❌
Σάββατο, 11 Οκτωβρίου 2025

Άγιος Φίλιππος ο Απόστολος ένας από τους επτά Διακόνους, Όσιος Θεοφάνης ο Γραπτός, ο Ομολογητής επίσκοπος Νίκαιας, Άγιοι Νεκτάριος, Αρσάκιος και Σισίνιος Πατριάρχες Κωνσταντινούπολης, Άγιος Ιωνάς ο εν Περγάμω της Κύπρου
Φιλίππου ἀποστόλου ἐκ τῶν ἑπτά· Θεοφάνους ὁμολογητοῦ τοῦ Γραπτοῦ, ἐπισκόπου Νικαίας (†850).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Η´ 26 - 39


26 Ἄγγελος δὲ Κυρίου ἐλάλησε πρὸς Φίλιππον λέγων· Ἀνάστηθι καὶ πορεύου κατὰ μεσημβρίαν ἐπὶ τὴν ὁδὸν τὴν καταβαίνουσαν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Γάζαν· αὕτη ἐστὶν ἔρημος. 27 καὶ ἀναστὰς ἐπορεύθη. καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ Αἰθίοψ εὐνοῦχος δυνάστης Κανδάκης τῆς βασιλίσσης Αἰθιόπων, ὃς ἦν ἐπὶ πάσης τῆς γάζης αὐτῆς, ὃς ἐληλύθει προσκυνήσων εἰς Ἱερουσαλήμ. 28 ἦν τε ὑποστρέφων καὶ καθήμενος ἐπὶ τοῦ ἅρματος αὐτοῦ, καὶ ἀνεγίνωσκε τὸν προφήτην Ἡσαΐαν. 29 εἶπε δὲ τὸ Πνεῦμα τῷ Φιλίππῳ· Πρόσελθε καὶ κολλήθητι τῷ ἅρματι τούτῳ. 30 προσδραμὼν δὲ ὁ Φίλιππος ἤκουσεν αὐτοῦ ἀναγινώσκοντος τὸν προφήτην Ἡσαΐαν, καὶ εἶπεν· Ἆρά γε γινώσκεις ἃ ἀναγινώσκεις; 31 ὁ δὲ εἶπε· Πῶς γὰρ ἂν δυναίμην, ἐὰν μή τις ὁδηγήσῃ με; παρεκάλεσέ τε τὸν Φίλιππον ἀναβάντα καθίσαι σὺν αὐτῷ. 32 ἡ δὲ περιοχὴ τῆς γραφῆς ἣν ἀνεγίνωσκεν ἦν αὕτη· ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη· καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείραντος αὐτὸν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ. 33 ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη· τὴν δὲ γενεὰν αὐτοῦ τίς διηγήσεται; ὅτι αἴρεται ἀπὸ τῆς γῆς ἡ ζωὴ αὐτοῦ. 34 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ εὐνοῦχος τῷ Φιλίππῳ εἶπε· Δέομαί σου, περὶ τίνος ὁ προφήτης λέγει τοῦτο; περὶ ἑαυτοῦ ἢ περὶ ἑτέρου τινός; 35 ἀνοίξας δὲ ὁ Φίλιππος τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς γραφῆς ταύτης εὐηγγελίσατο αὐτῷ τὸν Ἰησοῦν. 36 ὡς δὲ ἐπορεύοντο κατὰ τὴν ὁδόν, ἦλθον ἐπί τι ὕδωρ, καί φησιν ὁ εὐνοῦχος· Ἰδοὺ ὕδωρ· τί κωλύει με βαπτισθῆναι; 37 εἶπε δὲ ὁ Φίλιππος· εἰ πιστεύεις ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἔξεστιν. ἀποκριθεὶς δὲ εἶπε· Πιστεύω τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. 38 καὶ ἐκέλευσε στῆναι τὸ ἅρμα, καὶ κατέβησαν ἀμφότεροι εἰς τὸ ὕδωρ, ὅ τε Φίλιππος καὶ ὁ εὐνοῦχος, καὶ ἐβάπτισεν αὐτόν. 39 ὅτε δὲ ἀνέβησαν ἐκ τοῦ ὕδατος, Πνεῦμα Κυρίου ἥρπασε τὸν Φίλιππον, καὶ οὐκ εἶδεν αὐτὸν οὐκέτι ὁ εὐνοῦχος· ἐπορεύετο γὰρ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ χαίρων.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Η´ 26 - 39


26 Ἄγγελος δὲ Κυρίου ἐλάλησεν εἰς τὸν Φίλιππον καὶ εἶπε· Σήκω καὶ πήγαινε πρὸς νότον, εἰς τὸν δρόμον, ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ εἰς τὴν Γάζαν. Ὁ δρόμος αὐτὸς εἶναι ἔρημος καὶ δὲν συχνάζεται ἀπὸ διαβάτας. 27 Μ’ ὅλα ταῦτα ὁ Φίλιππος ἐσηκώθη καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν δρόμον ἐκεῖνον τὸν ἔρημον, ὑπακούων εἰς τὴν διαταγὴν τοῦ Ἀγγέλου. Καὶ ἰδοὺ ἄνθρωπος Αἰθίοψ, εὐνοῦχος, ἀνώτερος ἀξιωματικὸς καὶ αὐλικὸς τῆς Κανδάκης, τῆς βασιλίσσης τῶν Αἰθιόπων, ὁ ὁποῖος ἦτο διευθυντὴς καὶ διαχειριστὴς ἐφ’ ὅλου τοῦ θησαυροῦ καὶ τῶν οἰκονομικῶν αὐτῆς, καὶ ὁ ὁποῖος εἶχεν ἔλθει διὰ νὰ προσκυνήσῃ εἰς Ἱερουσαλήμ, διότι φαίνεται, ὅτι ἦτο προσήλυτος. 28 Ἐπέστρεφε δὲ τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἰς τὴν πατρίδα του καὶ ἐκάθητο ἐπὶ τῆς ἁμάξης του καὶ ἀνεγίνωσκε μεγαλοφώνως τὸν προφήτην Ἡσαΐαν. 29 Εἶπε δὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἰς τὸν Φίλιππον δι’ ἐσωτερικῆς νεύσεως ἐπὶ τῆς καρδίας αὐτοῦ· Πλησίασε καὶ προσκολλήσου εἰς τὴν ἅμαξαν αὐτήν. 30 Ἀφοῦ δὲ ὁ Φίλιππος ἔτρεξε πρὸς τὴν ἅμαξαν καὶ ἐπλησίασε πολὺ εἰς αὐτήν, τὸν ἤκουσε νὰ ἀναγινώσκῃ τὸν προφήτην Ἡσαΐαν καὶ εἶπεν· Ἄρά γε κατανοεῖς αὐτά, ποὺ διαβάζεις; 31 Αὐτὸς δὲ εἶπε· Δὲν τὰ κατανοῶ. Διότι πῶς θὰ ἠδυνάμην νὰ τὰ καταλάβω, ἐὰν δὲν εὑρεθῇ κάποιος νὰ μὲ ὁδηγήσῃ; Καὶ ἐπειδὴ ἀντελήφθη, ὅτι ὁ Φίλιππος ἦτο διατεθειμένος νὰ πράξῃ τοῦτο, παρεκάλεσε αὐτὸν νὰ ἀναβῇ εἰς τὴν ἅμαξαν καὶ νὰ καθήσῃ μαζί του. 32 Τὸ περιεχόμενον δὲ τοῦ χωρίου τῆς Γραφῆς, ποὺ ἀνεγίνωσκεν ὁ εὐνοῦχος, ἦτο τοῦτο: Σὰν πρόβατον ὠδηγήθη εἰς τὴν σφαγὴν καὶ σὰν ἀρνίον, ποὺ παραμένει ἄφωνον ἐμπρὸς εἰς αὐτὸν ποὺ τὸ κουρεύει, ἔτσι δὲν ἀνοίγει τὸ στόμα του. 33 Ὅταν ἔλαβε δούλου μορφὴν καὶ ὑπέβαλεν ἑαυτὸν εἰς ταπείνωσιν, τοῦ ἠρνήθησαν δικαίαν κρίσιν καὶ κατεπάτησαν τὸ δίκαιόν του. Παρὰ ταῦτα ὅμως δὲν ἐξηφανίσθη, οὔτε ἔσβησε τὸ ὄνομά του. Ποῖος ἡμπορεῖ ἐπαξίως νὰ διηγηθῇ περὶ τοῦ πλήθους καὶ τῆς ἐνδόξου εὐγενείας τῶν πνευματικῶν του ἀπογόνων; Διότι ἐσηκώθη μὲν διὰ βιαίου θανάτου ἡ ζωή του ἀπὸ τὴν γῆν, ἀνυψώθη ὅμως μετὰ τὴν Ἀνάστασίν του καὶ ὑπερανέβη τοὺς οὐρανούς. 34 Ἔλαβε δὲ τὸν λόγον ὁ εὐνοῦχος καὶ εἶπε πρὸς τὸν Φίλιππον· Σὲ παρακαλῶ, ἐξήγησέ μου περὶ ποίου προσώπου λέγει τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ προφήτης; Διὰ τὸν ἑαυτόν του ἢ δι' ἄλλον τινά; 35 Ἀφοῦ δὲ ἤνοιξε τὸ στόμα του ὁ Φίλιππος καὶ ἤρχισεν ἀπὸ τὸ χωρίον τοῦτο τῆς Γραφῆς, ἐκήρυξεν εἰς αὐτὸν τὸ χαρμόσυνον μήνυμα περὶ τοῦ Ἰησοῦ ὡς Μεσσίου καὶ Λυτρωτοῦ καί, καθὼς φαίνεται ἀπὸ τὰ ἐπακολουθήσαντα, ὡμίλησεν εἰς αὐτὸν καὶ περὶ τοῦ βαπτίσματος ὡς ἀναγκαίου πρὸς σωτηρίαν. 36 Καθὼς δὲ ἐπροχώρουν εἰς τὸν δρόμον, ἔφθασαν εἰς κάποιαν πηγὴν νεροῦ καὶ τότε εἶπεν ὁ εὐνοῦχος· Νά, ἐδῶ ὑπάρχει νερό. Τί μὲ ἐμποδίζει νὰ βαπτισθῶ; 37 Εἶπε δὲ ὁ Φίλιππος· Ἐὰν πιστεύῃς μὲ ὅλην τὴν καρδίαν σου εἰς ὅσα σοῦ εἶπα περὶ τοῦ Ἰησοῦ, εἶναι δυνατὸν νὰ βαπτισθῇς. Ἀπεκρίθη δὲ ὁ εὐνοῦχος καὶ εἶπεν· Πιστεύω ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. 38 Καὶ ἔδωκεν ἀμέσως διαταγὴν νὰ σταθῇ ἡ ἅμαξα. Καὶ κατέβησαν τότε καὶ οἱ δύο εἰς τὴν πηγὴν τοῦ νεροῦ, καὶ ὁ Φίλιππος δηλαδὴ καὶ ὁ εὐνοῦχος. Καὶ ὁ Φίλιππος ἐβάπτισεν αὐτόν. 39 Ὅταν δὲ ἀνέβησαν ἀπὸ τὴν πηγήν, τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου ἥρπασεν ὑπερφυσικῶς τὸν Φίλιππον καὶ δὲν τὸν εἶδε πλέον ὁ εὐνοῦχος, διότι ὁ μὲν Φίλιππος ἔσπευσε πρὸς ἀντίθετον κατεύθυνσιν, ὁ δὲ εὐνοῦχος συνέχισε τὸ ταξίδιόν του πρὸς τὴν Αἰθιοπίαν γεμᾶτος χαράν, τὴν ὁποίαν τοῦ ἐδημιούργει ἡ σωτηριώδης γνῶσις ποὺ ἔλαβε καὶ ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος, ποὺ μὲ τὸ βάπτισμα τοῦ μετεδόθη.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Η´ 26 - 39


26 Αγγελος δε Κυρίου ελάλησε στον Φιλιππον και του είπε· “σήκω και προχώρησε προς νότον στον δρόμον, ο οποίος κατεβαίνει από την Ιερουσαλήμ εις την Γαζαν· αυτός ο δρόμος είναι έρημος, δεν έχει κίνησιν”. 27 Ο Φιλιππος εσηκώθηκε και επήγε, όπως του είχε είπει ο άγγελος. Και ιδού ένας άνθρωπος Αιθίοψ, ευνούχος, άρχων και αυλικός της Κανδάκης, βασιλίσσης της Αιθιοπίας, ο οποίος ήτο διευθυντής όλων των οικονομικών αυτής, και ο οποίος είχεν έλθει να προσκυνήση εις την Ιερουσαλήμ, 28 επέστρεφε τότε εις την πατρίδα του, καθήμενος εις την άμαξάν του, και εδιάβαζε δυνατά τον προφήτην Ησαΐαν. 29 Είπε δε το Πνεύμα το Αγιον στον Φιλιππον· “πλησίασε και προχώρει κολλητά εις την άμαξαν αυτήν”. 30 Ετρεξε πράγματι ο Φιλιππος προς την άμαξαν, ήκουσε αυτόν να διαβάζη τον προφήτην Ησαΐαν και είπεν· “άρά γε καταλαβαίνεις αυτά, που διαβάζεις;” 31 Εκείνος δε είπε· “δεν τα καταλαβαίνω· διότι πως είναι δυνατόν να τα εννοήσω, εάν κάποιος δεν με οδηγήση;” Και παρεκάλεσε τον Φιλιππον να ανεβή εις την άμαξαν και να καθίση μαζή του. 32 Το δε χωρίον της Γραφής, που εδιάβαζε, ήτο αυτό· “Σαν πρόβατον ωδηγήθηκε εις την σφαγήν· και σαν αρνί, που μένει άφωνον εμπρός εις αυτόν που το κουρεύει, έτσι και αυτός δεν ανοίγει το στόμα του. 33 Εις την βαθείαν ταπείνωσίν του, εις την οποίαν υπεβλήθη, του ηρνήθησαν την δικαίαν του κρίσιν και το δίκαιόν του και όμως επέτυχε το έργον του, την σωτηρίαν των ανθρώπων· αυτό δε το πλήθος των πνευματικών του απογόνων, που έχει αναγεννήσει εις σωτηρίαν, ποιός ημπορεί να διηγηθή; Διότι του αφήρεσαν με βίαιον θάνατον την ζωήν του από την γην· εδοξάσθη όμως κατόπιν”. 34 Ελαβε τότε τον λόγον ο ευνούχος και είπε στον Φιλιππον· “σε παρακαλώ πολύ, δια ποίον ο προφήτης λέγει αυτό; Δια τον εαυτόν του η δια κανένα άλλον;” 35 Ηνοιξε τότε το στόμα του ο Φιλιππος, και αφού ήρχισε από το χωρίον αυτό της Γραφής, εκήρυξε εις αυτόν το χαρμόσυνον μήνυμα δια τον Ιησούν και την σωτηρίαν, που εκείνος προσφέρει στους πιστούς. 36 Καθώς δε επροχωρούσαν στον δρόμον, έφθασαν κάπου εκεί, που υπήρχε ύδωρ, και είπε τότε ο ευνούχος· “ιδού, υπάρχει εδώ νερό· τι με εμποδίζει να βαπτισθώ;” 37 Είπε δε ο Φιλιππος· “Εάν πιστεύης με όλην σου την καρδιά, έχστο δικαίωμα να βαπτισθής”. Απεκρίθη δε και είπε· “πιστεύω ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού”. 38 Και διέταξς αμέσως να σταθή η άμαξα· κατέβηκαν και οι δύο στο νερό, και ο Φιλιππος και ο ευνούχος. Και ο Φιλιππος τον εβάπτισε. 39 Αμέσως δε μόλις ανέβηκαν από το νερό, το Πνεύμα του Κυρίου ήρπασε τον Φιλιππον και δεν τον ξαναείδε πλέον ο ευνούχος, ο οποίος και συνέχισε το ταξίδι του γεμάτος χαράν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ε´ 27 - 32


27 Καὶ μετὰ ταῦτα ἐξῆλθε καὶ ἐθεάσατο τελώνην ὀνόματι Λευῒν, καθήμενον ἐπὶ τὸ τελώνιον, καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι. 28 καὶ καταλιπὼν ἅπαντα ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ. 29 καὶ ἐποίησε δοχὴν μεγάλην Λευῒς αὐτῷ ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ, καὶ ἦν ὄχλος τελωνῶν πολὺς καὶ ἄλλων οἳ ἦσαν μετ’ αὐτῶν κατακείμενοι. 30 καὶ ἐγόγγυζον οἱ γραμματεῖς αὐτῶν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγοντες· Διατί μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίετε καὶ πίνετε; 31 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτούς· Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ὑγιαίνοντες ἰατροῦ, ἀλλ’ οἱ κακῶς ἔχοντες· 32 οὐκ ἐλήλυθα καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ε´ 27 - 32


27 Καὶ ὕστερον ἀπὸ αὐτὰ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ σπίτι, ποὺ ἐθεράπευσε τὸν παραλυτικόν, καὶ εἰς τὸν δρόμον παρετήρησε μὲ ἰδιαίτερον ἐνδιαφέρον καὶ προσοχὴν κάποιον τελώνην, ποὺ ἐλέγετο Λευΐς, νὰ κάθεται εἰς τὴν τράπεζαν τῆς εἰσπράξεως τῶν φόρων καὶ τοῦ εἶπεν· Ἀκολούθει με ὡς μόνιμος καὶ ἰσόβιος μαθητής μου. 28 Καὶ ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἀφῆκε τὰ πάντα, ἐσηκώθη καὶ τὸν ἠκολούθησε. 29 Καὶ ἔκαμεν εἰς τὸ σπίτι του μεγάλην ὑποδοχὴν ὁ Λευῒς εἰς τὸν Ἰησοῦν. Καὶ ἦτο πλῆθος πολὺ ἀπὸ τελώνας καὶ ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν μαζί των ἑξαπλωμένοι εἰς τὴν τράπεζαν τοῦ φαγητοῦ καὶ συνέτρωγον. 30 Καὶ ἐμουρμούριζαν ἐναντίον του οἱ γραμματεῖς των καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἀπευθυνόμενοι πρὸς τοὺς μαθητάς του καὶ λέγοντες· Διατὶ τρώγετε καὶ πίνετε μὲ τοὺς τελώνας καὶ ἁμαρτωλοὺς καὶ ἔρχεσθε οὕτω εἰς στενὴν καὶ φιλικὴν σχέσιν μὲ αὐτούς; 31 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπε· Δὲν ἔχουν ἀνάγκην ἰατροῦ οἱ ὑγιεῖς, ἀλλ’ ὅσοι ἔχουν ἄσχημα εἰς τὴν ὑγείαν των. 32 Δὲν ἔχω ἔλθει εἰς τὸν κόσμον διὰ νὰ καλέσω ἐκείνους, ποὺ θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς των δικαίους, ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἦλθα νὰ καλέσω εἰς μετάνοιαν.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ε´ 27 - 32


27 Και έπειτα από αυτά εβγήκεν από το σπίτι ο Ιησούς και είδε τον τελώνην Λευίν να κάθεται στο γραφείον εισπράξεως φόρων, και είπε προς αυτόν· “ηκολούθησέ με ως πιστός και παντοτεινός μαθητής μου”. 28 Και εκείνος αφήκε όλα, εσηκώθηκε αμέσως και τον ηκολούθησε. 29 Και έκαμε τότε ο Λευίς μεγάλην υποδοχήν στο σπίτι του προς χάριν του Ιησού. Και πλήθος πολύ από τελώνας και άλλους, οι οποίοι είχαν παρακαθήσει μαζή των στο φάγητον. 30 Και εγόγγυζον στους μαθητάς του Χριστού οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι λέγοντες· “διατί τρώγετε και πίνετε με τους τελώνας και αμαρτωλούς;” 31 Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπε· “δεν έχουν ανάγκην από ιατρόν οι υγιείς, αλλά οι πάσχοντες από ασθενείας. 32 Δεν έχω έλθει να καλέσω δικαίους η εκείνους που θεωρούν τον εαυτόν των δίκαιον, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα