑπάγοντες πολλοί, καὶ οὐδὲ φαγεῖν εὐκαίρουν. 32 καὶ ἀπῆλθον εἰς ἔρημον τόπον ἐν πλοίῳ κατ’ ἰδίαν. 33 καὶ εἶδον αὐτοὺς ὑπάγοντας, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτοὺς πολλοί, καὶ πεζῇ ἀπὸ πασῶν τῶν πόλεων συνέδραμον ἐκεῖ καὶ προῆλθον αὐτοὺς καὶ συνῆλθον πρὸς αὐτόν. 34 Καὶ ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς εἶδεν πολὺν ὄχλον καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτοῖς, ὅτι ἦσαν ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα καὶ ἤρξατο διδάσκειν αὐτοὺς πολλά.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 24 - 34


24 Ἐκείνη δὲ ἐβγῆκε καὶ εἶπε εἰς τὴν μητέρα της· Τί νὰ ζητήσω; Αὐτὴ δὲ εἶπε: Ζήτησε τὴν κεφαλὴν τοῦ Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. 25 Καὶ ἐμβῆκεν ἐκείνη ἀμέσως βιαστικὰ εἰς τὸν βασιλέα καὶ ἐζήτησε λέγουσα· θέλω νά μου δώσῃς αὐτὴν τὴν ὥραν καὶ χωρὶς χρονοτριβὴν μέσα εἰς πιάτο τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. 26 Καὶ ὁ βασιλεὺς κατελυπήθη διότι εἶχε βάλει ὅρκους, ἦσαν δὲ παρόντες καὶ αὐτοί, ποὺ ἐκάθηντο μαζί του εἰς τὸ τραπέζι, εἰς τοὺς ὁποίους δὲν ἤθελε νὰ παρουσιασθῇ ψεύτης καὶ ἐπίορκος. Καὶ μολονότι ἐλυπεῖτο πολὺ νὰ θανατώσῃ τὸν Ἰωάννη, δὲν ἠθέλησε νὰ τῆς ἀρνηθῇ καὶ νὰ ἀθετήσῃ τὴν ὑπόσχεσίν του. 27 Καὶ ἀμέσως ὁ βασιλεὺς ἔστειλεν ἕνα στρατιώτην ἀπὸ τοὺς σωματοφύλακάς του μὲ τὴν διαταγὴν νὰ φέρῃ τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἰωάννου. 28 Αὐτὸς δὲ ἐπῆγε καὶ τὸν ἀπεκεφάλισε εἰς τὴν φυλακὴν καὶ ἔφερε μέσα εἰς πιάτο τὴν κεφαλὴν τοῦ Ἰωάννου καὶ τὴν ἔδωκε εἰς τὸ κοράσιον καὶ τὸ κοράσιον τὴν ἔδωκεν εἰς τὴν μητέρα της. 29 Καὶ ὅταν ἤκουσαν τοῦτο οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἰωάννου, ἦλθον καὶ ἐσήκωσαν τὸ λείψανόν του καὶ τὸ ἔβαλαν μέσα εἰς μνημεῖον. 30 Καὶ συναθροίζονται ἀπὸ τὴν περιοδείαν οἱ Ἀπόστολοι πλησίον τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἀνέφεραν εἰς αὐτὸν ὅλα, δηλαδὴ καὶ ὅσα ἔργα καὶ θαύματα ἔκαμαν καὶ ὅσα ἐδίδαξαν. 31 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Ἔλθετε ἰδιαιτέρως μόνοι σας σεῖς εἰς ἔρημον καὶ ἥσυχον τόπον καὶ ξεκουρασθῆτε ἐκεῖ ὀλίγον. Τὸ συνέστησε δὲ τοῦτο, διότι ἦσαν πολλοὶ αὐτοί, ποὺ ἤρχοντο καὶ ἔφευγαν καὶ δὲν εὐκαίρουν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταί του οὔτε νὰ φάγουν. 32 Καὶ ἔφυγαν μὲ τὸ πλοῖον εἰς ἔρημον τόπον μόνοι αὐτοί, χωρὶς νὰ εἶπουν τίποτε εἰς τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ. 33 Καὶ ὅταν ἀνεχώρουν, τοὺς εἶδαν καὶ τοὺς ἀνεγνώρισαν πολλοί. Καὶ ἔτρεξαν μαζὶ ἐκεῖ ἀπὸ ὅλας τὰς τριγύρω πόλεις καὶ ἀφοῦ πεζοὶ διέτρεξαν τὸν γῦρον τῆς λίμνης καὶ διέβησαν τὸν Ἰορδάνην, κατέφθασαν τοὺς μαθητὰς καὶ συνηθροίσθησαν πλησίον τοῦ Ἰησοῦ. 34 Καὶ ὅταν ἐβγῆκεν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὸ μοναχικὸν μέρος ποὺ ἦτο, εἶδε πολὺν λαὸν καὶ τοὺς συνεπάθησε πολύ, διότι ἦσαν ἐγκαταλελειμμένοι καὶ χωρὶς πνευματικὴν καθοδήγησιν, σὰν πρόβατα ποὺ δὲν ἔχουν ποιμένα. Καὶ ἤρχισε νὰ τοὺς διδάσκῃ διὰ πολλῶν.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 24 - 34


24 Εκείνη δε εξελθούσα έτρεξε προς την μητέρα της και την ηρώτησε· “τι να ζητήσω;” Εκείνη δε είπε· “την κεφαλήν του Ιωάννου του Βαπτιστού”. 25 Και εκείνη εισώρμησε αμέσως βιαστικά στον βασιλέα και εζήτησε λέγουσα· “θέλω να μου δώσης αυτήν την στιγμήν την κεφαλήν του Ιωάννου του Βαπτιστού επάνω εις ένα πιάτο”. 26 Και ο βασιλεύς ελυπήθη παρά πολύ, αλλά δια τους όρκους, που είχε κάμει, και δια να μη εκτεθή στους συνδαιτημόνας του ως επίορκος, δεν ηθέλησε να αθετήση την υπόσχεσίν του. 27 Και αμέσως έστειλε ο βασιλεύς δήμιον και διέταξε να φέρη την κεφαλήν του Ιωάννου. 28 Εκείνος δε επήγε, απεκεφάλισε τον Ιωάννην εις την φυλακήν, έφερε την κεφαλήν του μέσα στο πιάτο και την έδωκεν εις την κόρην και η κόρη την έδωκεν εις την μητέρα της. 29 Και όταν ήκουσαν οι μαθηταί του Ιωάννου το θλιβερόν γεγονός, ήλθαν και επήραν το νεκρό σώμα του και το έβαλαν εις μνημείον. 30 Οι Απόστολοι, αφού ετελείωσεν η περιοδεία των, συνεκεντρώθησαν κοντά στον Ιησούν και ανέφεραν εις αυτόν όλα, και όσα έκαμαν και όσα εδίδαξαν. 31 Και είπεν εις αυτούς· εμπρός, πηγαίνετε σεις μόνοι σας ιδιαιτέρως εις ένα ερημικόν τόπον και αναπαυθήτε ολίγον. Και τούτο είπε, διότι ήσαν πολλοί αυτοί που ήρχοντο και έφευγαν,ώστε ο Κυριος με τους μαθητάς του να μη ευκαιρούν ούτε να φάγουν. 32 Και ανεχώρησαν δια θαλάσσης με το πλοίον εις μίαν ερημικήν περιοχήν ιδιαιτέρως. (Και οι εργάται του Ευαγγελίου έχουν να διακόπτουν επ' ολίγον την εργασίαν των, να αποσύρωνται εις έρημα και ήρεμα μέρη προς ανάπαυσιν, προς περισυλλογήν και ανανέωσιν δυνάμεων). 33 Αλλά τους είδαν πολλοί να αναχωρούν και επεσήμαναν τον τόπον, που επήγαν, και πεζή από όλας τας πόλεις έτρεξαν μαζή εκεί, τους επρόλαβαν και συγκεντρώθησαν πλησίον του Ιησού. 34 Και ο Ιησούς, όταν εβγήκε από το ερημικόν μέρος, είδε πολύν λαόν και τους εσπλαγχνίσθηκε, διότι ήσαν σαν πρόβατα που δεν είχαν ποιμένα και ήρχισε να αναπτύσση εις αυτούς πολλάς διδασκαλίας.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα