❌
Κυριακή, 14 Μαρτίου 2021

Κυριακή της Τυρινής, Όσιος Βενέδικτος ο εκ Νουρσίας, Άγιος Εύσχημος ή Ευσχήμων ο Ομολογητής επίσκοπος Λαμψάκου
Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς. Ἐν ᾗ μνείαν ποιούμεθα τῆς ἀπό τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ πρωτοπλάστου Ἀδάμ. Τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Βενεδίκτου. Εὐσχήμονος, Ἐπισκόπου Λαμψάκου, Ὁμολογητοῦ.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον
Ἑωθινόν


ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΙΓ´ 11 - 14


11 Καὶ τοῦτο, εἰδότες τὸν καιρόν, ὅτι ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι· νῦν γὰρ ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν. 12 ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. 13 ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, 14 ἀλλ’ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΙΔ´ 1 - 4


1 Τὸν δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει προσλαμβάνεσθε, μὴ εἰς διακρίσεις διαλογισμῶν. 2 ὃς μὲν πιστεύει φαγεῖν πάντα, ὁ δὲ ἀσθενῶν λάχανα ἐσθίει. 3 ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω, καὶ ὁ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω· ὁ Θεὸς γὰρ αὐτὸν προσελάβετο. 4 σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ στήκει ἢ πίπτει· σταθήσεται δέ· δυνατὸς γάρ ἐστιν ὁ Θεὸς στῆσαι αὐτόν.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΙΓ´ 11 - 14


11 Ἂς πράττωμεν δὲ τὰ ἔργα αὐτὰ τῆς ἀγάπης ἀκούραστοι καὶ χωρὶς ἀναβολήν, γνωρίζοντες εἰς ποῖον καιρὸν ζῶμεν. Ζῶμεν εἰς ἐποχήν, ποὺ ἀπαιτεῖ ἐπειγόντως τὴν ἄσκησιν τῆς ἀρετῆς. Διότι εἶναι πλέον ὥρα νὰ σηκωθῶμεν ἀπὸ τὸν ὕπνον τῆς ἀμελείας, ποὺ μᾶς κάνει δυσκολοκινήτους εἰς τὸ ἀγαθόν. Διότι τώρα ἡ ἡμέρα τῆς δευτέρας παρουσίας, ἡ ὁποία θὰ σημάνῃ τὴν πλήρη ἀπολύτρωσιν τῶν πιστῶν, εἶναι πλησιέστερα πρὸς ἡμᾶς παρὰ τότε ποὺ ἐπιστεύσαμεν. Ἐὰν λοιπὸν τότε ἐδείξαμεν ζῆλον καὶ δραστηριότητα, πολὺ περισσότερον πρέπει νὰ τὰ δείξωμεν καὶ τώρα. 12 Ὁ παρὼν βίος, ποὺ μοιάζει μὲ νύκτα σκοτεινήν, ἐπροχώρησε, ἡ δὲ ἡμέρα τῆς μελλούσης ζωῆς ἐπλησίασε. Καὶ ἐὰν ἀκόμη ὁ Κύριος δὲν ἔλθῃ σύντομα διὰ τῆς δευτέρας του ἐνδόξου παρουσίας, ἔρχεται ὅμως διὰ τὸν καθένα μας διὰ τοῦ θανάτου. Πλησιάζει λοιπὸν διὰ τὸν καθένα μας ἡ ἡμέρα τῆς μελλούσης ζωῆς. Ἂς ἀποθέσωμεν λοιπὸν σὰν ἄλλα νυκτερινὰ ἐνδύματα τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας, ποὺ γίνονται εἰς τὸ σκοτάδι, καὶ ἂς ἐνδυθῶμεν σὰν ἄλλα ὅπλα τὰ φωτεινὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς. 13 Ὅπως συμπεριφέρεται κανεὶς τὴν ἡμέραν, ποὺ τὰ βλέμματα πολλῶν τὸν παρακολουθοῦν, ἔτσι καὶ ἡμεῖς ἂς συμπεριφερθῶμεν μὲ εὐπρέπειαν καὶ εὐταξίαν· ὄχι μὲ ἄσεμνα φαγοπότια καὶ μέθας, οὔτε μὲ πράξεις αἰσχρότητος καὶ ἀσελγείας, οὔτε μὲ φιλονεικίας καὶ ζηλοτυπίας. 14 Ἀλλὰ φορέσατε σὰν ἔνδυμα τῆς ψυχῆς σας τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ὥστε εἰς τὴν ὅλην ζωήν σας νὰ ὁμοιάσετε τελείως πρὸς αὐτόν. Καὶ μὴ φροντίζετε διὰ τὴν σάρκα, πῶς νὰ ἰκανοποιῆτε τὰς παρανόμους ἐπιθυμίας της. Τέτοια πρέπει νὰ εἶναι ἡ συμπεριφορά σας μέσα εἰς τὴν κοινωνίαν ποὺ ζῆτε.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΙΔ´ 1 - 4


1 Υπάρχουν ὅμως καὶ μερικοὶ Χριστιανοὶ ἀδύνατοι εἰς τὴν πίστιν. Ἰδοὺ ποία πρέπει νὰ εἶναι καὶ πρὸς αὐτοὺς ἡ συμπεριφορά σας. Ἐκεῖνον, ποὺ ἀσθενεῖ κατὰ τὴν πίστιν καὶ ἐξαρτᾷ τὴν σωτηρίαν του καὶ ἀπὸ τὴν διάκρισιν φαγητῶν καὶ ἡμερῶν, πρέπει νὰ τὸν δέχεσθε μὲ καλωσύνην, χωρὶς νὰ συζητῆτε καὶ ἐπικρίνετε τὰς ἰδέας του. 2 Ἄλλος μὲν πιστεύει, ὅτι δὲν ἀπαγορεύεται νὰ φάγῃ πάντα τὰ φαγητά. Ὁ δὲ ἀσθενὴς κατὰ τὴν πίστιν τρώγει λάχανα καὶ ἀποφεύγει τὰ ἄλλα φαγητὰ ἐκ φόβου, μήπως μολυνθῇ ἀπὸ αὐτά. 3 Ἐκεῖνος, ποὺ λόγῳ τῆς ἰσχυροτέρας πίστεώς του τρώγει ἀπὸ ὅλα τὰ φαγητά, ἂς μὴ περιφρονῇ ὡς στενοκέφαλον ἐκεῖνον, ποὺ δὲν τρώγει ἀπὸ ὅλα. Καὶ αὐτός, ποὺ δὲν τρώγει ἀπὸ ὅλα, ἂς μὴ κατακρίνῃ ἐκεῖνον, ποὺ τρώγει. Διότι καὶ αὐτόν, ποὺ τρώγει ἀπὸ ὅλα, ὁ Θεὸς τὸν προσέλαβεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν του. 4 Ποῖος εἶσαι σύ, ποὺ κατακρίνεις ξένον δοῦλον; Ὄχι σέ, ἀλλὰ τὸν Θεὸν ἔχει Κύριον. Διὰ τὸν Κύριόν του λοιπὸν στέκεται ἢ πίπτει πνευματικῶς. Μάθε δὲ ὅτι, μολονότι σὺ τὸν κατακρίνεις, αὐτὸς θὰ σταθῇ στερεὸς εἰς τὴν πίστιν. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι δυνατὸς νὰ τὸν ἀνορθώσῃ καὶ νὰ τὸν στερεώσῃ.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΙΓ´ 11 - 14


11 Και αυτά θα τα πράττωμεν, έχοντες υπ' όψιν μας την προσωρινότητα και βραχύτητα της παρούσης ζωής· και ότι ακόμη είναι πλέον ώρα να εξυπνήσωμεν από τον ύπνον της πνευματικής ραθυμίας, που μας κάνει νωθρούς δια τα καλά έργα. Διότι τώρα είναι πιο κοντά η ημέρα της σωτηρίας και απολυτρώσεώς μας, παρ' όσον ήτο τότε που επιστεύσαμεν. 12 Η νύχτα, δηλαδή η παρούσα ζωη, που ομοιάζει με νύχτα, έχει πλέον προχωρήσει· η δε ημέρα της μελλούσης ζωής και της εκδημίας μας προς τον ουρανόν επλησίασε. Ας αποθέσωμεν, λοιπόν, και ας πετάξωμεν από την ψυχήν μας και την ζωήν μας τα έργα του σκότους και ας ενδυθώμεν, σαν φωτεινά όπλα, τα έργα της αρετής. 13 Ας ζώμεν και ας φερώμεθα με ευπρέπειαν και σεμνότητα, όπως εκείνος, που περιπατεί κατά το διάστημα της ημέρας και τον βλέπουν οι άνθρωποι. Οχι με αμαρτωλά φαγοπότια και μέθας, ούτε με πράξεις αισχράς και εξευτελιστικάς ούτε με φιλονεικίας και ζηλοφθονίας. 14 Αλλά, σαν πολυτιμότατον φέρεμα της ψυχής σας, ενδυθήτε τον Κυριον Ιησούν Χριστόν, ώστε να ζήτε εν τω Χριστώ και ο Χριστός να ζη εις σας· και μη φροντίζετε δια τας ικανοποιήσεις των ατάκτων και παρανόμων επιθυμιών της σαρκός.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΙΔ´ 1 - 4


1 Εκείνον τον αδελφόν, που είναι αδύνατος κατά την πίστιν (και προσέχει περισσότερον τους εξωτερικούς τύπους, όπως είναι π,χ. η διάκρισις των φαγητών σύμφωνα με τον μωσαϊκόν Νομον) πρέπει να τον δέχεσθε και να τον αγκαλιάζετε με στοργήν, χωρίς να συζητήτε και να επικρίνετε τας αντιλήψστου. 2 Αλλος μεν πιστεύει, ότι έχει το δικαίωμα να τρώγη όλα τα φαγητά· ο ασθενής όμως κατά την πίστιν τρώγει λάχανα, διότι φοβείται μήπως μολυνθή από τα άλλα φαγητά και χάση την ψυχήν του. 3 Εκείνος που έχει φωτισμένην πίστιν και τρώγει από όλα, ας μη καταφρονή και εξευτελίζη ως ολιγόπιστον και στενοκέφαλον τον άλλον. Και εκείνος πάλιν που δεν τρώγει από όλα, ας μη κατακρίνη τον άλλον· διότι και αυτόν ο Θεός τον έχει δεχθή και προσλάβει εις την Εκκλησίαν του. 4 Επειτα συ ποίος είσαι που κατακρίνεις ξένον δούλον; Εάν στέκεται η εάν πίπτη, είναι υπεύθυνος απέναντι του Κυρίου του. Συ τον κατακρίνεις, αυτός όμως (εάν καταφύγη στον Θεόν) θα σταθή. Διότι ο Θεός έχει την δύναμιν να στήση και να στερεώση αυτόν εις την πίστιν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ϛ´ 14 - 21


14 Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· 15 ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. 16 Ὅταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί, ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι ἀπέχουσιν τὸν μισθὸν αὐτῶν. 17 σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, 18 ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ· καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ. 19 Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσιν καὶ κλέπτουσιν· 20 θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· 21 ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ϛ´ 14 - 21


14 Πρέπει δέ, ὅταν ζητῆτε τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν σας, συγχωρῆτε καὶ σεῖς τοὺς ἄλλους, διότι, ἐὰν συγχωρήσετε τοὺς ἀνθρώπους τὰ ἁμαρτήματα, ποὺ ἔκαμαν εἰς σᾶς, καὶ ὁ Πατήρ σας ὁ οὐράνιος θὰ συγχωρήσῃ καὶ εἰς σᾶς τὰ ἰδικά σας ἁμαρτήματα. 15 Ἐὰν ὅμως δὲν συγχωρήσετε εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὰ πρὸς σᾶς ἁμαρτήματά των, οὔτε ὁ Πατήρ σας θὰ συγχωρήσῃ τὰς πρὸς αὐτὸν ἁμαρτίας σας. 16 Ὅταν δὲ νηστεύετε, μὴ γίνεσθε σὰν τοὺς ὑποκριτὰς σκυθρωποὶ καὶ περίλυποι.Διότι ἀλλοιώνουν τὰ πρόσωπά των καὶ προσλαμβάνουν ὄψιν καὶ ἔκφρασιν καταβεβλημένου ἀπὸ τὰς στερήσεις ἀνθρώπου, διὰ νὰ φανοῦν εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὅτι νηστεύουν.Ἀληθινὰ σᾶς λέγω, ὅτι ἔλαβαν ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους τῶν ἀνθρώπων τὴν ἀμοιβήν των. 17 Σὺ ὅμως, ὅταν νηστεύης, ἄλειψε τὴν κεφαλήν σου καὶ νίψε τὸ πρόσωπόν σου, ὥστε νὰ φαίνεσαι χαρούμενος. 18 Καὶ νὰ μὴ φανῇς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ὅτι νηστεύεις.Ἀλλὰ νὰ φανῇ ἡ νηστεία σου μόνον εἰς τὸν Πατέρα σου, ποὺ εἶναι μὲν ἀόρατος, ἀλλ’ εὑρίσκεται παρὼν καὶ εἰς αὐτὰ τὰ ἀπόκρυφα μέρη.Καὶ ὁ Πατήρ σου, ποὺ βλέπει εἰς τὰ κρυφά, θὰ σοῦ ἀποδώσῃ τὴν ἀμοιβήν σου εἰς τὰ φανερά. 19 Μὴ μαζεύετε χάριν τοῦ ἑαυτοῦ σας θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου ὁ σκόρος καὶ ἡ φθορὰ τῆς σαπίλας ἢ τῆς σκωρίας ἀφανίζουν τὰ ἀποθηκευόμενα εἴδη τοῦ πλούτου καὶ ὅπου κλέπται διατρυποῦν τοὺς τοίχους τῶν θησαυροφυλακίων σας καὶ τὰ κλέπτουν. 20 Μαζεύετε δὲ διὰ τοὺς ἑαυτούς σας θησαυροὺς εἰς τὸν οὐρανόν, ὅπου οὔτε σκόρος οὔτε σαπίλα καὶ σκωριὰ ἀφανίζουν τὰ θησαυριζόμενα καὶ ὅπου κλέπται δὲν τρυποῦν τοὺς τοίχους τῶν θησαυροφυλακίων οὔτε κλέπτουν. 21 Πρέπει δὲ νὰ θησαυρίζετε θησαυροὺς εἰς τὸν οὐρανόν, διὰ νὰ εἶναι καὶ ἡ καρδία σας προσκολλημένη εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὰ οὐράνια.Διότι ἐκεῖ, ὅπου θὰ εἶναι ὁ θησαυρός σας, θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδία σας.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ϛ´ 14 - 21


14 Πρέπει δε να έχετε υπ' όψιν σας ότι, αν και σεις συγχωρήτε με όλην σας την καρδιά τα αμαρτήματα που έκαμαν εις σας οι άλλοι, και ο Πατήρ σας ο ουράνιος θα συγχωρήση τα ιδικά σας αμαρτήματα. 15 Εάν όμως δεν δώσετε συγχώρησιν στους ανθρώπους δια τα αμαρτήματά των, τότε ούτε ο Πατήρ σας θα συγχωρήση τας ιδικά σας αμαρτίας. 16 Οταν δε νηστεύητε, μη γίνεσθε όπως οι υποκριταί, σκυθρωποί και κατηφείς, διότι αυτοί αλλοιώνουν και μαραίνουν το πρόσωπόν των, παίρνουν την εμφάνισιν αδυνατισμένου ανθρώπου, δια να φανούν στους άλλους ότι νηστεύουν· αληθινά σας λέγω ότι απολαμβάνουν ολόκληρον τον μισθόν των,δηλαδή τους επαίνους των ανθρώπων. 17 Συ όμως, όταν νηστεύης, περιποιήσου την κόμην σου και νίψε το πρόσωπόν σου, όπως συνηθίζεις. 18 Δια να μη φανής στους ανθρώπους ότι νηστεύεις, αλλά στον Πατέρα σου τον επουράνιον, ο οποίος ευρίσκεται αόρατος παντού και εις τα πλέον απόκρυφα μέρη. Και ο Πατήρ σου, που βλέπει και τα κρυπτά, θα σου αποδώση εις τα φανερά την αμοιβήν σου. 19 Μη συσσωρεύετε δια τον εαυτόν σας θησαυρούς έδω εις την γην, όπου ο σκόρος και η αποσύνθεσις καταστρέφουν και αφανίζουν, και όπου οι κλέπται διατρυπούν τοίχους και χρηματοκιβώτια και κλέπτουν. 20 Να θησαυρίζετε όμως δια τον εαυτόν σας και να αποταμιεύετε θησαυρούς στον ουρανόν, όπου ούτε ο σκόρος ούτε η σαπίλα αφανίζουν, και όπου οι κλέπται δεν τρυπούν τοίχους και δεν κλέπτουν. 21 Διότι, όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδία σας (Εις τον ουρανόν ο θησαυρός σας, στον ουρανόν και η καρδία σας).

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




Ἦχος βαρύς - Ἑωθινόν Ζ´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κ´ 1 - 10


1 Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωῒ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου. 2 τρέχει οὖν καὶ ἔρχεται πρὸς Σίμωνα Πέτρον καὶ πρὸς τὸν ἄλλον μαθητὴν ὃν ἐφίλει ὁ Ἰησοῦς, καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἦραν τὸν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν. 3 ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητής καὶ ἤρχοντο εἰς τὸ μνημεῖον. 4 ἔτρεχον δὲ οἱ δύο ὁμοῦ· καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς προέδραμε τάχιον τοῦ Πέτρου καὶ ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, 5 καὶ παρακύψας βλέπει κείμενα τὰ ὀθόνια, οὐ μέντοι εἰσῆλθεν. 6 ἔρχεται οὖν Σίμων Πέτρος ἀκολουθῶν αὐτῷ, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ μνημεῖον καὶ θεωρεῖ τὰ ὀθόνια κείμενα, 7 καὶ τὸ σουδάριον, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον. 8 τότε οὖν εἰσῆλθε καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς ὁ ἐλθὼν πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ εἶδε καὶ ἐπίστευσεν· 9 οὐδέπω γὰρ ᾔδεισαν τὴν γραφὴν ὅτι δεῖ αὐτὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι. 10 ἀπῆλθον οὖν πάλιν πρὸς ἑαυτοὺς οἱ μαθηταί.

Ἦχος βαρύς - Ἑωθινόν Ζ´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κ´ 1 - 10


1 Αφοῦ δὲ ἐπέρασε τὸ Σάββατον, κατὰ τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον πρωΐ, ὅταν ἦτο ἀκόμη σκοτάδι, καὶ βλέπει ὅτι ὁ λίθος, ποὺ ἔφρασσε τὴν εἴσοδον τοῦ τάφου, ἦτο σηκωμένος ἀπὸ τὸ μνῆμα. 2 Ὅταν λοιπὸν εἶδε τὸ μνῆμα ἀνοικτόν, τρέχει καὶ ἔρχεται εἰς τὸν Σίμωνα Πέτρον καὶ εἰς τὸν ἄλλον μαθητήν, τὸν ὁποῖον ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Ἐπῆραν τὸν Κύριον ἀπὸ τὸ μνημεῖον καὶ δὲν ἠξεύρομεν, ποὺ τὸν ἔβαλαν. 3 Κατόπιν λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστον αὐτὴν εἴδησιν, ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ σπίτι, ποὺ ἔμενεν, ὁ Πέτρος, μαζὶ δὲ μὲ αὐτὸν ἐβγῆκε καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς καὶ ἤρχοντο εἰς τὸ μνημεῖον. 4 Ἔτρεχαν δὲ καὶ οἱ δύο μαζί, ἀλλ’ ὁ ἄλλος μαθητὴς ὡς νεώτερος ἔτρεξεν ἐμπρὸς γρηγορώτερα ἀπὸ τὸν Πέτρον καὶ ἔφθασε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον. 5 Καὶ ἀφοῦ ἔσκυψε, βλέπει ἀπ’ ἔξω τοὺς νεκρικοὺς ἐπιδέσμους νὰ εἶναι κατὰ γῆς, λόγῳ ὅμως τῆς μεγάλης συγκινήσεώς του δὲν ἐπροχώρησε νὰ ἔμβῃ μέσα. 6 Ἐνῷ λοιπὸν ἐπερίμενεν ἀπ’ ἔξω, ἔρχεται καὶ ὁ Σίμων Πέτρος ὕστερα ἀπὸ αὐτὸν καὶ θαρραλέος καὶ ὁρμητικός, καθὼς ἦτο ἀπὸ χαρακτῆρος, ἐμβῆκεν εἰς τὸ μνημεῖον καὶ παρετήρησεν ἐκ τοῦ πλησίον, ὅτι οἱ νεκρικοὶ ἐπίδεσμοι ἦσαν κατὰ γῆς καὶ δὲν ἔλειπαν, ὅπως ἦτο φυσικὸν νὰ συμβῇ, ἐὰν τὸ σῶμα εἶχε κλαπῇ. 7 Παρετήρησεν ἀκόμη, ὅτι τὸ φακιόλιον, μὲ τὸ ὁποῖον εἶχαν σκεπάσει τὴν κεφαλὴν τοῦ Ἰησοῦ, δὲν ἦτο ἀτάκτως ἀνακατευμένον μὲ τοὺς ἐπιδέσμους, ἀλλὰ μὲ τάξιν, ποὺ δὲν ἐπρόδιδε βίαν καὶ σπουδήν, ἦτο τυλιγμένον χωριστὰ κάπου ἐκεῖ. 8 Τότε λοιπὸν παρακινηθεὶς ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Πέτρου ἐμβῆκε μέσα καὶ ὁ ἄλλος μαθητής, ποὺ ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ μνῆμα, καὶ εἶδε ταῦτα ἐκ τοῦ πλησίον καὶ αὐτὸς καὶ ἐπίστευσεν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀνέστη. 9 Δὲν ἐπίστευσε δὲ προτήτερα, ἀλλὰ μόλις τώρα, ποὺ εἶδεν ἀδειανὸν τὸν τάφον, διότι καὶ αὐτὸς καὶ ὁ Πέτρος δὲν ἐγνώριζαν ἀκόμη τὴν ἀληθῆ ἔννοιαν τῶν προφητειῶν τῆς Γραφῆς, ὅτι σύμφωνα μὲ αὐτὰς ἔπρεπεν αὐτὸς νὰ ἀναστηθῇ ἐκ νεκρῶν. 10 Ἀφοῦ λοιπὸν ἐξήτασαν τὸν τάφον καὶ ἐπείσθησαν, ὅτι πᾶσα ἅλλη ἔρευνα ἦτο περιττή, ἐπέστρεψαν πάλιν εἰς τὰ καταλύματά των οἱ μαθηταί.

Ἦχος βαρύς - Ἑωθινόν Ζ´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κ´ 1 - 10


1 Κατά την πρώτην ημέραν του Σαββάτου, δηλαδή την Κυριακήν, η Μαρία η Μαγδαληνή έρχεται πρωί στο μνημείον, ενώ ακόμη ήτο σκοτάδι, και βλέπει ότι ο λίθος, που έκλειε την θύραν του μνημείου, ήτο σηκωμένος από εκεί. 2 Τρέχει, λοιπόν, και έρχεται στον Σιμωνα Πετρον και στον άλλον μαθητήν, τον οποίον ιδιαιτέρως αγαπούσε ο Ιησούς, και λέγει εις αυτούς· “επήραν τον Κυριον από το μνημείον και δεν ξέρομεν που τον έχουν βάλει”. 3 Εβγήκε τότε ο Πετρος και ο άλλος μαθητής από το σπίτι και ήρχοντο στο μνημείον. 4 Ετρεχαν δε και οι δύο μαζή. Ο άλλος μαθητής, σαν νεώτερος, έτρεξε ταχύτερα εμπρός από τον Πετρον και ήλθε πρώτος στο μνημείον. 5 Και αφού έσκυψε απ' έξω, είδε τις λωρίδες από τα σινδόνια, με τα οποία είχαν σαβανώσει το σώμα, να είναι κατά γης. Από σεβασμόν όμως προς τον τάφον δεν εισήλθεν στο μνημείον. 6 Ερχεται, λοιπόν, ύστερα από αυτόν ο Σιμων Πετρος και εμπήκεν στο μνημείον και είδε ότι αι λωρίδες του σαβάνου ήσαν καταγής. 7 Και η πετσέτα, με την οποίαν είχαν σκεπάσει την κεφαλήν του Ιησού, δεν ήτο μαζή με τας λωρίδας, αλλά χωριστά, κάπου εκεί τυλιγμένη με προσοχήν. 8 Τοτε λοιπόν, εμπήκε και ο άλλος μαθητής, ο οποίος είχεν έλθει πρώτος στο μνημείον και είδε από κοντά αυτά τα παράδοξα και επίστευσεν, ότι δεν είχε κλαπή το σώμα, αλλ' ότι είχεν αναστηθή ο Ιησούς. 9 Διότι έως τότε δεν είχαν ακόμη γνωρίσει και καλά εννοήσει την Αγίαν Γραφήν, η οποία είχε προφητεύσει ότι πρέπει ο Χριστός να αναστηθή εκ νεκρών. 10 Εφυγαν, λοιπόν, πάλιν οι μαθηταί και εγύρισαν στο κατάλυμά των.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα





Πατήστε στην εικόνα για να διαβάσετε τη «Φωνή Κυρίου» της Κυριακής, έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος