❌
Πέμπτη, 14 Ιανουαρίου 2021

Αγία Νίνα Ισαπόστολος, Άγιοι Τριάντα Τρεις Πατέρες εν Ραϊθώ αναιρεθέντες
Ἀπόδοσις τῆς Ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων. Τῶν ἐν Σινᾷ καί Ραϊθῷ ἀναιρεθέντων Ὁσίων Ἀββάδων. Τῶν Ἁγίων Ἱερομαρτύρων Πλάτωνος, Ἐπισκόπου Ταλλίνης καί πάσης Ἐσθονίας καί τῶν σύν αὐτῷ Πρεσβυτέρων Μιχαήλ καί Νικολάου.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Δ´ 7 - 17


7 Ὑποτάγητε οὖν τῷ Θεῷ. ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ, καὶ φεύξεται ἀφ’ ὑμῶν· 8 ἐγγίσατε τῷ Θεῷ, καὶ ἐγγιεῖ ὑμῖν. καθαρίσατε χεῖρας ἁμαρτωλοί καὶ ἁγνίσατε καρδίας δίψυχοι. 9 ταλαιπωρήσατε καὶ πενθήσατε καὶ κλαύσατε· ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μεταστραφήτω καὶ ἡ χαρὰ εἰς κατήφειαν. 10 ταπεινώθητε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ ὑψώσει ὑμᾶς. 11 Μὴ καταλαλεῖτε ἀλλήλων, ἀδελφοί, ὁ καταλαλῶν ἀδελφοῦ καὶ κρίνων τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καταλαλεῖ νόμου καὶ κρίνει νόμον· εἰ δὲ νόμον κρίνεις, οὐκ εἶ ποιητὴς νόμου, ἀλλὰ κριτής. 12 εἷς ἐστιν ὁ νομοθέτης καὶ κριτής, ὁ δυνάμενος σῶσαι καὶ ἀπολέσαι· σὺ δὲ τίς εἶ ὃς κρίνεις τὸν ἕτερον; 13 Ἄγε νῦν οἱ λέγοντες· σήμερον καὶ αὔριον πορευσόμεθα εἰς τήνδε τὴν πόλιν καὶ ποιήσομεν ἐκεῖ ἐνιαυτὸν ἕνα καὶ ἐμπορευσόμεθα καὶ κερδήσομεν· 14 οἵτινες οὐκ ἐπίστασθε τὸ τῆς αὔριον· ποία γὰρ ἡ ζωὴ ὑμῶν; ἀτμὶς γὰρ ἔσται ἡ πρὸς ὀλίγον φαινομένη, ἔπειτα δὲ καὶ ἀφανιζομένη· 15 ἀντὶ τοῦ λέγειν ὑμᾶς, ἐὰν ὁ Κύριος θελήσῃ, καὶ ζήσομεν καὶ ποιήσομεν τοῦτο ἢ ἐκεῖνο. 16 νῦν δὲ καυχᾶσθε ἐν ταῖς ἀλαζονείαις ὑμῶν· πᾶσα καύχησις τοιαύτη πονηρά ἐστιν. 17 εἰδότι οὖν καλὸν ποιεῖν καὶ μὴ ποιοῦντι, ἁμαρτία αὐτῷ ἐστιν.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Ε´ 1 - 9


1 Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὀλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις. 2 ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν, 3 ὁ χρυσὸς ὑμῶν καὶ ὁ ἄργυρος κατίωται, καὶ ὁ ἰὸς αὐτῶν εἰς μαρτύριον ὑμῖν ἔσται καὶ φάγεται τὰς σάρκας ὑμῶν. ὡς πῦρ ἐθησαυρίσατε ἐν ἐσχάταις ἡμέραις. 4 Ἰδοὺ ὁ μισθὸς τῶν ἐργατῶν τῶν ἀμησάντων τὰς χώρας ὑμῶν ὁ ἀπεστερημένος ἀφ’ ὑμῶν κράζει, καὶ αἱ βοαὶ τῶν θερισάντων εἰς τὰ ὦτα Κυρίου Σαβαὼθ εἰσεληλύθασιν. 5 ἐτρυφήσατε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐσπαταλήσατε, ἐθρέψατε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν ἡμέρᾳ σφαγῆς. 6 κατεδικάσατε, ἐφονεύσατε τὸν δίκαιον· οὐκ ἀντιτάσσεται ὑμῖν. 7 Μακροθυμήσατε οὖν, ἀδελφοί, ἕως τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου. ἰδοὺ ὁ γεωργὸς ἐκδέχεται τὸν τίμιον καρπὸν τῆς γῆς, μακροθυμῶν ἐπ’ αὐτῷ ἕως λάβῃ ὑετὸν πρώϊμον καὶ ὄψιμον. 8 μακροθυμήσατε καὶ ὑμεῖς, στηρίξατε τὰς καρδίας ὑμῶν, ὅτι ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου ἤγγικε. 9 Μὴ στενάζετε κατ’ ἀλλήλων, ἀδελφοί, ἵνα μὴ κριθῆτε· ἰδοὺ ὁ κριτὴς πρὸ τῶν θυρῶν ἕστηκεν.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Δ´ 7 - 17


7 Ὑποταχθῆτε λοιπὸν ταπεινῶς εἰς τὸν Θεόν. Ἀντισταθῆτε εἰς τὸν διάβολον, ποὺ σᾶς πειράζει μὲ τὰς ἡδονὰς τοῦ κόσμου, καὶ θὰ φύγῃ οὗτος νικημένος, καὶ ἐντροπιασμένος μακρὰν ἀπὸ σᾶς. 8 Πλησιάσατε εἰς τὸν Θεόν καὶ θὰ πλησιάσῃ καὶ ὁ Θεὸς εἰς σᾶς. Καθαρίσατε ἀπὸ κάθε ἐνοχὴν τὴν ἐξωτερικὴν συμπεριφοράν σας, οἰ ἁμαρτωλοί, καὶ ἑξαγνίσατε τὸ ἐσωτερικόν σας, σεῖς οἱ δίβουλοι, ποὺ ἄλλοτε πηγαίνετε μὲ τὸν Θεόν καὶ ἄλλοτε μὲ τὸν κόσμον. 9 Συναισθανθῆτε τὴν ἀθλιότητά σας καὶ λυπηθῆτε καὶ κλαύσατε μὲ συντριβὴν μετανοίας. Ὁ γέλως σας, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἡδονικόν σας βίον, ἂς μεταστροφῇ εἰς λύπην μετανοίας καὶ ἡ κοσμικὴ χαρά σας ἂς μετατροπῇ εἰς θλῖψιν. 10 Ταπεινωθῆτε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ σᾶς ὑψώσῃ εἰς μὲν τὴν παροῦσαν ζωὴν διὰ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἠθικῆς τελειοποιήσεως, εἷς δὲ τὴν μέλλουσαν διὰ τῆς αἰωνίου του δόξης καὶ μακαριότητος. 11 Ἐπειδὴ δὲ καὶ τὸ νὰ κατακρίνῃ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον γίνεται αἰτία ψυχρότητος καὶ συγκρούσεων, δι’ αὐτὸ μὴ κατηγορεῖτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἀδελφοί. Ἐκεῖνος, ποὺ κατηγορεῖ καὶ καταδικάζει τὸν ἀδελφόν του, κατηγορεῖ ὡς μὴ ὀρθὸν τὸν θεῖον νόμον καὶ καταδικάζει καὶ καταφρονεῖ τὸν θεῖον νόμον τῆς ἀγάπης. Ἐὰν δὲ καταδικάζῃς τὸν νόμον τῆς ἀγάπης, ποὺ σοῦ ἀπαγορεύει καὶ τὴν κατάκρισιν τοῦ πλησίον, θέτεις τὸν ἑαυτόν σου παραπάνω ἀπὸ τὸν νόμον. Δὲν εἶσαι πλέον ἐκτελεστὴς τοῦ νόμου, ποὺ ὑποχρεοῦσαι νὰ φυλάττῃς αὐτόν, ἀλλὰ κάνεις τὸν ἑαυτόν σου κριτὴν μὲ τὴν θρασεῖαν ἀξίωσιν νὰ ἔχῃς δικαιώματα ἐπὶ τοῦ νόμου, ὥστε καὶ νὰ καταργῇς αὐτόν. 12 Ἕνας ὅμως εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει ἀπόλυτον δικαίωμα νὰ νομοθετῇ καὶ νὰ κρίνῃ κάθε παραβάτην, ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἔχει καὶ τὴν δύναμιν νὰ σώσῃ καὶ νὰ παραδώσῃ εἰς τὴν ἀπώλειαν. Σὺ δέ, μικρὲ καὶ τιποτένιε ἄνθρωπε, ποῖος εἶσαι ποὺ κατακρίνεις τὸν ἄλλον; 13 Λησμονεῖς, ὅτι ἐξαρτώμεθα ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ ὁ ἀπόλυτος κύριος τῆς ζωῆς τοῦ καθενός μας; Ἐλᾶτε τώρα σεῖς, ποὺ λέγετε· σήμερον ἢ αὔριον θὰ ὑπάγωμεν εἰς αὐτὴν τὴν πόλιν καὶ θὰ μείνωμεν ἐκεῖ ἓν ἔτος καὶ θὰ ἐμπορευθῶμεν καὶ θὰ κερδήσωμεν. 14 Κάνετε τὰ σχέδια αὐτὰ σεῖς, ποὺ δὲν ἠξεύρετε, τί θὰ συμβῇ κατὰ τὴν αὐριανὴν ἡμέραν. Διότι τί εἶναι ἡ ζωή σας; Τιποτένια. εἶναι ἕνας λεπτὸς ἀτμός, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὀλίγας στιγμάς, ἔπειτα δὲ ἀφανίζεται. 15 Λέγετε, ὅτι θὰ ὑπάγωμεν καὶ θὰ ἐμπορευθῶμεν καὶ θὰ κερδήσωμεν, ἀντὶ νὰ λέγετε, ἐὰν ὁ Κύριος θελήσῃ, καὶ θὰ ζήσωμεν καὶ θὰ κάμωμεν τοῦτο ἢ ἐκεῖνο. 16 Τώρα δὲ ἀντὶ νὰ ταπεινωθῆτε καὶ ἀναγνωρίσετε τὴν ἑξάρτησίν σας ἀπὸ τὸν Θεόν, καυχᾶσθε διὰ τὰς ἐπιχειρήσεις ποὺ κάνετε μὲ ματαιόδοξον αὐτοπεποίθησιν. Κάθε τέτοια καύχησις εἶναι κακὴ καὶ ἐφάμαρτος. 17 Ἀπὸ αὐτά, ποὺ σᾶς εἶπα, ἐμαθατε, ποῖον εἶναι τὸ ὀρθὸν καὶ τὸ καλόν. Προσέξατε λοιπὸν νὰ συμμορφωθῆτε πρὸς αὐτά. Διότι ἐκεῖνος, ποὺ γνωρίζει κάτι καλὸν καὶ δὲν τὸ πράττει, ἁμαρτάνει.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Ε´ 1 - 9


1 Αλλ’ ἡ προσκόλλησις εἰς τὸν κόσμον γίνεται αἰτία καὶ νὰ καταπλήττεται κανεὶς ἀπὸ τὸν πλοῦτον καὶ νὰ καλοτοχίζῃ ἐκείνους, ποὺ τὸν ἔχουν, ἀντὶ νὰ τοὺς λυπῆται. Ἐνδείκνυται ὅμως νὰ τοὺς εἴπωμεν: Ἐμπρὸς τώρα οἰ πλούσιοι, κλαύσατε μὲ ὀλολυγμοὺς διὰ τὰ δεινὰ καὶ τὴν ἀθλιότητα, τὰ ὁποῖα ἔρχονται κατεπάνω σας. 2 Ὁ πλοῦτος σας ἔχει σαπίσει καὶ τὰ πολυτελῆ ρούχα σας, ποὺ ἀποθηκεύατε, ἔχουν γίνει σκοροφαγωμένα. 3 Ὁ χρυσός σας καὶ ὁ ἄργυρος ἔχουν κατασκουριάσει καὶ ἡ σκουριά των θὰ μένῃ ὡς μαρτυρία κατὰ τῆς ματαιότητος καὶ σκληρότητός σας, καὶ θὰ σᾶς φάγῃ ζωντανοὺς σὰν φωτιά. Ἐμαζεύσατε ὑλικοὺς θησαυροὺς κατὰ τὰς ἐσχάτας τῆς κρίσεως ἡμέρας, κατὰ τὰς ὁποίας πρόκειται νὰ τιμωρηθῆτε. 4 Ἰδοὺ ὁ μισθὸς τῶν ἐργατῶν, ποὺ ἐθέρισαν τὰ ἐκτεταμένα χωράφια σας, τὸν ὁποῖον κατεκρατήσατε, φωνάζει δυνατά· καὶ αἱ παραπονετικοὶ κραυγαί των ἀδικημένων θεριστῶν ἐμβῆκαν μέσα εἰς τὰ αὐτιὰ τοῦ Κυρίου τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων. 5 Ἐζήσατε μὲ τρυφὰς καὶ ἀπολαύσεις ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐπεράσατε βίον σπάταλον καὶ ἄσωτον. Ἐπαχύνατε τὰς φιληδόνους καρδίας σας σὰν θρεφτάρια, ποὺ τὰ παχύνουν διὰ τὴν ἡμέραν τῆς σφαγῆς των. Ἔτσι καὶ διὰ σᾶς ἐπιφυλάσσεται ἡ ἡμέρα τῆς Κρίσεως σὰν ἄλλη ἡμέρα σφαγῆς καὶ καταστροφῆς σας. 6 Κατεδικάσατε τοὺς ἀθέους, ἐφονεύσατε τὸν δίκαιον· δὲν ἀντιστέκεται εἰς τὴν ἀσυνείδητον σκληρότητά σας. 7 Εἰς ἐκείνους δὲ πάλιν, ποὺ τυχὸν καταπιέζονται ἀπὸ πλουσίους ἀσυνειδήτους ἢ διατελοῦν ὑπὸ δοκιμασίας καὶ περιπετείας, ἀπευθύνω τὴν ἀκόλουθον προτροπήν: Δείξατε ὑπομονὴν καὶ μακροθυμίαν, ἀδελφοί, μέχρι τῆς δευτέρας τοῦ Κυρίου παρουσίας. Πάρτε παράδειγμα ἀπὸ τὸν γεωργόν. Ἰδοὺ αὐτὸς ὕστερα ἀπὸ τοὺς τόσους κόπους τῆς καλλιεργείας καὶ σπορὰς περιμένει μὲ ὑπομονὴν τὸν καρπὸν τῆς γῆς, ποὺ ἔχει τιμὴν καὶ ἀξίαν εἰς τὴν ἀγοράν. Καὶ μακροθυμεῖ δι’ αὐτόν, ἕως ὅτου λάβει βροχὴν πρώϊμον καὶ ὄψιμον. 8 Δείξατε καὶ σεῖς ὑπομονήν, ὅπως δεικνύει διὰ τὸν πρόσκαιρον καρπὸν ὁ γεωργός. Στηρίξατε μὲ ἀκλόνητον θάρρος τὰς καρδίας σας, διότι ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου ὁλονὲν πλησιάζει, θὰ ἔλθῃ δὲ καὶ διὰ τὸν καθένα μας χωριστὰ κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θανάτου του. 9 Μὴ στενάζετε ἀγανακτημένοι ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου, ἀδελφοί, διὰ νὰ μὴ κατακριθῆτε ἀπὸ τὸν Κριτήν. Ἰδοὺ ὁ Κριτὴς στέκεται πολὺ πλησίον καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ παρουσιασθῇ.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Δ´ 7 - 17


7 Υποταχθήτε, λοιπόν, με ταπείνωσιν στον Θεόν. Αντισταθήτε στον διάβολον, που σας δελεάζει και σας φλογίζει με τας αμαρτωλάς ηδονάς του κόσμου, και θα φύγη μακρυά από σας νικημένος και εξευτελισμένος. 8 Πλησιάστε κοντά στον Θεόν και ο Θεός θα πλησιάση κοντά εις σας. Αμαρτωλοί άνθρωποι, καθαρίσατε τα χέρια σας από κάθε αμαρτωλήν πράξιν και ενόχην, εξαγνίσατε το εσωτερικόν σας σεις οι δίγνωμοι, που κυμαίνεσθε μεταξύ Θεού και αμαρτωλού κόσμου. 9 Συναισθανθήτε την αμαρτωλότητά σας και την ενόχην σας, μετανοήσατε, πενθήσατε και κλαύσατε, δια τας αθλιότητάς σας. Τα αμαρτωλά σας γέλοια μέσα εις τα ξεφαντώματα της αμαρτίας ας αλλάξουν και ας γίνουν λύπη και συντριβή μετανοίας, και η ψεύτικη χαρά του κόσμου ας μετατραπή εις συναίσθησιν και κατήφειαν. 10 Ταπεινωθήτε ενώπιον του Κυρίου και θα σας υψώση εις την παρούσαν ζωήν ως προσωπικότητα αρετής, θα σας δοξάση δε εις την μέλλουσαν. 11 Αδελφοί, μη κατηγορείτε και μη κατακρίνετε ο ένας τον άλλον. Διότι εκείνος που κατηγορεί και κατακρίνει και καταδικάζει τον αδελφόν του, κατηγορεί και καταδικάζει τον θείον Νομον, τον Νομον της αγάπης και της καλωσύνης. Εάν δε με την συμπεριφοράν σου αυτήν καταδικάζης τον νόμον της αγάπης, που απαγορεύει την κατάκρισιν, τότε δεν είσαι πλέον τηρητής του νόμου, αλλά θρασύς κριτής και επικριτής του νόμου. 12 Ενας όμως είναι ο νομοθέτης, που έχει το δικαίωμα να νομοθετή το ορθόν και να κρίνη κάθε παραβάτην, ο δίκαιος Θεός, ο οποίος έχει την δύναμιν και να σώση και να καταδικάση εις απώλειαν. Συ δε, ασήμαντε άνθρωπε, ποίος είσαι, που τολμάς να κρίνης και να κατακρίνης τον άλλον; 13 Ελάτε τώρα σεις, που χωρίς να λογαριάζετε τον Θεόν λέτε· “σήμερα η αύριον θα πάμε εις αυτήν την πόλιν και θα μείνωμεν εκεί ένα έτος και θα επιδοθώμεν στο εμπόριον και θα κερδήσωμεν χρήματα”. 14 Τα λέγετε αυτά σεις, οι οποίοι δεν γνωρίζετε τι θα συμβή όχι μετά ένα έτος, αλλ' ούτε κατά την αυριανήν ημέραν. Διότι τι είναι η ζωή σας, την οποίαν θέλετε να θεωρήτε ατελείωτον; Είναι ένας λεπτός αχνός, που φαίνεται για λίγες στιγμές και αμέσως έπειτα διαλύεται και αφανίζεται. 15 Σχεδιάζετε και λέγετε, ότι επί ένα έτος θα πάτε και θα κάμετε και θα κερδήσετε, αντί να λέτε, εάν ο Κυριος θελήση και ζήσωμεν, τότε και θα κάμωμεν τούτο και εκείνο. 16 Τωρα δε, παραμερίζοντες τον Θεόν, καυχάσθε εις τα αλαζονικά σας σχέδια και εις τας ματαιοδόξους επιχειρήσεις σας. Καθε τέτοια καύχησις είναι κακή και αμαρτωλή. 17 Ηκούσατε αυτά που σας είπα και εμάθατε ποιό είναι το καλόν. Αλλά μη λησμονείτε, ότι εκείνος που γνωρίζει ποίον είναι το καλόν, έχει δε και την δύναμιν να το πραγματοποιήση, και δεν το κάμνει, διαπράττει αμαρτίαν.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Ε´ 1 - 9


1 Και τώρα η σειρά σας πλούσιοι· κλάψατε με ολολυγμούς και θρήνους δια τας δυστυχίας και ταλαιπωρίας, αι οποίαι έρχονται κατεπάνω σας. 2 Ο πλούτος σας, που με αδικίας είχατε αποκτήσει και στον οποίον εστηρίξατε τας ελπίδας σας, έχει σαπίσει και τα πολυτελή ενδύματά σας έχουν σκοροφαγωθή μέσα εις τας ιματιοθήκας σας. 3 Ο χρυσός και ο άργυρος, που εθησαυρίσατε, έχουν κατασκουριάσει και η σκουριά των θαμένη ως φοβερά μαρτυρία εναντίον της ιδιοτελείας και σκληρότητός σας και θα καταφάγη τας σάρκας σας σαν φωτιά. Εσυσσωρεύσατε θησαυρούς, αλλά εις καταδίκην σας κατά τας μεγάλας εκείνας ημέρας της Κρίσεως. 4 Ιδού ο μισθός των εργατών, που εθέρισαν τα απέραντα χωράφια σας και τον οποίον σεις αδίκως και πλεονεκτικώς κατεκρατήσατε, κραυγάζει εναντίον σας. Και οι ομαδικαί βοαί των θεριστών, που τους αδικήσατε, έχουν φθάσει σαν επίκλησις δικαιοσύνης μέσα εις τα αυτιά του Κυρίου των Δυνάμεων. 5 Εζήσατε με απολαύσεις και ηδονάς εις την γην και εσπαταλήσατε εις αμαρτωλάς διασκεδάσεις, σαν άσωτοι, τα αγαθά σας. Εκαλοθρέψατε και επαχύνατε τας καρδίας και τα σώματά σας, σαν θρεφτάρια που προορίζονται δια την ημέραν της σφαγής των. Σαν ημέρα σφαγής και ολέθρου θα ξεσπάση εναντίον σας η δικαία κρίσις του Θεού. 6 Κατεδικάσατε τον αθώον, εφονεύσατε τον δίκαιον. Δεν αντιστέκεται εις την μοχθηρότητα και ασυνειδησίαν σας. 7 Σεις δε, αδελφοί, που ταλαιπωρείσθε και πάσχετε από τας αδικίας και τας πιέσεις των απλήστων και σκληρών πλουσίων, δείξατε μακροθυμίαν και υπομονήν έως την Δευτέραν Παρουσίαν του Κυρίου. Μιμηθήτε τον γεωργόν, ο οποίος ιδού, ύστερα από τους κόπους της σποράς, περιμένει με υπομονήν και ελπίδα τον πολύτιμον καρπόν της γης. Και μακροθυμεί δι' αύτόν, έως ότου πάρη από τον Θεόν την βροχήν την πρώϊμον και την βροχήν την όψιμον, που ευνοεί την καρποφορίαν. 8 Δείξτε και σεις υπομονήν, στηρίξτε εις την πίστιν τας καρδίας σας, διότι η παρουσία του Κυρίου έχει πλησιάσει. (Η ώρα της εκδημίας μας από τον κόσμον είναι κοντά και η μεγάλη ημέρα της Κρίσεως, που θα δικαιωθώμεν ενώπιον του Κυρίου, δεν θα αργήση). 9 Αδελφοί, μη στενάζετε και δυσφορείτε ο ένας εναντίον του άλλου, δια να μη καταδικασθήτε από τον Κριτήν. Ιδού ο Κριτής έφθασε, στέκεται εμπρός εις την θύραν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ι´ 27 - 38


27 τὰ πρόβατα τὰ ἐμὰ τῆς φωνῆς μου ἀκούει, κἀγὼ γινώσκω αὐτά, καὶ ἀκολουθοῦσί μοι, 28 κἀγὼ ζωὴν αἰώνιον δίδωμι αὐτοῖς, καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ οὐχ ἁρπάσει τις αὐτὰ ἐκ τῆς χειρός μου. 29 ὁ πατήρ μου, ὃς δέδωκέ μοι, μεῖζων πάντων ἐστί, καὶ οὐδεὶς δύναται ἁρπάζειν ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ πατρός μου. 30 ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἕν ἐσμεν. 31 Ἐβάστασαν οὖν πάλιν λίθους οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα λιθάσωσιν αὐτόν. 32 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Πολλὰ ἔργα καλὰ ἔδειξα ὑμῖν ἐκ τοῦ πατρός μου, διὰ ποῖον αὐτῶν ἔργον λιθάζετέ με; 33 ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· Περὶ καλοῦ ἔργου οὐ λιθάζομέν σε, ἀλλὰ περὶ βλασφημίας, καὶ ὅτι σὺ ἄνθρωπος ὢν ποιεῖς σεαυτὸν Θεόν. 34 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Οὐκ ἔστι γεγραμμένον ἐν τῷ νόμῳ ὑμῶν, ἐγὼ εἶπα, θεοί ἐστε; 35 εἰ ἐκείνους εἶπε θεοὺς, πρὸς οὓς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐγένετο, καὶ οὐ δύναται λυθῆναι ἡ γραφή, 36 ὃν ὁ πατὴρ ἡγίασε καὶ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον, ὑμεῖς λέγετε ὅτι βλασφημεῖς, ὅτι εἶπον, υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἰμι; 37 εἰ οὐ ποιῶ τὰ ἔργα τοῦ πατρός μου, μὴ πιστεύετέ μοι· 38 εἰ δὲ ποιῶ, κἂν ἐμοὶ μὴ πιστεύητε, τοῖς ἔργοις πιστεύσατε, ἵνα γνῶτε καὶ πιστεύσητε, ὅτι ἐν ἐμοὶ ὁ πατὴρ κἀγὼ ἐν αὐτῷ.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ι´ 27 - 38


27 Τὰ πρόβατα τὰ ἰδικά μου ἀκούουν μὲ προθυμίαν καὶ εὐπείθειαν τὴν φωνήν μου καὶ τὴν διδασκαλίαν μου. Καὶ ἐγὼ τὰ γνωρίζω ὡς ἰδικά μου καὶ ἐνδιαφέρομαι καὶ πονῶ καὶ φροντίζω δι’ αὐτά, καθὼς καὶ ἐκεῖνα μὲ γνωρίζουν καὶ μὲ ἀκολουθοῦν ὑπακούοντα εἰς πάσας τὰς ἐντολάς μου. 28 Καὶ ἐγὼ εἰς ἀνταμοιβὴν τῆς ὑπακοῆς των πρὸς ἐμὲ δίδω εἰς αὐτὰ ζωὴν αἰώνιον, καὶ δὲν θὰ ἀπολεσθοῦν ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα. Καὶ οὔτε λύκος, οὔτε κλέπτης, οὔτε κανένας ἄλλος κακοποιὸς δὲν θὰ μπορέσῃ ποτὲ νὰ τὰ ἀποσπάσῃ μὲ τὴν βίαν καὶ νὰ τὰ ἁρπάσῃ ἀπὸ τὴν δυνατὴν καὶ προστατευτικὴν χεῖρα μου. 29 Ὁ Πατήρ μου, ποὺ μοῦ ἔχει δώσει τὰ πρόβατα αὐτά, εἶναι μεγαλύτερος καὶ δυνατώτερος ἀπὸ ὅλους, καὶ κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀρπάξῃ διὰ τῆς βίας αὐτὰ ἀπὸ τὴν παντοδύναμον χεῖρα τοῦ Πατρός μου. 30 Ναί· τὰ πρόβατα αὐτὰ ἀνήκουν καὶ εἰς τὸν Πατέρα μου καὶ εἰς ἐμέ. Καὶ κρατοῦνται συγχρόνως καὶ ἀπὸ τὴν ἰδικήν μου προστατευτικὴν χεῖρα καὶ ἀπὸ τὴν χεῖρα τοῦ Πατρός μου. Διότι ἐγὼ καὶ ὁ Πατήρ μου εἴμεθα ἕνα καὶ ἔχομεν τὴν αὐτὴν φύσιν καὶ οὐσίαν καὶ τὴν αὐτὴν δύναμιν καὶ θέλησιν καὶ ἐξουσίαν καὶ ὅλα ἐν γένει τὰ ἔχομεν κοινά. 31 Ὅταν λοιπὸν ἤκουσαν οἱ Ἰουδαῖοι, ὅτι ἔκαμε τὸν ἑαυτόν του ἕνα μὲ τὸν Θεόν, ἐπῆραν καὶ πάλιν εἰς τὰς χεῖρας των λίθους διὰ νὰ τὸν λιθοβολήσουν. 32 Ἀπεκρίθη τότε εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Πολλὰ εὐεργετικὰ καὶ κατὰ πάντα θαυμαστὰ καὶ ἀξιέπαινα ἔργα σᾶς ἔδειξα, τὰ ὁποῖα προέρχονται ἀπὸ τὸν Πατέρα μου καὶ μόνον μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Πατρός μου εἶναι δυνατὸν νὰ συντελεσθοῦν. Διὰ ποῖον ἔργον ἀπὸ αὐτὰ θέλετε νὰ μὲ λιθοβολήσετε; 33 Ἀπεκρίθησαν πρὸς αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ εἶπαν· Δὲν σὲ λιθοβολοῦμεν διὰ κανὲν καλὸν ἔργον ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ λέγεις, ὅτι ἔκαμες. Ἀλλὰ σὲ λιθοβολοῦμεν διὰ τὴν βλασφημίαν, ποὺ ἐξεστόμισες, καὶ διότι σύ, ἐνῷ εἶσαι ἄνθρωπος, κάνεις τὸν ἑαυτόν σου Θεὸν καὶ λέγεις, ὅτι εἶσαι ἕνα μὲ τὸν Θεόν. 34 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Δὲν εἶναι γραμμένον εἰς τὸν νόμον σας διὰ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἀσκοῦν τὴν δικαστικὴν ἐξουσίαν· Ἐγὼ εἶπα· εἶσθε θεοί; 35 Ἐὰν ἐκείνους ὠνόμασεν ἡ Γραφὴ θεούς, πρὸς τοὺς ὁποίους ἔγινε κλῆσις ἀπὸ Θεοῦ καὶ διὰ θείας ἀναδείξεως ἀνετέθη εἰς αὐτοὺς νὰ διαχειρίζωνται ἐπὶ τῆς γῆς τὴν δικαστικὴν ἐξουσίαν, (καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ χάσῃ τὸ κῦρος της ἡ Γραφή, ὥστε ὅ,τι λέγει νὰ μὴ ἔχῃ πλέον καμμίαν ἀξίαν), 36 εἰς ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον, ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου διὰ νὰ γίνῃ ἄνθρωπος, ὁ Πατὴρ ἐξεχώρισε καὶ ἐξέλεξε καὶ καθιέρωσεν αὐτὸν διὰ τὸ ὑψηλὸν ἔργον τοῦ Μεσσίου καὶ τὸν ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον διὰ νὰ φέρῃ τοῦτο εἰς πέρας, σεῖς λέγετε, ὅτι βλασφημεῖς, ἐπειδὴ εἶπον, ὅτι εἶμαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ; 37 Ἐὰν δὲν ἐνεργῶ τὰ ὑπερφυσικὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα ὁ Πατήρ μου παραγγέλλει καὶ μὲ βοηθεῖ νὰ ἐκτελῶ, καὶ τὰ ὁποῖα εἶναι αὐτὰ ταῦτα τὰ ἔργα τοῦ Πατρός μου, μὴ πιστεύετε εἰς τὴν μαρτυρίαν τοῦ στόματός μου καὶ εἰς τὰς ἰδικάς μου διαβεβαιώσεις. 38 Ἐφ’ ὅσον ὅμως ἐνεργῶ τὰ ἔργα τοῦ Πατρός μου, καὶ ἐὰν δὲν πιστεύετε εἰς ὅ,τι λέγω ἐγώ, πιστεύσατε ὅμως εἰς τὰ ἔργα αὐτά, διὰ νὰ μάθετε καὶ ὁδηγηθῆτε ἀπὸ αὐτὰ εἰς τὴν τελείαν πίστιν. Καὶ τότε θὰ βεβαιωθῆτε ὅτι μέσα μου εἶναι καὶ μένει ὁ Πατὴρ καὶ ἐγὼ εἶμαι καὶ μένω μέσα εἰς τὸν Πατέρα. Ἔχω δηλαδὴ ὡς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ τὴν αὐτὴν φύσιν καὶ οὐσίαν πρὸς τὸν Πατέρα, καὶ εἶμαι ἄπειρος καὶ ἐγώ, ὥστε νὰ χωρῇ μέσα μου ὁ Πατήρ, εἴμεθα δὲ καὶ ἀχώριστοι ὁ εἰς ἀπὸ τὸν ἄλλον, διότι καὶ ἐγὼ εἶμαι καὶ μένω μέσα εἰς τὸν Πατέρα μου.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ι´ 27 - 38


27 Τα δικά μου πρόβατα ακούουν με χαράν και με υποταγήν την φωνήν μου και εγώ τα γνωρίζω ότι είναι δικά μου και με ακολουθούν. 28 Και εγώ ανταμείβων την υπακοήν των, τους δίδω την αιωνίαν ζωήν και δεν θα χαθούν ποτέ και κανείς δεν θα τα αρπάξη από τα χέρια μου. 29 Ο Πατήρ μου, ο οποίος μου έχει δώσει τα πρόβατα είναι ανώτερος και ισχυρότερος από όλους, είναι ο παντοδύναμος Θεός. Και κανείς, ούτε αι λεγεώνες των πονηρών πνευμάτων, δεν ημπορούν να αρπάξουν τα πρόβατα από το χέρι του. 30 Με την ιδίαν δύναμιν και εξουσίαν και αγάπην ποιμαίνω και εγώ και κρατώ τα πρόβατα, διότι εγώ και ο Πατήρ είμεθα ένα, έχομεν την αυτήν φύσιν και ουσίαν, τα ίδια άπειρα ιδιώματα”. 31 Οταν οι Ιουδαίοι τον άκουσαν να λέγη ότι είνα ένα με τον Θεόν, επήραν πάλιν λιθάρια, δια να τον λιθοβολήσουν. 32 Απήντησε τότε εις αυτούς ο Ιησούς· “πολλά καλά έργα έδειξα και έκανα εις εσάς που προέρχονται από τον Πατέρα. Δια ποίον από όλα είσθε έτοιμοι να με λιθοβολήσετε;” 33 Απήντησαν εις αυτόν οι Ιουδαίοι, λέγοντες· “δεν σε λιθοβολούμεν δια καλόν έργον, αλλά δια την φοβεράν βλασφημίαν που είπες, διότι ενώ συ είσαι άνθρωπος, κάνστον εαυτόν σου Θεόν και λέγεις ότι είσαι ένα με τον Θεόν”. 34 Τους απήντησεν ο Ιησούς· “στον νόμον σας, εκεί που ομιλεί ο Θεός προς τους δικαστάς, δεν είναι γραμμένον· Εγώ είπα, είσθε θεοί; 35 Εάν η Γραφή ωνόμασε θεούς τους δικαστάς εκείνους, τους οποίους εκάλεσε εις αυτό το έργον ο Θεός-και δεν είναι δυνατόν να καταλυθή η Γραφή- 36 εις εκείνον, τον οποίον ο Πατήρ καθιέρωσε δια το μέγα έργον του Μεσσίου και τον έστειλε στον κόσμον, σεις λέγετε ότι βλασφημείς, επειδή είπα ότι είμαι Υιός του Θεού; 37 Εάν δεν κάνω τα υπερφυσικά έργα, τα οποία είναι έργα του Πατρός μου, τότε μη πιστεύετε εις εμέ. 38 Εφ' όσον όμως κάνω τα έργα του Πατρός μου, πιστεύσατε εις αυτά τα έργα και τότε θα εννοήσετε καλά και θα πιστεύσετε εις εμέ και θα βεβαιωθήτε, ότι εγώ ζω και υπάρχω εν τω Πατρί, όπως και ο Πατήρ ζη και υπάρχει εν εμοί”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα