❌
Πέμπτη, 20 Νοεμβρίου 2025

Προεόρτια Εισοδίων Υπεραγίας Θεοτόκου, Όσιος Γρηγόριος ο Δεκαπολίτης, Άγιος Πρόκλος αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινούπολης
Προεόρτια τῶν εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου· Γρηγορίου Δεκαπολίτου (†816) ὁσίου, Πρόκλου Κωνσταντινουπόλεως (†447).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Δ´ 18 - 18


18 Ὥστε παρακαλεῖτε ἀλλήλους ἐν τοῖς λόγοις τούτοις.

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Ε´ 1 - 10


1 Περὶ δὲ τῶν χρόνων καὶ τῶν καιρῶν, ἀδελφοί, οὐ χρείαν ἔχετε ὑμῖν γράφεσθαι· 2 αὐτοὶ γὰρ ἀκριβῶς οἴδατε ὅτι ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτὶ οὕτως ἔρχεται. 3 ὅταν λέγωσιν, εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια, τότε αἰφνίδιος αὐτοῖς ἐφίσταται ὄλεθρος, ὥσπερ ἡ ὠδὶν τῇ ἐν γαστρὶ ἐχούσῃ, καὶ οὐ μὴ ἐκφύγωσιν. 4 ὑμεῖς δέ, ἀδελφοί, οὐκ ἐστὲ ἐν σκότει, ἵνα ἡ ἡμέρα ὑμᾶς ὡς κλέπτης καταλάβῃ· 5 πάντες ὑμεῖς υἱοὶ φωτός ἐστε καὶ υἱοὶ ἡμέρας. οὐκ ἐσμὲν νυκτὸς οὐδὲ σκότους. 6 ἄρα οὖν μὴ καθεύδωμεν ὡς καὶ οἱ λοιποί, ἀλλὰ γρηγορῶμεν καὶ νήφωμεν. 7 οἱ γὰρ καθεύδοντες νυκτὸς καθεύδουσι, καὶ οἱ μεθυσκόμενοι νυκτὸς μεθύουσιν· 8 ἡμεῖς δὲ ἡμέρας ὄντες νήφωμεν, ἐνδυσάμενοι θώρακα πίστεως καὶ ἀγάπης καὶ περικεφαλαίαν ἐλπίδα σωτηρίας· 9 ὅτι οὐκ ἔθετο ἡμᾶς ὁ Θεὸς εἰς ὀργὴν, ἀλλ’ εἰς περιποίησιν σωτηρίας διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, 10 τοῦ ἀποθανόντος ὑπὲρ ἡμῶν, ἵνα εἴτε γρηγορῶμεν εἴτε καθεύδωμεν ἅμα σὺν αὐτῷ ζήσωμεν.

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Δ´ 18 - 18


18 Ἀφοῦ λοιπὸν πιστεύετε καὶ ἠξεύρετε αὐτὰ διὰ τοὺς ἀποθανόντας, παρηγορεῖτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μὲ τοὺς λόγους αὐτοὺς τῆς ἐλπίδος, ποὺ σᾶς γράφω.

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Ε´ 1 - 10


1 Διὰ τοὺς χρόνους δὲ καὶ τοὺς καιροὺς τῆς δευτέρας παρουσίας, ἀδελφοί, δὲν ἔχετε ἀνάγκην νὰ σᾶς γράφωμεν. 2 Διότι σεῖς ἠξεύρετε ἀπὸ τὴν προφορικὴν διδασκαλίαν, τὴν ὁποίαν μὲ ἀκρίβειαν ἐνθυμεῖσθε, ὅτι ἡ ἡμέρα τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου πρόκειται νὰ ἔλθῃ ἔτσι ἔξαφνα, ὅπως ἔρχεται ὁ κλέπτης κατὰ τὴν νύκτα. Τόσον ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου, ὅτε θὰ ἔλθῃ ὁ Κύριος ὡς Κριτής, ὅσον καὶ ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου ἑκάστου ἀνθρώπου, κατὰ τὴν ὁποίαν ἔρχεται διὰ τὸν καθένα μας ὁ Κύριος, θὰ μᾶς καταλάβουν ἔξαφνα. 3 Διότι ὅταν λέγουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου, ἔχομεν τώρα εἰρήνην καὶ ἀσφάλειαν, τότε ἐπέρχεται ξαφνικὴ ἡ καταστροφὴ κατ’ αὐτῶν, καθὼς ἔξαφνα ἔρχεται καὶ ὁ πόνος τοῦ τοκετοῦ εἰς τὴν ἔγκυον γυναῖκα καὶ ἔτσι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν θὰ διαφύγουν τὴν καταστροφὴν αὐτήν. 4 Σεῖς ὅμως, ἀδελφοί, δὲν εὑρίσκεσθε εἰς σκότος κακίας καὶ ἁμαρτίας, διὰ νὰ σᾶς καταλάβῃ ἔξαφνα καὶ ἐπάνω εἰς τὰ ἔργα τοῦ σκότους σὰν κλέπτης ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου. 5 Ὅλοι σεῖς εἶσθε τέκνα φωτὸς καὶ τέκνα ἡμέρας καὶ συνεπῶς, ὀποτεδήποτε καὶ ἂν ἔλθῃ ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου, θὰ σᾶς εὔρη νὰ πράττετε ἔργα ἀρετῆς φωτεινά. Δὲν εἴμεθα τέκνα νυκτὸς οὔτε σκότους. 6 Σύμφωνα μὲ αὐτὰ λοιπὸν ἂς μὴ κοιμώμεθα τὸν ὕπνον τῆς ἀδιαφορίας καὶ ἀπροσεξίας, καθὼς καί οἰ λοιποὶ ποὺ ἀγνοοῦν τὸν Χριστόν, ἀλλ’ ἂς εἴμεθα ἄγρυπνοι καὶ ἂς ἐγκρατευώμεθα. 7 Ἂς μὴ κοιμώμεθα, διότι ἐκεῖνοι ποὺ κοιμῶνται, κοιμῶνται ἐν καιρῷ νυκτός, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ μεθοῦν, μεθοῦν τὴν νύκτα. Εὑρίσκονται λοιπὸν αὐτοὶ εἰς τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ εἰς τὸ σκοτάδι θὰ τοὺς εὕρῃ ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου, ὅταν θὰ ἔλθῃ ἔξαφνα. 8 Ἀλλ’ ἡμεῖς οἰ Χριστιανοί, ἐφ’ ὅσον εἴμεθα τέκνα ἡμέρας, ἂς ἐγκρατευώμεθα ἀπὸ κάθε κακίαν καὶ ἂς ὁπλισθῶμεν μὲ τὰ κατάλληλα πνευματικὰ ὅπλα. Ἂς ἐνδυθῶμεν δηλαδὴ ὡς πνευματικὸν θώρακα, ποὺ θὰ ἀσφαλίζῃ ὁλόκληρον τὸν ἐσωτερικόν μας ἄνθρωπον, τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀγάπην, καὶ σὰν περικεφαλαίαν, ποὺ θὰ προφυλάττῃ τὸν νοῦν μας ἀπὸ τὸν κίνδυνον τῆς ἀποθαρρύνσεως καὶ ἀπογνώσεως, τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ἀπολαύσωμεν τὴν σωτηρίαν. 9 Ναί· ποτὲ ἡ ἐλπίς, ὅτι θὰ σωθῶμεν, δὲν πρέπει νὰ σβήσῃ μέσα μας. Διότι ὁ Θεὸς δὲν μᾶς προώρισε δι’ ὀργὴν καὶ καταδίκην, άλλὰ μᾶς προώρισε διὰ νὰ ἀποκτήσωμεν κτῆμα μᾶς ἀσφαλὲς τὴν σωτηρίαν διὰ μέσου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, 10 ὁ ὁποῖος ἀπέθανε δι’ ἠμᾶς, διὰ νὰ ζήσωμεν ὅλοι μαζί του, εἴτε μᾶς εὕρῃ κατὰ τὴν δευτέραν του παρουσίαν ζωντανοὺς καὶ ἀγρύπνους, εἴτε μᾶς εὔρῃ ἀποθαμένους.

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Δ´ 18 - 18


18 Ωστε, λοιπόν, παρηγορείτε και ενισχύετε ο ένας τον άλλον με τα λόγια αυτά, που σας γράφω και τα οποία είναι λόγοι του Κυρίου.

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Ε´ 1 - 10


1 Ως προς δε τους χρόνους και τους καιρούς της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου δεν έχετε ανάγκην, αδελφοί, να σας γράψωμεν ημείς, 2 διότι σεις ξέρετε πολύ καλά, σύμφωνα με εκείνα, που προφορικώς σας έχομεν διδάξει, ότι δηλαδή η ημέρα της Παρουσίας του Κυρίου θα έλθη έξαφνα εις ώραν, που δεν περιμένομεν, όπως ακριβώς έρχεται ο κλέπτης κατά την νύκτα. (Κατά τον ίδιον τρόπον έξαφνα έρχεται και η ημέρα της εκδημίας μας από τον κόσμον αυτόν). 3 Διότι, όταν οι άνθρωποι λέγουν, “τώρα υπάρχει ειρήνη και ασφάλεια”. τότε έρχεται ξαφνικός εις αυτούς ο όλεθρος, όπως έξαφνα έρχεται και η ωδίνη του τοκετού εις την έγκυον. Ετσι και οι άνθρωποι αυτοί δεν θα αποφύγουν την καταστροφήν. 4 Σεις όμως, αδελφοί, δεν ευρίσκεσθε στο σκότος της αγνοίας και της πλάνης, δια να σας καταλάβη σαν κλέπτης απροετοιμάστους και αμετανοήτους η ημέρα του Κυρίου. 5 Ολοι σεις είσθε τέκνα του φωτός, παιδιά της ημέρας του Θεού. Δεν είμεθα άνθρωποι της νύκτας και του σκότους (ώστε να μη ξέρωμεν που βαδίζομεν η να κοιμώμεθα τον βαρύν ύπνον της αμεριμνησίας). 6 Αρα, λοιπόν, ας μη κοιμώμεθα τον ύπνον της ραθυμίας και απροσεξίας, όπως οι άλλοι άνθρωποι, που ζουν μακράν από τον Χριστόν, αλλ' ας είμεθα άγρυπνοι, προσεκτικοί και εγκρατείς. 7 Διότι εκείνοι που κοιμώνται, κοιμώνται κατά το διάστημα της νυκτός, και εκείνοι που μεθούν, μεθούν κατά την νύκτα. (Οι πνευματικώς κοιμισμένοι και απρόσεκτοι άνθρωποι ευρίσκονται στο σκοτάδι της αμαρτίας και έξαφνα θα αντικρύσουν την ημέραν του Κυρίου). 8 Ημείς όμως οι Χριστιανοί, αφού είμεθα τέκνα της ημέρας, ας ζώμεν με προσοχήν και εγκράτειαν αγωνιζόμενοι συνεχώς εναντίον της αμαρτίας. Ας ενδυθώμεν ως άλλον πνευματικόν θώρακα, που θα ασφαλίζη την ψυχήν μας από τα βέλη της αμαρτίας, την πίστιν και την αγάπην· και ας φορέσωμεν σαν περικεφαλαίαν, που θα περιφρουρή τον νου μας από την πλάνην, την ελπίδα της σωτηρίας. 9 Αυτή δε η ελπίς θα μας πληροφορή πάντοτε, ότι ο Θεός δεν μας έχει τάξει δι' οργήν και καταδίκην, αλλά μας έχει προορίσει να αποκτήσωμεν ως αναφαίρετον θησαυρόν μας την σωτηρίαν δια μέσου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, 10 ο οποίος απέθανε προς χάριν ημών, δια να ζήσωμεν όλοι οι πιστοί μαζή με αυτόν εις την αιωνιότητα, είτε μας εύρη η Δευτέρα Παρουσία του ζώντας ακόμη εις την γην είτε μας εύρη κοιμηθέντας εν Κυρίω.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙϚ´ 1 - 9


1 Ἔλεγε δὲ καὶ πρὸς τοὺς μαθητάς αὐτοῦ· Ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος, ὃς εἶχεν οἰκονόμον, καὶ οὗτος διεβλήθη αὐτῷ ὡς διασκορπίζων τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ. 2 καὶ φωνήσας αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· τί τοῦτο ἀκούω περὶ σοῦ; ἀπόδος τὸν λόγον τῆς οἰκονομίας σου· οὐ γὰρ δύνῃ ἔτι οἰκονομεῖν. 3 εἶπε δὲ ἐν ἑαυτῷ ὁ οἰκονόμος· τί ποιήσω, ὅτι ὁ κύριός μου ἀφαιρεῖται τὴν οἰκονομίαν ἀπ’ ἐμοῦ; σκάπτειν οὐκ ἰσχύω, ἐπαιτεῖν αἰσχύνομαι· 4 ἔγνων τί ποιήσω, ἵνα, ὅταν μετασταθῶ ἐκ τῆς οἰκονομίας, δέξωνταί με εἰς τοὺς οἴκους ἑαυτῶν. 5 καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα ἕκαστον τῶν χρεοφειλετῶν τοῦ κυρίου ἔλεγε τῷ πρώτῳ· πόσον ὀφείλεις σὺ τῷ κυρίῳ μου; 6 ὁ δὲ εἶπεν· ἑκατὸν βάτους ἐλαίου. καὶ εἶπεν αὐτῷ· δέξαι σου τὸ γράμμα καὶ καθίσας ταχέως γράψον πεντήκοντα. 7 ἔπειτα ἑτέρῳ εἶπε· σὺ δὲ πόσον ὀφείλεις; ὁ δὲ εἶπεν ἑκατὸν κόρους σίτου. καὶ λέγει αὐτῷ· δέξαι σου τὸ γράμμα καὶ γράψον ὀγδοήκοντα. 8 καὶ ἐπῄνεσεν ὁ κύριος τὸν οἰκονόμον τῆς ἀδικίας, ὅτι φρονίμως ἐποίησεν· ὅτι οἱ υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου φρονιμώτεροι ὑπὲρ τοὺς υἱοὺς τοῦ φωτὸς εἰς τὴν γενεὰν τὴν ἑαυτῶν εἰσι. 9 κἀγὼ ὑμῖν λέγω· ποιήσατε ἑαυτοῖς φίλους ἐκ τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας, ἵνα, ὅταν ἐκλίπητε, δέξωνται ὑμᾶς εἰς τὰς αἰωνίους σκηνάς.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙϚ´ 1 - 9


1 Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως κατείχοντο καὶ ἀπὸ ἄλλην κακίαν. Ἦσαν φιλάργυροι καὶ κατεκράτουν τὸν πλοῦτον ἐγωϊστικῶς διὰ μόνον τὸν ἑαυτόν τους. Εἶπε λοιπὸν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς μαθητάς του καὶ τὴν ἀκόλουθον παραβολήν, διὰ νὰ τοὺς διδάξῃ, πῶς πρέπει ὁ καθένας νὰ χρησιμοποιῇ τὸν πλοῦτον· Ἦτο κάποιος ἄνθρωπος πλούσιος, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἐπιστάτην καὶ διαχειριστὴν τῆς περιουσίας του. Καὶ τὸν ἐπιστάτην αὐτὸν κατηγόρησαν εἰς τὸν κύριόν του, ὅτι διασκορπίζει καὶ σπαταλᾷ τὴν περιουσίαν του. 2 Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐφώναξεν ὁ κύριος, τοῦ εἶπε· Τί εἶναι αὐτό, ποὺ ἀκούω διὰ σέ; Δῶσε μου λογαριασμὸν τῆς διαχειρίσεώς σου, διότι δὲν θὰ ἠμπορέσῃς πλέον εἰς τὸ μέλλον νὰ εἶσαι διαχειριστὴς καὶ ἐπιστάτης. 3 Εἶπε δὲ καθ’ ἑαυτὸν ὁ οἰκονόμος· Τί νὰ κάμω, διότι ὁ κύριός μου παίρνει τὴν διαχείρισιν ἀπὸ ἐμέ; Νὰ σκάπτω εἱς τὰ χωράφια δὲν ἡμπορῶ νὰ ζητιανεύω ἐντρέπομαι. 4 Εὗρον καὶ ἀπεφάσισα τί νὰ κάμω, διὰ νὰ μὲ δεχθοῦν ἄνθρωποι εἰς τὰ σπίτια των καὶ μὲ φιλοξενήσουν, ὅταν θὰ ἀποπεμφθῶ ἀπὸ τὴν διαχείρισιν. 5 Καὶ ἀφοῦ προσεκάλεσε τοὺς χρεωφειλέτας τοῦ κυρίου του τὸν καθένα χωριστά, εἶπεν εἰς τὸν πρῶτον· Πόσον ὀφείλεις σὺ εἰς τὸν κύριόν μου; 6 Αὐτὸς δὲ εἶπεν· ἑκατὸν μισοβάρελα λάδι, δηλαδὴ 2.700 ὀκάδες περίπου. Καὶ ὁ διαχειριστὴς τοῦ εἶπε· Πάρε τὸ γραμμάτιόν σου καὶ ἀφοῦ καθίσῃς γράψε γρήγορα πενήντα μισοβάρελα. 7 Ἔπειτα εἶπεν εἰς ἄλλον χρεοφειλέτην· Σὺ δὲ πόσα χρεωστεῖς; Αὐτὸς δὲ τοῦ εἶπεν· ἑκατὸν σάκκους σιτάρι τῶν τριανταὲξ ὀκάδων, δηλαδὴ 3.600 ὀκάδες. Καὶ τότε τοῦ εἶπεν ὁ διαχειριστής· Πάρε τὸ γραμμάτιόν σου καὶ ἀντὶ ἑκατὸν γράψε ὀγδοήκοντα. Ἔτσι ὁ διαχειριστὴς ἠδίκησε μὲν τὸν κύριόν του, ὡς πρὸς τὸν ἑαυτόν του ὅμως ἐφέρθη φρόνιμα καὶ συνετά. 8 Καὶ ὁ κύριος ἐπῄνεσε τὸν διαχειριστήν, ὄχι βέβαια διὰ τὴν ἀδικίαν ποὺ τοῦ ἔκαμε, καὶ διὰ τὴν ὁποίαν τὸν ἀποκαλεῖ οἰκονόμον τῆς ἀδικίας, ἀλλὰ διότι ἐνήργησε φρόνιμα καὶ προβλεπτικὰ διὰ τὸν ἑαυτόν του. Ἂς μὴ φανῇ δὲ εἰς κανένα παράδοξον, ὅτι ὁ οἰκονόμος αὐτὸς ἐνήργησε τόσον φρόνιμα, διότι οἱ ἄνθρωποι, ποὺ εἶναι προσκολλημένοι εἰς τὸν μάταιον αὐτὸν κόσμον, προκειμένου νὰ ἑξασφαλίσουν τὰ ἐπίγεια συμφέροντά των, ἀποδεικνύονται προνοητικώτεροι κατὰ τὴν συμπεριφοράν των καὶ τὰς σχέσεις των πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τῆς τάξεως καὶ ἐποχῆς τῶν περισσότερον παρ’ ὅσον εἶναι φρόνιμοι καὶ προνοητικοὶ διὰ τὴν ἐπιδίωξιν καὶ ἑξασφάλισιν τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, ποὺ ἐφωτίσθησαν ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν καὶ ἔγιναν υἱοὶ φωτός. 9 Καὶ ἐγὼ σᾶς λέγω, ὅπως ἐγκαίρως ἐφρόντισεν ὁ ἄδικος αὐτὸς διαχειριστὴς νὰ ἑξασφαλίσῃ τὴν φιλίαν τῶν ὀφειλετῶν τοῦ κυρίου του, ἔτσι καὶ σεῖς φροντίσατε νὰ κάμετε διὰ τὸ καλόν σας φίλους ἀπὸ τὸν πλοῦτον, ποὺ εἶναι ἄδικος, διότι αἱ μεγάλαι περιουσίαι μὲ ἀδικίαν ἐπισωρεύονται καὶ ἀδικίαν μεγάλην διαπράττει αὐτός, ποὺ μόνον διὰ τὸν ἑαυτόν του κατακρατεῖ τὰ πλούτη. Κάμετε λοιπὸν καὶ σεῖς φίλους ἀπὸ τὸν ἄδικον μαμωνᾶν ἀγαθοεργοῦντες καὶ εὐεργετοῦντες τοὺς ὁμοίους σας, ὥστε, ὅταν ἀποθάνετε, νὰ σᾶς ὑποδεχθοῦν οἱ φίλοι αὐτοὶ εἰς τὰς αἰωνίους σκηνὰς τοῦ Παραδείσου.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙϚ´ 1 - 9


1 Ελεγε δε προς τους μαθητάς του και άλλην παραβολήν, δια να καταδικάση την φιλαργυρίαν, από την οποία εκυριαρχούντο οι Φαρισαίοι· “ένας άνθρωπος, είπε, ήτο πλούσιος και είχε διαχειριστήν εις την περιουσίαν του. Και αυτός ο διαχειριστής κατηγορήθηκε στον κύριον, ότι του διασκορπίζει και σπαταλά την περιουσίαν του. 2 Και ο κύριος τον εφώναξε και του είπε· Τι είναι αυτό που ακούω εναντίον σου; Δος μου λογαριασμόν της διαχειρίσεώς σου, διότι δεν ημπορείς πλέον να είσαι διαχειριστής μου. 3 Είπε δε από μέσα του ο οικονόμος· Τι να κάμω τώρα, που μου αφαιρεί ο κύριός μου την διαχείρισιν; Να σκάπτω δεν ημπορώ, να ζητιανεύω εντρέπομαι. 4 Ευρήκα τι θα κάμω, ώστε όταν θα με διώξουν από την διαχείρισιν και από το σπίτι του κυρίου μου, να με δεχθούν άλλοι γνωστοί μου άνθρωποι εις τα σπίτια των. 5 Και αφού επροσκάλεσε καθένα από τους χρεωφειλέτας του κυρίου του χωριστά, είπε στον πρώτον· Ποσα χρεωστάς συ στον κύριόν μου; 6 Εκείνος δε απήντησεν· Τρισήμισυ περίπου χιλιάδες κιλά λάδι. Και του είπε ο διαχειριστής· Παρε το γραμμάτιόν σου, κάθισε και γράψε γρήγορα ότι χρεωστάς τα μισά. 7 Επειτα δε είπε εις άλλον· Συ πόσα χρεωστάς; Εκείνος δε απήντησε· τεσσερεσήμισυ και πλέον χιλιάδες κιλά σιτάρι. Και ο διαχειριστής του είπε· Παρε το γραμμάτιόν σου και γράψε ότι χρεωστάς τρισήμισυ χιλιάδες κιλά. 8 Και ο κύριος επήνεσε τον άδικον και αναξιόπιστον αυτόν διαχειριστήν, διότι εις την περίστασιν αυτήν ενήργησε άδικα μεν, αλλά δια τον εαυτόν του συνετά”. Και επρόσθεσεν ο Κυριος· “οι αμαρτωλοί άνθρωποι του κόσμου τούτου, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα συμφέροντά των, αποδεικνύονται εις την γενεάν των συνετώτεροι και προνοητικώτεροι από τα τέκνα του φωτός, από εκείνους που έχουν φωτισθή από την αλήθειαν του Θεού. 9 Και εγώ σας λέγω τούτο· μιμηθήτε στον τρόπον της ενεργείας τον άδικον οικονόμον. Οσοι έχετε μεγάλας περιουσίας, αι οποίαι κατά κανόνα αποκτώνται με αδικίας, αφού μετανοήσετε, κάμετε έργα καλά με τα χρήματα αυτά της αδικίας, αποκτήσατε φίλους με τας αγαθοεργίας σας, ώστε οι φίλοι σας αυτοί να σας υποδεχθούν εις την αιωνίαν ζωήν, όταν φύγετε από τον κόσμον αυτόν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα