❌
Δευτέρα, 14 Ιουνίου 2021

Προφήτης Ελισσαίος, Άγιος Μεθόδιος ο ομολογητής Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, Άγιος Κύριλλος Ιερομάρτυρας επίσκοπος Γορτύνης Κρήτης, Όσιος Νήφων ο Αθωνίτης
’Ελισαίου τοῦ προφήτου (900 π.Χ.), Μεθοδίου ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ὁμολογητοῦ (+847), Ἰουστίνου ὁσίου τοῦ Πὀποβιτς (+1979).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΚΑ´ 8 - 14


8 τῇ δὲ ἐπαύριον ἐξελθόντες ἤλθομεν εἰς Καισάρειαν, καὶ εἰσελθόντες εἰς τὸν οἶκον Φιλίππου τοῦ εὐαγγελιστοῦ, ὄντος ἐκ τῶν ἑπτὰ, ἐμείναμεν παρ’ αὐτῷ. 9 τούτῳ δὲ ἦσαν θυγατέρες παρθένοι τέσσαρες προφητεύουσαι. 10 ἐπιμενόντων δὲ ἡμῶν ἡμέρας πλείους κατῆλθέ τις ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας προφήτης ὀνόματι Ἄγαβος, 11 καὶ ἐλθὼν πρὸς ἡμᾶς καὶ ἄρας τὴν ζώνην τοῦ Παύλου, δήσας τε αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας εἶπε· Τάδε λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· τὸν ἄνδρα οὗ ἐστιν ἡ ζώνη αὕτη, οὕτω δήσουσιν εἰς Ἱερουσαλὴμ οἱ Ἰουδαῖοι καὶ παραδώσουσιν εἰς χεῖρας ἐθνῶν. 12 ὡς δὲ ἠκούσαμεν ταῦτα, παρεκαλοῦμεν ἡμεῖς τε καὶ οἱ ἐντόπιοι τοῦ μὴ ἀναβαίνειν αὐτὸν εἰς Ἱερουσαλήμ. 13 ἀπεκρίθη τε ὁ Παῦλος· Τί ποιεῖτε κλαίοντες καὶ συνθρύπτοντές μου τὴν καρδίαν; ἐγὼ γὰρ οὐ μόνον δεθῆναι, ἀλλὰ καὶ ἀποθανεῖν εἰς Ἱερουσαλὴμ ἑτοίμως ἔχω ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. 14 μὴ πειθομένου δὲ αὐτοῦ ἡσυχάσαμεν εἰπόντες· Τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου γινέσθω.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΚΑ´ 8 - 14


8 Τὴν ἄλλην δὲ ἡμέραν ἐφύγαμεν ἀπὸ τὴν Πτολεμαΐδα καὶ ἤλθομεν εἰς τὴν Καισάρειαν, καὶ ἀφοῦ εἰσήλθομεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ εὐαγγελιστοῦ Φιλίππου, ὁ ὁποῖος ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑπτά, ποὺ εἶχαν χειροτονηθῇ βοηθοὶ τῶν Ἀποστόλων εἰς τὰς τραπέζας, ἐμείναμεν πλησίον του. 9 Εἶχε δὲ οὗτος τέσσαρας θυγατέρας παρθένους, αἱ ὁποῖαι ἐπροφήτευον. 10 Ἐνῷ δὲ ἡμεῖς ἐμείναμεν εἰς Καισάρειαν περισσοτέρας ἡμέρας, κατέβη ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν κάποιος προφήτης, ποὺ ἐλέγετο Ἄγαβος. 11 Καὶ ἀφοῦ ἦλθεν οὗτος πρὸς ἐπίσκεψίν μας, ἐπῆρε τὴν ζώνην τοῦ Παύλου καὶ ἔδεσε μὲ αὐτὴν τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας του καὶ εἶπεν· Αὐτὰ λέγει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα: Τὸν ἄνδρα, εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκει η ζώνη αὕτη, θὰ τὸν δέσουν εἰς Ἱερουσαλὴμ οἱ Ἰουδαῖοι ἔτσι, ὅπως εἶμαι τώρα δεμένος ἐγώ, καὶ θὰ τὸν παραδώσουν εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἐθνικῶν Ρωμαίων. 12 Ὅταν δὲ ἠκούσαμεν αὐτά, παρεκαλοῦμεν μὲ δάκρυα καὶ ἡμεῖς καὶ οἱ ἐντόπιοι Καισαρεῖς τὸν Παῦλον νὰ μὴ ἀναβῇ εἰς Ἱερουσαλήμ. 13 Ἀπεκρίθη δὲ τότε ὁ Παῦλος· Διατὶ κλαίετε καὶ μὲ τὰ δάκρυά σας μοῦ συντρίβετε τὴν καρδίαν; Δὲν πρόκειται νὰ ἐπιτύχετε τίποτε μὲ τοὺς κλαυθμούς σας. Διότι ἐγὼ εἶμαι ἔτοιμος ὄχι μόνον νὰ δεθῶ, ἄλλα καὶ νὰ ἀποθάνω εἰς Ἱεροσόλυμα διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. 14 Ἐπειδὴ δὲ ὁ Παῦλος δὲν ἐπείθετο, ἐσιωπήσαμεν καὶ εἰρηνεύσαμεν εἰπόντες· Ἂς γίνῃ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΚΑ´ 8 - 14


8 Την δε άλλην ημέραν ανεχωρήσαμεν και ήλθαμεν εις την Καισάρειαν. Επήγαμεν δε στο σπίτι του Φιλίππου του Ευαγγελιστού, ο οποίος ήτο ένας από τους επτά διακόνους και εμείναμεν πλησίον του. 9 Είχε δε αυτός τέσσαρας θυγατέρας παρθένους, αι οποίαι εδίδασκαν και επροφήτευαν. 10 Ενώ δε ημείς εμέναμεν περισσοτέρας ημέρας εις την Καισάρειαν, κατέβηκε από την Ιουδαίαν ένας προφήτης, ονόματι Αγαβος. 11 Ηλθεν εκεί όπου εμέναμεν, επήρε την ζώνην του Παύλου, έδεσε με αυτήν τα δικά του πόδια και χέρια και είπε· “αυτά λέγει το Πνεύμα το Αγιον· τον άνδρα στον οποίον ανήκει η ζώνη αυτή, έτσι θα τον δέσουν εις την Ιερουσαλήμ οι Ιουδαίοι και θα τον παραδώσουν εις τα χέρια των εθνικών Ρωμαίων”. 12 Ημείς δε και οι εντόπιοι, αμέσως μόλις ηκούσαμεν τα λόγια αυτά, παρακαλούσαμεν με δάκρυα τον Παύλον να μη ανεβή εις Ιερουσαλήμ. 13 Απεκρίθη τότε ο Παύλος· “τι είναι αυτό που κάνετε, κλαίετε και μου κομματιάζετε την καρδιά; Διότι εγώ είμαι έτοιμος δια το όνομα του Κυρίου Ιησού, όχι μόνον να δεθώ, αλλά και να αποθάνω εις την Ιερουσαλήμ”. 14 Επειδή δε ο Παύλος δεν επείθετο εις τας παρακλήσεις μας, ησυχάσαμεν ειπόντες· “ας γίνη το θέλημα του Κυρίου”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Δ´ 22 - 30


22 καὶ πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῖς λόγοις τῆς χάριτος τοῖς ἐκπορευομένοις ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ καὶ ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς Ἰωσὴφ ; 23 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Πάντως ἐρεῖτέ μοι τὴν παραβολὴν ταύτην· ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· ὅσα ἠκούσαμεν γενόμενα ἐν τῇ Καπερναοὺμ, ποίησον καὶ ὧδε ἐν τῇ πατρίδι σου. 24 εἶπε δέ· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς προφήτης δεκτός ἐστιν ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ. 25 ἐπ’ ἀληθείας δὲ λέγω ὑμῖν πολλαὶ χῆραι ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις Ἠλίου ἐν τῷ Ἰσραήλ, ὅτε ἐκλείσθη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ ἔτη τρία καὶ μῆνας ἕξ, ὡς ἐγένετο λιμὸς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν, 26 καὶ πρὸς οὐδεμίαν αὐτῶν ἐπέμφθη Ἠλίας εἰ μὴ εἰς Σαρεπτὰ τῆς Σιδωνίας πρὸς γυναῖκα χήραν. 27 καὶ πολλοὶ λεπροὶ ἦσαν ἐπὶ Ἐλισαίου τοῦ προφήτου ἐν τῷ Ἰσραὴλ, καὶ οὐδεὶς αὐτῶν ἐκαθαρίσθη εἰ μὴ Νεεμὰν ὁ Σύρος. 28 καὶ ἐπλήσθησαν πάντες θυμοῦ ἐν τῇ συναγωγῇ ἀκούοντες ταῦτα, 29 καὶ ἀναστάντες ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω τῆς πόλεως καὶ ἤγαγον αὐτὸν ἕως ὀφρύος τοῦ ὄρους, ἐφ’ οὗ ἡ πόλις αὐτῶν ᾠκοδόμητο, εἰς τὸ κατακρημνίσαι αὐτόν· 30 αὐτὸς δὲ διελθὼν διὰ μέσου αὐτῶν ἐπορεύετο.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Δ´ 22 - 30


22 Καὶ ὅλοι, ὅσοι ἤκουσαν τὴν ἐξήγησιν τῆς προφητείας, ποὺ ἐν συνεχείᾳ ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς, ἔδιδαν μαρτυρίαν περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἐκήρυξε λαμπρῶς καὶ εὑρίσκοντο εἰς ἀπορίαν διὰ τὰ γεμᾶτα θείαν χάριν καὶ γλυκύτητα λόγια, ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ στόμα του. Καὶ ἔλεγαν· Περίεργον! Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ, ποὺ ἕως χθὲς εἰργάζετο σὰν ἕνας ἀπὸ ἡμᾶς; 23 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Ὡρισμένως θὰ μοῦ εἴπητε τὴν παροιμίαν αὐτήν· Ἰατρέ, θεράπευσον τὸν ἑαυτόν σου. Ὑπόσχεσαι νὰ μᾶς ἰατρεύσῃς ἀπὸ τὰς ἀθλιότητἀς μας. Θεράπευσε τὴν ἀσημότητά σου καὶ στήριξε τὴν θέσιν σου καὶ τὸ κῦρος σου πρωτίστως εἰς τὴν πατρίδα σου. Κάμε καὶ ἐδῶ ὅσα θαύματα ἠκούσαμεν, ὅτι ἔγιναν ἀπὸ σὲ εἰς τὴν Καπερναούμ. 24 Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπεν· Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι κανένα προφήτην δὲν ὑποδέχονται μὲ τὴν πρέπουσαν τιμὴν εἰς τὴν πατρίδα του. 25 Σᾶς λέγω ὅμως βασιζόμενος εἰς τὴν ἀλήθειαν, ὅτι πολλαὶ χῆραι ἦσαν κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ Ἠλία εἰς τὸ Ἰσραηλιτικὸν ἔθνος, ὅταν ἐκλείσθη ὁ οὐρανὸς καὶ δὲν ἔβρεξεν ἐπὶ ἔτη τρία καὶ ἓξ μῆνας, ὁπότε ἔγινε πεῖνα μεγάλη εἰς ὅλην τὴν γῆν τῆς Παλαιστίνης. 26 Καὶ εἰς καμμίαν ἀπὸ τὰς γυναῖκας τῶν Ἰουδαίων δὲν ἐστάλη ἀπὸ τὸν Θεὸν ὁ Ἠλίας, παρὰ εἰς τὰ Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας εἰς μίαν γυναῖκα χήραν, ξένην καὶ ἄγνωστον εἰς αὐτόν. 27 Καὶ πολλοὶ λεπροὶ ἦσαν εἰς τὸ Ἰσραηλιτικὸν ἔθνος κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ προφήτου Ἐλισαίου καὶ κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἐκαθαρίσθῃ ἀπὸ τὴν λέπραν του, παρὰ ὁ Νεεμὰν ὁ Σύρος, ποὺ ἦλθεν ἀπὸ χώραν μακρυνὴν διὰ νὰ εὔρῃ τὸν Ἐλισαῖον. 28 Καὶ ἐκυριεύθησαν μέσα εἰς τὴν συναγωγὴν ὅλοι ἀπὸ θυμόν, ὅταν ἤκουσαν αὐτά, ποὺ εἶπεν ὁ Κύριος, 29 καὶ ὑπὸ τὸ κράτος τῆς παραφορᾶς των ἐσηκώθησαν καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ τὸν ἔφεραν ἕως τὴν ἄκραν κάποιου ὑψώματος τοῦ βουνοῦ, ἐπὶ τοῦ ὁποίου εἶχεν οἰκοδομηθῇ ἡ πόλις των, μὲ τὸν σκοπὸν νὰ τὸν κρημνίσουν κάτω. 30 Αὐτὸς ὅμως ἐπέρασε μέσα ἀπὸ αὐτοὺς κατὰ τρόπον θαυμαστὸν καὶ ἔφυγε.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Δ´ 22 - 30


22 Και όλοι επεβεβαίωναν δι' αυτόν, ότι εκήρυττε με πολλήν δύναμιν και εθαύμαζαν δια τα λόγια τα γεμάτα χάριν, που έβγαιναν από το στόμα του και έλεγαν· “δεν είναι αυτός ο υιός του γνωστού μας Ιωσήφ, ο μαραγκός;” 23 Και είπε προς αυτούς· “ασφαλώς θα μου πήτε την γνωστήν παροιμίαν· ιατρέ, θεράπευσε τον εαυτόν σου· δείξε την δύναμίν σου εδώ εις την πατρίδα σου, κάμε και εδώ τα θαύματα, που ηκούσαμεν ότι έκαμες εις την Καπερναούμ”. 24 Αλλά ο Ιησούς τους είπε· “αλήθεια σας λέγω, ότι κανείς προφήτης δεν έγινε δεκτός με την πρέπουσαν τιμήν εις την πατρίδα του. 25 Σας υπενθυμίζω δε και αυτήν την αλήθειαν, ότι πολλαί χήραι εζούσαν μεταξύ του Ισραηλιτικού λαού κατά την εποχήν του Ηλιού, όταν εκλείσθη ο ουρανός και δεν έβρεξε επί τρία έτη και εξ μήνας, τότε που απλώθηκε μεγάλη πείνα εις όλην την χώραν της Παλαιστίνης. 26 Και εις καμμίαν από τας πτωχάς χήρας των Ιουδαίων δεν εστάλη από τον Θεόν ο Ηλίας, ει μη μόνον εις τα Σαρεπτα της Σιδωνίας προς κάποιαν άγνωστον και άσημον χήραν γυναίκα. 27 Και πολλοί λεπροί ήσαν κατά την εποχήν του προφήτου Ελισαίου στο ισραηλιτικόν έθνος και κανείς από αυτούς δεν εθεραπεύθη, ει μη μόνον ο Νεεμάν, που κατήγετο από την Συρίαν”. 28 Και όλοι μέσα εις την συναγωγήν, όταν ήκουσα αυτά, κατελήφθησαν από ασυγκράτητον οργήν (διότι ενόμισαν ότι ο Κυριος τους θέτει εις κατωτέραν θέσιν από τους ειδωλολάτρας). 29 Εσηκώθησαν, τον ήρπασαν και τον έβγαλαν έξω από την πόλιν, τον έφεραν έως το χείλος ενός κρημνού του όρους, επάνω στο οποίον είχεν οικοδομηθή η πόλις των, με τον σκοπόν να τον κρημνίσουν κάτω. 30 Αυτός όμως επέρασε ανάμεσα από αυτούς κατά ένα τρόπον θαυμαστόν και έφυγε.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα