❌
Παρασκευή, 29 Ιανουαρίου 2021

Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Αγίου Ιερομάρτυρος Ιγνατίου του Θεοφόρου, Όσιος Ιγνάτιος ο Σιναΐτης εκ Ρεθύμνης, Άγιος Δημήτριος ο Χιοπολίτης
Ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου. Τῶν Ὁσίων Πατέρων ἡμῶν Ἰγνατίου καί Νικάνδρου τῶν Σιναϊτῶν.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Θ´ 2 - 12


2 εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλά γε ὑμῖν εἰμι· ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ. 3 ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστί. 4 Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν φαγεῖν καὶ πιεῖν; 5 μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν ἀδελφὴν γυναῖκα περιάγειν, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καὶ Κηφᾶς; 6 ἢ μόνος ἐγὼ καὶ Βαρνάβας οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν τοῦ μὴ ἐργάζεσθαι; 7 τίς στρατεύεται ἰδίοις ὀψωνίοις ποτέ; τίς φυτεύει ἀμπελῶνα καὶ ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ οὐκ ἐσθίει; ἢ τίς ποιμαίνει ποίμνην καὶ ἐκ τοῦ γάλακτος τῆς ποίμνης οὐκ ἐσθίει; 8 Μὴ κατὰ ἄνθρωπον ταῦτα λαλῶ; ἢ οὐχὶ καὶ ὁ νόμος ταῦτα λέγει; 9 ἐν γὰρ τῷ Μωϋσέως νόμῳ γέγραπται· οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα. μὴ τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ; 10 ἢ δι’ ἡμᾶς πάντως λέγει; δι’ ἡμᾶς γὰρ ἐγράφη, ὅτι ἐπ’ ἐλπίδι ὀφείλει ὁ ἀροτριῶν ἀροτριᾶν, καὶ ὁ ἀλοῶν τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ μετέχειν ἐπ’ ἐλπίδι. 11 Εἰ ἡμεῖς ὑμῖν τὰ πνευματικὰ ἐσπείραμεν, μέγα εἰ ἡμεῖς ὑμῶν τὰ σαρκικὰ θερίσομεν; 12 εἰ ἄλλοι τῆς ἐξουσίας ὑμῶν μετέχουσιν, οὐ μᾶλλον ἡμεῖς; ἀλλ’ οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ, ἀλλὰ πάντα στέγομεν, ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Θ´ 2 - 12


2 Ἐὰν δι’ ἄλλους δὲν εἶμαι Ἀπόστολος, τουλάχιστον ὅμως διὰ σᾶς εἶμαι Ἀπόστολος. Διότι ἡ σφραγῖδα, μὲ τὴν ὁποίαν πιστοποιεῖται ἐπίσημα τὸ ἀποστολικόν μου ἀξίωμα, εἶσθε διὰ τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου σεῖς, τοὺς ὁποίους ἑγὼ ὠδήγησα εἰς Χριστόν. 3 Ἡ ἀπάντησίς μου πρὸς ἐκείνους, ποὺ μὲ ἐξετάζουν, ἐὰν εἶμαι Ἀπόστολος, εἶναι αὐτὴ ποὺ δίδεται ἀπὸ τὴν θείαν αὐτὴν σφραγῖδα. 4 Ἀφοῦ λοιπὸν εἶμαι καὶ ἐγὼ Ἀπόστολος σὰν τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους, ἐρωτᾷ: Δὲν ἔχομεν ἑγὼ καὶ οἱ συνεργάται μου δικαίωμα νὰ φάγωμεν καὶ νὰ πίωμεν αὐτά, ποὺ μᾶς προσφέρουν οἱ μαθηταί μας; 5 Μήπως δὲν ἔχομεν καὶ ἡμεῖς δικαίωμα νὰ περιφέρωμεν εἰς τὰς περιοδείας μας γυναῖκα, Χριστιανὴν ἀδελφήν, διὰ νὰ μᾶς ὑπηρετῇ, καθὼς περιφέρουν τέτοιαν καὶ οἰ λοιποὶ Ἀπόστολοι καὶ οἱ λεγόμενοι ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καὶ ὁ Κηφᾶς; 6 Ἢ μήπως μόνος ἐγὼ καὶ ὁ Βαρνάβας δὲν ἔχομεν δικαίωμα νὰ μὴ ἐργαζώμεθα ἐπάγγελμα βιοποριστικόν, διὰ νὰ κερδίζωμεν ἀπὸ αὐτὸ τὰ ἔξοδά μας; 7 Εἴμεθα στρατιῶται τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀγωνιζόμεθα διὰ τὴν ἐξάπλωσιν τῆς βασιλείας του. Ποῖος ποτὲ λαμβάνει μέρος εἰς ἐκστρατείαν κατὰ τοῦ ἐχθροῦ μὲ ἰδικά του ἔξοδα; Εἴμεθα ἀμπελουργοί, ποὺ καλλιεργοῦμεν τὸ πνευματικὸν ἀμπέλι τοῦ Χριστοῦ. Ποῖος φυτεύει ἀμπέλι καὶ δὲν τρώγει ἀπὸ τὸν καρπόν του; Εἴμεθα πνευματικοὶ ποιμένες καὶ σεῖς εἶσθε τὰ πρόβατά μας. Ποῖος βόσκει ποίμνιον καὶ φροντίζει δι’ αὐτό, καὶ δὲν τρώγει ἀπὸ τὸ γάλα τοῦ ποιμνίου; 8 Ἀλλὰ μήπως αὐτὰ ποὺ λέγω εἶναι σύμφωνα μόνον μὲ συνηθείας καὶ παραδείγματα ἀνθρώπινα; Ἢ μήπως δὲν λέγει αὐτὰ καὶ ὃ θεόπνευστος νόμος; 9 Βεβαίως καὶ ὁ νόμος λέγει ταῦτα. Διότι ἔχει γραφῆ εἰς τὸν Μωσαϊκὸν νόμον: Δὲν θὰ κλείσῃς καὶ δὲν θὰ βουλώσῃς τὸ στόμα τοῦ βωδιοῦ, ποὺ ἁλωνίζει. Θὰ ἀφήσης τὸ στόμα του ἐλεύθερον νὰ φάγῃ ἀπὸ τὰ στάχυα, ποὺ κοπιάζει διὰ νὰ τριφθοῦν εἰς τὸ ἀλῶνι. Ἀλλ’ ἐρωτῶ: Μήπως ὁ Θεὸς ὡς νομοθέτης ἐνδιαφέρεται διὰ τὰ βώδια; 10 Ἢ μήπως ὡρισμένως δι’ ἠμᾶς τοὺς λογικοὺς ἀνθρώπους λέγει καὶ νομοθετεῖ αὐτά; Ναί· δι’ ἡμᾶς λέγει ταῦτα. Διότι δι’ ἡμᾶς τοὺς πνευματικοὺς ἐργάτας καὶ καλλιεργητὰς ἐγράφη, ὅτι ὁ καλλιεργητὴς μὲ ἐλπίδα τοῦ νὰ ἀπολαύσῃ τὴν ἐσοδείαν ὀφείλει νὰ καλλιεργῇ τὴν γῆν, καὶ ἐκεῖνος, ποὺ γεμᾶτος ἐλπίδα ἁλωνίζει, ὀφείλει νὰ μετέχῃ καὶ νὰ ἀπολαμβάνῃ τὸν καρπόν, ποὺ ἤλπιζεν ἀπὸ τὸν ἀγρόν του. 11 Καὶ ἡμεῖς σπορεῖς πνευματικοὶ καὶ καλλιεργηταὶ ὑπήρξαμεν μεταξύ σας. Ἐὰν λοιπὸν ἡμεῖς ἐσπείραμεν εἰς τὰς καρδίας σας τὸν πνευματικὸν σπόρον τῆς ἀληθείας καὶ σᾶς μετεδώκαμεν πνευματικὰ χαρίσματα, εἶναι μεγάλο πρᾶγμα, ἐὰν ἡμεῖς θερίσωμεν ὡς καρπὸν τῆς πνευματικῆς μας αὐτῆς σπορᾶς τὰ σωματικὰ ἀγαθά σας; 12 Καὶ ἐὰν ἄλλοι χρησιμοποιοῦν τὰ δικαιώματα, ποὺ τοὺς δίδει ὁ νόμος εἰς σᾶς τοὺς μαθητευομένους, δὲν δικαιούμεθα νὰ χρησιμοποιήσωμεν τὴν ἐξουσίαν αὐτὴν πολὺ περισσότερον ἡμεῖς; Ἀλλ’ ὅμως δὲν ἐκάμαμεν χρῆσιν τῶν δικαιωμάτων μας αὐτῶν. Ἀλλ’ ὑποφέρομεν κάθε εἶδος στερήσεις, διὰ νὰ μὴ παρεμβάλωμεν οὐδὲ τὸ παραμικρὸν ἐμπόδιον εἰς τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Θ´ 2 - 12


2 Εάν, έστω, δι' άλλους ανθρώπους δεν είμαι Απόστολος, αλλά δια σας οπωσδήποτε είμαι. Μαρτυρία και απόδειξις και επίσημος σφραγίς του αποστολικού μου αξιώματος και έργου είσθε σεις με την χάριν του Κυρίου. 3 Η απολογία μου εις εκείνους, οι οποίοι μου κάνουν ανάκρισιν και ερευνούν με καχυποψίαν να μάθουν, αν είμαι Απόστολος, είναι αυτή ακριβώς, το έργον που έχω κάμει εις σας. 4 Και, λοιπόν, μήπως εγώ και οι συνεργάται μου δεν έχομεν δικαίωμα να φάγωμεν και να πίωμεν αυτά που μας προσφέρουν οι μαθηταί μας δια την διατροφήν μας; 5 Μηπως δεν έχομεν και ημείς δικαίωμα να έχωμεν μαζή μας ανά τας διαφόρους περιοδείας μας Χριστιανήν αδελφήν, δια να μας υπηρετή, (όπως και οι άλλοι Απόστολοι και οι λεγόμενοι αδελφοί του Κυρίου και ο Κηφάς; 6 Η μόνος εγώ και ο Βαρνάβας δεν έχομεν δικαίωμα να εργαζώμεθα βιοποριστικόν έργον, (όπως και οι άλλοι Απόστολοι) και να ζώμεν από τα βοηθήματα, που με αγάπην θα μας προσφέρουν οι μαθηταί μας; 7 Σας ερωτώ· ποιός ποτέ στρατιώτης παίρνει μέρος εις μίαν εκστρατείαν, εις ένα πόλεμον και πληρώνει ο ίδιος την τροφήν και τον οπλισμόν του; Ποιός φυτεύει αμπέλι και από τον καρπόν αυτού δεν τρώγει; Η ποιός βόσκει ποίμνιον και δεν τρώγει από το γάλα του ποιμνίου; ( Ημείς οι Απόστολοι είμεθα και στρατιώται του Χριστού και εργάται του αμπελώνος του και ποιμένες των λογικών του προβάτων. Σας ερωτώ λοιπόν· είναι λογικόν και νοητόν να μη τρεφώμεθα από το έργον και νοητόν να μη τρεφώμεθα από το έργον μας;) 8 Αλλά μήπως αυτά που σας λέγω είναι παρμένα από τας συνηθείας των ανθρώπων μόνο; Η μήπως δεν λέγει τα ίδια και ο μωσαϊκός Νομος; 9 Διότι και στον Νομον του Μωϋσέως έχει γραφή· “δεν θα βάλης φίμωτρον και δεν θα δέσης το στόμα του βωδιού που αλωνίζει”· θα του το αφήσης ελεύθερον να τρώγη και κάτι από τα στάχυα που αλωνίζει. Μηπως ο Θεός σαν Νομοθέτης ενδιαφέρεται δια τα βόδια; 10 Η δεν είναι λογικώτερον να πιστεύσωμεν, μήπως δι' ημάς πάντως δίδη αυτήν την εντολήν; Ναι δι' ημάς το λέγει. Διότι δι' ημάς τους πνευματικούς εργάτας έχει γραφή στον Νομον ότι ο γεωργός με την ελπίδα ότι θα απολαύση και ο ίδιος από την εσοδείαν, οφείλει να οργώνη και να καλλιεργή. Και εκείνος που γεμάτος ελπίδα αλωνίζει οφείλει να μετέχη εις την ελπίδα, ότι θα απολαύση τους καρπούς των κόπων του. 11 Λοιπόν και ημείς οι πνευματικοί εργάται, εάν εσπείραμεν εις σας τον σπόρον της θείας αληθείας και σας μετεδώσαμεν τας πνευματικάς δωρεάς του Θεού, είναι μεγάλο και παράδοξον πράγμα, εάν και ημείς θερίσωμεν και πάρωμεν προς συντήρησιν μας μερικά από τα υλικά αγαθά σας; 12 Εάν άλλοι έχουν απέναντί σας αυτό το δικαίωμα, να τρέφωνται δηλαδή από σας, δεν πρέπει πολύ περισσότερον να το έχωμεν ημείς; (Ποίος από σας και ποίος λογικός άνθρωπος θα πη όχι;). Και εν τούτοις ημείς δεν εκάμαμεν χρήσιν αυτών των δικαιωμάτων μας, αλλ' υποφέρομεν αντιθέτως τα πάντα και πείναν και δίψαν και γυμνότητα, δια να μη δώσωμεν ουδέ την παραμικροτέραν δυσκολίαν, ούτε το παραμικρότερον εμπόδιον εις την απρόσκοπον διάδοσιν του Ευαγγελίου του Χριστού.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ε´ 22 - 24


22 Καὶ ἔρχεται εἷς τῶν ἀρχισυναγώγων, ὀνόματι Ἰάειρος, καὶ ἰδὼν αὐτὸν πίπτει πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ 23 καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλὰ, λέγων ὅτι Τὸ θυγάτριόν μου ἐσχάτως ἔχει ἵνα ἐλθὼν ἐπιθῇς αὐτῇ τὰς χεῖρας, ὅπως σωθῇ καὶ ζήσεται. 24 καὶ ἀπῆλθε μετ’ αὐτοῦ· καὶ ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος πολύς, καὶ συνέθλιβον αὐτόν.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ε´ 35 - 50


35 Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχονται ἀπὸ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγοντες ὅτι Ἡ θυγάτηρ σου ἀπέθανε· τί ἔτι σκύλλεις τὸν διδάσκαλον; 36 ὁ δὲ Ἰησοῦς εὐθέως ἀκούσας τὸν λόγον λαλούμενον λέγει τῷ ἀρχισυναγώγῳ· Μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε. 37 καὶ οὐκ ἀφῆκεν αὐτῷ οὐδένα συνακολουθῆσαι εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν Ἰακώβου. 38 καὶ ἔρχεται εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀρχισυναγώγου, καὶ θεωρεῖ θόρυβον, καὶ κλαίοντας καὶ ἀλαλάζοντας πολλά, 39 καὶ εἰσελθὼν λέγει αὐτοῖς· Τί θορυβεῖσθε καὶ κλαίετε; τὸ παιδίον οὐκ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει. καὶ κατεγέλων αὐτοῦ. 40 ὁ δὲ ἐκβαλὼν πάντας παραλαμβάνει τὸν πατέρα τοῦ παιδίου καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς μετ’ αὐτοῦ. καὶ εἰσπορεύεται ὅπου ἦν τὸ παιδίον ἀνακείμενον, 41 καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς τοῦ παιδίου λέγει αὐτῇ· Ταλιθά, κοῦμι, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, Τὸ κοράσιον, σοὶ λέγω ἔγειρε. 42 καὶ εὐθέως ἀνέστη τὸ κοράσιον καὶ περιεπάτει· ἦν γὰρ ἐτῶν δώδεκα. καὶ ἐξέστησαν ἐκστάσει μεγάλῃ. 43 καὶ διεστείλατο αὐτοῖς πολλὰ ἵνα μηδεὶς γνῷ τοῦτο· καὶ εἶπε δοθῆναι αὐτῇ φαγεῖν.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 1 - 1


1 Καὶ ἐξῆλθε ἐκεῖθεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα ἑαυτοῦ· καὶ ἀκολουθοῦσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ε´ 22 - 24


22 Καὶ ἰδοὺ ἔρχεται ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχισυναγώγους, ποὺ ἐλέγετο Ἰάειρος, καὶ ὅταν τὸν εἶδεν ἔπεσε γονατιστὸς ἐμπρὸς εἰς τὰ πόδια του. 23 Καὶ τὸν παρεκάλει πολὺ καὶ ἔλεγεν· ὅτι ἡ μικρά μου θυγατέρα εὑρίσκεται εἰς τὰ τελευταῖα της. Σὲ παρακαλῶ λοιπὸν νὰ ἔλθῃς καὶ νὰ βάλῃς ἐπάνω της τὰς χεῖρας σου, διὰ νὰ σωθῇ ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν καὶ ζήσῃ. 24 Καὶ ἐπῆγε μαζί του καὶ τὸν ἠκολούθει πολὺς λαὸς καὶ τὸν ἐστρίμωχναν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ε´ 35 - 50


35 Ἐνῷ δὲ ὁ Ἰησοῦς ὡμίλει ἀκόμη, ἔρχονται ἀπὸ τὸ σπίτι του ἀρχισυναγώγου ἄνθρωποι καὶ εἶπαν ὅτι ἡ κόρη σου ἀπέθανε. Πρὸς τί ἐνοχλεῖς ἀκόμη τὸν Διδάσκαλον καὶ τὸν βάζεις εἰς τὸν κόπον νὰ ἔλθῃ ἐκεῖ; 36 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀμέσως, ὅταν ἤκουσε νὰ λέγεται ὁ λόγος αὐτός, λέγει εἰς τὸν ἀρχισυνάγωγον· Μὴ φοβεῖσαι, μόνον ἑξακολούθει νὰ πιστεύῃς εἰς τὴν δύναμίν μου. 37 Καὶ δὲν ἀφῆκε κανένα νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ παρὰ μόνον τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰακώβου. 38 Καὶ ἔρχεται εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀρχισυναγώγου καὶ βλέπει θόρυβον, καὶ κόσμον, ποὺ ἔκλαιαν καὶ ἐμοιρολογοῦσαν δυνατά. 39 Καὶ ἀφοῦ ἐμβῆκεν εἰς τὸν οἶκον, τοὺς εἶπε· Διατὶ μὲ τὰ μοιρολόγια σας κάνετε θόρυβον καὶ κλαίετε; Τὸ παιδίον δὲν ἀπέθανεν, ἀλλὰ κοιμᾶται. Καὶ τὸν περιγελοῦσαν. 40 Αὐτὸς ὅμως ἀφοῦ ἔβγαλεν ἔξω ὅλους, παίρνει μαζί του τὸν πατέρα τοῦ κορασίου καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς τρεῖς μαθητὰς ποὺ ἦσαν μαζί του, καὶ ἐμβαίνει ἐκεῖ, ὅπου ἦτο ἑξαπλωμένον τὸ παιδίον. 41 Καὶ ἀφοῦ ἔπιασε τὸ χέρι τοῦ παιδίου, λέγει εἰς αὐτό· «Ταλιθά, κούμι», τὸ ὁποῖον, ὅταν ἐξηγήθη εἰς τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν, σημαίνει· Τὸ κοράσιον, εἰς σὲ ὁμιλῶ, σήκω. 42 Καὶ ἀμέσως ἀνεστήθη τὸ κοράσιον καὶ ἐπεριπάτει. Διότι δὲν ἦτο πολὺ μικρόν, ἀλλ’ ἦτο ἐτῶν δώδεκα καὶ εἶχεν ἡλικίαν ἀρκετήν, ὥστε νὰ περιπατῇ ἐλεύθερα. Καὶ τοὺς κατέλαβεν ἔκπληξις καὶ θαυμασμὸς μεγάλος. 43 Καὶ τοὺς παρήγγειλεν αὐστηρὰ καὶ ἔντονα νὰ μὴ μάθῃ κανεὶς τὸ θαῦμα αὐτό. Καὶ ἐπειδὴ τὸ κοράσιον λόγῳ τῆς ἀσθενείας του εἶχε μείνει ἀρκετὰς ἡμέρας νηστικόν, εἶπε νὰ δώσουν εἰς αὐτὸ νὰ φάγῃ.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 1 - 1


1 Καὶ ἀνεχώρησεν ἀπ’ ἐκεῖ καὶ ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα του τὴν Ναζαρέτ, καὶ ἠκολούθησαν αὐτὸν οἱ μαθηταί του.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ε´ 22 - 24


22 Και έρχεται εκεί ένας από τους αρχισυναγώγους, ονόματι Ιάειρος, ο οποίος όταν τον είδεν, έπεσε γονατιστός εμπρός εις τα πόδια του 23 και τον παρακαλούσε με πολλάς και θερμάς παρακλήσεις και έλεγε, ότι “η μικρά μου κόρη ευρίσκεται εις τα πρόθυρα του θανάτου. Σε παρακαλώ λοιπόν να έλθης στο σπίτι, να βάλης επάνω της τας χείρας, δια να σωθή και ζήση”. 24 Και ανεχώρησε μαζή του. Λαός δε πολύς τον ακολουθούσε και οι άνθρωποι τον εστρύμωχναν.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ε´ 35 - 50


35 Ενώ δε αυτός ακόμη ωμιλούσε, έρχονται από το σπίτι του αρχισυναγώγου άνθρωποι λέγοντες ότι “η θυγάτηρ σου απέθανε· διατί ενοχλείς ακόμη τον διδάσκαλον;” 36 Ο δε Ιησούς αμέσως, μόλις άκουσε τα λόγια αυτά, λέγει στον αρχισυνάγωγον· “μη φοβείσαι, μόνο πίστευε”. 37 Και δεν αφήκε κανένα να τον ακολουθήση παρά μόνον τον Πετρον και τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην, τον αδελφόν του Ιακώβου. 38 Και έρχεται στο σπίτι του αρχισυναγώγου και ακούει θόρυβον και βλέπει πολλούς να κλαίουν και να ολοφύρωνται πολύ. 39 Και εισελθών λέγει εις αυτούς· “διατί κάνετε τόσον θόρυβον με τας κραυγάς σας και διατί κλαίετε; Το παιδί δεν απέθανε, αλλά κοιμάται”. Και εκείνοι τον περιγελούσαν. 40 Αυτός όμως, αφού έβγαλε έξω όλους, επήρε τον πατέρα του παιδιού και την μητέρα και τους τρεις μαθητάς, που ήσαν μαζή του, και εμπήκε εκεί, όπου ήτο εξηπλωμένο το παιδί. 41 Και αφού επιασε το χέρι του παιδιού, είπε προς αυτό· “ταλιθά κούμι”· πράγμα το οποίον ερμηνευόμενον σημαίνει· “το κοράσιον, εις σε εγώ ομιλώ, σήκω”. 42 Και αμέσως το κοράσιον εσηκώθη και εντελώς υγιές περιπατούσε· διότι ήτο δώδεκα ετών. Και κατελήφθησαν όλοι από έκπληξιν και μεγάλον θαυμασμόν. 43 Και τους είπε και τους ξαναείπε και τους έδωσε εντολήν με ένα τρόπον έντονον, κανείς να μη μάθη αυτό το θαύμα. Και είπε να της δώσουν να φάγη. (Δια να βεβαιωθούν έτσι ότι ήτο και πλήρως υγιής η κόρη των).

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 1 - 1


1 Και έφυγεν από εκεί και ήλθεν εις την Ναζαρέτ, την πατρίδα του. Και τον ηκολούθησαν οι μαθηταί του.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα