❌
Δευτέρα, 17 Νοεμβρίου 2025

Άγιος Γρηγόριος Νεοκαισαρείας ο Θαυματουργός, Άγιοι Γεννάδιος και Μάξιμος Πατριάρχες Κωνσταντινούπολης
Γρηγορίου ἐπισκόπου Νεοκαισαρείας (†270). Γενναδίου ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως (†471).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Β´ 20 - 20


20 ὑμεῖς γάρ ἐστε ἡ δόξα ἡμῶν καὶ ἡ χαρά.

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Γ´ 1 - 8


1 Διὸ μηκέτι στέγοντες εὐδοκήσαμεν καταλειφθῆναι ἐν Ἀθήναις μόνοι, 2 καὶ ἐπέμψαμεν Τιμόθεον τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν καὶ διάκονον τοῦ Θεοῦ καὶ συνεργὸν ἡμῶν ἐν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ στηρίξαι ὑμᾶς καὶ παρακαλέσαι ὑμᾶς περὶ τῆς πίστεως ὑμῶν, 3 τὸ μηδένα σαίνεσθαι ἐν ταῖς θλίψεσι ταύταις. αὐτοὶ γὰρ οἴδατε ὅτι εἰς τοῦτο κείμεθα· 4 καὶ γὰρ ὅτε πρὸς ὑμᾶς ἦμεν, προελέγομεν ὑμῖν ὅτι μέλλομεν θλίβεσθαι, καθὼς καὶ ἐγένετο καὶ οἴδατε. 5 διὰ τοῦτο κἀγὼ μηκέτι στέγων ἔπεμψα εἰς τὸ γνῶναι τὴν πίστιν ὑμῶν, μή πως ἐπείρασεν ὑμᾶς ὁ πειράζων καὶ εἰς κενὸν γένηται ὁ κόπος ἡμῶν. 6 Ἄρτι δὲ ἐλθόντος Τιμοθέου πρὸς ἡμᾶς ἀφ’ ὑμῶν καὶ εὐαγγελισαμένου ἡμῖν τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀγάπην ὑμῶν, καὶ ὅτι ἔχετε μνείαν ἡμῶν ἀγαθὴν, πάντοτε ἐπιποθοῦντες ἡμᾶς ἰδεῖν καθάπερ καὶ ἡμεῖς ὑμᾶς, 7 διὰ τοῦτο παρεκλήθημεν, ἀδελφοί, ἐφ’ ὑμῖν ἐπὶ πάσῃ τῇ θλίψει καὶ ἀνάγκῃ ἡμῶν διὰ τῆς ὑμῶν πίστεως· 8 ὅτι νῦν ζῶμεν, ἐὰν ὑμεῖς στήκετε ἐν Κυρίῳ.

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Β´ 20 - 20


20 Καὶ ἐλπίζομεν αὐτὰ διὰ τότε, διότι καὶ τώρα σεῖς εἶσθε ἡ δόξα μας καὶ ἡ χαρά μας.

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Γ´ 1 - 8


1 Διότι λοιπὸν σᾶς ἐπεθυμήσαμεν πολύ, δι’ αὐτό, ἐπειδὴ δὲν ὑπεφέραμεν πλέον νὰ εἴμεθα χωρισμένοι ἀπὸ σᾶς, ἐπροτιμήσαμεν νὰ μείνωμεν μόνοι εἰς τὰς Ἀθήνας. 2 Καὶ ἐστείλαμεν τὸν Τιμόθεον τὸν ἀδελφόν μας καὶ διάκονον τοῦ Θεοῦ καὶ συνεργάτην μας εἰς τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ σᾶς στηρίξῃ καὶ σᾶς παρηγορήσῃ καὶ σᾶς ἐνισχύσῃ εἰς τὴν πίστιν σας, 3 ὥστε νὰ μὴ κλονίζεται κανεὶς εἰς τὰς θλίψεις αὐτάς. Διότι σεῖς ἠξεύρετε, ὅτι διὰ τοῦτο, διὰ νὰ ὑποφέρωμεν δηλαδὴ θλίψεις, ἔχομεν ταχθῆ. 4 Τὸ ἠξεύρετε δέ, διότι καὶ ὅταν ἤμεθα πλησίον σας, σᾶς ἐπρολέγαμεν, ὅτι μέλλομεν νὰ ὑποφέρωμεν θλίψεις, καθὼς καὶ ἔγινε καὶ τὸ γνωρίζετε πλέον ἐκ πείρας. 5 Ἐπειδὴ δὲ σᾶς ηὗραν θλίψεις, δι’ αὐτὸ καὶ ἑγὼ δὲν ἠμποροῦσα πλέον νὰ ὑποφέρω τὰς φροντίδας καὶ τοὺς φόβους, ποὺ εἶχα διὰ σᾶς, καὶ ἔστειλα τὸν Τιμόθεον, διὰ νὰ μάθω περὶ τῆς πίστεώς σας καὶ πληροφορηθῶ, μήπως σᾶς ἐπείρασε καὶ σᾶς ἐκλόνισεν αὐτός, ποὺ πειράζει τοὺς ἀνθρώπους, καὶ καταντήσῃ ἔτσι ἀνωφελὴς καὶ χαμένος ὁ διὰ σᾶς κόπος μας. 6 Τώρα δέ, ὅταν μᾶς ἦλθεν ἀπὸ σᾶς ὁ Τιμόθεος καὶ μᾶς ἔφερε χαροποιὸς εἰδήσεις διὰ τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀγάπην σας καὶ μᾶς ἐβεβαίωσεν, ὅτι ἔχετε πάντοτε ἀγαθὴν ἀνάμνησιν ἠμῶν καὶ ποθεῖτε πολὺ νὰ μᾶς ἴδετε, καθὼς καὶ ἡμεῖς ποθοῦμεν νὰ σᾶς ἴδωμεν, 7 διὰ τὰς εἰδήσεις αὐτάς, ἀδελφοί, λόγῳ τῆς ἀκλονήτου πίστεώς σας ἐπαρηγορήθημεν ἐξ αἰτίας σας εἰς ὅλην τὴν θλῖψιν καὶ στενοχώριαν μας. 8 Καὶ ἐπαρηγορήθημεν, διότι ὁ στηριγμός σας εἰς τὴν πίστιν εἶναι ζωή μας. Καὶ τώρα ζῶμεν, ἐὰν σεῖς μένετε στερεοὶ εἰς τὴν μετὰ τοῦ Κυρίου σχέσιν καὶ κοινωνίαν.

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Β´ 20 - 20


20 Διότι σεις πράγματι είσθε η δόξα μας και η χαρά μας.

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Γ´ 1 - 8


1 Επειδή τόσον πολύ σας έχομεν αγαπήσει και σας επεθυμήσαμεν, δεν υπεφέραμεν πλέον να μένωμεν χωρισμένοι από σας και δι' αυτό επροτιμήσαμεν με όλην μας την καρδιά να μείνωμεν μόνοι εις τας Αθήνας. 2 Και εστείλαμεν εις σας τον Τιμόθεον τον αδελφόν μας και διάκονον του Θεού και συνεργάτην μας στο έργον του Ευαγγελίου, δια να σας στηρίξη, να σας παρηγορήση και ενισχύση εις την πίστιν σας, 3 ώστε κανείς να μη κλονίζεται και να μη ταράσσεται εις τας θλίψεις αυτάς. Διότι και σεις οι ίδιοι γνωρίζετε ότι δι' αυτό υπάρχομεν και έχομεν ταχθή (δια να υποφέρωμεν δηλαδή με υπομονήν και πίστιν τας θλίψεις και να προοδεύωμεν έτσι εις την κατά Χριστόν ζωήν). 4 Αυτό δε το γνωρίζετε, διότι, όταν ήμεθα μαζή σας, σας επρολέγαμεν, ότι μέλλομεν να υποστώμεν θλίψεις, όπως και πράγματι έγινε και σστο γνωρίζετε. 5 Εξ αιτίας των θλίψεών σας ακριβώς αυτών εγώ δεν ημπορούσα πλέον να μένω ήσυχος και έστειλα τον Τιμόθεον, δια να μάθω μέσω αυτού περί της πίστεως σας και να κατατοπισθώ, μήπως σας εδημιούργησε πειρασμούς ισχυρούς και σας εκλόνισεν ο πονηρός, ο οποίος ως έργον του έχει να πειράζη τους ανθρώπους, και μήπως έτσι ο κόπος μας αποδειχθή μάταιος και ανωφελής. 6 Τωρα δε, όταν ήλθεν ο Τιμόθεος και μου έφερεν από σας χαρμοσύνους πληροφορίας δια την πίστιν και την αγάπην σας και μας εβεβαίωσεν ότι διατηρείτε σταθερά καλήν την ανάμνησίν μας, ποθούντες πολύ πάντοτε να μας ιδήτε, όπως ακριβώς και ημείς ποθούμεν να σας ίδωμεν, 7 δια τούτο, (δια τας καλάς δηλαδή πληροφορίας, που είχαμεν σχετικώς με την σταθεράν και ζωντανήν πίστιν σας) επαρηγορήθημεν και ημείς, εξ αιτίας σας, εις όλην την θλίψις και την ταλαιπωρίαν μας. 8 Διότι, όπως και προηγουμένως έτσι και τώρα, ζώμεν, εάν σεις στέκεσθε σταθεροί και ακλόνητοι εν Κυρίω.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΔ´ 1 - 1


1 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐλθεῖν αὐτὸν εἰς οἶκόν τινος τῶν ἀρχόντων τῶν Φαρισαίων σαββάτῳ φαγεῖν ἄρτον, καὶ αὐτοὶ ἦσαν παρατηρούμενοι αὐτόν.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΔ´ 12 - 15


12 Ἔλεγε δὲ καὶ τῷ κεκληκότι αὐτόν· Ὅταν ποιῇς ἄριστον ἢ δεῖπνον, μὴ φώνει τοὺς φίλους σου μηδὲ τοὺς ἀδελφούς σου μηδὲ τοὺς συγγενεῖς σου μηδὲ γείτονας πλουσίους, μήποτε καὶ αὐτοὶ σε ἀντικαλέσωσι, σε καὶ γενήσεταί σοι ἀνταπόδομα. 13 ἀλλ’ ὅταν ποιῇς δοχὴν, κάλει πτωχούς, ἀναπήρους, χωλούς, τυφλούς, 14 καὶ μακάριος ἔσῃ, ὅτι οὐκ ἔχουσιν ἀνταποδοῦναί σοι· ἀνταποδοθήσεται γάρ σοι ἐν τῇ ἀναστάσει τῶν δικαίων. 15 Ἀκούσας δέ τις τῶν συνανακειμένων ταῦτα εἶπεν αὐτῷ· Μακάριος ὅς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΔ´ 1 - 1


1 Καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸ σπίτι κάποιου ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας τῶν Φαρισαίων ἐν ἡμέρᾳ Σαββάτου διὰ νὰ φάγῃ ἄρτον, συνέβη αὐτοὶ νὰ τὸν παρατηροῦν καὶ νὰ τὸν παρακολουθοῦν μετὰ προσοχῆς, μήπως εἴπῃ ἢ πράξῃ κάτι παράνομον καὶ ἀξιοκατάκριτον.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΔ´ 12 - 15


12 Ἔλεγε δὲ καὶ πρὸς ἐκεῖνον, ποὺ τὸν εἶχε καλέσει· ὅταν κάνῃς πρωινὸν ἢ βραδυνὸν τραπέζι, μὴ περιορίζεσαι νὰ προσκαλῇς ἀποκλειστικῶς τοὺς φίλους σου, οὔτε τοὺς ἀδελφούς σου, οὔτε τοὺς συγγενεῖς σου, οὔτε γείτονας πλουσίους· μήπως καὶ ἐκεῖνοι σὲ καλέσουν, καὶ σοῦ γίνῃ ὑπ’ αὐτῶν καὶ ὄχι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἀνταπόδοσις καὶ ἀνταμοιβὴ δι’ αὐτό, ποὺ τοὺς ἔκαμες. 13 Ἀλλ’ ὅταν κάνῃς ὑποδοχὴν καὶ τραπέζι, προσκάλει εἰς αὐτὸ πτωχούς, σακάτηδες, κουτσούς, τυφλούς. 14 Καὶ θὰ εἶσαι μακάριος, διότι αὐτοὶ δὲν ἔχουν ἄλλο τι ἀπὸ εὐχὰς νὰ σοῦ ἀνταποδώσουν. Εἶσαι δὲ μακάριος δι’ αὐτό, διότι θὰ σοῦ ἀνταποδοθῇ αὐτό, ποὺ ἔκαμες, κατὰ τὴν ἀνάστασιν τῶν δικαίων, ὅταν ὁ Θεὸς θὰ ἀνταμείψῃ κάθε ἀγαθοεργίαν καὶ ἀρετήν. 15 Ὅταν δὲ ἤκουσεν αὐτὰ κάποιος ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ συμπαρεκάθηντο εἰς τὸ τραπέζι, εἶπεν εἰς αὐτόν: Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ φάγῃ γεῦμα εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ μαζὶ μὲ τὸν Μεσσίαν καὶ τοὺς πατριάρχας καὶ τοὺς ἄλλους δικαίους.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΔ´ 1 - 1


1 Οταν ο Κυριος εις ημέραν Σαββάτου ήλθεν στο σπίτι ενός από τους άρχοντας των Φαρισαίων να φάγη άρτον, αυτοί τον παρατηρούσαν με προσοχήν, μήπως πη η πράξη κάτι το παράνομον.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΔ´ 12 - 15


12 Ελεγε δε και προς εκείνον ο οποίος τον είχε προσκαλέσει· “όταν παραθέτης γεύμα η δείπνον μη προσκαλείς τους φίλους σου ούτε τους αδελφούς σου ούτε τους συγγενείς σου ούτε τους πλουσίους γείτονάς σου, μήπως και αυτοί με την σειρά των σε καλέσουν και γίνει έτσι ανταπόδοσις, όχι από τον Θεόν, αλλά από τους ανθρώπους.(Και οι κακοί κάνουν το ίδιο, αποβλέποντες εις ανταπόδομα εκ μέρους των ανθρώπων). 13 Αλλά όταν κάνης τραπέζι και υποδέχεσαι φιλοξενουμένους, προσκάλεσε πτωχούς, αναπήρους, χωλούς, τυφλούς. 14 Και θα είσαι μακάριος διότι, επειδή αυτοί δεν έχουν τι να σου ανταποδώσουν, θα σου ανταποδοθή το καλόν που έκανες κατά την επίσημον εκείνην ημέραν της αναστάσεως των νεκρών”. 15 Οταν δε κάποιος από τους παρακαθημένους ήκουσε αυτά είπε· “μακάριος εκείνος, που θα παρακαθίση στο γεύμα της βασιλείας του Θεού”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα