❌
Κυριακή, 04 Απριλίου 2021

Γ΄ Κυριακή των Νηστειών - της Σταυροπροσκυνήσεως, Όσιος Γεώργιος ο εν Μαλεώ, Όσιος Ζωσιμάς
Γ΄ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ). Γεωργίου ὁσίου τοῦ ἐν Μαλαιῷ. Πλάτωνος τοῦ Στουδίτου καὶ Ζωσιμᾶ ὁσίων (ς΄ αἰ.), Θεωνᾶ Θεσσαλονίκης, Νικήτα ἰερομάρτυρος τοῦ νέου τοῦ ἐν Σέρραις (1808).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον
Ἑωθινόν


ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Δ´ 14 - 16


14 Ἔχοντες οὖν ἀρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τοὺς οὐρανούς, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ, κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας. 15 οὐ γὰρ ἔχομεν ἀρχιερέα μὴ δυνάμενον συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν, πεπειρασμένον δὲ κατὰ πάντα καθ’ ὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας. 16 προσερχώμεθα οὖν μετὰ παρρησίας τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος, ἵνα λάβωμεν ἔλεον καὶ χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν.

ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Ε´ 1 - 6


1 Πᾶς γὰρ ἀρχιερεὺς ἐξ ἀνθρώπων λαμβανόμενος ὑπὲρ ἀνθρώπων καθίσταται τὰ πρὸς τὸν Θεόν, ἵνα προσφέρῃ δῶρά τε καὶ θυσίας ὑπὲρ ἁμαρτιῶν, 2 μετριοπαθεῖν δυνάμενος τοῖς ἀγνοοῦσι καὶ πλανωμένοις, ἐπεὶ καὶ αὐτὸς περίκειται ἀσθένειαν· 3 καὶ διὰ ταύτην ὀφείλει, καθὼς περὶ τοῦ λαοῦ, οὕτω καὶ περὶ ἑαυτοῦ προσφέρειν ὑπὲρ ἁμαρτιῶν. 4 καὶ οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τὴν τιμήν, ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, καθάπερ καὶ Ἀαρών. 5 οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς οὐχ ἑαυτὸν ἐδόξασε γενηθῆναι ἀρχιερέα, ἀλλ’ ὁ λαλήσας πρὸς αὐτόν· υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε· 6 καθὼς καὶ ἐν ἑτέρῳ λέγει· σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ.

ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Δ´ 14 - 16


14 Ἀφοῦ λοιπόν, σύμφωνα καὶ μὲ ὅσα εἴπομεν, ἔχομεν μεγάλον Ἀρχιερέα, ὁ ὁποῖος ἔχει πλέον περάσει ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὴν αἰωνίαν κατάπαυσιν, ὅπου μᾶς περιμένει, τὸν Ἰησοῦν δηλαδή, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι ἁπλοῦς ἄνθρωπος, ἀλλ’ εἶναι καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἂς κρατῶμεν καλὰ τὴν ὁμολογίαν τῆς πίστεώς μας πρὸς αὐτόν. 15 Μὴ περάσῃ δὲ ποτὲ ἀπὸ τὸν νοῦν μας, ὅτι ἀφοῦ αὐτὸς εἶναι τώρα εἰς τοὺς οὐρανούς, δὲν θὰ δείξῃ ἐνδιαφέρον δι’ ἠμᾶς. Διότι δὲν ἔχομεν Ἀρχιερέα, ὁ ὁποῖος ἐπειδὴ δὲν γνωρίζει τὰ ὅσα μᾶς συμβαίνουν, ἢ ἐπειδὴ ὑψώθη τόσον πολὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συμπαθήσῃ εἰς τὰς ἠθικὰς καὶ φυσικὰς ἀδυναμίας μας. Ἀλλ’ ἔχομεν Ἀρχιερέα, ὁ ὁποῖος ἔχει πειρασθῆ καθ’ ὅλους τοὺς τρόπους, κατὰ τοὺς ὁποίους ἡ ἀνθρωπίνη φύσις δύναται νὰ πειρασθῇ. Ἔχει πειρασθῆ ἐξ ὁλοκλήρου ὅμοια πρὸς ἡμᾶς, χωρὶς ὅμως νὰ ὑποπέσῃ εἰς καμμίαν ἁμαρτίαν. 16 Ἀφοῦ δὲ τέτοιος εἶναι ὁ Ἀρχιερεύς μας, ἂς πλησιάζωμεν λοιπὸν μὲ θάρρος καὶ ἄφοβον πεποίθησιν πρὸς τὸν βασιλικὸν θρόνον του, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐκπηγάζει ἡ χάρις, διὰ νὰ λάβωμεν συγχώρησιν διὰ τὰς ἁμαρτίας μας καὶ διὰ νὰ εὕρωμεν εὔνοιαν καὶ δωρεάς, ποὺ θὰ μᾶς δώσουν βοήθειαν ἐπίκαιρον εἰς κάθε κρίσιμον ὥραν πειρασμοῦ.

ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Ε´ 1 - 6


1 Θὰ εὕρωμεν δὲ ἔλεος καὶ χάριν καὶ βοήθειαν ἀπὸ τὸν μεγάλον καὶ συμπαθῆ Ἀρχιερέα μας, διότι κάθε ἀρχιερεὺς εἰς τὴν λευϊτικὴν ἱερωσύνην τῶν Ἰουδαίων ξεχωρίζεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐγκαθίσταται ἀρχιερεὺς πρὸς ὠφέλειαν τῶν ἀνθρώπων εἰς τὰ ἔργα τῆς λατρείας, ποὺ ἀναφέρονται εἰς τὸν Θεόν, διὰ νὰ προσφέρῃ καὶ δῶρα καὶ θυσίας πρὸς συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ. 2 Καὶ δύναται οὗτος νὰ συμπαθῇ εἰς τοὺς ἁμαρτάνοντας ἐξ ἀγνοίας καὶ πλάνης, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς ὡς ἄνθρωπος φέρει ἐπάνω του ἠθικὴν ἀσθένειαν καὶ ἀδυναμίας. 3 Καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἀσθενείας καὶ ἐνοχῆς του αὐτῆς ὀφείλει σύμφωνα μὲ τὰς διατάξεις τοῦ νόμου, καθὼς προσφέρει ὑπὲρ τοῦ λαοῦ, ἔτσι νὰ προσφέρῃ θυσίαν καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν του, διὰ νὰ συγχωρηθοῦν αἱ ἁμαρτίαι του. 4 Καὶ κανεὶς δὲν λαμβάνει μόνος του καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του τὴν ὑψηλὴν τιμὴν τῆς ἀρχιερωσύνης, ἀλλὰ λαμβάνει αὐτήν, ὅταν καλῆται ἀπὸ τὸν Θεόν, καθὼς ἐκλήθη εἰς τὸ ἀξίωμα τοῦτο ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ὁ Ἀαρών. 5 Ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς δὲν ἐδόξασε μόνος του τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸ νὰ γίνῃ Ἀρχιερεύς, ἀλλὰ τὸν ἐδόξασεν ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἐλάλησε πρὸς αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπεν· Υἱός μου εἶσαι σύ· Ἐγὼ σὲ ἐγέννησα σήμερον, ὅτε σοῦ ἔδωκα τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν καὶ ἐδόξασα αὐτὴν διὰ τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς ἐκ δεξιῶν μου καθέδρας. 6 Καθὼς καὶ εἰς ἄλλο μέρος τῆς Γραφῆς λέγει· Σὺ εἶσαι ἱερεὺς αἰώνιος σὰν τὸν Μελχισεδέκ, τοῦ ὁποίου παρασιωπᾶται ἐξεπίτηδες εἰς τὴν Γραφὴν ἡ γενεαλογία καὶ ὁ θάνατος, διὰ νὰ εἶναι σύμβολον καὶ προτύπωσις τῆς παντοτινῆς βασιλείας καὶ ἱερωσύνης σου.

ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Δ´ 14 - 16


14 Αφού, λοιπόν, έχομεν Αρχιερέα μέγαν, που έχει διαβή τους ουρανούς και εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού, τον Ιησούν, τον Υιόν του Θεού, ας κρατώμεν σφικτά την ομολογίαν της πίστεώς μας. 15 Διότι δεν έχομεν Αρχιερέα, ο οποίος-λόγω αγνοίας εκείνων που συμβαίνουν εις ημάς-δεν ημπορεί να αισθανθή συμπάθειαν προς τας πνευματικάς και ηθικάς ημών ασθενείας και αδυναμίας. Τουναντίον έχομεν Αρχιερέα, ο οποίος έχει πειρασθή και δοκιμασθή εις όλα, όσα είναι δυνατόν να πειρασθή η ανθρωπίνη φύσις, ομοίως με ημάς, χωρίς όμως να παρασυρθή εις καμμίαν απολύτως αμαρτίαν. 16 Λοιπόν ας προσευχώμεθα με θάρρος και ακλόνητος πεποίθησιν στον θρόνον της χάριτος, δια να λάβωμεν έλεον και συγχώρησιν των αμαρτιών μας και δια να εύρωμεν την θείαν χάριν, που θα μας βοηθή αποτελεσματικώς εις κάθε περίστασιν πειρασμών και κινδύνων.

ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Ε´ 1 - 6


1 Διότι κάθε αρχιερεύς, που λαμβάνεται και ξεχωρίζεται από τους ανθρώπους, όπως συμβαίνει μεταξύ των Ιουδαίων, γίνεται και εγκαθίσταται αρχιερεύς υπέρ των ανθρώπων, δια να προσφέρη δώρα και θυσίας προς συγχώρησιν των αμαρτιών του λαού. 2 Και ημπορεί αυτός να συμπαθή και να φέρεται με μετριοπάθειαν προς αυτούς, που παρασύρονται εις την αμαρτίαν από άγνοιαν και πλάνην, διότι και αυτός σαν άνθρωπος περιβάλλεται και διαποτίζεται και φέρει την ανθρωπίνην ασθένειαν. 3 Ακριβώς δε εξ αιτίας αυτής της ασθενείας και ενόχης του ως ανθρώπου έχει καθήκον να προσφέρη θυσίας και δια τον εαυτόν του, δια την συγχώρησιν των αμαρτιών του, όπως προσφέρει υπέρ του λαού. 4 Και κανείς δεν παίρνει μόνος του και αυθαιρέτως την μεγάλην τιμήν του αρχιερατικού αξιώματος, αλλά την λαμβάνει, όταν προσκαλήται από τον Θεόν, όπως είχε προσκληθή και ο Ααρών. 5 Ετσι και ο Χριστός, ο μέγας Αρχιερεύς, δεν εδόξασε μόνος του τον εαυτόν του στον να γίνη Αρχιερεύς, δεν απέμεινε αυτός στον εαυτόν του το αξίωμα, αλλ' ο Θεός, ο οποίος ελάλησε προς αυτόν και του είπε· “συ είσαι Υιός μου, εγώ σε εγέννησα σήμερα, που σου έδωκα την ανθρωπίνην φύσιν”. 6 Καθώς και εις άλλο χωρίον της Γραφής λέγει· “συ είσαι ιερεύς στον αιώνα, έχεις αιωνίαν και ακατάλυτον την αρχιερωσύνην, σύμφωνα με τον τύπον, που προφητικώς εδόθη εν τω προσώπω του Μελχισεδέκ εις την Π. Διαθήκην”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Η´ 34 - 38


34 Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. 35 ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ’ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. 36 τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; 37 ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; 38 ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Θ´ 1 - 1


1 Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες ὧδε τῶν ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Η´ 34 - 38


34 Καὶ ἀφοῦ προσεκάλεσε τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του, εἶπεν εἰς αὐτούς· Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ γίνῃ ὀπαδός μου καὶ νὰ μὲ ἀκολουθῇ ὡς μαθητής μου, ἂς διακόψῃ κάθε φιλίαν καὶ σχέσιν πρὸς τὸν διεφθαρμένον ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας ἑαυτόν του καὶ ἀς λάβῃ τὴν σταθερὰν ἀπόφασιν νὰ ὑποστῇ δ’ ἐμὲ ὄχι μόνον πᾶσαν θλῖψιν καὶ δοκιμασίαν, ἀλλὰ καὶ θάνατον σταυρικὸν ἀκόμη, καὶ τότε ἂς μὲ ἀκολουθῇ μιμούμενος τὸ παράδειγμά μου. 35 Μὴ διστάσῃ δὲ κανεὶς νὰ κάμῃ τὰς θυσίας αὐτάς. Διότι, ὅποιος θέλει νὰ σώσῃ τὴν ζωήν του, θὰ χάσῃ τὴν πνευματικὴν καὶ μακαρίαν καὶ αἰωνίαν ζωήν. Ὅποιος ὅμως χάσῃ καὶ θυσιάσῃ τὴν ζωήν του διὰ τὴν ὁμολογίαν καὶ ὑπακοήν του εἰς ἐμὲ καὶ τὸ εὐαγγέλιόν μου, αὐτὸς θὰ σώσῃ τὴν ψυχήν του ἐν τῷ μέλλοντι βίῳ, ὅπου θὰ κερδήσῃ τὴν αἰωνίαν μακαριότητα. 36 Ἐκείνη δὲ ἡ σωτηρία εἶναι τὸ πᾶν. Διότι τί θὰ ὠφελήσῃ τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν κερδήσῃ ὅλον αὐτὸν τὸν ὑλικὸν κόσμον, καὶ εἰς τὸ τέλος χάσῃ τὴν ψυχήν του, ἡ ὁποία ὡς πνευματικὴ καὶ αἰώνια δὲν συγκρίνεται μὲ κανὲν ἀπὸ τὰ ὑλικὰ τοῦ φθαρτοῦ κόσμου ἀγαθά; 37 Ἢ ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος χάσῃ τὴν ψυχήν του, τί θὰ δώσῃ ὡς ἀντάλλαγμα, μὲ τὸ ὁποῖον θὰ ἑξαγοράσῃ αὐτὴν ἀπὸ τὴν αἰωνίαν ἀπώλειαν; 38 Ὁρισμένως δὲ θὰ χάσῃ τὴν ψυχήν του ἐκεῖνος, ποὺ δὲν θὰ ὑποστῇ δ’ ἐμὲ τὰς θυσίας αὐτάς. Διότι ὁποιοσδήποτε ἐντραπῇ ἐμὲ καὶ τοὺς λόγους μου ἐπηρεαζόμενος ἀπὸ τὰς περιφρονήσεις καὶ τοὺς χλευασμοὺς τῶν ἀνθρώπων τῆς γενεᾶς αὐτῆς, ποὺ ἀπεστάτησεν ἀπὸ τὸν πνευματικόν της νυμφίον καὶ εἶναι ἁμαρτωλός, αὐτὸν θὰ τὸν ἐντραπῇ καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ θὰ τὸν ἀποκηρύξῃ ὡς μὴ ἰδικόν του, ὅταν θὰ ἔλθῃ μὲ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους περιβεβλημένος τὴν δόξαν τοῦ Πατρός του.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Θ´ 1 - 1


1 Καὶ ἔλεγεν εἰς αὐτούς· Σᾶς λέγω ἀληθινά, ὅτι ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ αὐτούς, ποὺ στέκονται ἔδω, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ δοκιμάσουν θάνατον, προτοῦ νὰ ἴδουν, μετὰ τὴν κάθοδον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ καταλύεται, μὲ τὴν καταστροφὴν τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τοῦ ναοῦ των καὶ μὲ τὸν διασκορπισμὸν τοῦ Ἰσραήλ, ἡ Παλαιὰ θεία τάξις καὶ διαθήκη διὰ νὰ θεμελιωθῇ μὲ δύναμιν ἀκαταγώνιστον καὶ ὑπερφυσικὴν ἡ Νέα θεία τάξις ἐν τῷ κόσμῳ, τὴν ὁποίαν θὰ ἐκπροσωπῇ ἡ Ἐκκλησία ὡς ἄλλη βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Η´ 34 - 38


34 Και αφού επροσκάλεσε τον λαόν μαζή με τους μαθητάς του, είπεν εις αυτούς· “όποιος θέλει να με ακολουθήση ως πιστός μαθητής μου, ας απαρνηθή τον αμαρτωλόν εαυτόν του με τας αδυναμίας, και τα πάθη του, ας πάρη την απόφασιν να υποστή προς χάριν μου ταλαιπωρίες και αυτόν ακόμη τον σταυρικόν θάνατον, και ας με ακολουθήση στον δρόμον, που εγώ εχάραξα. 35 Διότι όποιος θέλει να σώση την επίγειον ζωή του, αυτός θα χάση την αιωνίαν και μακαρίαν ζωήν. Οποιος όμως αψηφήσει και θυσιάσει την ζωήν του προς χάριν εμού και του ευαγγελίου, αυτός θα σώση την ζωήν του εις την αιωνίαν μακαριότητα. 36 Διότι τι θα ωφελήση τον άνθρωπον, εάν κερδήση ολόκληρον τον υλικόν κόσμον και χάσει την ψυχήν του; 37 Η, τι θα δώση άνθρωπος ως αντάλλαγμα, δια να εξαγοράση την ψυχήν του από τον Αδην, αφού ούτε ο κόσμος όλος δεν ημπορεί να αντισταθμίση την αξίαν της ψυχής; 38 Διότι εκείνος, ο οποίος δια λόγους ανθρωπαρεσκείας και δειλίας θα εντραπή και θα αρνηθή εμέ και τους λόγους μου εις την γενεάν αυτήν, την αποστατημένην και αμαρτωλήν, και ο Υιός του ανθρώπου θα εντραπή αυτόν και θα τον αποκηρύξη, όταν ως κριτής των ανθρώπων έλθη ολόλαμπρος με την δόξαν του Πατρός αυτού συνοδευόμενος από τους αγίους αγγέλους”.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Θ´ 1 - 1


1 Και έλεγεν εις αυτούς· “Σας διαβεβαιώνω, ότι υπάρχουν μερικοί από αυτούς που ευρίσκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα γευθούν τον θάνατον, προτού ιδούν την βασιλείαν του Θεού, δηλαδή την Εκκλησίαν, να εγκαθίσταται και να θεμελιώνεται εις την γην με δύναμιν κατά την ημέραν της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




Ἦχος β´ - Ἑωθινόν Ι´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΚΑ´ 1 - 14


1 Μετὰ ταῦτα ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν πάλιν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος· ἐφανέρωσε δὲ οὕτως. 2 ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ Ναθαναὴλ ὁ ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο. 3 λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος· Ὑπάγω ἁλιεύειν. λέγουσιν αὐτῷ· Ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν σοί. ἐξῆλθον καὶ ἐνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν. 4 πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν· οὐ μέντοι ᾔδεισαν οἱ μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. 5 λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Παιδία, μή τι προσφάγιον ἔχετε; ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· Οὔ. 6 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Βάλετε εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ δίκτυον, καὶ εὑρήσετε. ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων. 7 λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος, ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, τῷ Πέτρῳ· Ὁ Κύριός ἐστι. Σίμων οὖν Πέτρος ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι, τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο· ἦν γὰρ γυμνός· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν· 8 οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλθον· οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ’ ὡς ἀπὸ πηχῶν διακοσίων· σύροντες τὸ δίκτυον τῶν ἰχθύων. 9 ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον ἐπικείμενον καὶ ἄρτον. 10 λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε νῦν. 11 ἀνέβη Σίμων Πέτρος καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν πεντήκοντα τριῶν· καὶ τοσούτων ὄντων οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. 12 λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Δεῦτε ἀριστήσατε. οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτόν σὺ τίς εἶ, εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν. 13 ἔρχεται οὖν ὁ Ἰησοῦς καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον καὶ δίδωσιν αὐτοῖς καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. 14 Τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.

Ἦχος β´ - Ἑωθινόν Ι´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΚΑ´ 1 - 14


1 Μετὰ ταῦτα ἐφανέρωσε τὸν ἑαυτόν του πάλιν ὁ Ἰησοῦς εἰς τοὺς μαθητάς του εἰς τὴν λίμνην τῆς Τιβεριάδος. Τὸν ἐφανέρωσε δὲ κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον. 2 Ἦσαν μαζὶ ὁ Σίμων Πέτρος, καὶ ὁ Θωμᾶς, ποὺ ἐλέγετο Δίδυμος, καὶ ὁ Ναθαναήλ, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του. 3 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Σίμων Πέτρος· Πηγαίνω νὰ ψαρέψω. Λέγουν εἰς αὐτὸν ἐκεῖνοι· Ἐρχόμεθα καὶ μεῖς μαζί σου. Ἐβγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὸ κατάλυμά των πρὸς τὴν θάλασσαν καὶ ἐμβῆκαν ἀμέσως εἰς τὸ πλοῖον καὶ ἤρχισαν νὰ ψαρεύουν. Καὶ κατ’ ἐκείνην τὴν νύκτα δὲν ἔπιασαν τίποτε. 4 Ὅταν δὲ πλέον ἔγινε πρωΐ, ἐστάθη ὁ Ἰησοῦς στὴν ἀκρογιαλιά. Οἱ μαθηταὶ ὅμως δὲν ἀντελήφθησαν, ὅτι αὐτός, ποὺ ἐστέκετο, ἦτο ὁ Ἰησοῦς. 5 Σὰν νὰ ἦτο λοιπὸν ξένος καὶ ἄγνωστος διαβάτης, λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Παιδιά, μήπως ἔχετε κανένα ψάρι γιὰ προσφάγι; Ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτόν· Ὄχι. 6 Ἐκεῖνος δὲ τότε εἶπε πρὸς αὐτούς· Ρίψατε τὸ δίκτυον εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ πλοίου καὶ θὰ εὕρετε. Ἔρριψαν λοιπὸν σύμφωνα μὲ τὴν σύστασιν αὐτὴν καὶ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ τραβήξουν ἐπάνω τὸ δίκτυον ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν, ποὺ εἶχε πιάσει. 7 Κατόπιν λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρωτοφανῆ αὐτὴν ἐπιτυχίαν, λέγει ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, εἰς τὸν Πέτρον· Αὐτός, ποὺ τὸν ἐνομίσαμεν ὡς ξένον, εἶναι ὁ Κύριος. Ὁ Σίμων Πέτρος λοιπόν, ὅταν ἤκουσεν, ὅτι ἐκεῖ ἦτο ὁ Κύριος, ἐφόρεσε βιαστικὰ καὶ ἐζώσθη τὸν ἐργατικὸν σάκκον του, διότι μέχι τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἦτο σχεδὸν γυμνός· καὶ ὁρμητικός, καθὼς ἦτο, ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν, διὰ νὰ συναντήσῃ τὸ συντομώτερον τὸν Διδάσκαλον. 8 Οἱ ἄλλοι μαθηταὶ ὅμως ἦλθαν πρὸς τὸν Ἰησοῦν μὲ τὸ πλοιάριον· διότι δὲν ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τὴν ξηράν, ἀλλ’ ἀπεῖχον περίπου διακόσιες πήχεις. Καὶ ἦλθαν σύροντες τὸ γεμᾶτον ἀπὸ τὰ συλληφθέντα ψάρια δίκτυον. 9 Εὐθὺς λοιπὸν ὡς ἀπεβιβάσθησαν εἰς τὴν ξηράν, κάθυγροι καὶ κατάκοποι καὶ πεινασμένοι, βλέπουν ἕτοιμον κατὰ γῆς σωρὸν ἀπὸ κάρβουνα ἀναμμένα καὶ ἐπάνω εἰς αὐτὸν ἕνα ψάρι καὶ χωριστὰ εἰς μικρὰν ἀπόστασιν ἕνα ἄρτον. Ηὗραν δηλαδὴ φωτιά, διὰ νὰ θερμανθοῦν καὶ ξηρανθοῦν τὰ ἐνδύματά των, καὶ φαγητὸν διὰ τὸ πρωϊνόν τους. 10 Καὶ διὰ νὰ συμπληρωθῇ τὸ πρωϊνὸν αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὸ προϊὸν τοῦ κόπου των, λέει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Φέρετε καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια, ποὺ ἐπιάσατε τώρα. 11 Ἐπειδὴ δὲ τὸ δίκτυον ἦτο ἀκόμη μέσα εἰς τὴν λίμνην καὶ ἕνεκα τοῦ βάρους του ἦτο δύσκολον νὰ τραβηχθῇ, ἀνέβη ὁ Σίμων Πέτρος ὡς ἐμπειρότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους εἰς τὸ πλοιάριον καὶ ἐτράβηξε τὸ δίκτυον εἰς τὴν ξηράν, γεμᾶτον ἀπὸ ψάρια μεγάλα ἑκατὸν πεντήκοντα τρία. Καίτοι δὲ ἦσαν τόσον πολλὰ τὰ ψάρια, δὲν ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. 12 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἔλθετε τώρα νὰ πάρετε τὸ πρωϊνόν σας. Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ κανεὶς ἀπὸ τοὺς μαθητὰς δὲν ἐτόλμα νὰ τὸν ἐξετάσῃ καὶ νὰ τὸν ἐρωτήσῃ· Ποῖος εἶσαι σύ; Διότι ἤξευραν, ὅτι εἶναι ὁ Κύριος. Καὶ συνεπῶς ᾐσθάνοντο ἀπέναντι τοῦ φόβον καὶ βαθὺν σεβασμόν. 13 Ἀφοῦ λοιπὸν κατόπιν τῆς προσκλήσεως τοῦ Ἰησοῦ ἦλθαν οἱ μαθηταὶ νὰ φάγουν, ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς καὶ παίρνει εἰς τὰς χεῖρας του τὸν ἄρτον καὶ ἐμοίρασε τοῦτον εἰς αὐτούς, ὁμοίως δὲ καὶ τὸ ὀψάριον. 14 Αὐτὴ ἦτο ἡ τρίτη φορὰ ἕως τότε, ποὺ ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς εἰς συναθροισμένους τοὺς μαθητάς του, ἀφ’ ὅτου ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν.

Ἦχος β´ - Ἑωθινόν Ι´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΚΑ´ 1 - 14


1 Επειτα από αυτά, εφανέρωσε τον ευατόν του πάλιν ο Ιησούς κοντά εις την λίμνην της Τιβεριάδος· εφανερώθηκε δε ως εξής· 2 Ησαν μαζή ο Σιμων Πετρος και ο Θωμάς, που ελέγετο Διδυμος, και ο Ναθαναήλ, που κατήγετο από την Κανά της Γαλιλαίας, και οι υιοί του Ζεβεδαίου και άλλοι δύο από τους μαθητάς του. 3 Λεγει εις αυτούς ο Σιμων Πετρος· “πηγαίνω να ψαρέψω”. Λεγουν εις αυτόν και εκείνοι· “ερχόμαστε και ημείς μαζή σου”. Εβγήκαν, λοιπόν, προς την θάλασσαν, εμπήκαν αμέσως στο πλοίον και ήρχισαν να ρίπτουν τα δίκτυα. Εκείνη όμως την νύκτα δεν έπιασαν τίποτε. 4 Οταν δε πλέον έγινε πρωϊ, εστάθηκεν ο Ιησούς εις την παραλίαν. Οι μαθηταί όμως δεν αντελήφθησαν ότι αυτός είναι ο Ιησούς. 5 Λεγει, λοιπόν, εις αυτούς ο Ιησούς σαν άγνωστος διαβάτης και με την συνηθισμένην τότε οικειότητα μεταξύ των ανθρώπων, “παιδιά, μήπως έχετε κανένα ψάρι για προσφάγι;” Του απήντησαν· “όχι· δεν έχομεν τίποτε”. 6 Εκείνος τότε τους είπε· “ρίξτε το δίκτυ εις τα δεξιά μέρη του πλοίου και θα βρήτε ψάρια”. Ερριξαν τότε το δίκτυ και επιασαν τόσον πολλά, ώστε δεν ημπόρεσαν πλέον να σηκώσουν το δίκτυον και να το τραβήξουν επάνω στο πλοίον από το πλήθος των ψαριών. 7 Ο μαθητής εκείνος, τον οποίον αγαπούσε ιδιαιτέρως ο Ιησούς, εθυμήθηκε τότε και άλλην, προ τριών ετών, θαυμαστήν αλιείαν πλήθους ψαριών και λέγει στον Πετρον· “αυτός είναι ο Κυριος”. Οταν, λοιπόν, ο Σιμων Πετρος ήκουσε ότι αυτός που στέκεται εκεί είναι ο Κυριος, έρριξε επάνω του και εζώστηκε τον επενδύτην. Διότι ήτο σχεδόν γυμνός κατά τας ώρας του ψαρέματος. Ερρίφθη εις την θάλασσαν, δια να έλθη όσον ημπορούσε συντομώτερα προς τον Κυριον. 8 Οι άλλοι όμως μαθηταί ήλθαν με το πλοιάριον, διότι δεν απείχαν πολύ από την ξηράν, αλλά περίπου διακόσιες πήχες, δηλαδή εκατό περίπου μέτρα. Και ήλθαν σύροντες το δίκτυ, που ήτο γεμάτο ψάρια. 9 Αμέσως δε μόλις εβγήκαν εις την ξηράν, βρεγμένοι και πεινασμένοι, βλέπουν αναμμένα κάρβουνα σωρόν και επάνω εις αυτά ψάρι και κοντά εις την φωτιά ψωμί. 10 Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “φέρτε και από τα ψάρια, που επιάσατε τώρα”. 11 Ανέβηκε ο Σιμων Πετρος στο πλοιάριον και ετράβηξε εις την ξηράν το δίκτυ, γεμάτο από εκατόν πενήντα τρία μεγάλα ψάρια. Και ενώ τόσον πολλά και μεγάλα ήσαν τα ψάρια, δεν εσχίσθηκε το δίκτυον. 12 Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “ελάτε τώρα να φάτε το πρωϊνό σας φαγητό”. Κανείς δε από τους μαθητάς δεν ετολμούσε να τον εξετάση και να τον ερωτήση, ποιός είσαι συ, διότι όλοι εγνώριζαν πολύ καλά ότι αυτός είναι ο Κυριος. 13 Ερχεται λοιπόν ο Ιησούς και παίρνει το ψωμί εις τα χέρια του και τους το εμοίρασε, επίσης δε και το ψάρι. 14 Αυτή ήτο η τρίτη φορά, που εφανερώθηκε ο Ιησούς εις συγκεντρωμένους μαθητάς του, από την ημέραν που ανεστήθη εκ νεκρών.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα





Πατήστε στην εικόνα για να διαβάσετε τη «Φωνή Κυρίου» της Κυριακής, έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος